Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Αζίζ Νεσίν για το θάνατο του Ναζίμ Χικμέτ

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Στις 3 Ιου­νί­ου του 1963 έφυ­γε από τη ζωή ο μεγά­λος Τούρ­κος ποι­η­τής, δια­νοη­τής και αγω­νι­στής Ναζίμ Χικ­μέτ. Στην Τουρ­κία καμιά εφη­με­ρί­δα, κανέ­να περιο­δι­κό, ούτε το ραδιό­φω­νο ανέ­φε­ραν την είδη­ση. Πολ­λοί Τούρ­κοι δια­νο­ού­με­νοι μαθαί­νο­ντας το γεγο­νός δεν μπό­ρε­σαν να γρά­ψουν δυο λόγια ή να κάνουν ένα αφιέ­ρω­μα. Έτσι αρκε­τοί από αυτούς έστει­λαν επι­στο­λές σε άλλους ανθρώ­πους, εκδό­τες, μετα­φρα­στές, δια­νο­ού­με­νους άλλων χωρών. Ανά­με­σα σε αυτούς που έλα­βαν τέτοιες επι­στο­λές ήταν ο μετα­φρα­στής Στέ­λιος Μαγιόπουλος.

Στη δεύ­τε­ρη έκδο­ση της συλ­λο­γής ποι­η­μά­των του Ναζίμ Χικ­μέτ, Για­τί αυτο­κτό­νη­σε ο Μπε­νερ­τζή; που εκδό­θη­κε το 1981 από τις εκδό­σεις Στο­χα­στής, ο μετα­φρα­στής Στέ­λιος Μαγιό­που­λος παρου­σιά­ζει την επι­στο­λή του Τούρ­κου συγ­γρα­φέα Αζίζ Νεσίν στο γιο του Ναζίμ Χικ­μέτ, την οποία έγρα­ψε μετά την είδη­ση του θανά­του του μεγά­λου ποιητή.

Ο Μαγιό­που­λος σημειώ­νει: «Το γράμ­μα αυτό το πήρα στην περί­ο­δο του θανά­του του Ναζίμ Χικ­μέτ όταν ο συγ­γρα­φέ­ας δεν μπο­ρού­σε να το δημο­σιεύ­σει που­θε­νά. Γι αυτό το λόγο το έστει­λε σε μένα για να το δημο­σιεύ­σω όπου λάχει. Αρκεί να δημο­σιευ­τεί. Με τις εν γένει μετα­βο­λές δε μπό­ρε­σα κι εγώ να φανώ αντά­ξιος της εμπι­στο­σύ­νης του. Σήμε­ρα όμως ήρθε η ώρα να εκπλη­ρω­θεί ο σκο­πός του. Ζητώ χίλιες φορές συγνώ­μη απ’ τον Αζίζ Νεσίν για την καθυ­στέ­ρη­ση αυτή.»

Αζίζ Νεσίν

Αζίζ Νεσίν

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΜΕΧΜΕΤ

Του Αζίζ Νεσίν

Αγα­πη­μέ­νε μου Μέμο.

Είτα­νε νύχτα η ώρα έντε­κα 3 του Ιού­νη. Είμου­να στο δωμά­τιό μου και δού­λευα ένα θεα­τρι­κό έργο. Χτύ­πη­σε η οξώ­πορ­τα. Αυτοί που είχα­νε έρθει είσα­νε ένας πολύ παλιός και πολύ στε­νός φίλος του πατέ­ρα σου, με τη γυναί­κα του. Απ’ τη σιω­πή τους είτα­νε φανε­ρό πως είχα­νε έρθει με κάποιο θλι­βε­ρό μήνυ­μα, και πως θέλα­νε μαζί μας να μοι­ρα­στού­με φιλι­κά τον πόνο τους.

Ο Ναζίμ πέθα­νε! Είπε ο πιο στε­νός φίλος του πατέ­ρα σου.

Ο πατέ­ρας σου, ο άνθρω­πος της κ υ μ α τ ο ύ σ α ς σημαί­ας της Τουρ­κί­ας είχε πεθάνει…

Πότε; τον ρώτησα.

Σήμε­ρα.

Δεν είχα μήτε επί­γνω­ση , μα μήτε μου ήρθε αυθόρ­μη­το για να καθο­ρί­σω πώς θα φερ­νό­μου­να, γιαυ­τό και από­μει­να σαστι­σμέ­νος. Είπα και μερι­κά άλλα πράγ­μα­τα και την ώρα αυτή που σου γρά­φω αυτό το γράμ­μα δεν μπο­ρώ να θυμη­θώ τώρα τι να μίλη­σα και τι να είπα.

Έπει­τα καθί­σα­με πέντε άτο­μα και μιλή­σα­με. Μιλή­σα­με π ά ν ω στο θάνα­τό του, όμως ωσάν να μην είχε πεθά­νει εκεί­νος, έτσι όπως μιλού­σα­με κάθε φορά.

Ήπια­με τσάι, πάλι μιλή­σα­με, ακό­μα και γελά­σα­με, ωσάν να μην είχε συμ­βεί τίποτα.

Ήθε­λα να μεί­νω μόνος μου.

Ο φίλος του πατέ­ρα σου έτσι μάς ανι­στό­ρη­σε, που έμα­θε το μήνυ­μα σε κάποιο μέρος που είχε πάει:

- « Κάποιος μπή­κε μέσα. Ο Ναζίμ Χικ­μέτ πέθα­νε είπε. Το μήνυ­μα το είχε μετα­δό­σει το ραδιό­φω­νο. Για μένα ο Ναζίμ Χικ­μέτ είναι πάντο­τε νικη­τής. Ότι έκα­νε εκεί­νος ότι κάνει για μένα είναι μια νίκη. Όπου έλα­χε κι άκου­σα τόνο­μά του είχα συνη­θί­σει χρό­νια νακούω στο κατό­πι του και μια νίκη. Ο Ναζίμ Χικ­μέτ έγρα­ψε ένα και­νούρ­γιο ποί­η­μα: είναι νικη­τής. Έβγα­λε ένα και­νούρ­γιο βιβλίο: είναι νικη­τής. Τον εξο­ρί­σα­νε: νίκη του Ναζίμ Χικ­μέτ. Τον ρίξα­νε στη φυλα­κή: νίκη του Ναζίμ Χικ­μέτ. Έτσι όταν ο άνθρω­πος που μπή­κε στην κάμα­ρη ξεστό­μι­σε τόνο­μα του Ναζίμ Χικ­μέτ, δίχως νακού­σω το τέλος του λόγου καρ­τε­ρού­σα πάλι για καμιά και­νούρ­για νίκη του Ναζίμ Χικ­μέτ. Είπε κατό­πι πέθα­νε. Ακό­μα κι ο θάνα­τος είναι σα μια νίκη του σκέ­φτη­κα. Είχα συνη­θί­σει χρό­νια τώρα στις νίκες του».

Αγα­πη­μέ­νε μου Μέμο σαν άκου­σα το χαμό του πατέ­ρα σου στο νου μου ήρθα­νε άλλα: Το έργο του πατέ­ρα σου κι’ εσύ. Εκεί­νο που θα έγρα­φε ακό­μα, που θα έκα­μνε ακό­μα, και συ που θα μεγα­λώ­νεις δίχως πατέ­ρα. Μόνο τα μάτια σου, τα φρύ­δια σου, το χρώ­μα των μαλ­λιών σου, το μπόι σου δε μοιά­ζου­νε με του πατέ­ρα σου. Η παλ­λη­κα­ριά σου είναι το ίδιο, το ίδιο με του πατέ­ρα σου. Το δείγ­μα της παλ­λη­κα­ριάς που έδω­σες στα πέντε σου χρό­νια δε το ξεχνά­με, συχνά το ανα­φέ­ρου­με μετα­ξύ μας με υγρά μάτια.

Ω Μέμο γυιέ του Ναζίμ Χικ­μέτ που έκα­με αθά­να­τη ποί­η­ση τα αισθή­μα­τα, τους πόθους του Τούρ­κι­κου λαού! Μια μέρα καθώς έπαι­ζες με τους συνο­μη­λί­κους σου στο τσα­ΐ­ρι μπρο­στά στο σπί­τι σας στο Καντί­κιοϊ καθώς κατά­φα­τσα σου σού μιλή­σα­νε με μιαν ασπλα­χνία παι­δι­κή, εκεί­να που είχαν ακου­σμέ­να στα σπί­τια τους από τους ξεγε­λα­σμέ­νους γονιούς τους και κακο­λο­γί­σα­νε τον πατέ­ρα σου, εσύ μήτε έκλα­ψες, μήτε κοκ­κί­νη­σες, μήτε θύμω­σες, μήτε δυσα­ρε­στή­θη­κες, με τους συνο­μη­λί­κους σου, και μήτε πηλά­λη­σες στο σπί­τι σας να κρυ­φτείς. Σκαρ­φά­λω­σες στο δεντρί που ήτα­νε στο τσα­ΐ­ρι κι απ’ τα ψηλά κλω­νιά του δέντρου χού­για­ξες τα παι­διά που ήσα­νε κάτω:

- Εμέ­να ο πατέ­ρας μου είναι ο πιο μεγά­λος ποι­η­τής του κόσμου! Κατό­πι απ’ εκεί ψηλά απάγ­γει­λες φωνα­χτά – φωνα­χτά στους κάτω, ένα ποί­η­μα του πατέ­ρα σου. Πέντε χρο­νώ Μέμο δεν υπε­ρα­μύν­θη­κες μονά­χα όπως κάθε παι­δί τον πατέ­ρα του, μα φώνα­ξες την αλή­θεια, την πραγματικότητα…

Μέμο, έτσι είναι φυσι­κά. Αυτό ο Ναζίμ έκα­με να το πού­νε κι οι οχτροί του. Οι εκπρό­σω­ποι της εξου­σί­ας που ρίξα­νε τον πατέ­ρα σου στη φυλα­κή, δια­βάλ­λο­ντας τα ποι­ή­μα­τά του κλά­ψα­νε. Οι εκπρό­σω­ποι που από­μει­ναν στην εξου­σία στην περί­ο­δο της πολύ­χρο­νης φυλα­κής του πατέ­ρα σου, δια­βά­ζο­ντας ολο­έ­να τα ποι­ή­μα­τά του κλά­ψα­νε. Καθώς ο Ναζίμ ανα­γκά­στη­κε να φύγει απ’ τη γενέ­θλια πατρί­δα του και πονού­σε από νοσταλ­γία για τον τόπο, οι εκπρό­σω­ποι που ήρθα­νε στην εξου­σία, δια­βά­ζουν τα ποι­ή­μα­τά του και κλαί­νε. Οι γενιές που θαρ­θούν δε θα ξέρουν μήτε ακό­μα και τα ονό­μα­τα εκεί­νων που αδι­κή­σα­νε τον Ναζίμ, όμως θα αισθαν­θούν περη­φά­νεια για τον Τούρ­κο ποι­η­τή που τόνο­μά του θα κυμα­τί­ζει στην οικου­μέ­νη και θα σηκώ­σου­νε ψηλά το κεφά­λι τους.

Στη βιβλιο­θή­κη μου δεν έχω κανέ­να βιβλίο του Ναζίμ. Οι πολί­ση­δες χρό­νια σε κάθε έρευ­να του σπι­τιού μου, παίρ­να­νε τα βιβλία του και φεύ­γα­νε. Ανί­σως είχα το βιβλίο του θα σου έγρα­φα το ποί­η­μα που μονά­χα ένας στί­χος έχει μεί­νει στο αδύ­να­μο μυα­λό μου. Ό, τι που έμει­νε στο νου μου είναι αυτό:

- Εγώ είμαι πιο μπρο­στά απ’ τον πατέ­ρα μου, πιο πίσω απ’ το παι­δί μου!-

Εσύ γεν­νή­θη­κες, μεγά­λω­σες, φώνα­ξες απ’ τα ψηλά σ’ αυτούς που ήσα­νε στη γης:

- Εμέ­να ο πατέ­ρας μου είναι ο πιο μεγά­λος ποι­η­τής του κόσμου!

Πέντε νομά­τοι κάτσα­με στο σπί­τι το δικό μας, ήπια­με τσάι, μιλή­σα­με , ακό­μα και γελά­σα­με ωσάν να μην είχε συμ­βεί τίπο­τα, ωσάν να μην είχα­με ακού­σει τίπο­τα. Κου­βε­ντιά­ζα­με ολο­έ­να για το θάνα­τό του σαν να μην είχε πεθά­νει ο ίδιος. Ανά­με­σά μας νοιώ­θα­με τη θέλη­ση να στη­ρι­χτού­με ο ένας στον άλλο. Ανί­σως δεν υπήρ­χε η απα­γό­ρευ­ση της κυκλο­φο­ρί­ας στους δρό­μους απ’ τις μία τα μεσά­νυ­χτα, από μέρους της Στρα­τιω­τι­κής Διοί­κη­σης, θα κου­βε­ντιά­ζα­με έτσι ίσα­με το πρωί και θα στη­ρι­ζό­μα­στε ο ένας στον άλλο.

Ακού­σα­με απ’ το ραδιό­φω­νο τα νέα του πρα­κτο­ρεί­ου μπας και υπήρ­χε τίπο­τα για το χαμό του: Όχι, ο Ναζίμ δεν υπήρ­χε στο ραδιόφωνο.

Καρ­τε­ρού­σα να φύγου­νε οι επι­σκέ­πτες να μεί­νω μόνος για να συλ­λο­γι­στώ το Ναζίμ. Όταν φύγα­νε οι επι­σκέ­πτες έβα­λα μπρο­στά μου τις δυο φωτο­γρα­φί­ες του πατέ­ρα σου που είχα. Η μια ήτα­νε που έβγα­λε στη Μόσχα το 1953, η άλλη δέκα χρό­νια κατό­πι βγαλ­μέ­νη στη Ρώμη στα 1963 και δημο­σιευ­μέ­νη στο ιτα­λι­κό περιο­δι­κό Epoca.

Αφό­του ο Ναζίμ έφυ­γε απ’ την Πόλη ακού­γα­με πως μέρα με τη μέρα καρ­δά­μω­νε πιο πολύ και χαι­ρό­μα­σταν. Το ίδιο ήτα­νε και οι φωτο­γρα­φί­ες του. Στη φωτο­γρα­φία που έβγα­λε στην Ιτα­λία φαι­νό­ταν ακό­μα πιο υγι­ής, και πιο νέος από­τι ήτα­νε στη φωτο­γρα­φία πριν από δέκα χρό­νια. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εμείς δεν πιστεύ­α­με στο καρ­δά­μω­μα αυτό και πασκί­ζα­με να δεί­χνου­με πως το πιστεύ­ου­με για να παρη­γο­ρή­σου­με τον εαυ­τό μας. Ένας φίλος μας στην Ευρώ­πη, σ’ ένα γράμ­μα του που τόχε στεί­λει χρό­νια πριν έγρα­φε για το Ναζίμ: « Σαν ένα θεό­ρα­το πλα­τά­νι που σώνει ολο­έ­να από μέσα του, μια μέρα θα σωρια­στεί ξαφ­νι­κά. Και μια μέρα το θεό­ρα­το πλα­τά­νι σωριάστηκε».

Κάθε φορά που θωρώ τη φωτο­γρα­φία που έβγα­λε στη Μόσχα, συγκι­νού­μαι, ανα­στε­νά­ζω. Στη φωτο­γρα­φία στον τοί­χο του δωμα­τί­ου του που ακου­μπά­ει, είχε βάλει μια μικρού­λι­κη σημαία Τούρ­κι­κη, να μια απ’ εκεί­νες τις χάρ­τι­νες σημαιού­λες που στις μεγά­λες γιορ­τές τα μαθη­τού­δια κρα­τά­νε στα χέρια τους…Είναι κατα­φά­νε­ρο πως θωρεί τη μικρή σημαιού­λα και πασχί­ζει να κατα­λα­γιά­σει τη νοσταλ­γία της πατρίδας…Τι πολ­λά πράγ­μα­τα μού έμει­ναν από τού­τη τη σημαιούλα…

Ο Ναζίμ κεί­νη τη σημαία όλο και τη μεγα­λύ­νει στην οικου­μέ­νη, την πλα­ταί­νει και την κυματίζει.

Τρεις μέρες πριν να μάθου­με το χαμό του είχα­με μαζω­χτεί σ’ ένα φιλι­κό σπί­τι και δια­βά­ζα­με τα ποι­ή­μα­τα και κου­βε­ντιά­ζα­με πάλι για κεί­νο­νε. Τώρα το σκέ­φτο­μαι και βρί­σκω πως σε κεί­νη τη συζή­τη­σή μας δεν αδί­κη­σα μονά­χα το Ναζίμ, μα του φέρ­θη­κα σκλη­ρά. Εμείς, τους τεχνί­τες του ύψους του Ναζίμ, με το δίκιο απ’ τη μια μεριά, θέλου­με να τους δού­με και να τους επι­δεί­ξου­με σαν έναν οποιον­δή­πο­τε άνθρω­πο, κι απ’ την άλλη όμως πάλι με το δίκιο, μια και δεν είναι ένας οποιοσ­δή­πο­τε άνθρω­πος, δεν τους δίνου­με το δικαί­ω­μα να ζήσουν ατο­μι­κά, πράγ­μα που το ανα­γνω­ρί­ζου­με στον οποιον­δή­πο­τε άνθρω­πο. Εγώ ήμου­να ανε­λέ­η­τος που δεν ανα­γνώ­ρι­ζα στους ανθρώ­πους που τάξα­νε όλη τη ζωή τους, το έχει τους στο λαό, στους ανθρώ­πους να ζήσου­νε όξω απ’ αυτό μιαν ατο­μι­κή ζωή…Από πού έβρι­σκα το δικαί­ω­μα εγώ; Η γενιά η δική μας δια­βά­ζο­ντας τα ποι­ή­μα­τά του τρά­φη­κε και μεγά­λω­σε. Στο πλά­σι­μο του εαυ­τού μου υπάρ­χει μεγά­λη επιρ­ροή του Ναζίμ. Χρω­στάω πολ­λά πολ­λά στο Ναζίμ. Με τα ποι­ή­μα­τά του στην αρχή μάς επη­ρέ­α­σε συναι­σθη­μα­τι­κά, πρώ­τα τον ακού­σα­με, κατό­πι αρχί­σα­με να τον σκεφτόμαστε…

Ένα μέρος από μας που είχε υπο­στεί την επί­δρα­ση του Ναζίμ, κιό­τε­ψε όσο εκεί­νος δοκί­μα­ζε παι­δε­μούς, γλύ­στρη­σε, σώπα­σε, απο­τρα­βή­χτη­κε, πισο­χώ­ρη­σε, όμως το άλλο μέρος μας ολο­έ­να και από­χτη­σε γνώ­ση , οξύν­θη­κε , ακονίστηκε…ορισμένες ενέρ­γειές του που με δυστρο­πού­σα­νε θα προ­ερ­χό­νταν απ’ το χρέ­ος που του είχα, απ’ το δυνα­τό σεβα­σμό μου. Μέμο, γιε του Ναζίμ, όλα τελειώ­σα­νε, πια κανείς δε θα μπο­ρέ­σει ν’ αδι­κή­σει τον πατέ­ρα σου, και εγώ βρί­σκο­μαι μες στη θλί­ψη της σκλη­ρό­τη­τάς μου. Μου ερχό­τα­νε ωσάν δεν επρό­κει­το να πεθά­νου­με ποτέ και γι’ αυτό έτσι ξεκινούσα,

Είτα­νε μια επο­χή όπου δεν μπο­ρού­σε να γρά­ψει στις εφη­με­ρί­δες με την υπο­γρα­φή του. Με τα άρθρα που έγρα­φε στην εφη­με­ρί­δα « Aksan » με το ψευ­δώ­νυ­μο Ορχάν Σελίμ έδι­νε τα δοκί­μια της πιο όμορ­φης Τούρ­κι­κης γλώσ­σας, των πιο αλη­θι­νών στο­χα­σμών. Ήμουν μαθη­τής στο Λύκειο και την επο­χή εκεί­νη ακού­γα­με ό,τι δια­δι­δό­τα­νε από στό­μα σε στόμα…Είτανε η επο­χή που ο Μου­στα­φά Κεμάλ πάσκι­ζε για τη μεταρ­ρύθ­μι­ση της γλώσ­σας μας.

Ο Γαζή πασάς σε όποια σκέ­ψη μεταρ­ρύθ­μι­σης και αν βρι­σκό­τα­νε πάσκι­ζε να κατα­κτή­σει τις καρ­διές όλων των καλ­λι­τε­χνών και των λογο­τε­χνών επει­δή ήθε­λε με τη συμ­με­το­χή τους σ’ αυτόν τον αγώ­να της προ­ό­δου να τον υπο­στη­ρί­ζου­νε. Στο τρα­πέ­ζι του Μου­στα­φά Κεμάλ, στο παλά­τι του Ντολ­μά μπα­χτσέ, βρι­σκό­ντου­σαν όλοι οι εξέ­χο­ντες λογο­τέ­χνες, συγγραφείς…Περασμένα μεσά­νυ­χτα ο Μου­στα­φά Κεμάλ θυμή­θη­κε τον πιο δυνα­μι­κό ποι­η­τή της γλώσ­σας μας.

- Καλέ­στε το Ναζίμ Χικ­μέτ, λέει.

Κινη­το­ποιού­νται οι πολί­ση­δες και περα­σμέ­να μεσά­νυ­χτα ξυπνάν το Ναζίμ απ’ το κρεβ­βά­τι του στο Ερένκιοϊ:

- Ο Γαζή χαζι­ρέ­τλε­ρή σάς προ­σκα­λεί στο παλά­τι, του λένε.

Αν είτα­νε να πια­στεί ο Ναζίμ φυσι­κά θα πήγαι­νε – σαν προ­σκα­λε­σμέ­νος όμως;

- Σας παρα­κα­λώ να εκφρά­σε­τε το σεβα­σμό μου στον πασά, απα­ντά­ει σ’ αυτούς που τον περι­μέ­να­νε στην πόρ­τα. Τέτοια ώρα ται­ριά­ζει να προ­σκα­λέ­σει κανέ­να τρα­γου­δι­στή, εγώ είμαι ποιητής

Ανί­σως είχα­νε έρθει για να τον στεί­λου­νε εξο­ρία ξέρα­νε τι θα κάμνα­νε. Δεν απο­τόλ­μη­σε κανείς τους να μετα­φέ­ρει στον Πασά τα λόγια του Ναζίμ.

Ο Μου­στα­φά Κεμάλ ρώτη­σε και ξανα­ρώ­τη­σε μερι­κές φορές ακό­μα. Καρ­τέ­ρη­σε, περά­σα­νε οι ώρες. Κατά τα ξημε­ρώ­μα­τα κατά­λα­βε μόνος του τι θα συνέ­βαι­νε και χαμογέλασε.

- Ανά­με­σά σας είναι ένας ποι­η­τής κι εκεί­νος δεν έρχε­ται εδώ, τους είπε.

Τη μεγα­λω­σύ­νη μονά­χα εκεί­νοι που είναι μεγά­λοι την καταλαβαίνουν.

Εκεί­νος, που κατα­νό­η­σε πιο καλά το Μου­στα­φά Κεμάλ, εκεί­νος που τον έκα­νε τρα­γού­δι στά­θη­κε ο ποι­η­τής Ναζίμ Χικ­μέτ. Για να μάθει κανείς τον εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να μας δεν φθά­νου­νε μονά­χα τα ιστο­ρι­κά βιβλία. Σα δε δια­βά­σει το έπος του Ναζίμ θαπο­μέ­νουν πάντο­τε κάποια κενά στην κατα­νό­η­ση κεί­νου του αγώνα.

Είτα­νε πριν από τρία χρό­νια. Το περιο­δι­κό « Literary Reveiw » που κυκλο­φο­ρεί στην Αμε­ρι­κή ανά­λα­βε ναφιε­ρώ­σει ένα ιδιαί­τε­ρο τεύ­χος για την Τουρ­κι­κή Λογο­τε­χνία. Οι Τούρ­κοι δια­νο­ού­με­νοι που είχα­νε ανα­λά­βει να δια­λέ­ξουν και να συγκε­ντρώ­σουν διη­γή­μα­τα και ποι­ή­μα­τα δε μπο­ρέ­σα­νε να στεί­λου­νε στην Αμε­ρι­κή μήτε ποι­ή­μα­τα του Ναζίμ Χικ­μέτ, μήτε διη­γή­μα­τα του Σαμπα­χατ­τίν Αλή. Ο αμε­ρι­κά­νος καθη­γη­τής διευ­θυ­ντής του περιο­δι­κού μάς έκα­νε την παρα­κά­τω ερώτηση:

- Εγώ και οι συνά­δελ­φοί μου απο­ρή­σα­με πολύ πώς ανά­με­σα στα κεί­με­να που στεί­λα­τε δεν υπάρ­χει κανέ­να ποί­η­μα του Ναζίμ Χικ­μέτ, κανέ­να διή­γη­μα του Σαμπα­χατ­τίν Αλή. Τι συμβαίνει;

Του δόθη­κε η απάντηση:

- Έχο­ντας υπ’ όψη μας πως το περιο­δι­κό σας θα στελ­νό­τα­νε και στην Τουρ­κία γι’ αυτό και δεν πήρα­με κανέ­να ποί­η­μα του μεγά­λου ποι­η­τή μας Ναζίμ Χικ­μέτ και κανέ­να διή­γη­μα του αντά­ξιου του Τούρ­κου διη­γη­μα­το­γρά­φου Σαμπα­χατ­τίν Αλή.

Ήρθε η απά­ντη­ση: — Καταλάβαμε…Έχετε δίκιο…

Δεν έχου­με καθό­λου δίκιο. Στο περιο­δι­κό εκεί­νο, δίχως κανέ­να ποί­η­μα του Ναζίμ Χικ­μέτ, κανέ­να διή­γη­μα του Σαμπα­χατ­τίν Αλή ντρο­πια­ζό­μα­στε όλοι όσοι έχου­με την υπο­γρα­φή μας. Σε ποια δύσκο­λη κατά­στα­ση βρί­σκο­νται εκεί­νοι που θεν να μιλή­σου­νε, να διδά­ξου­νε την Τούρ­κι­κη λογο­τε­χνία δίχως ν’ ανα­φέ­ρουν τα ονό­μα­τά τους.

Ο Ναζίμ δεν έγρα­ψε ποί­η­ση, μίλη­σε ποί­η­ση, γι’ αυτό και μάς έδω­σε πολλή

π ο ί η σ η. Η προ­σφο­ρά του αυτή απο­δεί­χνει πως είναι ποι­η­τής της επο­χής μας. Κρα­τώ­ντας αλάρ­γα την ολό­τη­τα του έργου του, όσοι σηκω­θή­κα­νε να μελε­τή­σου­νε ένα οποιο­δή­πο­τε που έπε­σε στα χέρια τους απ’ τ’ ανα­ρίθ­μη­τα ποι­ή­μα­τά του, φτά­σα­νε σε λαν­θα­σμέ­να συμπε­ρά­σμα­τα, γελα­στή­κα­νε. Εγώ, επει­δή είμαι μαζί με τον Ναζίμ ένα α΄τομο της ίδιας γης, όντας συμπα­τριώ­της του και άνθρω­πος της ίδιας επο­χής μαζί με κεί­νον συντρο­φι­κά ανα­πνέω τον αγέ­ρα αυτής χώρας, νοιώ­θω περηφάνεια.

Για τελευ­ταία φορά τον είχα δει σε μια κάμα­ρα του νοσο­κο­μεί­ου Τζερ­ράχ – πασά. Ήτα­νε οι μέρες που είχε κάμει απερ­γία πεί­νας. Ο για­τρός που με είχε αφή­σει με ειδι­κή άδεια, μου είχε πει να μην μιλή­σω πολ­λήν ώρα για­τί θα κου­ρα­ζό­ταν πολύ να μιλή­σει εξαι­τί­ας της πολυ­ή­με­ρης απερ­γί­ας του. Ωστό­σο πήγα κοντά του στε­να­χω­ρη­μέ­νος και απελ­πι­σμέ­νος και τον απο­χω­ρί­στη­κα γιο­μά­τος χαρά κι ελπίδες…Είτανε ευδιά­θε­τος ωσάν να μην είτα­νε εκεί­νος νηστι­κός τόσες μέρες.

Μέμο, γιε του Ναζίμ, ανί­σως σήμε­ρα, όπως οι φοβι­τσά­ρη­δες μες στο σκό­τος και την ερη­μία φωνά­ζο­ντας λένε τρα­γού­δια, δε μπο­ρού­με να εξω­τε­ρι­κεύ­σου­με την αγά­πη μας και το σεβα­σμό μας στο Ναζίμ, συτό προ­έρ­χε­ται μονά­χα απ’ το φόβο.

Είναι πολύς και­ρός που δεν έχω καμ­μιά θέση. Οι εφη­με­ρί­δες και τα περιο­δι­κά πάλι κλεί­σα­νε τις πόρ­τες τους σε μένα.

Αγα­πη­μέ­νε Μέμο, γρά­φω για σένα αν κι έπρε­πε να γρά­ψω για το Ναζίμ. Το γράμ­μα μου αυτό όταν θα μεγα­λώ­σεις πιο πολύ, πάλι να το δια­βά­σεις σε παρακαλώ.

Να τέλε­ψα το γράμ­μα μου. Θα ματαρ­χί­σω να συνε­χί­ζω το θεα­τρι­κό έργο μου απ’ εκεί που το έχω αφη­μέ­νο, ωσάν να μην είχε συμ­βεί τίπο­τα, ωσάν να μην έχει πεθά­νει ο Ναζίμ…

Σε φιλώ στα μάτια αγα­πη­μέ­νε μου Μέμο!

ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ

nazim1

 

( Έχει δια­τη­ρη­θεί η ορθο­γρα­φία και η σύντα­ξη του κειμένου)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο