Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Η …σοκολάτα της κατοχής! (Ιστορία από την Αντίσταση)

Μέρες του καλο­και­ριού του ’44. Η πλά­στιγ­γα του Β’ Παγκο­σμί­ου πολέ­μου είχε αρχί­σει να γέρ­νει, χάρη στην ηρω­ι­κή προ­έ­λα­ση του Κόκ­κι­νου Στρα­τού. Στην Ελλά­δα οι δυνά­μεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κυριαρ­χούν στο μεγα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι της χώρας και οι Γερ­μα­νοί ετοι­μά­ζο­νται να τα «μαζέ­ψουν» όχι όμως ατου­φέ­κι­στοι, όπως θα’ θέλαν οι Εγγλέ­ζοι «σύμ­μα­χοί» μας.

Στο μικρό χωριό του κάμπου, οι Γερ­μα­νοί είχαν και­ρό να εμφα­νι­στούν. Το δίπα­το αρχο­ντό­σπι­το ήταν εδώ και μήνες κέντρο διερ­χο­μέ­νων. Η από­στα­ση άλλω­στε από τον κεντρι­κό δρό­μο το έκα­νε απρο­σπέ­λα­στο από τα «κακιά μάτια». Έτσι ιδιαί­τε­ρα μετά τη “Μάχη της σοδειάς” είχε γίνει το «νόμι­μο» κέντρο της αντί­στα­σης στη περιο­χή. Άλλω­στε και ο μπάρ­μπα Θόδω­ρος (ο ετε­ρο­θα­λής πατέ­ρας της) είχε κεντρι­κό ρόλο στη ευρύ­τε­ρη περιο­χή στην Επι­με­λη­τεία του Αντάρ­τη (ΕΤΑ).

Στα παι­δι­κά της μάτια οι καπε­τα­ναί­οι που μπαι­νό­βγαι­ναν είχαν απο­κτή­σει πια μυθι­κές δια­στά­σεις. Δεν ήταν μόνο τα αρχαιο­ελ­λη­νι­κά ονό­μα­τα (ή αυτά των ηρώ­ων του ’21) που συνή­θως χρη­σι­μο­ποιού­σαν ως ψευ­δώ­νυ­μα, αλλά κυρί­ως ο οπλι­σμός τους, τα φυσε­κλί­κια που ήταν ζωσμέ­νοι  αλλά και τα γένια τους που τις θύμι­ζαν τον παπά του χωριού που τόσο σεβόταν.

Και εκεί­νες οι μαζώ­ξεις της ΕΠΟΝ στο πάνω όρο­φο του σπι­τιού, άλλη μυστα­γω­γία. Άφη­ναν αυτή και τ’ «αδέλ­φια» της όπως τα’ απο­κα­λού­σε όλα τα επό­με­να χρό­νια  (και ας ήταν από δια­φο­ρε­τι­κή μητέ­ρα και πατέ­ρα) να παρα­κο­λου­θούν τις συνε­δριά­σεις, χωρίς όμως να μιλούν. Άλλω­στε τους είχαν βαφτί­σει «Αετό­που­λα» και αυτή όλα καμά­ρι έλε­γε στ’ άλλα κορί­τσια του χωριού τα αντάρ­τι­κα τρα­γού­δια που μάθαι­νε και ταυ­τό­χρο­να συνω­μο­τι­κά στ’ αυτί τους απο­κά­λυ­πτε ότι είχε οργα­νω­θεί στ’ «Αετό­που­λα».

Τους καπε­τα­ναί­ους που είχαν έλθει από το πρωί δεν τους γνώ­ρι­ζε. Κάτι είχε ακού­σει από τους «γνω­ρί­ζο­ντες» ότι ήταν «μεγά­λοι και τρα­νοί στο Αντάρ­τι­κο», αν και το μπόι τους δεν τις γέμι­ζε και πολύ στο μάτι για κάτι τέτοιο. Μόνο όταν έκα­νε την παρα­τή­ρη­ση αυτή στο μεγά­λο της αδελ­φό αυτός την αγριο­κοί­τα­ξε και της είπε: «Δεν θα κρί­νεις τους ανθρώ­πους από το μπόι τους. Αλλά από τις γνώ­σεις τους και κυρί­ως από τη συμπε­ρι­φο­ρά τους».

Ο πατέ­ρας τους φίλε­ψε μ’ εκεί­νες τις τσι­γα­ρί­δες που είχαν από τον Χει­μώ­να, από το γου­ρού­νι που τότε είχαν σφά­ξει και τους πρό­σφε­ρε και το κρα­σί που είχε για έκτα­κτες περι­πτώ­σεις. Η πεί­να δεν είχε αγγί­ξει τον εύφο­ρο κάμπο όπως σ’ άλλες περιο­χές. Θυμά­ται ακό­μη κατοί­κους από τη συμπρω­τεύ­ου­σα που ερχό­ταν με κάθε τρό­πο στο χωριό εκπλη­ρώ­νο­ντας για λίγο αλεύ­ρι, προ­σφέ­ρο­ντας ότι είχαν και δεν είχαν στους κατοί­κους του. Κάποιοι ίσως και να πλού­τι­σαν τότε. Ποιος άρα­γε ξέρει από την κοσμο­χα­λα­σιά που ακο­λού­θη­σε την Κατο­χή σε βάρος αυτών που αντι­στά­θη­καν ή και σ’ εκεί­νες τις επο­χές έδι­ναν και από το υστέ­ρη­μά τους στους πεινασμένους…

Τα μικρά, το από­γευ­μα κλεί­στη­καν στην κάμα­ρη. Από τις γρί­λιες είδαν τους νεο­φερ­μέ­νους να κου­βε­ντιά­ζουν χαμη­λό­φω­να, ενώ στο πρό­σω­πά τους διέ­κρι­ναν και κάποια χαμό­γε­λα. Νάταν από το κρα­σί, από την νίκη που άρχι­σε να γλυ­κο­χα­ρά­ζει; Ποιός άρα­γε να ξέρει;

Τα αδέλ­φια της είχαν ήδη ξαπλώ­σει. Αλλά αυτή πού να κλεί­σει μάτι. Τους είδε να ανε­βαί­νουν στον πάνω όρο­φο. Αυτό που της έκα­νε εντύ­πω­ση ήταν ότι άφη­σαν στο τρα­πέ­ζι κάτι περί­ερ­γα μικρά αντι­κεί­με­να, ενώ έβα­λαν και φρου­ρά στην εξώ­πορ­τα του σπιτιού.

Είχαν φτά­σει μεσά­νυ­χτα αλλά αυτή δεν έλε­γε να κοι­μη­θεί. Την έτρω­γε η περιέρ­γεια για το τι ακρι­βώς είχαν αφή­σει οι καπε­τα­ναί­οι στο τρα­πέ­ζι. Το μυα­λό της πήγε σε γλυ­κά, στις περί­φη­μες σοκο­λά­τες που της έλε­γε η ξαδέλ­φη της ότι έτρω­γε στην συμπρω­τεύ­ου­σα και που ποτέ της όμως δεν είχε δει .

Άνοι­ξε την πόρ­τα και πατώ­ντας στις μύτες των ποδιών της έφτα­σε στο μεγά­λο τρα­πέ­ζι και άρχι­σε να τις περιερ­γά­ζε­ται. Περί­ερ­γο, σκέ­φτη­κε στο σκο­τά­δι, αυτές δεν ήταν μαλα­κές αλλά σκλη­ρές σαν σίδερο…

Η φωνή του πατέ­ρα της έκο­ψε τα ύπα­τα: «μη, μην τις αγγί­ζεις κόρη μου». Ενώ πλη­σιά­ζο­ντας με το κερί αναμ­μέ­νο, της έδω­σε και μία ξεγυ­ρι­σμέ­νη σφα­λιά­ρα. Ήταν η πρώ­τη (αλλά και η τελευ­ταία φορά που την χτύπησε…)

«Μα πατέ­ρα, ήθε­λα και εγώ να δοκι­μά­σω πώς είναι οι σοκο­λά­τες. Συγ­χώ­ρε­σε με»

Ο θόρυ­βος ξύπνη­σε εκεί­νον τον μελα­χρι­νό, δασύ­τρι­χο καπε­τά­νιο, που κατέ­βη­κε ανα­μαλ­λια­σμέ­νος να δει τι συνέβη.

Την αγκά­λια­σε, της χάι­δε­ψε το κλα­μέ­νο της πρό­σω­πο και της είπε: «Δεν είναι σοκο­λά­τες γλυ­κό μου κορί­τσι. Χει­ρο­βομ­βί­δες Εγγλέ­ζι­κες, «μιλς» τις λένε και δεν τρώ­γο­νται αλλά σκοτώνουν».

Στο μυα­λου­δά­κι της άρχι­σε να σχη­μα­τί­ζε­ται πια η πραγ­μα­τι­κή εικό­να. Τώρα το δάκρυ της έγι­νε ..κορό­μη­λο!

Ο καπε­τά­νιος την πλη­σί­α­σε και έβγα­λε κάτι μικρό­τε­ρο τυλιγ­μέ­νο σε αση­μό­χαρ­το. «Να πάρε μία πραγ­μα­τι­κή σοκο­λά­τα, είναι απ’ αυτές που πήρα­με από τους Γερ­μα­νούς στην τελευ­ταία μας μάχη».

(Από τις ιστο­ρί­ες της μητέ­ρας μου, που «έφυ­γε» πρό­σφα­τα από κοντά μας)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο