Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στην Οχτωβριανή Επανάσταση: Δ. Ταγκόπουλος

Η Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση είχε μεγά­λη η επί­δρα­ση στον πνευ­μα­τι­κό κόσμο της Ελλά­δας, ιδιαί­τε­ρα δε στους οπα­δούς του μαχό­με­νου δημο­τι­κι­σμού που συσπει­ρώ­νο­νταν στο περιο­δι­κό «Νου­μάς» του Δ. Ταγκό­που­λου. Ηταν τέτοια η επί­δρα­ση που αργό­τε­ρα ο δημο­τι­κι­στής ταυ­τι­ζό­ταν με τον κομ­μου­νι­στή, εξ ου και το μαλλιοροκομμουνιστής. 

Τιμώ­ντας την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση θα ανα­πτύ­ξου­με ένα αφιέ­ρω­μα για την επί­δρα­ση που είχε στο λογο­τε­χνι­κό κόσμο και στη δια­νό­η­ση της εποχής.

Ξεκι­νού­με το αφιέ­ρω­μα με τον Δημή­τρη Ταγκόπουλο

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Δημή­τρης Ταγκόπουλος

Ο Δ. Ταγκό­που­λος – που ξεκί­νη­σε από τη δημο­σιο­γρα­φία – αρχι­συ­ντά­κτης της καθη­με­ρι­νής «Εστί­ας» — βρέ­θη­κε επι­κε­φα­λής μιας ανορ­γά­νω­της και ανο­μοιο­γε­νούς ομά­δας που την ένω­νε η επι­δί­ω­ξη να «ανα­στη­θεί και να καλ­λιερ­γη­θεί η λαϊ­κή γλώσ­σα». Το 1903 εκδί­δει το Νου­μά που κυκλο­φο­ρεί μέχρι το 1931 (με κάποιες ενδιά­με­σες δια­κο­πές). Κατά την πρώ­τη περί­ο­δο, η πορεία του είναι στε­νά συν­δε­δε­μέ­νη με την ιστο­ρία του γλωσ­σι­κού ζητήματος.

C:workÅ.Ë.É.ÁÏ_Íïõìáòéóô2629.tif adding description

Ο «Νου­μάς» κατα­βρό­χθι­ζε όλο το χρό­νο του, τα χρή­μα­τα και την περιου­σία του. Το μεγά­λο του άγχος ήταν να βρε­θούν χρή­μα­τα για να αγο­ρα­στεί το χαρ­τί και να πλη­ρω­θούν οι τυπο­γρά­φοι. Επει­δή αγω­νι­ζό­ταν συνέ­χεια να απο­σπά­σει μερι­κά χρή­μα­τα από τον πλού­σιο Πάλ­λη έλε­γε χαρα­κτη­ρι­στι­κά: Πάνω στον τάφο μου θα γρά­φουν: Δημ Ταγκό­που­λος αθλή­σας επί …Πάλ­λη. Όπως τον περι­γρά­φει ο γιός του ήταν τύπος μπο­έμ, με ένα μπά­λω­μα στο μανί­κι του σήμα κατα­τε­θέν, αγα­πη­τός από τους αστούς και τους εργά­τες. Είρων αλλά στο βάθος άκα­κος. Μεγά­λο του όπλο μέσα από τις σελί­δες του «Νου­μά» η σάτιρα.

Στά­θη­κε το προ­πύρ­γιο της γλωσ­σι­κής επα­νά­στα­σης. Με βασι­κές αρχές και στό­χους το σεβα­σμό στη νεό­τη­τα, τη γλωσ­σι­κή ανα­γέν­νη­ση και αργό­τε­ρα, με την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, με την ιδέα πως ο δημο­τι­κι­σμός δεν μπο­ρεί να νοη­θεί έξω και χωρι­στά από το σοσια­λι­σμό. Η απή­χη­ση της Οχτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης υπήρ­ξε μεγά­λη τόσο στο «Νου­μά» όσο και στους δια­νο­ού­με­νους δημοτικιστές.

Από τούς πρώ­τους, που υπο­δέ­χτη­καν στην Ελλά­δα με χαρά και συγκί­νη­ση την Όχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση. Χαι­ρέ­τι­σε με ξέφρε­νο ενθου­σια­σμό την ίδρυ­ση του Σοβιε­τι­κού κρά­τους κι έγι­νε, θερ­μός υπο­στη­ρι­χτής του. «Οσο υπάρ­χουν τα Σοβιέτ στη Ρωσία, oι άνθρω­ποι θα μπο­ρούν να κοι­μού­νται ήσυ­χα. Μόνο σαν τα ανα­τρέ­ψουν, πρέ­πει να φοβού­νται», συνή­θι­ζε να λέει στις παρέ­ες του. Για νά δεί­ξει μάλι­στα πως δεν υπο­στή­ρι­ζε τις Ιδέ­ες του μόνο στα λόγια απο­φά­σι­σε να κόψει ένα καφέ του τη μέρα και να στέλ­νει κάθε μήνα στο «Ριζο­σπά­στη», 10 δραχ­μές για ενίσχυση.

Ηγέ­της του μαχό­με­νου δημο­τι­κι­σμού, από το 1903, όταν ο Δ. Ταγκό­που­λος ανα­γνώ­ρι­ζε σαν μόνο αρχη­γό του Tagkopoylos«επι­στη­μο­νι­κού δημο­τι­κι­σμού» το «μεγά­λο Ψυχά­ρη», όπως έγρα­φε ο ίδιος.  Όταν όμως ο Ψυχά­ρης στρά­φη­κε προς τον εθνι­κι­σμό και έγι­νε φοβε­ρός αντι­κομ­μου­νι­στής, ο Ταγκό­που­λος, υπό την επί­δρα­ση της Οχτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης συγκρού­στη­κε μαζί του και ύψω­σε τη σημαία του σοσιαλισμού.

Ετσι στα 1919 ο Δ. Ταγκό­που­λος γρά­φει: «Οσοι δημο­τι­κι­στές αρνού­νται ή πολε­μούν το σοσια­λι­σμό, είναι δημο­τι­κι­στές μονα­χά για λού­σο ή από μόδα… Δημο­τι­κι­σμός χωρίς σοσια­λι­σμό, είναι μισή και μίζε­ρη ιδεολογία»

Ενα χρό­νο αργό­τε­ρα, στα 1920, ο Ταγκό­που­λος εκδη­λώ­νο­ντας την αγά­πη του και τον ενθου­σια­σμό του για την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, επι­τί­θε­ται από τις στή­λες του «Νου­μά» ενά­ντια σ’ ένα αντε­πα­να­στα­τι­κό θεα­τρι­κό έργο, πού είχε ανε­βά­σει ο θία­σος Κοτο­πού­λη, και χαι­ρε­τί­ζει τούς εργά­τες που το σφύριξαν:

«Ενας Ρώσος πρί­γκι­πας, νοσταλ­γός του τσα­ρι­κού μεγα­λεί­ου, άφη­σε να ξεχυ­θεί ο πόνος της αντι­μπολ­σε­βί­κι­κης ψυχής του ένα βρά­δυ πάνω στο πάλ­κο της δ. Κοτο­πού­λη, σ’ ένα έργο φιλο­τσα­ρι­κό. Το προ­πα­γαν­δι­στι­κό αυτό έργο, που δεν είχε καμιά σχέ­ση με την Τέχνη, σφυ­ρί­χτη­κε, όπως ήταν φυσι­κό, από τούς εργά­τες που ήταν κάτω ατή σάλα του θεά­τρου. Η γεν­ναία αυτή πρά­ξη των εργα­τών δεί­χνει πως το γού­στο του λαού δεν χάλα­σε ακό­μα, όπως το γού­στο των αστών, που δέχε­ται και χωνεύ­ει ό,τι μόνο στο­μά­χι στρου­θο­κα­μή­λου μπο­ρεί να χωνέψει».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο