Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένας κομμουνιστής στο Διαφάνι

Φιλο­ξε­νού­με­νη η Ανα­στα­σία Βούλ­γα­ρη//

Συγ­χαί­ρω τους ηθο­ποιούς της τηλε­ο­πτι­κής σει­ράς «Άγριες μέλισ­σες» για τις κατα­πλη­κτι­κές ερμη­νεί­ες τους και τον υψη­λό επαγ­γελ­μα­τι­σμό τους. Συγ­χαί­ρω και όλους τους συντε­λε­στές της σειράς.

Υπάρ­χει, ωστό­σο, ένα σοβα­ρό ζήτη­μα ηθι­κής τάξης και ιστο­ρι­κής γνώ­σης: Ο τηλε­ο­πτι­κός ρόλος του κομ­μου­νι­στή του χωριού.

Συζη­τού­σα το θέμα τη μητέ­ρα μου, η οποία  γεν­νή­θη­κε το 1944 και μεγά­λω­σε σε μια λαϊ­κή συνοι­κία με πολ­λούς κομ­μου­νι­στές. Μου είπε ότι όλοι ήταν άνθρω­ποι σοβα­ροί και μετρη­μέ­νοι. Ευγε­νέ­στα­τοι και πρό­θυ­μοι να βοη­θή­σουν τον κάθε γεί­το­να. Δεν μιλού­σαν πολύ, δεν φωνα­σκού­σαν, δεν χασκογελούσαν.

Στο πρό­σω­πό τους, λέει η μητέ­ρα μου, έβλε­πες τις ταλαι­πω­ρί­ες που είχαν περά­σει κι ας μην μιλού­σαν ποτέ γι αυτές. Είχαν ένα μει­λί­χιο χαμό­γε­λο καλο­σύ­νης ζωγρα­φι­σμέ­νο στα χεί­λη τους. Σου μιλού­σαν και ενέ­πνε­αν σεβα­σμό. Είχαν λεβε­ντιά και τιμιό­τη­τα, λέει η μητέ­ρα.  Όλοι τούς σέβο­νταν, εκτός φυσι­κά από τους φασίστες.

Προ­σω­πι­κά, γνώ­ρι­σα στα νεα­νι­κά μου χρό­νια πολ­λούς κομ­μου­νι­στές. Μακρο­νη­σιώ­τες ή εξό­ρι­στους σε άλλα νησιά, ανθρώ­πους που είχαν μεί­νει στη φυλα­κή άλλος δέκα, άλλος είκο­σι χρό­νια. Ήταν έτσι ακρι­βώς όπως τους περι­γρά­φει η μητέ­ρα μου. Με δίδα­ξαν πολ­λά. Αργό­τε­ρα, γνω­ρί­στη­κα και συν­δέ­θη­κα με βαθιά φιλία με κάποιες προ­σω­πι­κό­τη­τες του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος. Ό,τι έγι­να σαν άνθρω­πος και σαν καλ­λι­τέ­χνης, κυρί­ως, σε αυτούς το χρω­στώ.  Αλλά ας πάμε στο Διαφάνι.

Ο τηλε­ο­πτι­κός ρόλος του κομ­μου­νι­στή του χωριού παρου­σιά­ζει έναν άνθρω­πο καρι­κα­τού­ρα. Λίγο αστεί­ος, στα όρια της γελοιό­τη­τας αν δεν τα ξεπερ­νά. Όχι ικα­νός κοι­νο­τάρ­χης. Λίγο ως πολύ άνθρω­πος της καρ­πα­ζιάς. Μέχρι και θαυ­μα­στής του δολα­ρί­ου είναι και το ανα­ση­κώ­νει προς το φως για να θαυ­μά­σει την… πρα­σι­νά­δα του. Η γνώ­μη του δεν μετρά­ει και πολύ στους άλλους.

Όλ’ αυτά συμ­βαί­νουν σ’ ένα χωριό του Θεσ­σα­λι­κού κάμπου. Που για δεκα­ε­τί­ες ήταν τόπος μαρ­τυ­ρί­ου για την αγρο­τιά, αλλά και πεδίο της εξέ­γερ­σής της. Τόπος θυσί­ας για τη λευ­τε­ριά και την αξιο­πρέ­πεια του ανθρώ­που. Ο ματω­μέ­νος κάμπος.

Ανα­ρω­τιέ­μαι, αν η σει­ρά επι­χει­ρεί να περά­σει το μήνυ­μα στην κοι­νω­νία ότι οι κομ­μου­νι­στές τελι­κά δεν και τόσο σπου­δαί­οι όσο νομί­ζου­με. Ότι ο θαυ­μα­σμός μας σ’ εκεί­νους δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.  Ότι οι κομ­μου­νι­στές ήταν μάλ­λον γελοί­οι. Σχε­δόν καρ­πα­ζοει­σπρά­κτο­ρες και ίσως  «γλεί­φτες».

Από την άλλη, υπάρ­χει ο ρόλος του «κακού», του προ­δό­τη- βασα­νι­στή, που τελι­κά ντρέ­πε­ται για τις πρά­ξεις του. Σε μια έκρη­ξη ανα­πά­ντε­χης γεν­ναιό­τη­τας και τιμιό­τη­τας αυτο­κτο­νεί. Για να τον συμπα­θή­σου­με κάπως. Ενώ τον κομ­μου­νι­στή να τον περι­γε­λού­με. Μπο­ρεί, πράγ­μα­τι να υπήρ­ξαν προ­δό­τες, που τελι­κά να ντρά­πη­καν για τις πρά­ξεις τους. Δεν ξέρω και δεν μ’ ενδια­φέ­ρει. Αλλά στη σύγκρι­ση των δύο ποιος κερ­δί­ζει τελι­κά τη συμπό­νοια του θεατή;

Εμείς οι παλιοί γνω­ρί­ζου­με, λέει η μητέ­ρα. Οι νέοι όμως; Τι θα απο­κο­μί­σουν; Ότι κάπως έτσι ήταν οι κομ­μου­νι­στές; Αυτός είναι, άρα­γε, ο στό­χος της διεύ­θυν­σης του κανα­λιού; Να χλευά­σουν τους αγω­νι­στές;  με ρωτά και η φωνή της σπάει.

Καμία αγιο­ποί­η­ση από πλευ­ράς μας. Σεβα­σμός σε όποιον άνθρω­πο στη Γη ιστο­ρι­κά αγω­νί­στη­κε για τον συνάν­θρω­πό του και την πατρί­δα του. Άγρα­φος νόμος των πολι­τι­σμέ­νων κοι­νω­νιών, που παρα­μέ­νει. Οφεί­λου­με να παρα­μέ­νει. Αλλιώς θα γίνου­με βάρβαροι.

Οι προ­θέ­σεις του κανα­λιού είναι ολο­φά­νε­ρες. Κατά την ταπει­νή μου γνώ­μη,  δεν πρέ­πει να μεί­νουν ανα­πά­ντη­τες από την Αριστερά.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο