Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μουργκάνα: εκεί που είναι χαραγμένη ανεξίτηλα η ψυχή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας

Κεί­με­νο — φωτο­γρα­φί­ες: ofisofi //

«…Η Μουρ­γκά­να είναι ένα πολύ θεα­μα­τι­κό βου­νό. Από την άλλη μεριά, την ποτα­μιά του Καλα­μά, δεν παρου­σιά­ζει παρά ένα συνη­θι­σμέ­νο ορει­νό θέα­μα τελεί­ως άμορ­φο, δεν έχει κάτι να το συσπει­ρώ­νει – στο περα­στι­κό βλέμ­μα του­λά­χι­στον – σ’ ένα σύνο­λο με χαρα­κτή­ρα, να στε­ριώ­νει εντυ­πω­σια­κές βου­νί­σιες εικό­νες. Από δω όμως , από τα κατα­πλη­κτι­κά μπελ­βε­ντέ­ρε του Κασια­διά­ρη, προ­σφέ­ρε­ται αμέ­σως όλο το βου­νό από κάτω ως απά­νω, μονα­δι­κό, ήμε­ρο κι άγριο μαζί, χωρίς ξαφ­νι­κά τινάγ­μα­τα, καθό­λου γοτ­θι­κό το οικο­δό­μη­μα, όρθια όλη μαζί η Μουρ­γκά­να, μια φοβε­ρή αγια­σο­φιά χωρίς ένα μινα­ρέ, πελώ­ριες συμπα­γείς μάζες σε συμπλέγ­μα­τα γυμνών συνε­χό­με­νων τρού­λων που ανέρ­χο­νται ομα­λά ο ένας στον ώμο του άλλου και δεν ανα­κα­λύ­πτεις αμέ­σως πού είναι ο μεγά­λος σταυ­ρός. Όλες είναι κορ­φές κι όλες ογκώ­δεις και θεό­ρα­τες. Το βου­νό αυτό έχει σώμα και πρό­σω­πο, το βλέ­πεις και σου μένει.

Ανα­το­λι­κά, εκεί που βλέ­πα­με εμείς, η βου­νί­σια ανά­πτυ­ξη με τις αλλε­πάλ­λη­λες δρα­σκε­λιές σε κάποιο σημείο κόβε­ται και παίρ­νει από­το­μη κλί­ση, σχε­δόν κάθε­τη, σχη­μα­τί­ζο­ντας σε αρκε­τή έκτα­ση ένα στε­φά­νι, όπου ακου­μπούν πιο πυκνοί και μεγά­λοι οι κορυ­φαί­οι τρού­λοι. Τα παι­διά της ομά­δας, ανύ­πο­πτοι πλη­ρο­φο­ριο­δό­τες, μου έλε­γαν ότι εκεί κάτω χαμη­λά στο βάθος, είναι η Κου­σο­βί­τσα, τελευ­ταίο αλβα­νι­κό χωριό προς τα σύνο­ρα και η γραμ­μή των συνό­ρων περ­νά εκεί δίπλα.

mourgana21

Το κρά­τη­σα αυτό. Με τα κυά­λια του επι­λο­χία έβλε­πα να κολυ­μπά εκεί πέρα, όσο ακό­μα ήταν φως, η άσπρη κουκ­κί­δα του φυλα­κί­ου που το κρα­τού­σαν οι αντάρ­τες…»(1)

Κυρια­κή πρωί, με έναν άστα­το και­ρό που θύμι­ζε φθι­νό­πω­ρο μέσα στο καλο­καί­ρι, ξεκι­νή­σα­με για τη Μουρ­γκά­να από τον παλιό δρό­μο Ιωαν­νί­νων – Ηγου­με­νί­τσας. Ακο­λου­θώ­ντας τη ροή του Καλα­μά πήρα­με το φιδο­γυ­ρι­στό  και στε­νό δρό­μο για τα χωριά της Μουρ­γκά­νας, με προ­ο­ρι­σμό τον Τσα­μα­ντά.  Μια λεπτή γάζα ομί­χλης κάλυ­πτε τις κατα­πρά­σι­νες όχθες του ποτα­μού και στις πλα­γιές ανα­δύ­ο­νταν μικρά χωριά και οικι­σμοί, έρη­μα τα περισσότερα.

mourgana22

Στο Κεφα­λο­χώ­ρι (Γλού­στα) της Θεσπρω­τί­ας συνα­ντή­σα­με το μνη­μείο των αγω­νι­στών του αγρο­τι­κού κινή­μα­τος. Προ­σκύ­νη­μα στους αγρό­τες της περιο­χής που αγω­νί­στη­καν διεκ­δι­κώ­ντας ένα κομ­μά­τι γης. Ο αγώ­νας των αγρο­τών ήταν μακρο­χρό­νιος – κρά­τη­σε περισ­σό­τε­ρο από 70 χρό­νια – και αιμα­τη­ρός. Στην ιστο­ρία του αγρο­τι­κού κινή­μα­τος έμει­νε γνω­στός ως «το Κιλε­λέρ των 16 χωριών της Θεσπρω­τί­ας». Από το 1858 έως το 1930 οι κολί­γοι της περιο­χής του Κεφα­λο­χω­ρί­ου και των υπό­λοι­πων χωριών έδω­σαν σκλη­ρούς  αγώ­νες, όταν οι αγά­δες των Φιλια­τών επι­χεί­ρη­σαν να μετα­τρέ­ψουν αυτές τις περιο­χές σε τσι­φλί­κια τους. Τα χωριά αυτά, κεφα­λο­χώ­ρια, διοι­κη­τι­κά ανή­καν στον Σουλ­τά­νο και σε αυτόν απέ­δι­δαν το φόρο της δεκά­της. Η πρώ­τη μεγά­λη και οργα­νω­μέ­νη αντί­δρα­ση των χωρι­κών ξέσπα­σε το 1866 στην υπο­διοί­κη­ση των Φιλια­τών. Επει­δή δεν υπήρ­ξε ικα­νο­ποι­η­τι­κή απά­ντη­ση στα αιτή­μα­τά τους 1000 κάτοι­κοι των χωριών της Μουρ­γκά­νας συγκε­ντρώ­θη­καν στις 25 Απρι­λί­ου 1866 με γεωρ­γι­κά εργα­λεία και παρέ­μει­ναν για μέρες στη διοί­κη­ση Ιωαν­νί­νων. Η απά­ντη­ση των αγά­δων ήταν σκλη­ρή και προ­χώ­ρη­σαν σε εκτε­λέ­σεις, απαγ­χο­νι­σμούς, φόνους, βια­σμούς, εκτο­πί­σεις και εκφο­βι­σμούς σε βάρος των αγρο­τών και των ηγε­τών του κινή­μα­τός τους. Ο αγώ­νας των αγρο­τών κατέ­λη­ξε στα δικα­στή­ρια και έλη­ξε στις 14 Δεκεμ­βρί­ου 1930 με τη θετι­κή από­φα­ση του Πρω­το­δι­κεί­ου Ιωαν­νί­νων για τα 16 χωριά της Μουργκάνας.

mourgana23

Ανη­φο­ρί­ζο­ντας για τον Τσα­μα­ντά ο δρό­μος είναι δύσκο­λος, γεμά­τος κλει­στές στρο­φές. Το τοπίο κατά­φυ­το γεμά­το μυρω­διές  και χρώ­μα­τα. Αρκε­τά έξω από το χωριό κατε­βαί­νου­με από τα λεω­φο­ρεία. Ένα ζωη­ρό πλή­θος από νέους και ηλι­κιω­μέ­νους κρα­τώ­ντας κόκ­κι­νες σημαί­ες και πανώ κατη­φο­ρί­ζει τον σκιε­ρό από την πλού­σια βλά­στη­ση δρό­μο και φτά­νει στην πλα­τεία του χωριού Τσα­μα­ντάς. Μεγά­λα πλαί­σια με αφί­σες και ενη­με­ρω­τι­κό υλι­κό για τη δρά­ση του ΔΣΕ στην περιο­χή  είναι στη­μέ­να. Ένα μικρό βιβλιο­πω­λείο, μια μεγά­λη εξέ­δρα και αντάρ­τι­κα τρα­γού­δια μας υπο­δέ­χο­νται. Κάτω από τα βαθύ­σκιω­τα πλα­τά­νια τρα­πέ­ζια, καρέκλες.

Έχει μεση­με­ριά­σει, ο ήλιος είναι δυνα­τός και η πορεία για το ύψω­μα Στα­ρό­βα αρχί­ζει. Μια μεγά­λη και μακριά γραμ­μή, από ανθρώ­πους που ανε­βαί­νουν,  σχη­μα­τί­ζε­ται. Το μονο­πά­τι κακο­τρά­χα­λο και δύσβα­το. Παντού μυτε­ρά βρά­χια, πέτρες και πλα­κα­ριές σχε­δόν όρθιες. Η ανά­βα­ση δύσκο­λη κάτω από τον ήλιο.

mourgana30

«…Είχα στα­μα­τή­σει μπρο­στά σε μια ολό­γυ­μνη κάθε­τη πέτρα. Έπει­τα θα μάθω ότι εκεί δεν ήταν το τέλος της χαράδρας.

Η χαρά­δρα εδώ στε­νεύ­ει σαν τη μύτη της σφή­νας, σκί­ζει στα δύο τα βρά­χια της κορυ­φής και μπή­γε­ται μέσα πολύ βαθιά, αλλά με μια κλί­ση που από βήμα σε βήμα γίνε­ται πιο κοφτή, πιο ακατόρθωτη.

Έπρε­πε κάπου εδώ να στα­μα­τή­σω. Κατα­λά­βαι­να πως οι δυνά­μεις μου δεν έφτα­ναν να συνε­χί­σω. Εδώ πάνω τα πράγ­μα­τα αγρί­ε­ψαν πολύ, υπο­λό­γι­ζα άλλω­στε και σιγά σιγά, όπως φώτι­ζε, βεβαιω­νό­μουν, ότι ανέ­βη­κα αρκε­τά ψηλά, πιο πάνω κι από κει που φαντα­ζό­μουν. Εππλέ­ον, εκεί­νες ακρι­βώς τις στιγ­μές άρχι­ζε εκεί πάνω, κάπου πίσω από την κορ­φή, η μάχη με τα τμή­μα­τα των ορει­νών κατα­δρο­μών στο Τσεροβέτσι…

Δεν κατά­λα­βαι­να τι ακρι­βώς γινό­ταν. Ήταν όμως αλη­θι­νή μάχη – εκεί περί­που όπου θα έβγαι­να κι εγώ, αν μπο­ρού­σα να σκαρ­φά­λω­να τα βρά­χια που ακό­μα δεν τα ΄βλε­πα. Τα υπο­ψια­ζό­μουν να ξεμυ­τί­ζουν εδώ κι εκεί, μέσα από τις πάχνες, και να κρέ­μο­νται πάνω μου. Ήταν εκεί­νες οι ώρες που δεν κατα­λα­βαί­νεις αν το σκο­τά­δι πήζει ή αραιώ­νει κι αν αυτά που βλέ­πεις κάπως να γρά­φο­νται, να ξεχω­ρί­ζουν, τα βλέ­πεις πράγ­μα­τι, είναι στε­ρεά, αλη­θι­νά και τι ακρι­βώς. Εγώ μια βεβαιό­τη­τα μόνο ένιω­θα σχη­μα­τι­σμέ­νη πια μέσα μου – πως οι αντάρ­τες τ’ άφη­σαν αυτά τα μέρη κι ανέ­βη­καν πιο ψηλά, εκεί που τώρα γινό­ταν η μάχη, από την οποία θα κρι­νό­ταν  ποιο θα’ ταν το τέλος και της δικής μου επι­χεί­ρη­σης…» (2)

mourgana29

Το θέα­μα από ψηλά εντυ­πω­σια­κό. Κατα­κό­ρυ­φες γραμ­μές, ψηλές βου­νο­κορ­φές και βαθιές χαρά­δρες. Η σκέ­ψη ταξι­δεύ­ει στους μαχη­τές και τις μαχή­τριες του ΔΣΕ. Αυτή τη δια­δρο­μή και άλλες ακό­μα πιο δύσκο­λες τις έκα­ναν νύχτα και μέρα κου­βα­λώ­ντας φορ­τία, πολε­μο­φό­δια, πυρο­μα­χι­κά. Νηστι­κοί, ξυπό­λυ­τοι, με κρύο και με ζέστη, με ήλιο και βρο­χή, αέρα και χιό­νι. Αυτά τα υψώ­μα­τα φλέ­γο­νταν από τους συνε­χείς βομ­βαρ­δι­σμούς και το συνε­χές σφυ­ρο­κό­πη­μα του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού. Οι μάχες ήταν άνι­σες αλλά οι μαχη­τές του ΔΣΕ κρά­τη­σαν  γερή άμυ­να και κατόρ­θω­σαν το ακα­τόρ­θω­το, να μη κατα­κτη­θεί η Μουρ­γκά­να από το στρα­τό. Αμε­ρι­κά­νοι και Άγγλοι ήθε­λαν με κάθε τρό­πο  και μέσο να πέσει το κάστρο της Μουρ­γκά­νας. Οι αντάρ­τες το κρά­τη­σαν με νύχια και με δόντια γρά­φο­ντας μια ξεχω­ρι­στή σελί­δα, μια εποποιΐα.

Η ματιά κυκλώ­νει με δέος το άγριο τοπίο και τα  άλλα υψώ­μα­τα. Δεν μπο­ρείς να μην θαυ­μά­σεις πόση πίστη και πόσο πεί­σμα είχαν αυτοί οι άνθρω­ποι που ρίχτη­καν  σε μια μάχη αδια­νό­η­τη για τα ανθρώ­πι­να δεδο­μέ­να. 1.500 μαχη­τές του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας αντι­με­τώ­πι­σαν 25.000 καλά εξο­πλι­σμέ­νους στρα­τιώ­τες υπο­βοη­θού­με­νους από μηχα­νι­κά μέσα και αερο­πλά­να. Εδώ σε αυτό το βου­νό, στο ύψω­μα Ταβέ­ρα έρι­ξαν τις πρώ­τες βόμ­βες Ναπάλμ και πυρ­πό­λη­σαν τα πάντα. Και αυτοί εκεί ανυποχώρητοι!

mourgana24

Με το ένα χέρι πολε­μού­σαν και με το άλλο προ­σπα­θού­σαν να οργα­νώ­σουν τη ζωή  και την επι­βί­ω­σή τους μαζί και των κατοί­κων  στα γύρω χωριά.

Στα 30 χωριά της Μουρ­γκά­νας ανα­πτύ­χθη­κε η Λαϊ­κή Εξου­σία. Δημιουρ­γή­θη­καν και σφυ­ρη­λα­τή­θη­καν ισχυ­ροί δεσμοί ανά­με­σα στο ΔΣΕ και στους κατοί­κους των χωριών, χωρίς τη βοή­θεια των οποί­ων δεν θα μπο­ρού­σε να δρά­σει ο ΔΣΕ.

Σε όλα τα χωριά μοι­ρά­στη­καν σπό­ροι που συνέ­βα­λαν στην πλού­σια παρα­γω­γή αγρο­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων, αλευ­ρό­μυ­λοι άλε­θαν το καλα­μπό­κι. Η καθη­με­ρι­νό­τη­τα στα μετό­πι­σθεν οργα­νώ­θη­κε επι­με­λώς. Συγκρο­τή­θη­καν πολ­λά συνερ­γεία με οργα­νω­μέ­νες υπη­ρε­σί­ες που φρό­ντι­ζαν για τον επι­σι­τι­σμό, την εκπαί­δευ­ση και την ιατρι­κή περί­θαλ­ψη. Το νοσο­κο­μείο του ΔΣΕ βρι­σκό­ταν καλά κρυμ­μέ­νο μέσα σε πυκνό­φυ­τη λαγκαδιά.

mourgana28

Ζωντα­νή εικό­να των μαχών και της δρα­στη­ριό­τη­τας του ΔΣΕ στην πρώ­τη γραμ­μή αλλά και στα μετό­πι­σθεν μάς έδω­σε ο 87χρονος σήμε­ρα Βαγ­γέ­λης Πλιά­κος με την αφή­γη­σή του. Εκεί ψηλά στη Στα­ρό­βα πήρε το μικρό­φω­νο και με φωνή σπα­σμέ­νη από τη συγκί­νη­ση εξι­στό­ρη­σε  ζωη­ρά και συναρ­πα­στι­κά τη μάχη μέχρι τη στιγ­μή του τραυ­μα­τι­σμού του.

Είναι γεγο­νός ότι η Μουρ­γκά­να δεν κατα­κτή­θη­κε ποτέ από τον κυβερ­νη­τι­κό στρα­τό. Όμως ο ΔΣΕ έκα­νε ελιγ­μό οπι­σθο­χω­ρώ­ντας συγκρο­τη­μέ­να προς τα Ζαγό­ρια μετα­φέ­ρο­ντας μαζί του σε μου­λά­ρια της Επι­με­λη­τεί­ας χιλιά­δες οκά­δες τρό­φι­μα, απα­ραί­τη­τα στην πορεία που ετοίμαζαν.

Το μεγα­λείο αυτής της τιτά­νιας προ­σπά­θειας των μαχη­τών και μαχη­τριών του ΔΣΕ χαρά­κτη­κε ανε­ξί­τη­λα στους από­το­μους βρά­χους της Μουργκάνας.

Πολ­λοί ανα­ρω­τιού­νται καλο­προ­αί­ρε­τα ή κακο­προ­αί­ρε­τα για­τί να θυμό­μα­στε αυτά που έγι­ναν χτες και για­τί να ξύνου­με  παλιές πληγές.

mourgana26Πρώ­τα απ’ όλα είναι ανά­γκη σήμε­ρα περισ­σό­τε­ρο από ποτέ να μάθου­με τα γεγο­νό­τα, τα αίτια, τις αφορ­μές και  τις συνέ­πειές τους στην νεώ­τε­ρη ελλη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Να ανι­χνεύ­σου­με κάτω από την επι­φά­νειά τους. Τόσα χρό­νια απο­σιώ­πη­σης στο όνο­μα μιας υπο­τι­θέ­με­νης συμ­φι­λί­ω­σης δημιούρ­γη­σαν ιστο­ρι­κό ευνου­χι­σμό και πολι­τι­κό αφο­πλι­σμό. Και το γεγο­νός ότι η πλευ­ρά των ηττη­μέ­νων δεν μιλού­σε για­τί υπήρ­ξε για πολ­λά χρό­νια κατα­διω­κό­με­νη και εκτο­πι­σμέ­νη δεν σήμαι­νε ότι και η νική­τρια πλευ­ρά σιω­πού­σε. Το αντί­θε­το. Επέ­βα­λε με κάθε τρό­πο την άπο­ψή της από τη μια κατα­συ­κο­φα­ντώ­ντας, χλευά­ζο­ντας και τιμω­ρώ­ντας με κάθε τρό­πο  μια ολό­κλη­ρη γενιά αγω­νι­στών και αγω­νι­στριών  που πολέ­μη­σαν, μάτω­σαν και πέθα­ναν απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας την Ελλά­δα από τους ξένους κατα­κτη­τές και στη συνέ­χεια  διεκ­δι­κώ­ντας μια άλλη κοι­νω­νία, σοσια­λι­στι­κή,  και από την άλλη καλ­λιερ­γώ­ντας  συστη­μα­τι­κά τη λήθη και την αμνη­σία μέσω της αμά­θειας και της παραχάραξης.

Είναι ανά­γκη να μάθου­με  όλη την αλή­θεια, να διδα­χθού­με από τα λάθη, να αγγί­ξου­με ακό­μη και τις δικές μας πλη­γές όσο και αν πονά­νε, να δια­παι­δα­γω­γη­θού­με και να τρα­βή­ξου­με μπρο­στά τιμώ­ντας ενερ­γά  όλους εκεί­νους που με τη δρά­ση τους, την αυτα­πάρ­νη­ση και την αυτο­θυ­σία τους εξα­κο­λου­θούν να δεί­χνουν το δρό­μο της συνε­χούς αντί­στα­σης και της διαρ­κούς πάλης.

mourgana25

Τα χνά­ρια τους είναι ποτι­σμέ­να με αίμα και υπάρ­χουν παντού στα μονο­πά­τια, στις δύσβα­τες πλα­γιές και στις σπη­λιές των βου­νών μας, στα ξερο­νή­σια, στους τοί­χους των φυλα­κών και των εκτελέσεων.

Σήκω  λοι­πόν. Ο άνε­μος σφυ­ρί­ζει το τρα­γού­δι του
ανά­με­σα στα σκοι­νιά των κρε­μα­σμέ­νων και στα κατάρτια,
ανά­με­σα  στα χαρα­κώ­μα­τα και στα χρόνια.

Σήκω λοι­πόν απά­νου να δαγκώ­σεις το στα­ρέ­νιο φως
ν’ ακού­σεις του δοντιού τη δύναμη
όλη τη γη ν’ ακού­σεις μες στη γεύ­ση σου
ως να φαρ­δύ­νεις την περ­πα­τη­σιά και την ανάσα
ως να φαρ­δύ­νεις τα πλευ­ρά σα σιδε­ρέ­νια στέ­φα­να βαρελιού
που μέσα του κοχλά­ζει κόκ­κι­νο το κρα­σί του κόσμου.

Ο ήλιος εκλαϊ­κεύ­ει τη χαρά του έξω απ’ τις πόρτες.
Δεν είναι θάνα­τος. Δεν είναι. Είναι δικό μας το τραγούδι.
Είναι δικό μας τού­το το σπαθί
που ξεφλου­δί­ζει σαν καρ­πό τον ήλιο από τα σύγνεφα.

                                                   Γιάν­νης Ρίτσος 
(1,2) Τα απο­σπά­σμα­τα είναι από το βιβλίο του  Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου Αυτά που μένουν Α. Η γραμ­μή της Ζωής. Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Αθή­να 2000.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο