Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Το σημε­ρι­νό αθλη­τι­κό κεί­με­νο απο­τί­νει με τη σει­ρά του ένα μικρό φόρο τιμής στον πρό­σφα­τα εκλι­πό­ντα Εδουάρ­δο Γκα­λε­ά­νο. Μπο­ρεί οι περισ­σό­τε­ροι να τον γνώ­ρι­σαν μέσα από τα λογο­τε­χνι­κά του βιβλία ή τις καί­ριες πολι­τι­κές τοπο­θε­τή­σεις που είχε κατά και­ρούς, αλλά στο φίλα­θλο κοι­νό «συστή­θη­κε» με το βιβλίο του για τα «χίλια πρό­σω­πα του ποδο­σφαί­ρου», ένα υπό­δειγ­μα γνή­σιας, παι­δι­κής αγά­πης για τη στρογ­γυ­λή θεά και την ουσία του παι­χνι­διού, μακριά από χορη­γούς και τη σκο­πι­μό­τη­τα της νίκης, αλλά και από τη συνή­θη αφο­ρι­στι­κή δια­νο­ου­με­νί­στι­κη απόρ­ρι­ψή του. Ένα βιβλίο που ξεκι­νά με… γκολ από τα απο­δυ­τή­ρια, και την αφιέ­ρω­ση του συγ­γρα­φέα, όχι σε κάποιο συγ­γε­νή του ή στην μπά­λα ή σε κάποιο ποδο­σφαι­ρι­κό μάγο, αλλά σε μια παρέα παι­διών που έπαι­ζαν στο δρό­μο και τρα­γου­δού­σαν «χάσου­με κερ­δί­σου­με, εμείς θα το γλε­ντή­σου­με…» Και κινεί­ται ίσως στα όρια της ερω­τι­κής εξο­μο­λό­γη­σης, όταν σημειώ­νει πως το γκολ είναι ο οργα­σμός του ποδο­σφαί­ρου, αλλά –όπως ακρι­βώς και ο οργα­σμός- είναι ολο­έ­να και πιο σπά­νιο στη σύγ­χρο­νη ζωή.

Στη συνέ­χεια ανα­πα­ρά­γου­με μερι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά απο­σπά­σμα­τα από το βιβλίο, που απο­τυ­πώ­νουν αυτό το συναί­σθη­μα, που μοι­ρά­ζε­ται κάθε φίλα­θλος που έχει αγα­πή­σει το ποδό­σφαι­ρο, τα παι­δι­κά του χρό­νια, που βλέ­πει το γεμά­το βλέμ­μα ενός παι­διού που κρα­τά­ει στα χέρια του μια μπά­λα, και γίνε­ται, σε κάθε ευκαι­ρία, κι ο ίδιος αυτό το παι­δί, που ανα­κτά την χαμέ­νη του αθω­ό­τη­τα κι εκδι­κεί­ται τον κόσμο που μας γερ­νά πρό­ω­ρα. Ένα βιβλίο που γρά­φτη­κε πριν από δύο δεκα­ε­τί­ες σχε­δόν, αλλά παρα­μέ­νει δια­χρο­νι­κό. Και γίνε­ται ολο­έ­να και πιο επί­και­ρο, όσο η χαρά του αθλή­μα­τος βου­λιά­ζει και πνί­γε­ται στο βούρ­κο του κέρδους.

Η ιστο­ρία του ποδο­σφαί­ρου είναι ένα θλι­βε­ρό ταξί­δι από­λαυ­σης και καθή­κο­ντος. Στο βαθ­μό που το άθλη­μα έχει βιο­μη­χα­νο­ποι­η­θεί, έχει χαθεί σιγά-σιγά η ομορ­φιά που γεν­νιέ­ται από τη χαρά που νιώ­θει κανείς μονά­χα για­τί παί­ζει. Σε αυτόν τον κόσμο του τέλους του αιώ­να μας, το επαγ­γελ­μα­τι­κό ποδό­σφαι­ρο κατα­δι­κά­ζει οτι­δή­πο­τε είναι άχρη­στο, και είναι άχρη­στο οτι­δή­πο­τε δεν απο­φέ­ρει κέρ­δη. Κανείς δεν κερ­δί­ζει από αυτή την τρέ­λα που κάνει τον άντρα παι­δί για λίγο, καθώς παί­ζει όπως ένα παι­δά­κι με το τόπι του ή μια γάτα με το μάλ­λι­νο κου­βά­ρι. Γίνε­ται ένας χορευ­τής που χορεύ­ει με μια μπά­λα ελα­φριά σαν το παι­δι­κό τόπι, που το παίρ­νει ο αέρας και σαν το κου­βά­ρι που κατρα­κυ­λά­ει παί­ζο­ντας χωρίς να ξέρει ότι παί­ζει, χωρίς σκο­πό, χωρίς χρο­νό­με­τρο, χωρίς διαιτητή.
Το παι­χνί­δι έχει μετα­τρα­πεί σε θέα­μα, με λίγους πρω­τα­γω­νι­στές και πολ­λούς θεα­τές, σε ποδό­σφαι­ρο για κοί­ταγ­μα, και το θέα­μα έχει μετα­τρα­πεί σε μια από τις πιο επι­κερ­δείς οικο­νο­μι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες στον κόσμο, δεν οργα­νώ­νε­ται για να γίνει παι­χνί­δι, αλλά για να απο­φευ­χθεί το παι­χνί­δι. Οι τεχνο­κρά­τες του επαγ­γελ­μα­τι­κού αθλη­τι­σμού επέ­βα­λαν ένα ποδό­σφαι­ρο καθα­ρής ταχύ­τη­τας και πολ­λής δύνα­μης, που απε­μπο­λεί την από­λαυ­ση, ατρο­φεί τη φαντα­σία και απα­γο­ρεύ­ει το θράσος.
Ευτυ­χώς εμφα­νί­ζε­ται ακό­μα στα γήπε­δα, μολο­νό­τι αυτό συμ­βαί­νει περι­στα­σια­κά, μερι­κοί ξεδιά­ντρο­ποι βρω­μιά­ρη­δες που κάνουν του κεφα­λιού τους και δια­πράτ­τουν το κακούρ­γη­μα να τρι­πλά­ρουν όλη την αντί­πα­λη ομά­δα, το διαι­τη­τή και το κοι­νό, μόνο και μόνο για την αγνή από­λαυ­ση του κορ­μιού μας που ξεχύ­νε­ται στην απα­γο­ρευ­μέ­νη περι­πέ­τεια της ελευθερίας.

Σε ένα άλλο κεφά­λαιο γρά­φει για το είδω­λο και τη σχέ­ση του με την κερκίδα:
Η μπά­λα τον ανα­ζη­τά, τον ανα­γνω­ρί­ζει, τον έχει ανά­γκη. Στο κου­ντε­πιέ του κουρ­νιά­ζει και ανα­παύ­ε­ται. Αυτός της δίνει λάμ­ψη, την κάνει να μιλά και, μέσα από αυτή τη συνο­μι­λία τους, επι­κοι­νω­νούν εκα­τομ­μύ­ρια κόσμοι μου­γκών. Τα μηδε­νι­κά, οι κατα­δι­κα­σμέ­νοι να είναι για πάντα μηδε­νι­κά, μπο­ρούν για λίγο να αισθαν­θούν ότι είναι κάτι χάρη στις πάσες που φεύ­γουν από το πόδι με το άγγιγ­μα της μπά­λας, στις τρί­πλες που κάνουν οχτά­ρια στο χορ­τά­ρι, στα φαντα­στι­κά γκολ με τακου­νά­κι ή ανά­πο­δο ψαλί­δι.

Ο Γκα­λε­ά­νο δεν κλεί­νει τα μάτια του στο φανα­τι­σμό του χού­λι­γκαν και την άρρω­στη, παρα­μορ­φω­μέ­νη σχέ­ση του, με αυτό που είναι για άλλους γιατρικό.
Ο φανα­τι­κός είναι ένας οπα­δός σε κατά­στα­ση παρα­φρο­σύ­νης. Η επί­μο­νη άρνη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας οδη­γεί στην εξα­φά­νι­ση του ορθού λόγου και σε οτι­δή­πο­τε άλλο προ­σο­μοιά­ζει σε αυτόν, και τα λεί­ψα­να του ναυα­γί­ου πλέ­ουν άσκο­πα σε μανια­σμέ­να νερά, τα οποία ανα­τα­ράσ­σο­νται συνε­χώς από μια οργή που δεν καταλαγιάζει.
(…) Ποτέ δεν είναι μόνος του. Ανώ­νυ­μος μέσα στο επι­θε­τι­κό πλή­θος, αυτή την επι­κίν­δυ­νη σαρα­ντα­πο­δα­ρού­σα, ο ταπει­νω­μέ­νος ταπει­νώ­νει και προ­κα­λεί τρό­μο ο φοβι­σμέ­νος. Η παντο­δυ­να­μία της Κυρια­κής εξορ­κί­ζει τη σκυ­φτή ζωή της υπό­λοι­πης εβδο­μά­δας, το κρε­βά­τι το χωρίς πόθο, τη δου­λειά χωρίς ενδια­φέ­ρον ή την απου­σία δου­λειάς. Απε­λευ­θε­ρω­μέ­νος για μια μέρα, ο φανα­τι­κός έχει πολ­λούς και πολ­λά να εκδικηθεί.
Παρα­κο­λου­θεί τον αγώ­να σε κατά­στα­ση επι­λη­ψί­ας, αλλά δεν τον βλέ­πει. Ο δικός του αγώ­νας είναι στην κερ­κί­δα. Εκεί είναι το πεδίο μάχης του.

Τα «χίλια πρό­σω­πα του ποδο­σφαί­ρου» θα οδη­γή­σουν και τους πιο ισχυ­ρο­γνώ­μο­νες αρνη­τές του «σύγ­χρο­νου οπί­ου των λαών» σε ένα ταξί­δι μακριά από την ασφά­λεια των βεβαιο­τή­των τους, στα δια­λε­κτι­κά κύμα­τα της σύν­θε­της και φουρ­του­νια­σμέ­νης πραγ­μα­τι­κής ζωής και σε μια πιο σφαι­ρι­κή θέα­σή της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο