Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άρθρο του Δ. Κουτσούμπα για τον ένα χρόνο από το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη

Άρθρο του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημή­τρη Κου­τσού­μπα, δημο­σιεύ­ει το σημε­ρι­νό φύλ­λο της «Εφη­με­ρί­δας των Συντα­κτών» για τον έναν χρό­νο από το θάνα­το του Μίκη Θεοδωράκη.

Παρα­τί­θε­ται το άρθρο:

«Μεγά­λω­σα μέσα σε μια οικο­γέ­νεια αγω­νι­στών, κομ­μου­νι­στών, με πορεία περί­που ίδια όπως εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες μέλη του ΚΚΕ, του ΕΑΜ. Ήταν μια γενιά, η γενιά του Μίκη, που ανδρώ­θη­κε μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκο­σμί­ου Ιμπε­ρια­λι­στι­κού Πολέ­μου, που πολέ­μη­σαν με το όπλο στο χέρι, μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, έζη­σαν την απε­λευ­θέ­ρω­ση από τους ναζί, ξανα­βρέ­θη­καν στις μάχες του Δεκέμ­βρη του 1944, μέσα στο ΔΣΕ και στις φυλα­κές, τα στρα­το­δι­κεία, τα βασα­νι­στή­ρια, τις εκτε­λέ­σεις, τις εξορίες.

Έτσι, μετά το γυρι­σμό από την εξο­ρία και τις φυλα­κές τη δεκα­ε­τία του 50΄, δημιουρ­γώ­ντας οικο­γέ­νειες και προ­σπα­θώ­ντας να επι­ζή­σουν στο μετεμ­φυ­λια­κό κρά­τος των διώ­ξε­ων και του αντι­κομ­μου­νι­σμού, ήρθαν σε επα­φή με τα τρα­γού­δια του Μίκη, τα έκα­ναν δικά τους, ήταν μέρος της δύσκο­λης ζωής τους, της χαράς και της λύπης τους. Φυσι­κό ήταν τα πρώ­τα τρα­γού­δια που άκου­σα να τρα­γου­δά­νε οι δικοί μου στις γιορ­τές μέσα στο σπί­τι, στην αυλή του σπι­τιού, στη γει­το­νιά στη Λαμία, στις παρέ­ες, τη δεκα­ε­τία του 60΄, να είναι τα τρα­γού­δια του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, “η Δρα­πε­τσώ­να”, “το τρα­γού­δι της ξενι­τιάς”, τόσα άλλα. Το ίδιο γινό­ταν και στις ταβέρ­νες της Λαμί­ας, όπου πηγαί­να­με οικο­γε­νεια­κώς τις Κυρια­κές. Στο τζουκ μποξ ο πατέ­ρας μου έβα­ζε το “Βρά­χο — βρά­χο τον καη­μό μου”, το “Στρώ­σε το στρώ­μα σου για δυο”, που ήταν και από τα λίγα που επι­τρέ­πο­νταν να παί­ζο­νται στα τζουκ μποξ στις ταβέρ­νες. Αυτά ήταν και τα πρώ­τα ακού­σμα­τά μου από τη μου­σι­κή του Μίκη.

Αυτό όμως που μπο­ρώ να πω ότι “σημά­δε­ψε” τη γνω­ρι­μία μου με το Μίκη, ήταν η πρώ­τη δια ζώσης συνά­ντη­ση μαζί του, σε ηλι­κία 10 ετών, όταν η “Νεο­λαία Λαμπρά­κη” τον έφε­ρε στη Λαμία για την πρώ­τη του συναυ­λία στην πόλη, στο Δημο­τι­κό Θέα­τρο, πριν τη δικτα­το­ρία, με Δήμαρ­χο της Λαμί­ας τον υπο­ψή­φιο της ΕΔΑ και του Κέντρου τότε, Απο­στό­λη Κου­νού­πη. Με το θέα­τρο να είναι ζωσμέ­νο από την Αστυ­νο­μία και τους χαφιέ­δες να κατα­γρά­φουν τους συμ­με­τέ­χο­ντες σ’ αυτήν, ιδιαί­τε­ρα τους “Λαμπρά­κη­δες” που φορού­σαν στο πέτο το σημα­τά­κι με το Ζ, το οποίο συμ­βό­λι­ζε ότι ο Λαμπρά­κης ΖΕΙ!

Εκεί είδα για πρώ­τη φορά το Μίκη να διευ­θύ­νει την ορχή­στρα του, μ’ εκεί­να τα τερά­στια χέρια να υψώ­νο­νται και ένα παρά­στη­μα που φάντα­ζε στα παι­δι­κά μου μάτια δυσθε­ώ­ρη­το. Να διευ­θύ­νει κομ­μά­τια από τον “Επι­τά­φιο”, τη “Ρωμιο­σύ­νη”, την “Όμορ­φη Πόλη”, τις “Γει­το­νιές των Αγγέ­λων”, με τις εμβλη­μα­τι­κές φωνές του Μπι­θι­κώ­τση, της Φαρα­ντού­ρη, άλλων και το θέα­τρο να σεί­ε­ται από τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα και την ψυχι­κή ανά­τα­ση που σκορ­πού­σαν οι μελω­δί­ες του Μίκη. Ο Μίκης, ξέρε­τε, είχε απί­θα­νη μνή­μη. Όταν λοι­πόν, πολ­λά χρό­νια μετά, του το ανέ­φε­ρα (τη δεκα­ε­τία του 1990) θυμό­ταν πολύ καλά μέχρι και λεπτο­μέ­ρειες από εκεί­νη τη συναυ­λία στη Λαμία.

Δε θα ξεχά­σω επί­σης, αργό­τε­ρα, φοι­τη­τής στην Αθή­να, τις κασέ­τες που ανταλ­λά­σα­με παρά­νο­μα χέρι με χέρι, το 1973, το 1974. Έτσι πρω­τά­κου­σα τον “Ωρω­πό”, τα “Τρα­γού­δια του Ανδρέα”, την “Κατά­στα­ση Πολιορ­κί­ας”, τα “17 Λια­νο­τρά­γου­δα της Πικρής Πατρί­δας” του Γ. Ρίτσου. Τα ακού­γα­με μέσα στα σπί­τια, τα σκο­τει­νά βρά­δια πριν πέσει η χού­ντα, λίγο πριν πάρου­με τις παρά­νο­μες προ­κη­ρύ­ξεις της ΚΝΕ και της αντι-ΕΦΕΕ και τις σκορ­πί­σου­με στις γει­το­νιές της Αθήνας.

Φυσι­κά, αξέ­χα­στες μένουν και οι πρώ­τες μέρες μετά την πτώ­ση της χού­ντας, με τις μαζι­κές δια­δη­λώ­σεις στο κέντρο της Αθή­νας, με τους δρό­μους της να αντι­λα­λούν από τα “Τρα­γού­δια του Αγώ­να”, το “Πάλης ξεκί­νη­μα νέοι αγώ­νες, οδη­γοί της ελπί­δας οι πρώ­τοι νεκροί”, τις μεγά­λες συναυ­λί­ες στο Λυκα­βητ­τό και μετά στο Πανα­θη­ναϊ­κό Στά­διο, αλλά και σε κάθε γωνιά της Ελλά­δας. “Μικρός λαός και πολε­μά, δίχως σπα­θιά και βόλια, για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι”…

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο