Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τρίγωνα κάλαντα με την ελπίδα ν΄ αχνοφέγγει στο βάθος του ορίζοντα

Φέτος τόσο η χρο­νιά που φεύ­γει, όσο και το 2024 όλα είναι δια­φο­ρε­τι­κά. Μέσα σε αντί­ξο­ες συν­θή­κες, δίνε­ται η μεγά­λη μάχη, σε τεντω­μέ­νο σχοι­νί μια διελ­κυ­στίν­δα με τους ανθρώ­πους του καθη­με­ρι­νού μόχθου, τις γυναί­κες και τους νέους των λαϊ­κών στρω­μά­των, από τη μια και από την άλλη τους εσα­εί «έχο­ντες και κατέχοντες».

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

(copy paste _από τον “δαί­μο­να” του FaceBook _στο προ­σω­πι­κό μου προφίλ)
🆘 Μπλο­κα­ρι­σμέ­νη δημο­σί­ευ­ση ___ Αυτό το περιε­χό­με­νο δεν είναι δια­θέ­σι­μο αυτή τη στιγ­μή _ Αφαι­ρέ­σα­με το περιε­χό­με­νό σας __Γιατί συνέ­βη αυτό ??
Φαί­νε­ται ότι προ­σπα­θή­σα­τε να συλ­λέ­ξε­τε ευαί­σθη­τα δεδο­μέ­να ή ότι κοι­νο­ποι­ή­σα­τε κακό­βου­λο λογι­σμι­κό.
Δεν μπο­ρού­με να εμφα­νί­σου­με αυτό το περιεχόμενο
Το περιε­χό­με­νό σας παρα­βιά­ζει τους Όρους της κοι­νό­τη­τας σχε­τι­κά με την κυβερ­νο­α­σφά­λεια κλπ. κλπ.

🤔 Ο λόγος του μπλο­κα­ρί­σμα­τος; Ανά­με­σα στο πολι­τι­σμι­κά _ηθογραφικά κλπ στοι­χεία της ανάρ­τη­σης υπάρ­χουν tags ή ανα­φέ­ρο­νται λέξεις όπως Κού­βα, Επα­νά­στα­ση, Σοσια­λι­σμός-Κομ­μου­νι­σμός ΚΚΕ κλπ. κλπ.
Όλα τα σφυ­ριά του ταξι­κού εχθρού συντο­νι­σμέ­να, αλλά εμείς δε μασά­με!!

  • Υπο­δε­χό­μα­στε το 2024 με αγω­νι­στι­κή αισιο­δο­ξία, με πίστη ότι ο λαός μας, οι λαοί όλης της Ευρώ­πης και του κόσμου θα βγουν πιο δυνα­μι­κά, πιο μαζι­κά στο προ­σκή­νιο, με μεγα­λύ­τε­ρη συνει­δη­το­ποί­η­ση της ριζι­κής αιτί­ας των μεγά­λων προ­βλη­μά­των τους και του πραγ­μα­τι­κού αντι­πά­λου που έχουν απέ­να­ντί τους, του σάπιου εκμε­ταλ­λευ­τι­κού καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος και της εξου­σί­ας του κεφα­λαί­ου.
  • Την ειρη­νι­κή διέ­ξο­δο που ποθούν οι λαοί θα τη φέρει ο δικός τους αγώ­νας για απο­δέ­σμευ­ση από τους ιμπε­ρια­λι­στι­κούς σχε­δια­σμούς και οργα­νι­σμούς, για την ανα­τρο­πή του συστή­μα­τος που γεν­νά τις πολε­μι­κές συγκρούσεις.
  • Απά­ντη­ση στη βαρ­βα­ρό­τη­τα είναι η ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρη ενί­σχυ­ση του ρεύ­μα­τος αμφι­σβή­τη­σης και αντί­θε­σης με την κυρί­αρ­χη πολι­τι­κή. Αυτό το ρεύ­μα χρειά­ζε­ται να στα­θε­ρο­ποι­η­θεί και να δυνα­μώ­σει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο, σε όλες τις μάχες του 2024 και στις ευρω­ε­κλο­γές του Ιούνη.
  • Η ελπί­δα για τον λαό βρί­σκε­ται στον δρό­μο της ανα­τρο­πής, για τον οποίο παλεύ­ει καθη­με­ρι­νά το ΚΚΕ. Ο σοσια­λι­σμός, η νέα κοι­νω­νι­κή — οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή οργά­νω­ση, είναι επί­και­ρος και ανα­γκαί­ος όσο ποτέ.

Πριν 2–3 χρό­νια, ο ελλη­νι­κός λαός, όπως και οι λαοί σ’ όλο τον κόσμο, βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­ποι με τις συνέ­πειες της παν­δη­μί­ας ‑βιώ­νο­ντας τη γύμνια των δημο­σί­ων συστη­μά­των υγεί­ας, την ίδια στιγ­μή που ο παρα­σι­τι­κός ιδιω­τι­κός τομέ­ας εξα­κο­λου­θού­σε να θησαυ­ρί­ζει σε βάρος τους.
Και μαζί την πολι­τι­κή όλων των κυβερ­νή­σε­ων, που δια­χει­ρί­στη­καν την παν­δη­μία με τα μάτια στραμ­μέ­να όχι στις λαϊ­κές ανά­γκες, αλλά κυρί­ως στη δια­σφά­λι­ση του κέρ­δους.
Νωρί­τε­ρα το 2016 το Τσι­πρέι­κο _η 1η & 2η φορά “αρι­στε­ρά”, μας άλλα­ζε κυριο­λε­κτι­κά τα φώτα με έκπτω­ση και εκφυ­λι­σμό των αξιών, και πολι­τι­κές, που κατά­ντη­σαν να γίνουν οι καλύ­τε­ροι υπη­ρέ­τες του συστή­μα­τος κοκ.

«Η πρώ­τη κραυ­γή του ανθρώ­που είναι κλά­μα. Από κει και πέρα οι άνθρω­ποι ή παρα­μέ­νουν άνθρω­ποι και κλαί­νε ή γίνο­νται τέρα­τα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε»…
Δύο στε­νοί φίλοι, ο Ευγε­νής Βενε­τός και ο Άρης Βερ­γω­λής, μοι­ρά­ζο­νται τη φτώ­χεια και την απελ­πι­σία και φου­ντώ­νουν από αγα­νά­κτη­ση για την αδι­κία που κυβερ­νά­ει αυτό τον κόσμο, προ­σπα­θώ­ντας να την εξη­γή­σουν ο καθέ­νας απ’ τη μεριά του. Κάπο­τε θα συνα­ντή­σουν τυχαία ‑ή μήπως όχι;- τον γερο-Ραμα­τά. Αυτός, στον παλιό καφε­νέ του, θα γίνει ο πατέ­ρας τους, συντρο­φεύ­ο­ντάς τους καθώς θα έρχο­νται αντι­μέ­τω­ποι με τις επι­λο­γές τους. Ώσπου μια μέρα θα πέσει στα χέρια τους το βιβλίο της Φού­γιας, “Για λίγο ουρα­νό”, που χωρίς να το περι­μέ­νουν θ’ αλλά­ξει τελι­κά τη ζωή τους. Πρό­σω­πα που θα τα φέρει κοντά η τύχη, ίσως και το πεπρω­μέ­νο, τα οποία ανα­κα­λύ­πτουν πως τελι­κά «οι κερα­σιές θ’ ανθί­σουν και φέτος»…

«Νύστα­ξα να σε καρ­τε­ρώ, έρω­τα, και να λειώνω
μπρος στο βιβλίο της ζωής σκυμ­μέ­νος μια ζωή!
Μα αν ήτα­νε να ερχό­σου­να για ένα, έστω, πρωί,
χίλια θε να ‘δινα πρω­ι­νά να ζού­σα εκεί­νο μόνο!»

Ήταν 1940 κι ένα γράμ­μα ήρθε να με βρει… απο­στο­λέα δεν είχε… Ήταν γραμ­μέ­νο με από­γνω­ση — ένα χέρι που υψώ­νε­ται απ’ το νερό ζητώ­ντας βοή­θεια… Με παρα­κα­λού­σε να σώσω όλα τα σαν και κεί­νην πλά­σμα­τα που χάσα­νε την ελπί­δα τους, να ρίξω λίγο φως στο δρό­μο που πήραν ολο­μό­να­χα… Την αντά­μω­σα το άλλο πρωί. Ήταν ένα που­λί με λερω­μέ­να φτε­ρά, που με περί­με­νε να σπά­σω τα κάγκε­λα του κλου­βιού του. Την έλε­γαν Φούγια…

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

Κάλα­ντα [kálanda] που οι ρίζες τους χάνο­νται στο βάθος του χρό­νου … Καλάν­δαι στα λατι­νι­κά Kalandae, πρώ­τη μέρα του μήνα ‑η πρώ­τη μέρα του ρωμαϊ­κού έτους, 1η Μαρ­τί­ου, που ήταν γιορ­τή (σχετ. και [kalandári] καλα­ντά­ρι ημε­ρο­δεί­κτης, ημε­ρο­λό­γιο λατι­νι­κά calendarium «κατά­λο­γος των χρε­ών» (επει­δή οι τόκοι πλη­ρώ­νο­νταν την πρώ­τη του μηνός). Για εμάς θα είναι πάντα εκεί­να τα λαϊ­κά τρα­γού­δια που ψάλ­λουν (συνή­θως παι­διά), γυρί­ζο­ντας από σπί­τι σε σπί­τι, κυρί­ως τις παρα­μο­νές Χρι­στου­γέν­νων, Πρω­το­χρο­νιάς και Φώτων ‑παλιό­τε­ρα και το Πάσχα (όπως πχ. κάπο­τε στην Κέρ­κυ­ρα στα «κάλα­ντα του Λαζά­ρου» – απο­βρα­δίς σε όλες τις γει­το­νιές τοπι­κές χορω­δί­ες, αλλά και πλή­θος κόσμου, τα παι­διά ‑τα Λαζα­ρά­κια, όπως απο­κα­λού­νται οι καλα­ντι­στές της ημέ­ρας, κυρί­ως κορί­τσια σχο­λι­κής ηλι­κί­ας _λαζαρίνες, λαζα­ρί­τσες, λαζα­ρού­δισ­σες) γυρί­ζουν τα σπί­τια και τρα­γου­δούν με ευχε­τι­κούς και επαι­νε­τι­κούς στίχους)
Τα κάλα­ντα, έχουν συνή­θως εύθυ­μο-γιορ­τα­στι­κό χαρα­κτή­ρα με εξαί­ρε­ση της Μεγά­λης Παρα­σκευ­ής, που έχουν θρη­νη­τι­κό χαρα­κτή­ρα και ανα­φέ­ρο­νται στη Σταύ­ρω­ση (γυρ­νούν από σπί­τι σε σπί­τι και τρα­γου­δούν το μοι­ρο­λόι «Σήμε­ρα μαύ­ρος ουρα­νός», γνω­στό και ως «Μοι­ρο­λόι της Παναγίας»).

Προ­τού πάμε στα δικά μας…

Λατινική Αμερική

Σε αντί­θε­ση με τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα κομ­μά­τια, τα τρα­γού­δια (παρα­μο­νής) της Πρω­το­χρο­νιάς έχουν λιγό­τε­ρη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα και περισ­σό­τε­ρο γιορ­τα­στι­κό ρυθ­μό (το νέο έτος είναι συνή­θως λιγό­τε­ρο οικεία γιορτή).

Στις περισ­σό­τε­ρες χώρες ανα­φέ­ρο­νται στην επι­θυ­μία για ευη­με­ρία, ειρή­νης και αγά­πη.
Ειδι­κά στην Κολομ­βία και τη Βενε­ζου­έ­λα, κλα­σι­κό της επο­χής ‑το γνω­στό­τε­ρο σίγου­ρα είναι το «Faltancincopa’ lasdoce» πέντε (λεπτά) έως τις δώδε­κα, που μπαί­νει στα σπί­τια ολό­κλη­ρης της Νότιας Αμε­ρι­κής και της Καραϊ­βι­κής –με πρω­τα­γω­νι­στή σκη­νή με δώδε­κα κτυ­πή­μα­τα πριν τα μεσάνυχτα.

Οι καμπά­νες της εκκλη­σιάς χτυπούν
φεύ­γει ο παλιός ο χρόνος…
η χαρά του νέου πλησιάζει
οι αγκα­λιές μπερ­δεύ­ο­νται συνεχώς …

Επα­να­λαμ­βά­νει η χορωδία.
Año nuevo, vida nueva (νέα χρο­νιά νέα ζωή)
Ταξι­δέψ­τε πίσω στο χρό­νο και απο­λαύ­στε την πια­σά­ρι­κη μελω­δία αυτού του τρα­γου­διού τη στιγ­μή του brindis (με «σαμπά­νια» ένα φιλί στον-στην αγαπημένη):

Unañomás (μια ακό­μη χρονιά)

Αυτό το τρα­γού­δι, που δε λεί­πει ποτέ από την Ισπα­νία είναι πολύ δημο­φι­λές σε όλη τη Λατι­νι­κή Αμερική.
Ξανα­ζή­στε τη δια­σκε­δα­στι­κή ατμό­σφαι­ρα που μπο­ρεί­τε να νιώ­σε­τε στο κέντρο της Puerta del Sol στη Μαδρίτη.
Επι­πλέ­ον, στέ­κε­ται στα έθι­μα, όπως το «comerlasdoceuvas» δώδε­κα στα­φύ­λια ‑ένα με τον κάθε χτύ­πο τα μεσά­νυ­χτα, πριν τη νέα χρο­νιά με την (πικρό­χο­λη) αισιο­δο­ξία, της ψευ­δαί­σθη­σης ότι όλα μπο­ρούν θα πάνε καλύ­τε­ρακυρί­ως τα προ­σω­πι­κά οικο­νο­μι­κά και φυσι­κά η, ταλαι­πω­ρη­μέ­νη, ευτυ­χία.
Και στο ρολόι χθες, όπως από χρο­νιά σε χρο­νιά | πέντε ακό­μη λεπτά για την αντί­στρο­φη μέτρη­ση | ισορ­ρο­πούν σε τεντω­μέ­νο σχοι­νί το καλό και το κακό / πέντε λεπτά πριν από την αντί­στρο­φη μέτρηση…

AñoViejo (πάει) ο παλιός ο χρόνος

Αυτό το τρα­γού­δι είναι πολύ δημο­φι­λές στην Κολομ­βία, από όπου προ­έρ­χε­ται ο συν­θέ­της του Crescencio Salcedo. Το μοτί­βο είναι η αισιό­δο­ξη ισορ­ρο­πία ενός παλιού έτους με την προσ­δο­κία για την οποία έρχεται.
Ακού­γο­ντάς μαθαί­νεις ότι δεν χρειά­ζο­νται πολ­λά για να είσαι ευτυχισμένος….

Δεν ξεχνώ το παλιό έτος που μου άφη­σε πολύ καλά πράγματα
Ω, δεν ξεχνώ
μ΄ άφη­σε μια κατσί­κα, έναν μαύ­ρο γάιδαρο
μια λευ­κή φορά­δα και μια καλή πεθερά

Στην πρώην ΕΣΣΔ

Αν δεν υπήρ­χε χειμώνας
Σε πόλεις και χωριά
Δεν θα γνω­ρί­ζα­με ποτέ
Αυτές οι χαρού­με­νες μέρες…
Και ο κοκ­κι­νο­λαί­μης δεν κούρ­νια­ζε στην ερυθρελάτη
Κου­ρά­στη­κα από το καλοκαίρι
Μια χιο­νο­θύ­ελ­λα δεν θα μας έρθει;
Του­λά­χι­στον για μια μέρα…
Να μάθου­με τον κακό χαμό της Πρω­το­χρο­νιάς, του Άι Βασί­λη που βιάζεται…
Κι ο πάγος στον ποτα­μό δεν θα παγώσει
Εάν μόνο, εάν μόνο, αν … δεν υπήρ­χε χειμώνας

Кабы не было зимы – από το περί­φη­μο Σοβιε­τι­κό cartoon Простоквашино Prostokvashino:

5 λεπτά (τρα­γού­δι από την ται­νία «Карнавальная ночь» ‑νύχτα καρναβαλιού)

Θα σου τρα­γου­δή­σω ένα τρα­γού­δι για πέντε μόνο λεπτά
Πέντε λεπτά … Πέντε λεπτά …
Το ρολόι σε λίγο θα χτυ­πή­σει 12
ειρή­νη στον κόσμο ! | πάρ­τε το είδηση
ακό­μα και σε αυτά τα πέντε λεπτά
πολ­λά μπο­ρούν να γίνουν
ας πού­με «Καλή χρονιά!»
φίλε, βιάσου !
σε πέντε λεπτά οι άνθρω­ποι απο­φα­σί­ζουν μερι­κές φορές …
μην παντρευ­τείς για κανέ­να λόγο και ποτέ,
Όλα αλλά­ζουν μια για πάντα
θέλω να σου ευχη­θώ ευτυχία
να είναι ένα μικρό αγό­ρι …καπε­τά­νιος για πέντε λεπτά
δεν είναι πολύ
είναι όμως στο σωστό δρόμο …
Νέος χρό­νος! Το ρολόι χτυ­πά δώδεκα!
Καλή χρονιά!
ο χρό­νος κυλά­ει μπροστά!

Κάλα­ντα κοντά στο Μινσκ

Μια σκηνή από τις γιορτές στο Luhansk…
πριν γίνει ερείπια από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο,
που κλείνει σε λίγες μέρες 2 χρόνια


Μια ώρα με κάλα­ντα (τα περισ­σό­τε­ρα με τη χορω­δία του Κόκ­κι­νου Στρατού):

Στο νησί της επανάστασης

Οι παρα­δό­σεις στην Κού­βα είναι δια­φο­ρε­τι­κές και ποι­κίλ­λουν ανά­λο­γα με την περιο­χή, ωστό­σο, ο γιορ­τα­σμός είναι γενι­κός και μέρες πριν, όταν ξεκι­νά­νε τα προ­ε­όρ­τια για τον προ­γραμ­μα­τι­σμό της παρα­δο­σια­κής γιορ­τής που διαρ­κεί πάνω από 20 ώρες και για να μαζέ­ψουν –ρεφε­νέ χρή­μα­τα για να αγο­ρά­σουν ό,τι χρειάζεται.

Το πρώ­το πράγ­μα, φυσι­κά, είναι το φαγη­τό. Το πιο παρα­δο­σια­κό είναι mix, yuca – mojo σαλά­τα λαχα­νι­κών και χοι­ρι­νό ψητό (το «yuca–mojo» παρα­σκευά­ζε­ται μια μακρά κον­δυ­λώ­δη αμυ­λώ­δη ρίζα βασι­κό συστα­τι­κό σε πολ­λές κου­ζί­νες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής και της Καραϊ­βι­κής |από μανιό­κα ‑γνω­στή και ως yucca|, που τρώ­γε­ται που­ρέ, προ­στί­θε­ται σε βρα­στά και χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την παρα­σκευή ψωμιού και τσι­πς. Ωμή, η σάρ­κα της είναι λευ­κή, όταν μαγει­ρευ­τεί, γίνε­ται κίτρι­νη-δια­φα­νής και λίγο γλυ­κιά και μαστιχωτή)

Η μου­σι­κή δεν στα­μα­τά, αλλά η «λίστα ανα­πα­ρα­γω­γής» δια­φέ­ρει στη διάρ­κεια της μέρας ‑ξεκι­νά με απα­λή, ρομα­ντι­κή μου­σι­κή, για ζέστα­μα των κορ­μιών, ενώ η χορευ­τι­κή μου­σι­κή είναι η συνή­θης το από­γευ­μα και το βρά­δυ, προς τις 12, καθώς σχε­δόν όλοι καθυ­στε­ρούν λίγο για παρα­πά­νω ποτά, οι πάντες έχουν μετα­βλη­θεί σε τραγουδιστές.
Όλη τη μέρα …εμπει­ρί­ες της χρο­νιάς που πέρα­σε …ρε! «το θυμά­σαι; τι ωραία που ήταν εκεί­νη τη μέρα!» Γέλια, χαρές αλλά και περι­συλ­λο­γή… που συνο­δεύ­ο­νται από φωτο­γρα­φί­ες και βίντεο.
Εν τω μετα­ξύ, το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δέντρο εκεί­νη τη νύχτα λάμπει περισ­σό­τε­ρο από ποτέ –περι­μέ­νει να καεί στις 12, ως σύμ­βο­λο ότι όλα τα κακά έχουν μεί­νει πίσω.

Στις 12 τα συνή­θη αγκα­λιές, φιλιά και μετά ξεχύ­νο­νται στους δρό­μους όπου ο λαός γίνε­ται ένα –όλοι για όλους | κανέ­νας μόνος, δεν υπάρ­χουν πια γνω­στοί και άγνω­στοι παρά μόνο «¡Año 60+ de la revolución!»

Στην Κού­βα, όπως είναι γνω­στό ‑και κυρί­ως στους άσπον­δους «φίλους» της, ο χρό­νος στα­μά­τη­σε και (ξανα)ξεκίνησε, την τελευ­ταία μέρα του 1958, όταν οι «barbudos», με επι­κε­φα­λής τον Φιντέλ, τον Comandante en jefe Fidel Castro Ruz, μαζί με εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες λαού απε­λευ­θέ­ρω­ναν την Αβά­να και κέρ­δι­ζαν με τα όπλα την εξου­σία, ενώ ο δικτά­το­ρας, Φουλ­χέν­σιο Μπα­τί­στα, εγκα­τέ­λει­πε το νησί της επα­νά­στα­σης, μαζί με την κου­στω­δία του μετα­φέ­ρο­ντας και κάτι «ψιλά», κάτι παρα­πά­νω από 300 εκα­τομ­μύ­ρια δολά­ρια (μπο­ρεί και πολ­λά περισσότερα)…
Και από τότε ξεκί­νη­σε η δοξα­σμέ­νη και δύσκο­λη πορεία οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμούAño Primero (1ο) de la revolución  – Año 2ο de la revolución … «1η  χρο­νιά από την επα­νά­στα­ση», «2η  χρο­νιά από την επα­νά­στα­ση» … και κάπως έτσι μέσα από ατρα­πούς και πισω­γυ­ρί­σμα­τα και νίκες και ερω­τη­μα­τι­κά σε κρί­σι­μα σταυ­ρο­δρό­μια έφτα­σαν αισί­ως στο «Año 62 de la revolución».

Κάποιοι, ακό­μη σήμε­ρα στην Κού­βα, τηρώ­ντας παρα­δό­σεις και παγα­νι­στι­κές δει­σι­δαι­μο­νί­ες …ρίχνουν νερό ή ρύζι στους δρό­μους για να εξα­φα­νί­σουν τα κακά πνεύ­μα­τα, άλλοι γυρ­νάν γύρω-γύρω τα με ένα χαρ­το­φύ­λα­κα στο χέρι, για­τί, υπο­τί­θε­ται, θα τους φέρει ευκαι­ρί­ες ταξι­διού, κάποια καί­νε παλιά ρούχα…
Ωστό­σο ‑λένε, το πιο όμορ­φο πράγ­μα είναι ότι μπο­ρείς να ζήσεις με την οικο­γέ­νεια –και να την στηρίξεις.

Να τα πούμε;

«Κάλα­ντα» (Κόλι­ντα, Κόλε­ντας, Κόλια­ντας) … «ό,τι έχε­τε ευχα­ρί­στη­ση» (τόπος του λέγειν) ψέλ­νο­νται παρα­μο­νή της Πρω­το­χρο­νιάς, δίδο­ντας και συμ­βου­λές ή παρα­τη­ρή­σεις προς τους «άρχο­ντες» με σκω­πτι­κό χαρα­κτή­ρα (όπως οι σχε­τι­κές «μαντι­νά­δες» της Κρή­της, τα «κοτσά­κια» της Νάξου κά)
Πολ­λές φορές όταν δεν υπήρ­χε φιλο­δώ­ρη­μα ή ήταν ευτε­λές ή άκου­γαν το συνη­θι­σμέ­νο –ειδι­κά προς το μεση­μέ­ρι «μας τα ΄πανε – μας τα ΄πανε) τότε τα παι­διά –και ειδι­κά οι «κάποιας ηλι­κί­ας» συνέ­χι­ζαν με πολύ δυνα­τή φωνή έξω από το σπί­τι να το ακού­σουν οι γει­τό­νοι και το χωριό όλο δίστι­χα, επα­να­λαμ­βα­νό­με­να, του είδους
«Αφέ­ντη μου στη κάπα σου χίλιες χιλιά­δες ψείρες,
άλλες γεν­νούν, άλλες κλω­σούν κι άλλες αυγά μαζώνουν!»

Αυτά παρα­πέ­μπουν στα κάλα­ντα της αρχαιό­τη­τας, στα χελι­δο­νί­σμα­τα της αρχαί­ας Ελλά­δας (κάλα­ντα της εαρι­νής πρω­το­χρο­νιάς)  Στα κόλι­ντα (τα παρα­δο­σια­κά κάλα­ντα) της Βισαλ­τί­ας στη Μακε­δο­νία, τα παι­διά βρο­ντού­σαν τις εξώ­πορ­τες με τις τοπού­ζες (ραβδιά με σφαι­ρι­κές μεταλ­λι­κές μπά­λες) φωνάζοντας,
Κόλι­ντα, μπά­μπου, κόλι­ντα! (το άγγελμα)
Τρεις χιλιά­δις πρό­βα­τα κι άλλα τόσα γίδια, (οι ευχές)
Δο μ’, κυρά μ’, καρύ­δια, (οι απαιτήσεις),
μη σι σπάσ’ τα κιρα­μί­δια (οι απειλές).

Ανοι­χτές απει­λές στα κάλα­ντα του Σιτο­χω­ρί­ου ‑σχε­δόν ίδιες με αυτές του τελευ­ταί­ου στί­χου στο αρχαίο χελιδόνισμα,
Μη σι σπά­σου τ’ θύρα σου κι την παρα­θύ­ρα σου…

Ταχειά ταχειά ν’ αρχι­χρο­νιά κι αρχή του Γενα­ρί­ου | αύριο ξημε­ρώ­νε­ται τ’ Αγί­ου Βασιλείου.
Πρώ­τα που βγή­κεν ο Χρι­στός στη γη να περ­πα­τή­σει | εβγή­κε και χαι­ρέ­τη­σε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώ­το που χαι­ρέ­τη­σε ήταν o Άι Βασίλης
Καλώς τα κάνεις Βασι­λειό, καλόν ζευ­γά­ριν έχεις;

Οι Κρη­τι­κοί –με μαντι­νά­δες κυρίως,
ανά­κα­τα για πόνο, χωρι­σμό, απου­σία και χαρά

  • Ήθε­λα να ‘μου­νε δεντρό κι ας ήμουν και κομ­μέ­νο | να μ’ έχεις μες το σπί­τι σου μέρες των Χρι­στου­γέν­νω | Ήντα να κάμει μονα­χός κι ο χρό­νος απού μπαί­νει | που ‘ναι στην ψεύ­τρα τη ζωή χιλιά­δες πονε­μέ­νοι | Και­νού­ριε χρό­νε που ‘ρχε­σαι το μόνο μην ξεχά­σεις | η στους αθρώ­πους τσι χαρές δίκαια να μοι­ρά­σεις | Ήθε­λα να ‘χα δύνα­μη μέρες τω Χρι­στου­γέν­νω | να κάμω όλη τη ζωή ένα δεντρό ανθισμένο…
  • Λόγω γιορ­τώ εστό­λι­σα το έθι­μο να κάνω | κι ας έχει ο πόνος τη φωλιά στο δέντρο μου απά­νω | Χαρές που μού ‘φερες κρε­μώ στο δέντρο μου για μπά­λες | κι είν’ οι γιορ­τές κάθε χρο­νιά ξεχω­ρι­στές απ ‘ τσ’ άλλες | Είσαι το δώρο τω γιορ­τώ χαρά τω Χρι­στου­γέν­νω | ποδα­ρι­κό Πρω­το­χρο­νιάς κι η αγκα­λιά που μπαίνω…
  • (Λευ­τέ­ρης Καλομοίρης)
    Να κάμω θέλω μιαν ευχή ω, Θεέ μου και να πιά­σει | όπου υπάρ­χει σκο­τει­νιά Πρω­το­χρο­νιά να λιά­σει | Κάθε βρα­διά Πρω­το­χρο­νιάς μελαγ­χο­λώ συνή­θως | για­τί με βρί­σκει αμο­να­χό ανά­με­σα στο πλή­θος | Δεν έχει θέση η χαρά σ ένα μεγά­λο πόνο | γι’ αυτό κι αλλά­ζω αμο­να­χός κάθε φορά το χρόνο |
    Τι Πάσχα, τι Χρι­στού­γεν­να, η δια­φο­ρά ποια έναι | σα τσ’ άλλες μέρες του Θεού έρχο­νται και μισένε
    Εμέ­να δε με συγκι­νεί το πως αλλά­ζει ο χρό­νος | εφό­σον μέσα στην καρ­διά ‘πομέ­νει ο ίδιος πόνος |
  • Χρι­στού­γεν­να Πρω­το­χρο­νιά κι όλου του χρό­νου οι σκό­λες | μπλιο δε με ενθου­σιά­ζου­νε για­τί θα λεί­πει απ’ όλες | Σα το κοπέ­λι κάλα­ντα στσι γει­το­νιές θα λέω | μήπως και σμί­ξω του σεβ­ντά που έφυ­γε και δε φταίω | Τη πίτα χρό­νε μοί­ρα­σε σε τρεις οφέ­τος τόπους | στα ορφα­νά, στσι δυστυ­χείς και σ τσ’ άρρω­στους ανθρώπους |
    Μακριά από σένα και γιορ­τές και σκό­λες και αργί­ες | τάξε πως έκα­μα εγώ του κόσμου τσ’αμαρτίες |
    Έλα να το στο­λί­σο­με κι οφέ­τος το δεντρό μας | κι ύστε­ρα κάψ­το από κορ­φής όπως και τ’ όνει­ρό μας
    Έλα δεντρό να σάξου­με, να βάλου­με απά­νω | στο­λί­δια, ελπί­δες και χαρές απού ‘χα και τα χάνω
  • Ήτα­νε μέρες γιορ­τι­νές όντε σε πρω­το­εί­δα | έφυ­γες και κου­ρά­στη­κα να ζω με την ελπί­δα |Χρι­στού­γεν­να, Πρω­το­χρο­νιά κι ο κόσμος θα γιορ­τά­ζει | μα το παντέρ­μο ριζι­κό εμέ­να δεν αλλάζει
    Χρι­στού­γεν­να, Πρω­το­χρο­νιά μα ‘συ θα λεί­πεις πάλι | θωρ­ρώ η απου­σία σου στον Άδη να με βάλει | Γιορ­τές μα δε γιορ­τά­ζου­νε ανθρώ­ποι που ‘χουν πόνο | κι εγώ νημέ­νω τη χαρά του γυρι­σμού σου μόνο
    Τι να τσι κάνω τσι γιορ­τές αφού ‘σαι εσύ μακριά μου | γύρω μου ο κόσμος χαί­ρε­ται μα εμέ περα­στι­κά μου…
  • Μη μου μιλεί­τε για γιορ­τές, χαρές, ευχές κι ελπί­δες | στο μισε­μό σου εγί­νη­καν όλες οι μέρες ίδιες |
    Θωρ­ρώ κοπέ­λια να πει­νούν, γέρους φτω­χούς στο κρύο | και μοιά­ζου­νε μου οι γιορ­τές κακό­γου­στο αστείο
    Να ‘ταν οφέ­τος η αρχή, του τέλους κάθε χρό­νου | δε θα ‘χα νιώ­σει αλλα­γή καλύ­τε­ρη του χρόνου…
    Μισεύ­γει ο χρό­νος ο παλιός κι ο νέος απού μπαί­νει | πρά­μα για μένα αγά­πη μου χώρια σου δε σημαίνει
    Ήρθε κι από­ψε ο πόνος σου και μου χτυ­πά τη πόρ­τα | και λέει.. μαζί θα κάνου­με, Πρω­το­χρο­νιά και Φώτα…
  • Δώδε­κα μήνες έβγα­λα στη φυλα­κή του πόνου | γι’αυτό ποθώ την αλλα­γή ενός και­νού­ριου χρό­νου | Πάντα γελώ και χαί­ρο­μαι κάθε που αλλά­ζει ο χρό­νος | σημά­δια πως δε μου ‘φηκε να μη καυ­χιέ­ται ο πόνος
    Άγιε Βασί­λη πήγαι­νε σε τόπους που πονού­νε | σ’αθρώπους που ‘χου­νε και­ρό χρό­νια πολ­λά να πούνε
    Μια πεθυ­μιά ‑και είσαι εσύ μα πώς να βγει στα χεί­λη | να του το πω που δε μιλώ χρό­νια του Αϊ Βασίλη…
  • Όσο στον κόσμο υπάρ­χουν αθρώ­ποι πονε­μέ­νοι | άσχη­μοι θα ‘ναι στα δεντρά οι κλώ­νοι οι στολισμένοι
    Ίσα­με να ‘ναι τα παι­διά του κόσμου πει­να­σμέ­να | μη λέτε για Χρι­στού­γεν­να και δέντρα στολισμένα
    Κοί­τα­ξε γύρω σου να δεις, κοπέ­λια πει­να­σμέ­να | κι ύστε­ρα, τόλ­μη­σε να πεις για χρό­νια ευτυχισμένα…

Πρω­το­χρο­νιά­τι­κα κάλα­ντα Ικαρίας

Αρχείο Ελλη­νι­κής μου­σι­κής ‑Φούρ­νοι Ικα­ρί­ας. Κατα­γρα­φή του Σίμω­να Καρ­ρά (τσα­μπού­να παί­ζει ο Θεο­λό­γος Γρύλλης)

Πρω­το­χρο­νιά­τι­κα Κάλα­ντα Πόντου

Αρχή Κάλα­ντα κι αρχή του χρό­νου | κι αρχή του χρό­νου, πάντα Κάλα­ντα | πάντα του χρό­νου | πάντα, του χρόνου.
Αρχή μήλον εν’ κι αρχήν κυδώ­νεν | κι αρχήν κυδώνεν.
Κι αρχή βάλ­σα­μον το μυριγ­μέ­νον | το μυριγμένον.
Εμυ­ρί­στεν ατό ο κόσμος Άλεν’ | ο κόσμος Άλεν, για μυρίστ’ ατό κι εσύ αφέ­νταμ, | καλέμ αφέντα.
Ερθαν καλά παι­δία είσην πόρ­ταν | και ξαν σην πόρ­τα σ ‘.
Άψον το κερί σ’ κι έλα σην πόρ­τα σ’ | κι έλα σην πόρ­τα σ’ | Χαμη­λό­πα, χα ξερά τζι­ρό­πα | ξερά τζι­ρό­πα | Χα ξερά μαύ­ρα κοικ­κί­με­λό­πα, κοκκιμελόπα.
Χρό­νια Πολ­λά, και του χρόνου.

Πρω­το­χρο­νιά­τι­κα Δυτι­κής Μακεδονίας

Άγιος Βασί­λης έρχε­ται, Γενά­ρης ξημε­ρώ­νει | σα φέτος και του χρόνου.
Εδώ σε τού­τη την αυλή, στο μαρ­μα­ρο­στρω­μέ­νο | εδώ ‘χουν χίλια πρό­βα­τα και δυο χιλιά­δες γίδια.
Σαν τα μυρ­μή­γκια περ­πα­τούν, σαν τα μελίσ­σια πάνε | με τη φλο­γέ­ρα τα λαλούν, με την αντρειά τα διώχνουν
Χρό­νια πολ­λά, καλή χρο­νιά στο σπί­τι σας.

Τα «ευρω­παϊ­κά»


Συναυ­λία στη Βιέν­νη –από τη φιλαρ­μο­νι­κή της


“Κλασ­σι­κά”
Με Frank Sinatra, Dean Martin, Elvis Presley, Nat King Cole, Bing Crosbey



Αρβα­νί­τι­κα

Καλή και αγω­νι­στι­κή χρο­νιά, με υγεία και δύναμη
Υπο­δε­χό­μα­στε το 2024 με ψηλά το κεφά­λι, με αισιο­δο­ξία, με πίστη στη δύνα­μή μας
Σε όσους δεν παραιτούμαστε…
Στους μαχη­τές της ζωής όπου γης…
Σε σε όλους εσάς!!

«Μακριά ροδί­ζει η ανα­το­λή» –

Αυτοί οι στί­χοι από τα Πρω­το­χρο­νιά­τι­κα Κάλα­ντα που έγρα­ψαν οι ίδιες οι φυλα­κι­σμέ­νες στις Φυλα­κές Αβέ­ρωφ, μας θυμί­ζουν ότι χιλιά­δες άνθρω­ποι, για τα σχε­δόν 50 χρό­νια που βρι­σκό­ταν το ΚΚΕ στην παρα­νο­μία, πέρα­σαν αυτές τις μέρες σε εξο­ρί­ες και φυλα­κές , μακριά από τις οικο­γέ­νειές τους, βιώ­νο­ντας τα βασα­νι­στή­ρια του αστι­κού κρά­τους, παρά το γεγο­νός ότι για τους δεσμώ­τες τους αυτές οι μέρες ήταν «άγιες».
Για­τί; Για­τί θέλαν  «σωθεί το δάκρυ | μες στην πλά­ση απ” άκρη σ” άκρη»

Μακριά ροδί­ζει η ανατολή
κάθε κλω­νί κι ένα πουλί
πανη­γυ­ρί­ζει η φύση
το νιο χρό­νο που θα αρχίσει.

Με της καμπά­νας τη βουή
χαρά­ζει μέρα γιορτινή
η αρχή του νέου χρόνου
και το τέλος κάθε πόνου
.

Ερεί­πια και μνήματα
στέλ­νουν χαράς μηνύματα
πως θα σωθεί το δάκρυ

μες στην πλά­ση απ’ άκρη σ’ άκρη.

Γιορ­τά­ζου­με στη φυλακή
με έναν πόνο μιαν ευχή
χαρά παντού να ανθίσει
της ειρή­νης ο ύμνος να αντη­χή­σει
.

Ευχό­μα­στε στην καθεμιά
με την και­νού­ρια την χρονιά
στο σπί­τι να γυρίσει
και χαράς ζωή να αρχί­σει
.

Με την και­νού­ρια την χρονιά
παντού ειρή­νη και χαρά
τρα­γού­δι να αντηχήσει
σε ανα­το­λή και δύση
.

Τρίγωνα κάλαντα
μες στη γειτονιά

Η πάντα «στο ύψος της» (sic !!) Wiki  στο αντί­στοι­χο ελλη­νι­κό λήμ­μα μας «πλη­ρο­φο­ρεί» πως είναι αγγλι­κής προ­έ­λευ­σης –όπως τότε που για τα πάντα λέγα­με στο στρα­τό “αμε­ρι­κα­νι­κής κατα­σκευ­ής και προ­ε­λεύ­σε­ως” … Jingle Bells πρω­τό­τυ­πη ονο­μα­σία One Horse Open Sleigh, που κατα­γρά­φη­κε από τον James Lord Pierpont και δημο­σιεύ­τη­κε υπό τον τίτλο «One Horse Open Sleigh» κλπ.
Επει­δή τα παρα­πά­νω δε μας αφο­ρούν εμείς θα μιλή­σου­με σήμε­ρα –χρο­νιά­ρες μέρες, όπως ο λαός μας τις εννο­εί για τα «Χρι­στού­γεν­να, πρω­τού­γεν­να, πρώ­τη γιορ­τή του χρόνου… »

Κάθε χρο­νιά –φέτος λιγό­τε­ρο, πριν καν μπού­με στο Δεκέμ­βρη μικρά και μεγά­λα κατα­στή­μα­τα και κυρί­ως πλα­νό­διοι είχαν εφο­δια­στεί με made in China χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα είδη. Λαμπιό­νια, δεντρά­κια και λαμπά­κια, ελα­φά­κια, Αϊ – Βασί­λη­δες και αστε­ρά­κια, όλα τεχνο­λο­γί­ας led ακό­μα και πλα­στι­κό χιό­νι, «περι­μέ­νο­ντας» πελάτη.

01.00:00 Αφέ­ντη μου στο σπί­τι σου (Καστο­ριάς).
02.01:45 Καλήν εσπέ­ραν άρχο­ντες (Σμύρ­νης).
03.04:17 Καλήν εσπέ­ραν άρχο­ντες (Θρά­κης).
04.05:45 Κατέ­βα κάτω και άνοι­ξε (Αίνου και Ίμβρου).
05.08:25 Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κες μαντι­νά­δες (Κρί­τσας Λασιθίου).
06.11:07 Χρι­στός γεν­νιέ­ται σαν νιο φεγ­γά­ρι ( Θράκης).
07.13:12 Τώρα Χρι­στός γεν­νά­ται (Θρά­κης).
08.15:27 Χρι­στού­γεν­να Χρι­στού­γεν­να (Μετσό­βου).
09.16:48 Χρι­στός γεν­νιέ­ται (Θρά­κης).
10.19:46 Άγιος Βασί­λης έρχε­ται (Κεφαλ­λο­νιάς).
11.22:09 Αρχή και αρχή του Γενα­ριού (Ασπρό­πυρ­γου).
12.24:52 Πάλιν ακού­σα­τε Άρχο­ντες (Χάλ­κης Δωδεκανήσων).
13.26:39 Αρχι­μη­νιά κερά και αρχι­χρο­νιά (Κρή­νης Μικράς Ασίας).
14.28:55 Αρχι­μη­νιά πρω­το­χρο­νιά (Ηπεί­ρου).
15.32:04 Αρχι­μη­νιά και αρχι­χρο­νιά (Απόλ­λω­να Ρόδου).
16.35:03 Άγιος Βασί­λης έρχε­ται (Σαρά­ντα εκκλη­σιών Αν.Θράκης)
17.37:30 Εϊντά­τε να υπά­με στον Αη-Βασί­λη (Καπ­πα­δο­κί­ας).
18.41:11 Αρχι­μη­νιά και αρχι­χρο­νιά (Τρί­πο­λης).
19.43:40 Πρω­το­χρο­νιά καλή χρο­νιά (Ζακύν­θου).
20.46:00 Άγιους Βασί­λης έρχι­τι ( Δωρίδος).
21.47:26 Να σας καλη­σπε­ρί­σου­με (Σάμου).
22.50:04 Παρα­κα­λώ σας δώτε μου (Αζο­φι­κής [Ρωσί­ας]).
23.53:20 Σήμε­ρα τα φώτα και οι φωτι­σμοί (Φούρ­νων Ικαρίας).
24.54:38 Σ’τούτα σπί­τια που’ρθαμι (Αγιά­σου Λέσβου).
25.57:02 Σήμε­ρα τα φώτα και οι φωτι­σμοί (Καρ­δί­τσας).
26.59:36 Σήκω κυρα μ’ να στο­λι­στείς (Νάξου).
27.1:01:25 Σήμε­ρα είναι των Φωτών (Κρε­μα­στής Ρόδου).
28.1:04:17 Από της ερή­μου ο Πρό­δρο­μος (Καπ­πα­δο­κί­ας).
29.1:06:30 Σήμε­ρα τα φώτα (Θρά­κης).
30.1:09:02 Σήμε­ρα τα φώτα (Ηπεί­ρου).

Για τη λαϊ­κή οικο­γέ­νεια – εκτός από τα καθη­με­ρι­νά οικο­νο­μι­κά και κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, βιώ­νε­ται η πλύ­ση εγκε­φά­λου για κατα­νά­λω­ση με ξενό­φερ­τες νοο­τρο­πί­ες, που προ­σπα­θεί να σβή­νει – κάθε χρό­νο όλο και περισ­σό­τε­ρο – τα έθι­μα και τους θρύ­λους που είναι δεμέ­να με τη ζωή των απλών ανθρώ­πων, που από τα βάθη των αιώ­νων ζυμώ­νο­νται με τις έγνοιες τους.
Αλλά και την ελπί­δα για καλύ­τε­ρες μέρες, που θέλουν να τις συνο­δεύ­ουν με ξεκού­ρα­ση και γλέντι.
Για να βρού­με, λοι­πόν, λίγο από το νόη­μα των ημε­ρών, θα θυμί­σου­με μερι­κά από τα έθι­μα και τις παρα­δό­σεις του λαού μας, με την πεποί­θη­ση πως αυτός είναι που θα φέρει τις καλύ­τε­ρες μέρες σαν τα έθι­μα που δημιούργησε.

Ο θρίαμβος της φωτιάς

Το «Χρι­στό­ξυ­λο» και το «Πάντρε­μα της Φωτιάς» είναι δύο, όχι και τόσο γνω­στά, χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα έθι­μα που τα συνα­ντά­με κυρί­ως στη Μακεδονία.

Το «Χρι­στό­ξυ­λο» είναι το πρώ­το κού­τσου­ρο που θα καεί στο τζά­κι το βρά­δυ της παρα­μο­νής των Χρι­στου­γέν­νων, αφού το πρωί της ίδιας μέρας καθα­ρι­στεί το τζά­κι επι­με­λώς. Σε πολ­λές περιο­χές καθα­ρί­ζε­ται ακό­μα και η καμι­νά­δα του τζα­κιού. Συνή­θως στις περισ­σό­τε­ρες περιο­χές που συνα­ντά­με το έθι­μο, χρη­σι­μο­ποιούν για «Χρι­στό­ξυ­λο» οποιο­δή­πο­τε μεγά­λο ξύλο ή κού­τσου­ρο έχουν στη διά­θε­σή τους, σε ορι­σμέ­νες όμως προ­τι­μούν το ξύλο αυτό να προ­έρ­χε­ται από δέντρο με αγκά­θια όπως η άγρια αχλα­διά. Το βρά­δυ της παρα­μο­νής, αφού έχει συγκε­ντρω­θεί όλη η οικο­γέ­νεια γύρω από το τζά­κι, ανά­βε­ται το «Χρι­στό­ξυ­λο» και έως τα Θεο­φά­νια η φωτιά στο τζά­κι δεν πρέ­πει να σβή­σει. Με αυτόν τον τρό­πο πιστεύ­ε­ται ότι μένουν έξω από το σπί­τι οι καλι­κάν­τζα­ροι που εκεί­νες τις μέρες βρί­σκο­νται πάνω στη γη. Οι καλι­κάν­τζα­ροι (μακρι­νοί από­η­χοι των ειδω­λο­λα­τρι­κών μεταμ­φιε­σμέ­νων γιορ­τα­στών και των τρα­γο­πό­δα­ρων χορευ­τών του Διο­νύ­σου) κατά τη νεο­ελ­λη­νι­κή παρά­δο­ση πριο­νί­ζουν όλο το χρό­νο το δέντρο που κρα­τά­ει τη Γη, κρυμ­μέ­νοι στα βάθη της και μόλις ακού­σουν κάλα­ντα και προ­ε­τοι­μα­σί­ες, παρα­τά­νε το έργο τους και ανε­βαί­νουν στον απά­νω κόσμο για να ξεφαντώσουν.

Για τη φωτιά που προ­σφέ­ρει το «Χρι­στό­ξυ­λο» την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων η λαϊ­κή παρά­δο­ση λέει ότι ζεσταί­νει τον νεο­γέν­νη­το Χρι­στό στη Φάτ­νη. Η στά­χτη δε που δημιουρ­γεί­ται στο τζά­κι εκεί­νες τις ημέ­ρες (από τα Χρι­στού­γεν­να έως τα Φώτα) πιστεύ­ε­ται ότι διώ­χνει το κακό και γι’ αυτό σκορ­πί­ζε­ται γύρω από το σπί­τι, στους στά­βλους αλλά και στα χωρά­φια. Το «Χρι­στό­ξυ­λο» συνα­ντιέ­ται και με το όνο­μα «Δωδε­κα­με­ρί­της» ή «Σκαρ­κάν­τζα­λο».

Το «Πάντρε­μα της φωτιάς» είναι μια παραλ­λα­γή του «Χρι­στό­ξυ­λου». Η δια­φο­ρά τους έγκει­ται στο πλή­θος των ξύλων που χρη­σι­μο­ποιού­νται για τη φωτιά. Ενώ στο «Χρι­στό­ξυ­λο» έχου­με ένα μεγά­λο κού­τσου­ρο, στο «Πάντρε­μα της φωτιάς» έχου­με δύο ή τρία. Το πρώ­το συμ­βο­λί­ζει τον νοι­κο­κύ­ρη και είναι από δέντρο που έχει αρσε­νι­κό όνο­μα π.χ. πλά­τα­νος. Το δεύ­τε­ρο συμ­βο­λί­ζει την νοι­κο­κυ­ρά και είναι από δέντρο που έχει θηλυ­κό όνο­μα π.χ. κερα­σιά. Οπου χρη­σι­μο­ποιεί­ται και τρί­το ξύλο συμ­βο­λί­ζει τον κου­μπά­ρο και είναι από δέντρο ανε­ξαρ­τή­του ονο­μα­σί­ας, δια­φο­ρε­τι­κού όμως είδους από τα δύο πρώ­τα. Αφού καθα­ρι­στεί το τζά­κι επι­με­λώς το πρωί της παρα­μο­νής, το βρά­δυ τοπο­θε­τού­νται σταυ­ρω­μέ­να τα ξύλα και ανά­βει η φωτιά. Κατά τα λοι­πά, η δια­δι­κα­σία είναι ίδια με το «Χρι­στό­ξυ­λο».

Σε κάποια μέρη πάνω στη φωτιά χύνε­ται κρα­σί και λάδι ενώ σε κάποια άλλα ρίχνουν φυτά που όταν πάρουν φωτιά κάνουν θόρυβο.

Το αμίλητο νερό

Στα χωριά της κεντρι­κής Ελλά­δας, τα μεσά­νυ­χτα της παρα­μο­νής των Χρι­στου­γέν­νων γίνε­ται το λεγό­με­νο «τάι­σμα» της βρύ­σης. Οι κοπέ­λες του χωριού τα μεσά­νυ­χτα ή προς τα χαρά­μα­τα πηγαί­νουν στις βρύ­σες του χωριού και τις αλεί­φουν με βού­τυ­ρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέ­χει το νερό να τρέ­χει και η προ­κο­πή στο σπί­τι τον και­νούρ­γιο χρό­νο και όπως γλυ­κό είναι το μέλι, έτσι γλυ­κιά να στα­θεί και η ζωή τους παίρ­νο­ντας έτσι το «αμί­λη­το» νερό.

Για την καλή σοδειά έφερ­ναν στη βρύ­ση βού­τυ­ρο, τυρί, ψημέ­νο σιτά­ρι, κλα­δί ελιάς ή όσπρια και φρό­ντι­ζαν να πάνε από τις πρώ­τες, για­τί όπως έλε­γαν, όποια θα πήγαι­νε πρώ­τη στη βρύ­ση αυτή θα στε­κό­ταν και η πιο τυχε­ρή ολό­κλη­ρο το χρό­νο. Οι γυναί­κες, επι­στρέ­φο­ντας στο σπί­τι, έφερ­ναν το και­νούρ­γιο νερό, αφού είχαν αδειά­σει τις βαρέ­λες από το παλιό. H δια­δι­κα­σία της μετά­βα­σης και της επι­στρο­φής στη βρύ­ση, γινό­ταν σιω­πη­λά, γι’ αυτό ονο­μά­στη­κε αμί­λη­το νερό. Οι γυναί­κες φρό­ντι­ζαν να μη μιλή­σει η μια στην άλλη, αν και πολ­λές φορές αυτή η υπο­χρε­ω­τι­κή βου­βα­μά­ρα ήταν αφορ­μή να μην μπο­ρούν να κρα­τή­σουν τα γέλια τους. Με το αμί­λη­το αυτό νερό ραντί­ζουν τα σπί­τια. Ρίζες στην αρχαιότητα.

Ρίζες στην αρχαιότητα

«Τα κάλα­ντα», από το έργο της Μαρί­ας Πωπ

Οι «μωμό­γε­ροι» είναι ένα ιδιαί­τε­ρο έθι­μο με αρχαί­ες ρίζες, περιο­ρί­ζε­ται χρο­νι­κά στο 12ήμερο από τα Χρι­στού­γεν­να ως τα Θεο­φά­νια και το συνα­ντά­με κυρί­ως στις περιο­χές της Μακε­δο­νί­ας, της Θρά­κης και της Θεσσαλίας.
Σύμ­φω­να με ορι­σμέ­νους ερευ­νη­τές, οι μωμό­γε­ροι ήταν το απο­τέ­λε­σμα των ανά­λο­γων γιορ­τών, που γίνο­νταν στα βυζα­ντι­νά χρόνια.
Η ονο­μα­σία τους άλλω­στε (μώμος = λοι­δο­ρία, κοροϊ­δία) βεβαιώ­νει και τη σύν­δε­σή τους με την αρχαία επο­χή και το αντί­στοι­χο εθι­μι­κό θέα­τρο των αρχαίων.

Οι μεταμ­φιε­σμέ­νοι, που λέγο­νται «μωμό­γε­ροι», φορά­νε τομά­ρια ζώων (λύκων, τρά­γων κ.λπ.) ή ντύ­νο­νται με στο­λές ανθρώ­πων οπλι­σμέ­νων με σπα­θιά. Γυρί­ζουν στο χωριό τους ή στα γει­το­νι­κά χωριά, τρα­γου­δούν και μαζεύ­ουν δώρα. Όταν συνα­ντη­θούν δυο παρέ­ες κάνουν ψευ­το­πό­λε­μο μετα­ξύ τους, ώσπου η μία ομά­δα να νική­σει και η άλλη να δηλώ­σει υποταγή.

Η λαχτάρα της ευτυχίας…

Ένα από τα ωραιό­τε­ρα έθι­μα των ημε­ρών είναι τα κάλα­ντα. Οι παι­δι­κές φωνές που γεμί­ζουν τον αέρα με αστεί­ες επω­δούς, με ευχές και μελω­δί­ες, και τους νοι­κο­κυ­ραί­ους με παι­νέ­μα­τα, μετα­φέ­ρουν μια παναν­θρώ­πι­νη και πανάρ­χαια λαχτά­ρα. Την ευτυ­χία. Μια ευτυ­χία που φτιά­χνε­ται από απλά υλι­κά, από καθη­με­ρι­νές ανά­γκες, όπως ένα καλό μερο­κά­μα­το, ένας καλός γάμος, ένα παι­δί, η καλή σοδειά… ‘Η από καη­μούς, όπως ο γυρι­σμός του ξενι­τε­μέ­νου, η υγεία στην αρρώ­στια, η τύχη στη δυστυχία…

Ο τελετουργικός χορός των Μομώγερων

Οι “Μαμώ­ε­ροι” ή “Μομώ­γε­ροι” είναι ένα έθι­μο βγαλ­μέ­νο μέσα από την ποντια­κή παρά­δο­ση και δια­δρα­μα­τί­ζε­ται κατά τη διάρ­κεια του δωδε­καη­μέ­ρου, δηλα­δή από τη δεύ­τε­ρη ημέ­ρα των Χρι­στου­γέν­νων έως τα Φώτα, στα Κομνη­νά του Δήμου Βερ­μί­ου. Το έθι­μο των “Μαμώ­ε­ρων” ή “Μομώ­γε­ρων” προ­έρ­χε­ται από την περί­ο­δο της τουρ­κο­κρα­τί­ας όταν μεταμ­φιε­σμέ­νοι αντάρ­τες κατέ­βαι­ναν στα χωριά με σκο­πό τη συλ­λο­γή και διά­χυ­ση πλη­ρο­φο­ριών. Η κορύ­φω­ση ήταν ο τελε­τουρ­γι­κός χορός των Μομώ­γε­ρων, η αλλη­γο­ρία του οποί­ου ανύ­ψω­νε το ηθι­κό των συμπα­τριω­τών τους αλλά και τους προ­ε­τοί­μα­ζε για τον ξεση­κω­μό χωρίς να το αντι­λαμ­βά­νο­νται οι Τούρ­κοι, που επί­σης συμ­με­τεί­χαν στα δρώ­με­να χωρίς να κατα­λα­βαί­νουν τι γινόταν.

Μακραίωνα ήθη κι έθιμα του λαού μας

«Κόλια­ντα», «σούρ­βα», «ρου­γκα­τσά­ρια», «τζιόπ­κες». Λέξεις, θαρ­ρείς, από άλλη γλώσ­σα. Μα σε όποια άλλη γλώσ­σα και να ψάξεις δεν πρό­κει­ται να τις βρεις, αφού είναι βαθιά ελλη­νι­κές.

Μα και στα λεξι­κά δύσκο­λα θα τις συνα­ντή­σεις. Για­τί τού­τες οι λέξεις και πλή­θος όμοιές τους ανή­κουν πια σε μια άλλη Ελλά­δα που η επο­χή της πέρα­σε ανε­πι­στρε­πτί. Μια Ελλά­δα που τα χωριά της έσφυ­ζαν από ζωή και οι άνθρω­ποί της περί­με­ναν το Δεκέμ­βρη και το Γενά­ρη για να ξαπο­στά­σουν και ν’ ακού­σουν τις λέξεις αυτές να πλα­νιού­νται στα σοκά­κια από τα παι­δι­κά χεί­λη αναγ­γέλ­λο­ντας τα Χρι­στού­γεν­να. Το Δωδε­κά­με­ρο του γλε­ντιού, που αρχαί­ες τελε­τές και χρι­στια­νι­κά έθι­μα μπλέ­κο­νταν με ένα «μαγι­κό» τρό­πο και χαλά­ρω­ναν τους ανθρώ­πους του μόχθου από τον παμπά­λαιο αγώ­να με τη γη. Μπρο­στά από τα τζά­κια που από­διω­χναν την παγω­νιά, οι οικο­γέ­νειες χώρια και όλο το χωριό μαζί γιόρ­τα­ζαν γλε­ντώ­ντας. Κάτι που θα ήταν καλό να ξανα­θυ­μη­θού­με κι εμείς.

Το αντιπάλεμα των θρησκειών

Αυτή η «μαγι­κή» συνεύ­ρε­ση του χρι­στια­νι­σμού με την αρχαία θρη­σκεία – απο­μει­νά­ρια της οποί­ας ήταν όλα τα λαϊ­κά έθι­μα του Δωδε­κα­ή­με­ρου – δεν ήταν πάντα τόσο ειδυλ­λια­κή. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι φορείς της νέας θρη­σκεί­ας, που ήταν πλέ­ον καθε­στώς, κυνή­γη­σαν δίχως έλε­ος – έστω και αν το «έλε­ος» προ­βαλ­λό­ταν σαν ο πυρή­νας του χρι­στια­νι­σμού – τις λαϊ­κές δοξα­σί­ες, τα ήθη και τα έθι­μα ενός ολό­κλη­ρου λαού, όχι βέβαια με σκο­πό την κατα­πο­λέ­μη­ση της υπαρ­κτής και από­λυ­της αμορ­φω­σιάς, αλλά την εξα­φά­νι­σή τους και την τοπο­θέ­τη­ση στη θέση τους των νέων δοξα­σιών. Από την έκτη Οικου­με­νι­κή Σύνο­δο και για αιώ­νες μετά, αυτή η μονό­πλευ­ρη επί­θε­ση συνε­χι­ζό­ταν δίχως απο­τέ­λε­σμα. Και αυτό για­τί, όπως γρά­φει ο Κώστας Καρα­πα­τά­κης «οι παλιές συνή­θειες του λαού, που ήταν βιώ­μα­τα τόσων αιώ­νων και μέρος της αρχαί­ας θρη­σκευ­τι­κής του λατρεί­ας, ήταν η ζωή του, το οξυ­γό­νο του, που δεν ήταν δυνα­τόν να ξερι­ζω­θούν και να σβή­σουν, για­τί ήταν ζυμω­μέ­νες με το αίμα του και βαθιά ριζω­μέ­νες στην ψυχή του». Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι και το ότι η 25η Δεκέμ­βρη συμπέ­φτει – αν δεν ταυ­τί­ζε­ται – με τη γέν­νη­ση του παλιού θεού Μίθρα, του αρχη­γού όλων των ειδω­λο­λα­τρι­κών θεών.

Το Δωδε­κα­ή­με­ρο περι­λάμ­βα­νε τις τρεις μεγά­λες γιορ­τές, τις γιορ­τές του πρω­το­μάρ­τυ­ρα Στέ­φα­νου, της Πανα­γιάς και του Σταυ­ρού, καθώς και του Αϊ-Γιάν­νη. Τα Χρι­στού­γεν­να κατέ­χουν πρω­ταρ­χι­κή θέση σε αυτή την αλυ­σί­δα. Στη μέση του χει­μώ­να, με το χοι­ρι­νό και το κρα­σί, με την αίσθη­ση της αισιο­δο­ξί­ας που έφε­ρε η ίδια η γιορ­τή, δημιουρ­γού­σαν την κατάλ­λη­λη χαρού­με­νη διάθεση.

🎶  Τα κάλαντα

«Χρι­στού­γεν­να, πρω­τού­γεν­να, πρώ­τη γιορ­τή του χρό­νου! | Για βγά­τε, δέτε, μάθε­τε πως ο Χρι­στός γεν­νιέ­ται! | Γεν­νιέ­ται και βαφτί­ζε­ται στο μέλι και στο γάλα. | Το μέλι τρων οι άρχο­ντες, το γάλα οι αφε­ντά­δες και το κηρί της μέλισ­σας το τρώ­ει η Πανα­γί­τσα», τρα­γου­δού­σαν τα παι­διά στα χωριά των Γρε­βε­νών και της Σιά­τι­στας την παραμονή.

«Τα κάλα­ντα» του Ν. Λύτρα: προ­κα­λεί συγκί­νη­ση και θαυ­μα­σμό ο πίνα­κας που ζωγρά­φι­σε το 1872  απο­τυ­πώ­νο­ντας μια ομά­δα παι­διών δια­φό­ρων εθνι­κο­τή­των να λένε τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα κάλα­ντα. Αρκού­σε αυτό το έργο για να απο­δο­θεί στον κορυ­φαίο Έλλη­να καλ­λι­τέ­χνη ο τίτλος «ο ζωγρά­φος των Χρι­στου­γέν­νων». Το έργο αυτό θεω­ρεί­ται ως η κορυ­φαία στιγ­μή στην ηθο­γρα­φι­κή ζωγρα­φι­κή της Ελλά­δας και είναι προ­φα­νές ότι ξεπερ­νά την απλή απει­κό­νι­ση ενός εθίμου…

Πρό­κει­ται για τα κάλα­ντα ή « κόλια­ντα», «κόλε­ντα», «κόλι­ντρα», «κόλ­ντα».
Απο­τέ­λε­σμα του ανα­κα­τέ­μα­τος του χρι­στια­νι­σμού και της ειδω­λο­λα­τρί­ας, που οι ρίζες τους ξεκι­νά­νε από την αρχαιό­τη­τα, τα κάλα­ντα δεν αναγ­γέλ­λουν μόνο τη γιορ­τή, αλλά προ­σαρ­μό­ζο­νται και στις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες του κάθε ακρο­α­τή με σκο­πό… το κέρδος!
Έτσι, εγκω­μιά­ζο­νται η λεβε­ντιά και η ομορ­φιά, τρα­γου­διού­νται οι πόθοι των νέων.

«Στο σπί­τι τού­το που ‘ρθα­με, του πλου­σιο­νοι­κο­κύ­ρη | ν’ ανοί­ξου­νε οι πόρ­τες του να μπει ο πλού­τος μέσα | να μπει ο πλού­τος κι η χαρά κι η ποθη­τή ειρή­νη | για να γεμί­σουν τα στα­μνιά μέλι, κρα­σί και λάδι/ κι η σκά­φη του ζυμώ­μα­τος με φου­σκω­τό ζυμά­ρι. | Ο γιος του νοι­κο­κύ­ρη μας να παντρευ­τεί μια ωραία/ κι η κόρη με τα χέρια της να υφά­νει πανωραία».

  1. Intro 0:00:07
    01. ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 0:01:29
    02. ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ 0:03:40
    03. ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΤΟ ΕΛΑΦΑΚΙ 0:06:08
    04. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΜΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟ) 0:07:58
    05. Ο ΑΪ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΛΙ ΘΑ ‘ΡΘΕΙ 0:10:05
    06. ΤΙΓΚΙ ΤΙΓΚΙ ΤΑ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ 0:11:38
    07. ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΕ ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΖΑΚΥΝΘΟΥ 0:13:31
    08. ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ 0:16:19
    09. ΚΡΗΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ 0:17:51
    10. ΗΡΘΑΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 0:19:18
    11. ΜΩΡΑΪΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 0:21:20
    12. ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ 0:22:14
    13. ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ 0:24:06
    14. ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΝΟΥ 0:26:19
    15. ΕΛΑΤΕ ΠΑΙΔΑΚΙΑ 0:28:47
    16. ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ (ΤΙΡΙΑΜ ΤΙΡΙΑΜ) 0:31:21
    17. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 0:33:13
    18. ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 0:34:55
    19. ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ 0:36:48
    20. ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 0:38:27
    21. ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΜΑΣ ΠΕΦΤΕΙ ΧΙΟΝΙ 0:41:09
    22. ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ 0:42:53
    23. ΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΓΟΝΑΤΙΖΟΥΝ 0:45:47
    24. ΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ 0:50:14
    25. ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ 0:51:32
    26. Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΣΟΥ 0:52:55
    27. ΠΑΕΙ Ο ΠΑΛΙΟΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ 0:54:54
    28. ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

Μάλι­στα, στην περιο­χή των Γρε­βε­νών, μόνο ένα τρα­γού­δι έχει θρη­σκευ­τι­κό περιε­χό­με­νο και τα άλλα είναι ανά­λο­γου ύφους με το παραπάνω.

Για παρά­δειγ­μα, κάλα­ντα αφιε­ρω­μέ­να στο γεωρ­γό ήταν δια­δε­δο­μέ­να στη Μακε­δο­νία, στην Ηπει­ρο, στη Ρού­με­λη και τη Θεσ­σα­λία: «Εσέ­να πρέπ’ αφέ­ντη μου, το άξιο το ζευ­γά­ρι | το άξιο το περή­φα­νο και το στε­φα­νω­μέ­νο. | Ας είν’ καλά τ’ αλέ­τρι σου, θεός να το πλου­ταί­νει | για να θερί­ζεις σταυ­ρω­τά, να δένεις αντρειω­μέ­να | να θημω­νιά­ζεις πυρ­γω­τά, να ζεις για να σε πάρω | να κοσκι­νί­ζεις μάλα­μα, να πέφτει το χρυ­σά­φι | τα πυκνο­κο­σκι­νί­σμα­τα να διν’ς στα παλικάρια».

Οι ματσούκες

Η προ­ε­τοι­μα­σία για τα κάλα­ντα ξεκι­νού­σε του­λά­χι­στον ένα μήνα πριν. Τα παι­διά φώνα­ζαν στους μαχα­λά­δες κάθε βρά­δυ «κόλια­ντα» και μάθαι­ναν τα λόγια από τους μεγά­λους. Συγ­χρό­νως, ετοί­μα­ζαν τις ματσού­κες ή τζιόπ­κες, που απα­τώ­νται και με πλή­θος άλλες ονο­μα­σί­ες. Επρε­πε να είναι φτιαγ­μέ­νες από χλω­ρά ξύλα και χοντρά στο τελεί­ω­μα. Τυπι­κά συμ­βό­λι­ζαν τα ραβδιά των βοσκών της βίβλου, ουσια­στι­κά όμως ήταν «όπλα» για προ­στα­σία από τα άλλα παι­διά που θα περ­νού­σαν το σύνο­ρο του χωριού. Με τα ξύλα αυτά θα χτυ­πού­σαν τις πόρ­τες για τα κάλα­ντα, θα ανα­κα­τεύ­α­νε τη χόβο­λη για να πού­νε τις ευχές που θα έφερ­ναν «παρά­δες μίρ­μι­ρο», όπως η στά­χτη της φωτιάς. Ουσια­στι­κά, αυτά τα ξύλα ήταν τοτε­μι­κά, αφού τους δίνο­νταν «ιδιό­τη­τες», όπως αυτή της μετά­δο­σης δύνα­μης στα άψυ­χα και τα έμψυ­χα που χτυ­πού­σαν. Ετσι, χτυ­πού­σαν με τη ματσού­κα την πόρ­τα φωνά­ζο­ντας «κόλια­ντα μπά­μπω κόλιαντα/ κι εμέ­να μπά­μπω κλού­ρα» (κου­λού­ρα) και οι νοι­κο­κυ­ρές τους μοί­ρα­ζαν κάστα­να, καρύ­δια και αμύγδαλα.

Οι νοι­κο­κυ­ρές ήταν επι­φορ­τι­σμέ­νες και με το ψήσι­μο του χρι­στό­ψω­μου, της κολού­ρας και του αρνό­ψω­μου που ονο­μα­ζό­ταν έτσι επει­δή προ­ο­ρι­ζό­ταν για τον τσο­πά­νη. Τα χρι­στό­ψω­μα τα ζύμω­ναν με μαγιά από κοπα­νι­σμέ­να ρεβί­θια και τριμ­μέ­νο ξηρό βασι­λι­κό, μαζί με «καθά­ριο» ψιλο­κο­σκι­νι­σμέ­νο στα­ρί­σιο αλεύ­ρι. Τα μόνα σπί­τια που δε ζύμω­ναν ήταν αυτά που πεν­θού­σαν. Πριν τα βάλουν στο φούρ­νο σχε­δί­α­ζαν πάνω στη ζύμη με δαχτυ­λή­θρες από βαλα­νι­διά και ρακο­πό­τη­ρα, σταυ­ρούς και άλλες παρα­στά­σεις από το αγρο­τι­κό – ποι­με­νι­κό περι­βάλ­λον. Στα αρνό­ψω­μα κολ­λού­σαν και μερι­κά άψη­τα ρεβί­θια που παρά­σται­ναν τα αρνιά και τα κατσίκια.

Το σφάξιμο του γουρουνιού

Ακό­μη ένα έθι­μο των χρι­στου­γέν­νων με ειδω­λο­λα­τρι­κές ρίζες είναι και το σφά­ξι­μο του γου­ρου­νιού την παρα­μο­νή. Οι άντρες που τα έσφα­ζαν γύρι­ζαν σε παρέ­ες το χωριό και έπαιρ­ναν τα σπί­τια με τη σει­ρά. Πριν κόψουν το λαι­μό, το σταυ­ρώ­να­νε με το μαχαί­ρι και έλε­γαν στους νοι­κο­κυ­ραί­ους: «άιντε καλο­φά­γω­το και να το ξοδέψ­τε με υγεία». Την ώρα που έτρε­χε το αίμα, η νοι­κο­κυ­ρά θυμιά­τι­ζε σταυ­ρω­τά το λαι­μό και το σώμα του ζώου και έβα­ζε κοντά στο κεφά­λι αναμ­μέ­να κάρ­βου­να και «θυμί­α­μα» για να μην το μαγα­ρί­σουν οι καλ­λι­κα­τζά­ροι. Στην Καρ­δί­τσα του κόβα­νε το αρι­στε­ρό πόδι και το έβα­ζαν στο στό­μα του για να φάει τα ποδά­ρια του και όχι το νοι­κο­κύ­ρη, ενώ στη Λήμνο, αν το γου­ρού­νι ήταν μαύ­ρο, έπαιρ­ναν με το δάχτυ­λό τους αίμα και έκα­ναν με αυτό σταυ­ρό στο μέτω­πο για να μην πονά­ει το κεφά­λι τους.

Το βρά­δυ της παρα­μο­νής των χρι­στου­γέν­νων έβα­ζαν στο τζά­κι και ένα μεγά­λο χλω­ρό κού­τσου­ρο που έπρε­πε να μεί­νει άσβε­στο μέχρι τα Φώτα. Επί­σης, οι γυναί­κες, επει­δή ταύ­τι­ζαν τη λεχω­νιά τους με τη λεχω­νιά της Πανα­γιάς, φρό­ντι­ζαν την τελευ­ταία φτιά­χνο­ντας τα «σπάρ­γα­να της πανα­γιάς», δηλα­δή τηγα­νί­τες «για να μην της κοπεί το γάλα». Στην Ανα­το­λι­κή Θρά­κη δε μάζευαν το τρα­πέ­ζι μετά το φαγη­τό «για να ‘ρθει η Πανα­γί­τσα να φάει».

Ανή­με­ρα των Χρι­στου­γέν­νων ήταν καθα­ρή οικο­γε­νεια­κή «υπό­θε­ση» και δε γίνο­νταν επι­σκέ­ψεις. Μόνο στην ανα­το­λι­κή Θρά­κη και την Κρή­τη οι άντρες και τα μεγά­λα αρρα­βω­νια­σμέ­να παι­διά γύρι­ζαν στα χωριά και τρα­γου­δού­σα­νε. Και οι νοι­κο­κυ­ρές τους φίλευαν λάδι, κου­λού­ρα και αυγά.

Είναι φανε­ρό λοι­πόν ότι τα ήθη και τα έθι­μα του λαού μας για τα χρι­στού­γεν­να που συνο­πτι­κά παρου­σιά­σα­με σήμε­ρα, αλλά και για την πρω­το­χρο­νιά και τα φώτα, δεν ήταν απο­τε­λέ­σμα­τα του εκκλη­σια­στι­κού τυπι­κού, που έτσι κι αλλιώς ακο­λου­θού­σε ο λαός, αλλά πήγα­ζαν από κάτι πιο βαθύ και ουσια­στι­κό, που είχε να κάνει τελι­κά με την ανά­γκη της κοι­νό­τη­τας να αντι­με­τω­πί­ζει το άγνω­στο, να εκφρά­ζει τους φόβους και την αισιο­δο­ξία της μέσα από κοι­νές πολι­τι­στι­κές ανα­φο­ρές, αντι­με­τω­πί­ζο­ντας έτσι και την πρό­κλη­ση του κύριου στό­χου: την επι­βί­ω­ση και τη συνέ­χειά της.

  • Με στοι­χεία από το Ριζο­σπά­στη και από το βιβλίο του Κώστα Καρα­πα­τά­κη «Παλιά χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα ήθη και έθι­μα», εκδό­σεις Δημ. Ν. Παπα­δή­μας (1981).

Τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα έθι­μα στην Ελλά­δα δεν έχουν τελειω­μό: σε πολ­λές περιο­χές, εκτός από Χρι­στό­ψω­μο κυρί­αρ­χο στοι­χεία το ρόδι

Πελοπόννησος

Το σπά­σι­μο του ροδιού: H οικο­γέ­νεια πηγαί­νει στην εκκλη­σία για τη Θεία Λει­τουρ­γία του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου και ο νοι­κο­κύ­ρης κου­βα­λά μαζί του ένα ρόδι για να το «λει­τουρ­γή­σει».

Κατά την επι­στρο­φή στο σπί­τι, ο νοι­κο­κύ­ρης πρέ­πει να χτυ­πή­σει το κου­δού­νι της εξώ­πορ­τας ‑δεν κάνει να ανοί­ξει ο ίδιος με το κλει­δί του- και έτσι να είναι ο πρώ­τος που θα μπει στο σπί­τι για να κάνει το καλό ποδα­ρι­κό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαί­νο­ντας μέσα, με το δεξί, σπά­ει το ρόδι πίσω από την εξώ­πορ­τα, το ρίχνει δηλα­δή κάτω με δύνα­μη για να σπά­σει και να πετα­χτούν οι ρώγες του παντού και ταυ­τό­χρο­να λέει: «με υγεία, ευτυ­χία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέ­πη μας όλη τη χρονιά».

Τα παι­διά μαζε­μέ­να γύρω-γύρω κοι­τά­ζουν οι ρώγες αν είναι τρα­γα­νές και κατα­κόκ­κι­νες. Όσο γερές κι όμορ­φες είναι οι ρώγες, τόσο χαρού­με­νες κι ευλο­γη­μέ­νες θα είναι οι μέρες που φέρ­νει μαζί του ο νέος χρόνος.

Το κυνή­γι: Στα χωριά της Μάνης κατά τη διάρ­κεια της σαρα­κο­στής των Χρι­στου­γέν­νων τα παι­διά βγαί­να­νε για κυνή­γι τα βρά­δια, εφο­δια­σμέ­να με φακούς με και­νούρ­για “πλά­κα” και γυρί­ζα­νε στα χαλά­σμα­τα και σε σπή­λαια με στό­χο τους γουρ­γου­γιάν­νη­δες, τα μικρά που­λά­κια που κούρ­νια­ζαν εκεί. Τα θαμπώ­να­νε με το φακό και τα πιά­να­νε. Στη συνέ­χεια τα πήγαι­ναν στο σπί­τι όπου οι νοι­κο­κυ­ρές τα καθά­ρι­ζαν και τα πάστω­ναν, τα βάζα­νε σε πήλι­να ή γυά­λι­να βάζα και τα έτρω­γαν τα Χριστούγεννα.

Χρι­στό­ψω­μο: Το ζύμω­μα του χρι­στό­ψω­μου απαι­τεί τα πλέ­ον ακρι­βά υλι­κά, όπως ψιλο­κο­σκι­νι­σμέ­νο αλεύ­ρι, ροδό­νε­ρο, μέλι, σου­σά­μι, κανέ­λα και γαρί­φα­λα. Κατά τη διάρ­κεια του ζυμώ­μα­τος λένε και την ευχή: «Ο Χρι­στός γεν­νιέ­ται, το φως ανε­βαί­νει, το προ­ζύ­μι για να γένει». Πλά­θουν το ζυμά­ρι και παίρ­νουν τη μισή ζύμη και φτιά­χνουν μια κουλούρα.

Με την υπό­λοι­πη φτιά­χνουν σταυ­ρό με λου­ρί­δες απ’ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπα­στο καρύ­δι ή ένα αυγό, συμ­βο­λί­ζο­ντας τη γονι­μό­τη­τα. Για το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο τρα­πέ­ζι, το Χρι­στό­ψω­μο είναι ευλο­γη­μέ­νο ψωμί, αφού αυτό θα στη­ρί­ξει τη ζωή του νοι­κο­κύ­ρη και της οικο­γέ­νειάς του. Το κόβουν ανή­με­ρα τα Χρι­στού­γεν­να, δίνο­ντας πολ­λές ευχές.

Αγωνιστικά κάλαντα από την ΚΝΕ

Στο πνεύ­μα των γιορ­τών, τέτοιες μέρες πέρ­σι μέλη της ΚΝΕ οργώ­νουν γει­το­νιές, πλα­τεί­ες, σπί­τια μελών και φίλων του ΚΚΕ, τρα­γου­δώ­ντας τα αγω­νι­στι­κά κάλα­ντα της ΚΝΕ, ανταλ­λάσ­σο­ντας ευχές και συγκε­ντρώ­νο­ντας οικο­νο­μι­κή ενί­σχυ­ση στο πλαί­σιο της Οικο­νο­μι­κής Εξόρ­μη­σης του ΚΚΕ –που και φέτος πάει καλά, οδεύ­ο­ντας προς την εκπλή­ρω­ση των πλά­νων (οικο­νο­μι­κών και πολιτικών).

Στο ρυθ­μό λοι­πόν που έχουν τα γνω­στά κάλα­ντα των Χρι­στου­γέν­νων, οι ΚΝί­τες και οι ΚΝί­τισ­σες παρα­φρά­ζουν τους στί­χους και τραγουδούν…

(φέτος)
Καλήν ημέ­ρα εργατιά
Κι αν είναι ορι­σμός σας
Χρό­νια πολ­λά αγωνιστικά
Να πω στο σπι­τι­κό σας

Στο σού­περ μάρ­κετ όταν πας
η τσέ­πη σου αδειάζει
Σε λίγο δε θα ξέρουμε
το λάδι πώς θα μοιάζει

Και το ψωμί ακρίβυνε
ένα ευρώ δε φτάνει
θα βάλου­με τον Άδωνι
φρα­τζό­λες να μας κάνει …
Πολύ­χρω­μους λογαριασμούς
θα στέλ­νουν για το ρεύμα
κίτρι­νο, πρά­σι­νο και μπλε
δε μένει ούτε κέρμα

Ψάξε να βρεις τις διαφορές
Κυριά­κου – Ανδρουλάκη
εκτός κι αν είσαι εφοπλιστής
ψηφί­ζεις Κασσελάκη

Λεφτά στο ΝΑΤΟ δίνουνε
Και όχι στα σχολεία
Κι οι μαθη­τές πηγαίνουνε
Με κρά­νη στα θρανία

Μα στους φονιά­δες ούτε γη
Πάντα ο λαός θα λέει
Να μάθει και ο Στέφανος
Που ’ρθε από USA
Όλου του κόσμου η καρδιά
χτυ­πά στην Παλαιστίνη
το δίκιο και η λευτεριά
μες στων λαών τη μνήμη

Με ΚΚΕ πιο δυνατό
στην πάλη στον αγώνα
να κάνου­με μια και καλή
το δίκιο μας κανόνα!

Σ’ αυτό το σπί­τι που ’ρθα­με
τρά­πε­ζα μην πατήσει
κι η οικο­γέ­νεια του σπιτιού
χίλια χρο­νιά να ζήσει…

Άγιος Βασίλης έρχεται
Κι ο βασιλιάς δεν έρχεται

Ενδια­φέ­ρου­σα μαρ­τυ­ρία για τα αγω­νι­στι­κά κάλα­ντα της ΕΠΟΝ στην Αθή­να, μέσα στη φλό­γα των μαχών του Δεκέμ­βρη του 1944:

Πλη­σί­α­σαν Χρι­στού­γεν­να και Πρω­το­χρο­νιά 1945, «και ένας έρι­ξε την ιδέα να βγού­με να πού­με τα κάλα­ντα, να μαζέ­ψου­με γλυ­κά και βιβλία για να τα πάμε στα νοσο­κο­μεία Δαφ­νί­ου και Ελευ­σί­νας που νοση­λεύ­ο­νταν τραυ­μα­τί­ες του ΕΛΑΣ και άμα­χοι από τους καθη­με­ρι­νούς αερο­πο­ρι­κούς βομ­βαρ­δι­σμούς. Δε θυμά­μαι ποιος έφτια­ξε τους στί­χους και τους προ­σάρ­μο­σε στο σκο­πό, είχαν όμως επί­και­ρο πνεύ­μα, ται­ρια­στό στην κατά­στα­ση των ημε­ρών και άρε­σαν πολύ».

Οι στί­χοι από αυτά τα αγω­νι­στι­κά κάλα­ντα που έψα­λε η ΕΠΟΝ, έχουν ως εξής:

Άγιος Βασί­λης έρχεται
Κι ο βασι­λιάς δεν έρχεται
Να μεί­νει στην Αγγλία
Και ας φτιά­ξει εκεί δικτατορία

Ο Παπαν­δρέ­ου ο χαλβάς
Λένε πως ντύ­θη­κε τσολιάς
Και ζήτη­σε απ’ το Ράλλη
Τα τσα­ρού­χια του να βάλει

Έρχε­ται ο Σκό­μπυ ο τρυφερός
Του Ντού­τσε διά­δο­χος σωστός
Απ’ τη Μεγά­λη Βρετανία
Μα κωλώ­νει στα Χαυτεία

Κει πέρα βρί­σκει τον ΕΛΑΣ
Του λέει «Σκό­μπυ δεν περνάς»
Κι αυτός μαζεύ­ει την ουρά του
Οπως μάζευε ο Ντού­τσε τα φτε­ρά του.

Αρχι­μη­νιά κι αρχιχρονιά
Λαο­κρα­τία Λευτεριά
Στη χώρα μας θ’ ανθίσει
Και το φασι­σμό θα σβήσει

Δεί­τε και _ένα παλιό από το Ριζοσπάστη
«Να τα πού­με; Σ’ αυτό το σπί­τι που ‘ρθα­με… »

Στιγ­μές-στιγ­μές, θαρ­ρώ πως οι στρατιώτες,
που πέσα­νε στη ματω­μέ­νη γη,
δεν κεί­το­νται θαρ­ρώ κάτω απ’ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί

Πετούν και μας καλούν με τις κραυ­γές τους
απ’ τους και­ρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι’ αυτό πολ­λές φορές σιωπώντας
κοι­τά­με τους θλιμ­μέ­νους ουρανούς

Πετά­ει, ψηλά το κου­ρα­σμέ­νο σμάρι,
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέ­πω ένα κενό στη φάλαγ­γά του
και είναι ίσως, η δική μου η θέση, αυτή

Θα ‘ρθει μια ‘μέρα που μ’ αυτό το σμάρι,
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερα­νός, καλώ­ντας απ’ τα ουράνια,
όλους εσάς, που έχω αφή­σει εδώ

Οι Γερα­νοί (Журавли — Cranes) Μου­σι­κή: Ян Френкель / Στί­χοι: Расул Гамзатов _
Από­δο­ση στα ελλη­νι­κά Γιάν­νης Ρίτσος

Δ. Κου­τσού­μπας: Να προ­ϋ­πα­ντή­σου­με το 2024 με νέους, πιο δυνα­μι­κούς αγώνες

Περισ­σό­τε­ρα και πρω­τό­τυ­πα 🎥  βίντεο εδώ 🔻🔻

Τρίγωνα κάλαντα κι η ελπίδα στο βάθος του ορίζοντα 

Πολλά 2021 όπως αξίζει ο άνθρωπος

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο