Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Pablo Neruda: Estravagario

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Για
ν’ ανεβείς
στον
ουρανό
χρειάζονται
δυο φτερά.
ένα βιολί
και κάτι πράγματα
που δε μετριού­νται, που δεν έχουν όνομα,
πιστο­ποι­η­τι­κά ματιού που πάει μακριά και αργά,
επι­γρα­φή στα νύχια της αμυγδαλιάς,
τίτλοι της πρω­ι­νής χλόης.

«Η χρο­νιά του Εστρα­βα­γά­ριο (= Παρα­δο­ξο­λό­γιο, 1958) ήταν χρο­νιά του ερω­τευ­μέ­νου ζευ­γα­ριού Νερού­δα – Ματίλ­ντε και χρο­νιά λογο­τε­χνι­κών μαχών κατά του Νερού­δα που ευχα­ρί­στως οι πνευ­μα­τι­κοί αντί­πα­λοί του θα ρίχναν στον Καιά­δα. Αλη­θι­νό δηλα­δή γρον­θο­κό­πη­μα των πολ­λών φίλων με τους λίγους αλλά φανα­τι­κούς εχθρούς του»[1]

ΖΗΤΑΩ ΣΙΩΠΗ

Τώρα να μ’ αφή­να­τε ήσυχον,
Τώρα συνη­θί­στε χωρίς εμένα.

Τώρα θα κλεί­σω τα μάτια.
Και μόνο θέλω πέντε πράγματα,
πέντε ρίζες προτιμάω.

Η μια είναι ο έρω­τας δίχως τέλος.

Το δεύ­τε­ρο είναι να βλέ­πω το φθινόπωρο.
Δεν μπο­ρώ να είμαι χωρίς τα φύλλα
να πετά­νε και να γυρ­νά­νε ξανά στη γη.

Το τρί­το είναι ο βαρύς χειμώνας,
η βρο­χή που αγά­πη­σα, το χάδι
της φωτιάς μες το άγριο κρύο του δάσους.

Τέταρ­το έρχε­ται το καλοκαίρι
σαν καρ­πού­ζι στρογγυλό.

Το πέμ­πτο πράγ­μα είναι τα μάτια σου
Ματίλ­ντε μου, πολυαγαπημένη,
δε θέλω να κοι­μά­μαι χωρίς τα μάτια σου,
δε θέλω να είμαι αν εσύ δε με κοιτάς
εγώ αλλά­ζω άνοιξη
μόνο για­τί με βλέ­πεις εσύ.

Φίλοι, αυτά είναι τα όσα θέλω.
Είναι σχε­δόν τίπο­τα και σχε­δόν όλα.
Τώρα, αν θέλε­τε, πηγαίνετε.

Έχω ζήσει τόσο που κάποια μέρα
θα πρέ­πει ανα­γκα­στι­κά να με ξεχάσετε
σβή­νο­ντας με από το χάρτη
υπήρ­ξε ατέρ­μο­νη η καρ­διά μου.

Όμως, επει­δή ζητάω σιωπή,
μη νομί­σε­τε πως θα πεθάνω
μου συμ­βαί­νει εντε­λώς το αντίθετο
συμ­βαί­νει πως πρό­κει­ται να βιωθώ.

Συμ­βαί­νει πως είμαι και ότι συνεχίζω.

Όχι για τίπο­τα άλλο, αλλά για­τί μέσα μου
θα βλα­στή­σουν δημητριακά,
πρώ­τα οι σπό­ροι που σκίζουνε
το χώμα για να δού­νε το φως,
όμως η μάνα γη είναι σκοτεινή
και μέσα μου είμαι σκοτεινός
είμαι σαν πηγά­δι που μέσα στα νερά του
αφή­νει τ’ αστέ­ρια της η νύχτα
και συνε­χί­ζει στον κάμπο μοναχή.

Είναι για­τί έχω ζήσει τόσο
που θέλω να ζήσω άλλο τόσο.

Ποτέ δεν ένιω­σα έτσι ηχηρός
ποτέ δεν είχα τόσα φιλιά.

Τώρα, όπως πάντα, είναι νωρίς.
Πετά­ει το φως με τις μέλισ­σές του.

Αφή­στε με μόνο μου με την ημέρα.
Ζητάω την άδεια για να γεννηθώ.

Ο Πάμπλο Νερούδα και η Δανάη Στρατηγοπούλου

Ο Πάμπλο Νερού­δα και η Δανάη Στρατηγοπούλου

«Δεν είναι τυχαίο το γεγο­νός ότι ο Νερού­δα μού ζήτη­σε να μετα­φέ­ρω ελλη­νι­κά το Εστρα­βα­γά­ριό του, αφού κοι­τά­χτη­κε με παρά­ξε­νη χαρά με τη Ματίλ­ντε, με την οποία ξεφώ­νι­σαν σχε­δόν μαζί: «Ελ Εστρα­βα­γά­ριο, νατου­ραλ­μέ­ντε!!!» ( Το Εστρα­βα­γά­ριο, φυσικά).

Ούτε είναι τυχαίο το γεγο­νός ότι το αφιε­ρώ­νω στο μεγά­λο της ποί­η­σής μας, το Γιάν­νη Ρίτσο. Το Εστρα­βα­γά­ριο είναι λεπταί­σθη­τα και βαθύ­νοα λυρι­κό – χιου­μο­ρι­στι­κό, σα να’ ρχε­ται από κλί­μα­τα σαν το δικό μας και όταν το’ γρα­ψε σα να ένιω­θε πολύ Έλλη­νας όλων των εποχών.

Είναι βιβλίο δύσπε­πτο για ανθρώ­πους λιγώ­τε­ρο θρεμ­μέ­νους με αισθη­τι­κές και πνευ­μα­τι­κό­τη­τες πολύ διυ­λι­σμέ­νες, για ανθρώ­πους που δεν έχουν δημιουρ­γή­σει το Διά­λο­γο, όπως η Σωκρα­τι­κή σκέ­ψη, το πιπέ­ρι όπως ο Αρι­στο­φά­νης, τα βέλη και τους εξορ­κι­σμούς σαν το Λασκα­ρά­το ή το Ροΐ­δη, τη σύλ­λη­ψη απο­χρώ­σε­ων και τη διεισ­δυ­τι­κό­τη­τα σαν τον Καβά­φη. Είπα «Διά­λο­γο», για­τί ο Νερού­δα μιλά­ει, αλλά μιλώ­ντας μόνος κάνει διά­λο­γο, καλεί και προ­σκα­λεί διά­λο­γο, νιώ­θεις πως είναι παρέα με όλους και πως λέει και συνά­μα πως «τα λένε». Όσο για την αφιέ­ρω­ση στο Ρίτσο, από το 1966, που γύρι­σα από τη Χιλή την πρώ­τη φορά, έγρα­ψα για τα σημεία που συν­δέ­ουν τα ονό­μα­τα των δύο ποι­η­τών. Και ο ένας και ο άλλος, θαυ­μά­ζουν ο ένας τον άλλον. Ο Νερού­δα μπο­ρώ να πω πως είναι παθια­σμέ­νος με την ποί­η­ση του Ρίτσου. Τότε, μου είχε πει: «Εσείς εκεί πέρα έχε­τε έναν μεγά­λο ποι­η­τή, που τον λένε Γιάν­νη Ρίτσο». Του απά­ντη­σα πως ναι, πως είμα­στε φίλοι από πολύ νέοι, σχε­δόν έφη­βοι, και πως κάνα­με πολύ­ω­ρους περι­πά­τους στον Εθνι­κό Κήπο μιλώ­ντας – εκεί­νος – για ποί­η­ση και θαυ­μά­ζο­ντας –εγώ – τα λόγια του και την απα­ρά­μιλ­λη ωραιό­τη­τά του. Ο Νερού­δα εντυ­πω­σιά­στη­κε και συνέ­χι­σε: «Μου έχει γρά­ψει και έναν ποι­η­τι­κό χαι­ρε­τι­σμό!» και μου έδει­ξε χαρού­με­νος το βιβλίο – αφιέ­ρω­μα στα 60 του χρό­νια, όπου υπήρ­χε το περί­φη­μο τρα­γού­δι του Ρίτσου. Όταν έδω­σα, θυμά­μαι, το νέο σε συνέ­ντευ­ξη στην «Αυγή», ο Ρίτσος που το έμα­θε, με ξύπνη­σε απ’ τα χαρά­μα­τα, ίδια χαρού­με­νος με τον Νερού­δα, και με ρώτα­γε πού είναι το βιβλίο, για­τί είχε στεί­λει το ποί­η­μα και δεν είχε ιδέα τι είχε απο­γί­νει, ώσπου έμα­θε από μένα την ιστο­ρία αυτού του θρυ­λι­κού πια τρα­γου­διού, που πιά­νει στο βιβλίο 21 σελί­δες και που βρί­σκε­ται τώρα ολό­κλη­ρο καλ­λι­γρα­φη­μέ­νο από τον ίδιο το Ρίτσο στον τρί­το τόμο του Κάντο Χενε­ράλ μου (Γενι­κό Άσμα). Τελι­κά ο Γιάν­νης με κατά­φε­ρε και του έδω­σα το δικό μου βιβλίο–

«Αου­ρό­ρα» το λένε – και εγώ με χίλια βάσα­να κατά­φε­ρα να βρω άλλο. Από τότε, κάθε φορά που σκέ­φτο­μαι Εστρα­βα­γά­ριο, σκέ­φτο­μαι Ρίτσο και Νερού­δα μαζί.

Ένα δείγ­μα της αγά­πης του Νερού­δα για το Ρίτσο είναι η εντο­λή – σχε­δόν δια­τα­γή, θα΄λεγα – του ποι­η­τή στον εκπλη­κτι­κό Νεο­ελ­λη­νι­στή Μιγέλ Καστί­γιο Ντι­ντιέ, να ετοι­μά­σει ένα μεγά­λο τόμο Ρίτσου και να κάνω εγώ την επι­μέ­λεια της γλώσ­σας. Το βιβλίο ετοι­μά­στη­κε μεν, πολ­λά όμως έγι­ναν στο μετα­ξύ, και μπο­ρεί ένα από τα παρά­πο­να που πήρε μαζί του ο Βάρ­δος της Ειρή­νης και της Αγά­πης, να’ ναι που δε χάρη­κε το βιβλίο του Ρίτσου, που τόσο ποθούσε.

Τα σχό­λιά μου θα τα συνε­χί­σω σε επό­με­νο βιβλίο, για­τί τώρα τελευ­ταία οι συγκι­νή­σεις με κάνουν να μην μπο­ρώ να συνεχίζω.

Δανάη Στρα­τη­γο­πού­λου
Αθή­να, 1973 ‑1983»[2]

ΠΑΕΙ Η ΠΟΛΗ

Πώς πηγαί­νει το ρολόι χωρίς να βιάζεται
τρώ­γο­ντας με τέτοια σιγου­ριά τα χρόνια;
οι μέρες είναι μικρά περα­στι­κά σταφύλια,
οι μήνες ξεθω­ριά­ζου­νε ξεκρεμασμένοι
από το χρόνο.

Φεύ­γει, φεύ­γει η στιγ­μή προς τα πίσω,
χτυπημένη
απ’ το πιο αμε­τα­κί­νη­το πυροβολικό
και ξαφ­νι­κά μας μένει ένας χρό­νος για να του
δίνουμε,
ένας μήνας, μια ημέ­ρα, και φτά­νει ο θάνατος
στο καλαντάρι.

Κανείς δεν μπό­ρε­σε να στα­μα­τή­σει το νερό
που τρέχει,
δε στά­θη­κε ούτε μ’ αγά­πη ούτε με σκέψη,
συνέ­χι­σε, συνέ­χι­σε να τρέ­χει ανά­με­σα στον ήλιο
και στα όντα
και μας εσκό­τω­σε με το περι­στρο­φι­κό του
πέρασμα.

Ώσπου στο τέλος πέφτου­με μέσα στο χρόνο
τέζα
και μας παίρ­νει, και φύγα­με κιό­λας, νεκρούς
σωρια­σμέ­νους, χωρίς ύπαρξη,
μη όντας πια ούτε σκιά,
ούτε σκό­νη, ούτε λέξη, και κει στα­μα­τά­νε όλα
και στην πολι­τεία που μέσα της
δε θα ζήσου­με πια
μεί­ναν άδεια τα ρού­χα και η αλαζονεία.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ

Όταν φώνα­ξαν για φαΐ
ορμή­σαν οι τύραννοι
και οι περα­στι­κές κοκό­τες τους,
και ήταν ωραίο να τις βλέ­πεις να περνάνε
σα σφή­κες με θρεμ­μέ­νο μπούστο,
ακο­λου­θού­με­νες από κεί­νους τους χλωμούς
και δύστυ­χους δημό­σιους τίγρεις.

Τη μαύ­ρη μερί­δα το ψωμί του
έφα­γε ο αγρό­της στον αγρό,
ήτα­νε μόνος του κι ήταν αργά,
ήταν τρι­γυ­ρι­σμέ­νος από στάρι,
μα δεν είχε άλλο ψωμί.
Το’ φαγε με δόντια σκληρά
κοι­τώ­ντας το με μάτια σκληρά.

Τη γαλά­ζια ώρα για το μεση­με­ριά­τι­κο φαΐ
την ανυ­πό­μο­νη ώρα του ψητού,
ο ποι­η­τής παρα­τά­ει τη λύρα του,
παίρ­νει το μαχαί­ρι, το πηρούνι
και βάζει το ποτή­ρι του στο τραπέζι.
Οι ψαρά­δες τρέχουνε
στη μικρή θάλασ­σα της σουπιέρας.
Οι πατά­τες, καφτές, διαμαρτύρονται
ανά­με­σα στις γλώσ­σες του λαδιού.
Έχει χρυ­σί­σει το αρνά­κι στη θράκα
και ξεγδύ­νε­ται το κρεμύδι.
Είναι θλι­βε­ρό να τρως με φράκο
είναι σα να τρως σ’ ένα φέρετρο,
αλλά και να τρως σε μοναστήρια
είναι σα να τρως κιό­λας κάτω απ’ τη γη.
Είναι πολύ πικρό να τρως μονάχος,
μα το να μην τρως είναι βαθύ,
είναι κού­φιο, είναι πρα­σι­νί­λα, έχει αγκάθια
σαν αλυ­σί­δα από αγκίστρια
που πέφτει απ’ την καρδιά
και σε γαν­τζώ­νει από μέσα.

Να πει­νάς είναι σαν τανάλιες,
είναι το πώς δαγκώ­νου­νε οι καβουρομάνες,
καί­ει, καί­ει, χωρίς να υπάρ­χει φωτιά,
η πεί­να είναι κρύα πυρκαγιά.
Ας καθή­σου­με αμέ­σως να φάμε
μ’ όλους όσους δεν έχου­νε φάει
ας απλώ­σου­με τα πλα­τιά τραπεζομάντηλα,
το αλά­τι στις λίμνες του κόσμου,
ψωμά­δι­κα του πλανήτη,
τρα­πέ­ζια με φρά­ου­λες στον πάγο,
κι ένα πιά­το σαν το φεγγάρι
όπου όλοι θα φάμε το μεση­με­ρια­νό μας.

Για την ώρα δε ζητάω άλλο
απ’ τη δικαιο­σύ­νη του μεσημεριάτικου
φαγιού.

Δανά­ης Στρα­τη­γο­πού­λου, Νερού­δα, τ. 7, Εκδό­σεις Άλμπα­τρος (χωρίς χρονολογία)

 

[1] από­σπα­σμα από τα προ­λε­γό­με­να της μεταφράστριας
[2] Γύρω από το Ρίτσο(1966)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο