Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δανάη Καβουρίδη: «όλοι κορίτσι μου, βρίσκουν τον δρόμο τους»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Σήμε­ρα στο Ατέ­χνως παρου­σιά­ζου­με την ποι­ή­τρια Δανάη Καβου­ρί­δη και έξι ποι­ή­μα­τά της, κάποια από αυτά είναι αδη­μο­σί­ευ­τα και άλλα έχουν ήδη δημο­σιευ­τεί σε διά­φο­ρες λογο­τε­χνι­κές σελίδες.

Η ποι­ή­τρια γεν­νή­θη­κε στο Μενί­δι Αιτω­λο­α­καρ­να­νί­ας μέσα στη μου­σι­κή, τα βιβλία και την μαρ­ξι­στι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση. Ξεκί­νη­σε να γρά­φει από δεκα­έ­ξι χρο­νών. Σπού­δα­σε, δού­λε­ψε και έζη­σε στο Λον­δί­νο για εφτά χρό­νια. Εκεί συνέ­χι­σε να γρά­φει ποί­η­ση στα αγγλι­κά. Επι­στρέ­φο­ντας στην Ελλά­δα δού­λε­ψε σαν ψυχο­λό­γος σ’ ένα κέντρο για το Αλζ­χάι­μερ. Απο­λύ­θη­κε το 2012 (…για πολι­τι­κούς λόγους) όπου και άρχι­σε πάλι να γρά­φει. Η ποί­η­ση, η μου­σι­κή, η λογο­τε­χνία και η ζωγρα­φι­κή είναι κάποια από τα ενδια­φέ­ρο­ντα της.

Λεπτο­μέ­ρειες σφαλμάτων

Η ποί­η­ση της Δανά­ης Καβου­ρί­δη προ­σεγ­γί­ζει με ιδιαί­τε­ρη δυνα­μι­κή θέμα­τα πολύ παλιά στην ελλη­νι­κή και όχι μόνο ποί­η­ση. Με τις ιδιό­τη­τες της εργα­ζό­με­νης και της μητέ­ρας, έχει ένα γιο έξι ετών, ανα­δει­κνύ­ει με σκλη­ρό τρό­πο τις δυσκο­λί­ες του να είσαι μάνα και παι­δί που ζουν και μεγα­λώ­νουν σ’ ένα αφι­λό­ξε­νο κόσμο αλλά και το χάσμα που δημιουρ­γεί­ται μετα­ξύ των διά­φο­ρων γενιών, εξαι­τί­ας και των δια­φο­ρε­τι­κών προ­σεγ­γί­σε­ων της καθη­με­ρι­νό­τη­τας. Όπως γρά­φει στο ποί­η­μα της Μητέ­ρα:

Φαί­νε­ται στέλ­να­νε τα νέα
αυτά ξέρε­τε, της γέν­νη­σής μου
με σήμα­τα ινδιάνικα.
Και μετά από χρό­νια είπες
«είσαι άτυ­χο παιδί».
Και θυμω­μέ­νη ούρλιαξα
«εμείς καθο­ρί­ζου­με την μοί­ρα μας μητέρα .».
Και τότε ήταν που άρχι­σα να καπνί­ζω και εγώ
για να απελευθερωθώ
από τις δικές μου ατυχίες.

    Οι υπαρ­ξια­κές ανα­ζη­τή­σεις δεν λεί­πουν από την ποί­η­ση της Δανά­ης Καβου­ρί­δη. Τα γηρα­τεία, η απώ­λεια, οι άρρω­στες και σκόρ­πιες ψυχές που δεν γνω­ρί­ζουν απλές, καθη­με­ρι­νές και αιώ­νιες αλή­θειες, οι αναμνήσεις.

Και βέβαια, δεν απου­σιά­ζει η σκλη­ρή μα και ευαί­σθη­τη, όπου χρειά­ζε­ται, κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή. Η πένα της Δανά­ης Καβου­ρί­δη, αιχ­μη­ρή και τολ­μη­ρή, δεν διστά­ζει να αντι­με­τω­πί­σει τους κάθε λογής υπο­κρι­τές, είτε παρου­σιά­ζο­νται με την μάσκα του τρα­νού, όμορ­φου κι επα­να­στά­τη ποι­η­τή, είτε με τις κυρί­ες Τάδε που ψωνί­ζουν μπα­νιε­ρά για τις παρα­λί­ες της εκά­στο­τε «Μυκό­νου» ενώ δίπλα τους αργο­πε­θαί­νουν άστε­γοι και μετα­νά­στες. Με τη γρα­φή της πολε­μά­ει τη σωμα­τι­κή, ψυχι­κή και πνευ­μα­τι­κή βία που νοιώ­θουν χιλιά­δες γυναί­κες αλλά και πρό­σω­πα που η ίδια έχει γνω­ρί­σει μέσω της εργα­σί­ας της – δεν ξεχνά­με ότι είναι ψυχολόγος.

Με λίγα λόγια, η κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η καθη­με­ρι­νές εμπει­ρί­ες, τα συναι­σθή­μα­τα κι οι χιλιά­δες απο­χρώ­σεις τους, η αδυ­να­μία του ανθρώ­που να στα­θεί μόνος του απέ­να­ντι σ’ ένα αφι­λό­ξε­νο περι­βάλ­λον, απο­τε­λούν βασι­κά θέμα­τα της ποί­η­σης της Δανά­ης Καβου­ρί­δη. Κι η ποι­ή­τρια, άλλο­τε λυρι­κή κι άλλο­τε σατυ­ρι­κή, σχε­δόν σαρ­κα­στι­κή, με την ιδιαί­τε­ρη ματιά της, ανα­κα­λύ­πτει και εκθέ­τει στον ανα­γνώ­στη τις λεπτο­μέ­ρειες των σφαλ­μά­των που φέρ­νει μαζί του ο καθη­με­ρι­νός άνθρω­πος. Με την πίστη πως όλοι βρί­σκουν τον δρό­μο τους και πάντα μέσα από αγώνες.

Μακά­ριοι οι πτω­χοί τω πνεύματι

Τι και αν σε βρί­σκουν όμορ­φο, ποι­η­τή και επαναστάτη,με οξυ­μέ­νη αντί­λη­ψη ‘και «μεγά­λο πνεύμα..».Όλοι εμείς τριγυρνάμε
κάτω από το ίδιο νεφέλωμα.
Το σώμα μου είναι ο ναός μου.
Στον γκρε­μι­σμέ­νο ναό
στέ­κε­σαι στην μέση
με το μαύ­ρο σου παλτό.
Για­τί στον δικό σου χρόνο
να ναι πάντα Χειμώνας;
Και κοι­τάς ψηλά
να προσευχηθεις
σε κάτι που δεν πιστεύεις
‑Μακά­ριοι οι πτω­χοί τω πνεύματι-.
Και σηκώ­νεις το κεφάλι
να δεις μέσα από τον σπα­σμέ­νο τρούλο
τα αστέρια
Αυτά λες υπάρχουν!
Για­τί γέρ­νεις πάλι προς τα κάτω τότε αδερφέ
και ψάχνεις για τις στά­χτες τους;
Τι και αν σου σκόρπισαν
στον δρό­μο σου δεκά­δες τριαντάφυλλα,
σάμπως τα είδες
ή τα τσα­λα­πά­τη­σες και τούτα;
Βάλε τα παπού­τσια σου,
νύχτω­σε και κάνει κρύο,
θα σε περά­σουν για περίεργο.
Και τι με τούτο;
Τι κάνει αυτούς που δεν καταλαβαίνουν
καλύτερους;
Και ο κόσμος γύρω χάνεται
Και δεν μπο­ρείς να μοιραστείς
την αιω­νιό­τη­τα με κανέναν
σε κανέ­να ποτή­ρι κρασί.

Μακρό­νη­σος

Και ποια είναι η ποί­η­ση και ποια η ομορ­φιά; Βαρέ­θη­κα. Τους ανθι­σμέ­νους Μάη­δες και τα καλοκαίρια
γεμά­τα ονει­ρο­πό­λα κυματάκια
και σκόρ­πια στο βυθό κοχύλια,
(πιο προ­σε­κτι­κά τοπο­θε­τη­μέ­να που θα φάντα­ζε στημένο).
Με κου­ρά­σα­νε τα μαρα­μέ­να κυκλάμινα
και τα νοτι­σμέ­να Φθι­νό­πω­ρά τους.
Τα πολύ­χρω­μα βότσα­λα στην παραλία
και οι φωτογραφίες
από καλο­σχη­μα­τι­σμέ­νες πατού­σες στην άμμο.
Και αυτές οι χαραγ­μέ­νες καρδιές..
Τον είδα σήμε­ρα και χθες
και πέρυ­σι και πάντα.
Αυτόν που κοι­μό­ταν στο παγκάκι
βρο­μού­σε ούρα και είχε αγκαλιά
μόνο ένα ψωρια­σμέ­νο σκύλο.
Και τού­το το απόμαχο
ήθε­λε έναν σύντροφο,
και κεί­νος ο φτωχός
ήθε­λε μια αγάπη.
Τις είδα στις βιτρίνες
να ψωνί­ζουν μπανιερά
για τις παρα­λί­ες της εκά­στο­τε «Μυκό­νου»
και να συζη­τούν χαμογελαστά
για κεί­νο το πάρτι
στην πισί­να της ταράτσας.
Μόνες τους την καθα­ρί­ζα­νε δύο μέρες
ψαρεύ­ο­ντας φύλ­λα από την γλι­στε­ρή επιφάνεια.
Βλέ­πεις είχε βρέξει
και κεί­νος ο Πακιστανός
πολ­λά ζητά­ει πια.
Τι λάθος και κεί­νο, να θέλει η κυρία Τάδε
να πέσει μέσα.
Και να ουρ­λιά­ζει στην υστε­ρία της
πως το γυα­λι­στε­ρό ‑τρί­της κατη­γο­ρί­ας φόρεμα
ήτα­νε λέει περσινό.
Και τι ταρα­χή που προκάλεσε
η απολίτιστη.
Μα να τρέ­χουν οι κυρί­ες να βγάλουν
τα ηρε­μι­στι­κά από τις τσάντες
κάτω από αυτή
την μονα­δι­κή τους σαμπα­νι­ζέ πανσέληνο;
Τι θρά­σος! Τι ντροπή!
Είδα και σένα να ονειρεύεσαι
πως γίνε­ται κανείς καλύτερος
βήμα βήμα
και άκου­σα την φωνή του παπ­πού μου
καθώς έσκα­βε τις πέτρες στην Μακρόνησο
«όλοι κορί­τσι μου , βρί­σκουν τον δρό­μο τους».
Και κάθο­μαι τώρα με έναν χάρτη
και ένα κακο­ξυ­σμέ­νο μολύβι
και χαράσ­σω μονοπάτια.

ταξι­διω­τι­κά γραφεία

Δεν θέλω παγω­τό χωνάκι
φρά­ου­λα και βανί­λια την αλή­θεια μου ζητώ μονάχα.
Δεν θέλω μια ξαπλώστρα
και να με χαϊ­δεύ­ει ο ήλιος
καθώς μυρί­ζω καρύδα
και άλλα τέτοια
αρώματα
που πήδη­ξαν μέσα
από γυα­λι­στε­ρές αφίσες
που έχουν πάνω
από τα γεμά­τα στά­χτες τους γραφεία
οι υπάλ­λη­λοι των ταξι­διω­τι­κών γραφείων.
Θέλω να βάλω τα ακρο­δά­χτυ­λά μου
στο παγω­μέ­νο νερό
μιας θυμω­μέ­νης θάλασσας.
Μιας θάλασ­σας που έχει ξεράσει
λιγδια­σμέ­νους ναυτικούς
στις ακτές της.
Θέλω με την τρυφερή
πατού­σα μου
‑προ­νό­μιο αυτή, μιας ξεχα­σμέ­νης μικροαστής -
να ζου­λή­ξω με δύναμη
τις σκλη­ρές πέτρες!
Μέχρι που τα ματω­μέ­να μου πόδια
«εργα­τι­κά» καθώς θα μοιά­ζουν πλέον
να φωνά­ξουν στο κύμα
«Δεν σε φοβάμαι
έτσι που παρι­στά­νεις το αγριεμένο
τόλ­μα λοιπόν!
Έλα να σε κολυμπήσω!»

Τενε­κε­δά­κι

Εμείς οι μεγά­λοι εραστές
της ανα­πνο­ής που αγκομαχάει
και της αγά­πης που κομπιάζει
μπρο­στά στο ιδεώδες,
περ­πα­τά­με σε μαύ­ρες ημέρες
ξαπλώ­νου­με στα σύννεφα
μιας λευ­κής νύχτας
και ακού­με ένα τραγούδι
σαν παράπονο
που ντύ­νε­ται με ένα παλιό σεντόνι
και σιγοψυθιρίζει.
Και είναι στις πρώ­τες λέξεις
του καλοκαιριού
που μαζευόμαστε
σαν σαλι­γκά­ρια της βροχής
μέσα στο καβού­κι μας.
Και μέσα από εκεί
σαν να μιλάμε
σε ένα ντε­νε­κε­δά­κι ‑χωρίς σκοινί
αναγγέλλουμε
με την μικρή φοβι­σμέ­νη φωνή μας:
«Θα νική­σου­με, θα νικήσουμε!»

Η μαμά

Και στα εβδο­μη­ντα­πέ­ντε σου
με σπα­σμέ­νο το αρι­στε­ρό σου ισχίο
πάντα τα αρι­στε­ρά σου γερνούν
καθώς και οι ιδέ­ες σου,
κοι­τάς πάλι τα αστέρια..
Στην μέση του άδειου δρόμου.
Ένα φως μόνο
μιας ξεχαρ­βα­λω­μέ­νης λάμπας
του δήμου
δεί­χνει την σχε­δόν αόρα­τη σκιά σου.
Με ένα γλυ­κό καλο­και­ρι­νό αεράκι
που στροβιλίζει
τις γκρί­ζες αποχρώσεις
στα μαλ­λιά σου.
Το άρω­μα από το παλιό σου γιασεμί
τυλί­γει την σιωπή
της ζεστής πίσσας
της παλιάς ασφάλτου.
Ένας μονα­χι­κός τζίτζικας
σου χαρίζει
την μουσική
μιας χαμέ­νης νεότητας.
Στέ­κε­σαι ολόρθη,
σκλη­ρή σαν αλά­ξευ­τη πέτρα.
Με στα­θε­ρό κεφάλι
κοι­τάς τον έναστρο
χαδιά­ρη ουρα­νό σου.
Τα παι­διά σου
Σε κοι­τούν από τον κήπο..
«πάει, τρε­λά­θη­κε η μαμά..»

Παλι­κά­ρι

Χθες κατρα­κύ­λα­γες στο φρέ­σκο χορτάρι
είχες πάει στο τέλος της ανηφόρας
και σε έσπρω­χνα σαν βαρελάκι
γεμά­το τρυ­φε­ρό νερό
για να φτά­σεις στο τέλος
‑εκεί που το γρα­σί­δι μετα­μορ­φω­νό­ταν από­το­μα σε χώμα-
Αυτό το υδα­ρό χώμα που σου δείχνει
πως όσο δυνα­τή και να είναι η Άνοιξη
πάντα έχει μέσα της και λίγο Φθινόπωρο.
Γέλα­γες με την ψυχή σου
παλι­κά­ρι μου.
Γύρω από τις κόκ­κι­νες σημαίες
εσύ έκα­νες τούμπες
καθώς,
οι μεγά­λοι μιλού­σα­νε για Επανάσταση.
Αλλά το χορ­τά­ρι αγά­πη μου
έχει όλη την ζωή κρυμ­μέ­νη μέσα του.
Και η μάνα, να δίνει ώθη­ση στο κατρακύλημα
και μέσα της να πνί­γε­ται ο φόβος.
Όχι για το χτύπημα,
τον πόλε­μο της κατηφόρας
και του γεμάτου
από μικρά βου­να­λά­κια χώμα­τος εδάφους
αλλά γιατί
όταν εγώ θα γερνώ
εσύ θα κουβαλάς
την Επα­νά­στα­ση στην πλά­τη σου.
Τα πιο όμορ­φα ποι­ή­μα­τα γράφονται
με δάκρυα στα μάτια
όμορ­φέ μου…
Ή με μίσος, ή με πόθο
Ή με την αίσθη­ση της αδικίας.
Εγώ απλά περιμένω
να μεγα­λώ­σεις στο πλάι μου
και όταν θα γυρί­σεις κόκ­κι­νος και οργισμένος
θα με σπρώ­χνεις εσύ
να κατη­φο­ρί­ζω σιγά σιγά
στο φιλό­ξε­νο πράσινο.
Εκεί που έπαιζες
θα παί­ξω και εγώ
‑γριά πια γυναίκα-
με την θύμη­ση της κατρακύλας
και των νεα­νι­κών μου ονείρων.
Ως τότε κάνε μου παρέα.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο