Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι αιθέρες, οι τσαρίνες, η έφοδος

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Αν η θάλασ­σα του Ρίο ‑Rio mar[e]- ήταν πιο τρυ­φε­ρή από την καρ­διά ενός μαρου­λιού κι έφε­ρε στο Σπύ­ρο Γιαν­νιώ­τη το αργυ­ρό μετάλ­λιο (αρκε­τά χιλιό­με­τρα βορειό­τε­ρα από το Rio de la Plata), οι ουρα­νοί του έκρυ­βαν ατό­φιο χρυ­σά­φι για την Κατε­ρί­να Στεφανίδη.

Η Ελλη­νί­δα πρω­τα­θλή­τρια αξιο­ποί­η­σε με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο τον απο­κλει­σμό της Ρωσί­δας Ισιν­μπά­γε­βα, της απο­κα­λού­με­νης “τσα­ρί­νας των αιθέ­ρων” από τους αγώ­νες, εξαι­τί­ας της γνω­στής υπό­θε­σης με το… κρα­τι­κό ντο­πά­ρι­σμα στη Ρωσία (που σε αφή­νει με την απο­ρία αν στις άλλες χώρες γίνε­ται κάτι δια­φο­ρε­τι­κό κι έχουν καθα­ρούς αθλη­τές ή μένουν στο απυ­ρό­βλη­το, για­τί πρι­μο­δο­τεί­ται η ιδιω­τι­κή πρω­το­βου­λία, ακό­μα και στα ανα­βο­λι­κά) και πήρε το χρυ­σό μετάλ­λιο στο επί κοντώ των γυναι­κών, με άλμα στα 4,85 μέτρα. Συγκι­νη­μέ­νη μετά το τέλος του αγώ­να, ζήτη­σε συγνώ­μη από το ελλη­νι­κό κοι­νό, επει­δή μας ξενύ­χτη­σε (μακά­ρι να ήταν αυτοί οι λόγοι που μένει άυπνος ο κόσμος στη χώρα μας) κι άδεια­σε ευγε­νι­κά τα αρπα­κτι­κά με τα μικρό­φω­να, που δε θα την άφη­ναν σε ησυ­χία, μέχρι τη σημε­ρι­νή απο­νο­μή, για να ηρεμήσει.

Αυτό ήταν το τρί­το χρυ­σό μετάλ­λιο κι έκτο συνο­λι­κά για την ελλη­νι­κή απο­στο­λή στο Ρίο, που ξεπέ­ρα­σε κατά πολύ την αντί­στοι­χη συγκο­μι­δή στο Λον­δί­νο και το Πεκί­νο και βασι­κά τα απαι­σιό­δο­ξα-συγκρα­τη­μέ­να προ­γνω­στι­κά. Και είναι ζήτη­μα χρό­νου ίσως να βρε­θεί ο ξύπνιος (και ας μην ξενύ­χτη­σε για τη Στε­φα­νί­δη) που θα κάνει τη σύν­δε­ση με τις επι­δό­σεις της ελλη­νι­κής οικο­νο­μί­ας και την αναι­μι­κή ανά­καμ­ψη που (φαί­νε­ται να) κατέ­γρα­ψε, ξεπερ­νώ­ντας τις επί­ση­μες προβλέψεις.

Την ίδια στιγ­μή, ο ελλη­νι­κός λαός δε βλέ­πει καμία ανά­καμ­ψη στο πορ­το­φό­λι του κι είναι ανα­γκα­σμέ­νος κάθε μήνα να πηδά πολ­λά χαντά­κια (σαν την τάφρο στο επί κοντώ) και παλού­κια (σαν τα κοντά­ρια στο ίδιο αγώ­νι­σμα) για να τα βγά­λει πέρα. Κι είναι γνω­στό (αλλά δεν μπο­ρού­με να το μετα­φέ­ρου­με εδώ) τι παθαί­νει τελι­κά, όποιος πηδά­ει πολ­λά παλού­κια, με βάση την παροι­μία. Που θυμί­ζει εκεί­νη την εκλα­ΐ­κευ­ση ενός παλιού αγω­νι­στή, που εξη­γού­σε στους εργά­τες τι είναι η οικο­νο­μι­κή κρί­ση, ως εξής: ένα παλού­κι που έχουν οι μπουρ­ζουά­δες στον πισι­νό τους και θέλουν να το βάλουν στο δικό μας…

Κι ο εργα­ζό­με­νος λαός δεν πρό­κει­ται να βγει από αυτήν τη στε­νω­πό (και στρι­μό­κω­λη στην κυριο­λε­ξία κατά­στα­ση), αν δεν προ­πο­νη­θεί σκλη­ρά για το δικό του μεγά­λο άλμα, αν δεν οργα­νω­θεί για να κάνει την έφο­δό του στον ουρα­νό και να εκθρο­νί­σει σύγ­χρο­νους τσά­ρους και τσα­ρί­νες, ως εν ουρα­νώ και επί της γης…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο