Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

― Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα…

Παρα­μο­νή Χριστουγέννων

Παγω­νιά
στον ουρα­νό ένα χρώ­μα βρώ­μι­κης φανέλλας
στε­κό­μα­στε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνω­τί­ζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώ­νει τα δάχτυ­λά του
ένα παι­δί με σπυ­ριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρ­τά­κι κολ­λη­μέ­νο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκεί­νο κρυώνει
καθώς μάς πλευ­ρί­ζουν τα καμιόνια
μια μυρου­διά μπενζίνας
οι πόρ­τες πού ξανακλείνουνε

ο λοχα­γός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκω­μέ­νου γιακά
ένας — ένας
ακού­ει τ’ όνο­μά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρί­ζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώ­νει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παι­δί με τα σπυ­ριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνά­ρια από αρβύλες
πού σε λίγο θα τα σβή­σει η βροχή
ένα χέρι γλυ­στρά­ει το ρολόϊ του στην παλά­μη σου
δε θα μου χρεια­στεί, λέει-αντίο
το χαρ­τά­κι κολ­λη­μέ­νο στο συρματόπλεγμα
κρυώ­νει ακόμα.
Ξεκι­νά­νε τα φορτηγά.

Είκο­σι άνθρω­ποι κου­βα­ρια­σμέ­νοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπο­ρείς να σαλέ­ψεις ούτε τη γλώσ­σα σου
μα είναι πολ­λά χέρια να μοι­ρά­σεις την πίκρα σου
πολ­λές οι ανά­σες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκε­τή θέση
για να πεθάνεις.

Θα κου­βα­λή­σου­με κι από­ψε το σακ­κί της νύχτας
θα κολ­λή­σου­με τ’ απο­τσί­γα­ρο στη μύτη τής αρβύ­λας μας
θ’ ακου­μπή­σου­με την καρ­διά μας σε μια διπλα­νή καρδιά
όπως το βρά­δι ακου­μπά­νε οι κου­βέρ­τες και τα όνει­ρά μας.

Ελά­τε, λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσή­ξου­με αυτό το μικρό καρ­βου­νά­κι στη χόβο­λη της
ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστά­ζει η σκοπιά
και το στρα­τό­πε­δο φόρε­σε την κου­ρε­λια­σμέ­νη χλαίνη
της ομίχλης.

Μας ήρθε μ’ ένα χαμό­γε­λο και μια τραμ­βα­γέ­ρι­κη πατα-
τούκα.
Τού κάνα­με τόπο
άπλω­σε μια λινά­τσα, την έστρω­σε καλά-καλά
και μας κοίταξε.
Φυσού­σε ένας αγέ­ρας δυνα­τός απ’ το Νοτιά
και το μού­τρο του ήταν βλο­γιο­κο­μέ­νο σαν ψιχαλισμένος
δρόμος.
Ύστε­ρα βρά­δια­σε και βγά­ζο­ντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδω­σε κάτι φτη­νές μέντες
πασα­λει­μέ­νες χνού­δια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα, ξαφ­νι­κά, και τον σκο­τώ­σαν στο προαύλιο
η πατα­τού­κα του πετα­μέ­νη πάνω στο χώμα
μα δάγκω­νε σφι­χτά στα δόντια το χαμό­γε­λό του
μη του το πάρουν.

Μη με λες, λοι­πόν, σύντροφο
έχω έναν στα­χτί ουρα­νό μέσα μου
κρύ­βω στην τσέ­πη μου ένα όνει­ρο κουρελιασμένο
σφίγ­γω στα χέρια τ’ άγνω­στο όνο­μά μου
σαν το παι­δά­κι που αγκα­λιά­ζει ένα ξύλι­νο πόδι
ακου­μπι­σμέ­νο σε μια γωνιά.

Μη με λες, λοι­πόν, σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρό­φοι μας πεθαί­νου­νε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακο­νί­ζεις στο μίσος τη σκλη­ρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώ­νω και φοβά­μαι τη λησμονιά.

Το ξέρω, ένας σύντρο­φος πρέ­πει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθά­νει απλά
όπως κανείς τρα­βά­ει την κου­βέρ­τα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.

Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στί­χους τους γράφω
μήπως μιλή­σουν για μένα-όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσα­λα­κω­μέ­νο χαρ­τί που κόλ­λη­σε στην αρβύ-
λα σου
καθώς
προχωράς.

Η ασε­τυ­λί­νη πού σφυ­ρί­ζει στη γωνιά
ένα σπα­σμέ­νο παρά­θυ­ρο φιμω­μέ­νο με σκοτάδι.

Η σκε­πή του μαγει­ρεί­ου μπά­ζει νερά.
Βουί­ζει μες στις χαρα­μά­δες ο άνεμος.
‑Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκα­λί­ζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παι­δι­κό χριστόψωμο.
Βουί­ζου­νε τα φλό­γι­στρα τού πετρε­λαί­ου. Ο Θωμάς
σφίγ­γει στα γόνα­τά του μια πατάτα
και καθα­ρί­ζει ήσυ­χα-ήσυ­χα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοι­τά­με με την άκρη του ματιού το σκο­πό που μπαίνει
μ’ ένα φύση­μα παγω­μέ­νου αγέ­ρα. Το σαγώ­νι του
θα τρέ­μει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώ­νεις το για­κά τής χλαί­νης σου. Χιονίζει.
Μια πλά­κα φωνο­γρά­φου στο Διοι­κη­τή­ριο. Πιο μακριά
η σιω­πή. Καλή νύχτα, χαλά Χριστούγεννα.
Συλ­λο­γιέ­σαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέ­φτε­σαι πως αύριο μπο­ρεί να σε σκοτώσουν.
Μα από­ψε αυτή η φωνή είναι μια τσέ­πη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
— Καλη­νύ­χτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.

Κ’ η καρ­διά σου φωτί­ζε­ται σαν χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο τζάμι.

Τάσος Λει­βα­δί­της

ΠΟΙΗΣΗ [ΤΟΜΟΣ 1]», εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο