Το είχε πάρει απόφαση. Θα τα έλεγε έξω από τα δόντια στη συνεδρίαση της Νομαρχιακής. Δεν άντεχε πια να ακούει μεγάλα λόγια για «επανάσταση» και τα ρέστα, όταν όλα γκρεμίζονταν με θόρυβο και χωρίς καμία αντίδραση, γύρω τους. Μα και αυτή η ηγεσία τόσο κοντόφθαλμη ήταν πια; Να επιμένει στη διατήρηση του κόμματος και να μην πιάνει τα μηνύματα των καιρών που καλούσαν για ριζική ανανέωση. Αμάν μ’ αυτά τα σύμβολα πια…
Ζήτησε πρώτος τον λόγο μετά τη σχετική εισήγηση. Ο καθοδηγητής- το γνώριζε καλά μέσα από τις προσωπικές συζητήσεις που έκανε κατά καιρούς- είχε πάνω κάτω ίδιες απόψεις μαζί του. Οπότε δεν κινδύνευε από τη δογματική πτέρυγα που ακόμη υπήρχε, αν και μειοψηφία στη Νομαρχιακή.
«Αγαπητοί σύντροφοι. Μετά από 25 χρόνια οργανωμένης παρουσίας μου στο κομμουνιστικό κίνημα, πιστεύω ότι ήλθε η ώρα να πω οριστικά ένα αντίο. Όχι ότι δεν πιστεύω πια στην οργανωμένη πάλη, αλλά κυρίως γιατί δεν πιστεύω ότι το κόμμα είναι το απαραίτητο πλέον εργαλείο για να αλλάξει η κοινωνία. Τα κόμματα λενινιστικού τύπου έχουν φάει τα ψωμιά τους. Η κατάρρευση των καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη, επιτέλους ας μας διδάξει όλους. Εγώ θα συνεχίσω τον δρόμο μου αποκλειστικά μέσα από τον Συνασπισμό, που είναι πραγματικά το νέο για τον τόπο μας»
Τα είπε μονορούφι, ως έτοιμος από καιρό και παρέδωσε τα κουπόνια του στον Κώστα, οικονομικό της Νομαρχιακής.
Τον κοίταξε με λυπημένα μάτια. Άλλωστε ήταν μαζί από τα χρόνια που έφτιαχναν τις πρώτες οργανώσεις της ΚΝΕ στο νομό. Όμως τα συναισθήματα, πάντα έλεγε, ότι δεν πρέπει να σκεπάζουν τις πολιτικές θέσεις. Και εδώ και χρόνια οι απόψεις τους ήταν αποκλίνουσες.
Αυτός, ελεύθερος επαγγελματίας, με δύο πτυχία στην κατοχή του είχε εξασφαλίσει μια άνετη ζωή γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή την προσπάθεια για «περισσότερη δημοκρατία, περισσότερο σοσιαλισμό» που είχε ξεκινήσει η ηγεσία με τον Γκορμπατσόφ. Καταλάβανε ότι δεν άρεσε σε όλους στο κόμμα αυτή η στροφή. Κυρίως στους ηλικιωμένους αγωνιστές της Αντίστασης και του ΔΣΕ. Όμως με χαρά έβλεπε ότι πολλοί της γενιάς του την καλόβλεπαν. «Εκεί άλλωστε, στη νέα γενιά, βρίσκεται η ελπίδα» έλεγε συχνά.
Ο Κώστας, παιδί φτωχής οικογένειας, είχε τελειώσει με χίλια ζόρια την Βιομηχανική και τώρα δούλευε υπάλληλος σε μεγάλη βιομηχανική μονάδα του νομού. Με πολύ διάβασμα κλασικών και λογοτεχνίας, αλλά με μόνιμο «κώλυμα» ‑όπως του έλεγε συχνά στις ταβέρνες που ακολουθούσαν τις συνεδριάσεις — με τον Στάλιν και τον Ζαχαριάδη.
«Μα Κώστα, αυτά που λες για τον Στάλιν και τον Ζαχαριάδη, δεν τα λέει ούτε το κόμμα και η δογματική ηγεσία του. Μόνο κάποιοι παλιοί, ξεχασμένοι, της 6ης Ολομέλειας…»
«Θα έλθει ο καιρός που όλοι θα το καταλάβουν. Δεν πρόκειται για κώλυμα όπως με κατηγορείς. Αλλά για αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και κυρίως γιατί ως ηγέτες πέρα από επιμέρους λάθη στάθηκαν όρθιοι και προσέφεραν πολλά στην κομμουνιστική υπόθεση. Γι’ αυτό και οι τόνοι λάσπης που ρίχτηκαν επάνω τους χρόνια τώρα από εχθρούς και άσπονδους φίλους».
Μα και το ξεκίνημα της περεστρόικα, τους βρήκε να μαλώνουν συχνά σαν τα κοκόρια. Για την αναγκαία «ανανέωση του σοσιαλισμού» ο ένας, για «χαντάκωμα του σοσιαλισμού» ο άλλος.
Στη συνέχεια η δημιουργία του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» ήταν νέα πηγή εντάσεων μεταξύ τους. Αυτή τη φορά πιο συχνών, πιο επώδυνων. Για «την ελπίδα για την Αριστερά» ο ένας, για «τη δημιουργία νέας ΕΔΑ που έμπαινες κομμουνιστής και έβγαινες ΕΔΑιτης» ο άλλος. Η καθιερωμένη ταβέρνα τα βράδια της Παρασκευής – συνήθεια από τα ηρωικά τους χρόνια στην ΚΝΕ- κόπηκε και αυτή. Και όσες φορές έγινε κατέληξε σε άγριους καυγάδες.
Οι εξελίξεις μετά το 13ο συνέδριο του κόμματος και η διάσπαση που ακολούθησε του έδωσε προσωρινή ανακούφιση
«Τουλάχιστον εγώ κατέβηκα νωρίτερα από το τρένο και δεν με διέγραψαν οι σκληροπυρηνικοί» καυχιόταν στους νέους πια πολιτικούς του φίλους. Τι και αν – τουλάχιστον με τους πρώην «Ρηγάδες»- πλακωνόταν στα φοιτητικά αμφιθέατρα κάτι που το έκανε συνειδητά και όχι γιατί απλά έπρεπε…
Με τον Κώστα χάθηκαν. Σύχναζαν πια σε διαφορετικά μέρη. Η μικρή επαρχιακή πόλη φάνταζε πια Αθήνα για τους δυο τους. Αυτός να συνεχίζει την πετυχημένη επαγγελματική του καριέρα. Ο άλλος να παραμένει γεροντοπαλίκαρο, μιας και όπως τον κορόιδευε παλιότερα «ήταν παντρεμένος με το κόμμα», να διαβάζει για τη δράση του στις τοπικές εφημερίδες . Αυτός να πηγαίνει στις ατέλειωτες συζητήσεις της ομάδας μελών του Συνασπισμού και ο άλλος να παλεύει για την ανασυγκρότηση του κόμματος στο νομό και όχι μόνο.
Οι πρώτες δημοτικές εκλογές, μετά την αποχώρηση του ήταν μια πραγματική δοκιμασία. Πού τον βρήκαν εκείνο το Πασόκο- που ήταν βουτηγμένος στη διαπλοκή και στα δημόσια έργα- και τον βάφτισαν μάλιστα από την Πολιτική Επιτροπή και «κοινωνικό-πολιτικό παράγοντα», ένας θεός ξέρει. ‘Η μάλλον καλύτερα οι υπόγειες διαδρομές με την εξουσία και σε τοπικό επίπεδο που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται. Του ήρθε στο μυαλό εκείνη η ταινία που είχε δει μαζί με τον Κώστα και την είχαν συζητήσει πολύ μετά στην ταβέρνα: «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας». Και δυστυχώς αν και τον συγκινούσε πάντα η άνετη ζωή, με την μπουρζουαζία δεν ήθελε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις. Ο πατέρας του, παλιός αντάρτης, τον είχε ορμηνεύσει πριν πεθάνει με τα λόγια του παπά- Ανυπόμονου, πρωτοπαλίκαρου του Άρη: «Αν δεν μπορείς να αλλάξεις το σύστημα, τουλάχιστον φρόντισε να μην σε αλλάξει αυτό»
Αυτός πάντως φρόντιζε να κρατά «την καρδιά του αγνή όπως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης» απαντούσε στη γυναίκα του γιατί και αυτός τώρα «δεν βάζει το χέρι στο μέλι… τώρα που δεν έχει τα κομματικά μη και δεν πρέπει».
Μα οι πίκρες από την οργανωμένη παρουσία του στο νέο πολιτικό του σπίτι συνεχίζονταν. Πολλές συζητήσεις και λίγα έργα. Φραξιονισμός, ίντριγκες , κουτσομπολιό, «συντροφικά μαχαιρώματα», αλλά και κάθε είδους «μηχανισμοί» με τη δική τους λειτουργία και τον δικό τους συγκεντρωτισμό, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Αν ήταν έτσι το «νέο και καινοτόμο» στην οργανωτική λειτουργία τότε το παλιό που είχε απορρίψει κλείνοντας πίσω του την πόρτα τι ήταν τελικά;
Οι εκλογές του 1996 ήταν μία σοβαρή δοκιμασία για την ηθική του αλλά και τα νεύρα του. Μπορεί η συνέλευση των μελών να τον είχε επιλέξει για υποψήφιο βουλευτή αναγνωρίζοντας τη δράση του αλλά και το κύρος που έχαιρε στον ευρύτερο κόσμο της αριστεράς, όμως άλλες οι βουλές της Αθήνας όπου οι της Πολιτικής Επιτροπής τον θεωρούσαν πολύ αριστερό για τα μέτρα τους. Έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και συμμετείχε έστω και με βαριά καρδιά στην προεκλογική εκστρατεία. Οι αμφιβολίες για τις επιλογές του καθημερινά θέριευαν μέσα του. Παρά το εκλογικό ξεπέταγμα μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα του 1993, καταλάβαινε ότι η μηχανή δεν τραβούσε και η πορεία ενσωμάτωσης με το σύστημα – που τόσο απεχθανόταν- ήταν διαρκώς αυξανόμενη.
Από την άλλη έβλεπε και την …πρώτη του αγάπη να σηκώνει κεφάλι και στην περιοχή. Με παρεμβάσεις σε κάθε μικρό ή μεγάλο ζήτημα . Με μαζικές συγκεντρώσεις. Και ω του θαύματος. Με φεστιβάλ νεολαίας και κυρίως με μια δυναμική νέα γενιά που στα μάτια τους έβλεπε την αποφασιστικότητα να κάνουν ένα βήμα μπρος ξεπερνώντας άσχημες καταστάσεις του παρελθόντος που και αυτός είχε βιώσει. Και εκείνος ο Κώστας , παρά την απόλυσή του από τη δουλειά να’ναι πάντα μπροστά ‚με το αιώνιο χαμόγελο του και τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ μόνιμα στη μασχάλη του..
Δειλά – δειλά άρχισε τις Κυριακές να τον αγοράζει «έτσι για να δει τι λένε και αυτοί για να τους αντιμετωπίζει καλύτερα» δικαιολογήθηκε στη γυναίκα του. Όταν κυκλοφόρησαν οι πρώτες εκτιμήσεις για τα αίτια ανατροπής του σοσιαλισμού φρόντισε μέσω τρίτου ανθρώπου (έτσι για να μην δίνει στόχο) να τις προμηθευτεί.
Του άρεσε ο τρόπος προσέγγισης. «Να που άρχισαν να βάζουν μυαλό και να σκέφτονται επιτέλους διαλεκτικά» εξήγησε στη γυναίκα του. «Όμως έχουν και πάλι τις αγκυλώσεις τους και κυρίως δεν μας εξηγούν γιατί μας τάιζαν με ψέματα ότι εκεί ήταν ο παράδεισος».
Γνώριζε ότι έτσι έβγαζε το άχτι του και κυρίως πλήρωνε τη θεολογική αντίληψη- όπως του έλεγε παλιά και ο Κώστας- της εξέλιξης της κοινωνίας και κυρίως έναν τρόπο σκέψης κάθε άλλο παρά διαλεκτικό.
Η κεραμίδα όμως του ήλθε στο κεφάλι, όταν μετά από επιταγές που δεν του πλήρωσαν (και μάλιστα …σύντροφοι του) έφτασε στα όρια της χρεοκοπίας, αναγκασμένος να κλείσει το γραφείο μελετών που διατηρούσε. Από μικροαστός όπως έλεγε καμαρώνοντας ‚τώρα στα πενήντα του, έσκυψε το κεφάλι και έγινε…προλετάριος. Τον γλίτωσαν κάποιες γνωριμίες του και του προσέφεραν μια δουλειά-υπάλληλος γραφείου- σε συνεταιριστικό εργοστάσιο της περιοχής.
Η ανώμαλη προσγείωση, τον ανάγκασε να δει τη ζωή με άλλα μάτια. Κυρίως αυτών που δεν είχαν να χάσουν τίποτε, γιατί τα είχαν χάσει ήδη όλα. Ωράριο, βάρδιες, σκύψιμο του κεφαλιού στον κάθε επιστάτη, χαμηλό μηνιάτικο. Και φυσικά «απαγορεύονταν οι πολιτικές συζητήσεις στο εργοστάσιο»,όπως από την αρχή του είχαν συμβουλέψει φιλικά.
Οι συνελεύσεις στον Συνασπισμό, όπου συνέχιζε να συμμετέχει- έστω και με βαριά καρδιά- όπως έλεγε στη γυναίκα του, με την ελπίδα ότι «θα άλλαζε την κατάσταση από τα μέσα», γίνονταν ολοένα και πιο μαρτυρικές. Αυτός με το ρολόι στο χέρι για να προλάβει να ξεκουραστεί για το πρωινό μεροκάματο και αυτοί να τοποθετούνται επί παντός επιστητού και στο τέλος να καταθέτουν τη διαφωνία τους και κυρίως τη μη συμμετοχή τους στα όσα ψηφίζονταν στο όνομα της «ενότητας μέσα στη διαφορετικότητα»…
Τι ήθελε και εκείνος να θίξει προβλήματα που αντιμετώπιζε στο εργοστάσιο; Πόσο άραγε αφελής μπορεί να ήταν ότι «οι χορτάτοι θα καταλάβαιναν τον νηστικό;»
«Σου έχουν μείνει κατάλοιπα από το ΚΚΕ» του απάντησε ο συντονιστής της Ν.Ε. «Ασχολείσαι ακόμη με τους χειρώνακτες, ενώ το μέλλον βρίσκεται στους ανθρώπους κυρίως τους πνεύματος, στα νέα κοινωνικά στρώματα που αναδύονται, στα νέα κινήματα».
Τον κοίταξε αγριεμένος. «Μα η αριστερά από το γεννοφάσκια της, αυτούς τους ανθρώπους τους εργάτες είχε στη σημαία της, για τα συμφέροντα τους πάλευε, για τη δική τους την εξουσία πάσκιζε»
«Μου φαίνεται παραμένεις αθεράπευτα δογματικός, τα χρόνια στο νέο φορέα δεν σου δίδαξαν και πολλά.»
Η ένταση ανέβαινε, παρασέρνοντας μαζί της και τις τελευταίες του αυταπάτες για το νέο και δημοκρατικό που είχε ονειρευτεί.
«Καλά κρατήστε εσείς την ανανέωση και εγώ θα πάω σπίτι μου, συνεχίζοντας να παλεύω για τα συμφέροντα των σημερινών μου συναδέλφων».
Σηκώθηκε και για δεύτερη φορά αποχώρησε από τον πολιτικό φορέα. Αυτή τη φορά, χωρίς να παραδώσει κουπόνια μια και δεν υπήρχαν τέτοιες …κακές συνήθειες εκεί…
Τους επόμενους μήνες απέφευγε να σηκώνει τα τηλέφωνα που τον καλούσαν να γυρίσει πίσω. Να γυρίσει πού άραγε; Σ’ αυτούς που βολεμένοι (οι περισσότεροι σε θέσεις ευθύνης με το ΠΑΣΟΚ) δεν έδιναν δεκάρα για τον κόσμο που με τον ιδρώτα του κέρδιζε το πικρό ψωμί του;
Θυμήθηκε τα λόγια του αγαπημένου του ποιητή:
«Το θέμα είναι τώρα τί λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας
Το θέμα είναι τώρα τις λες.»
Αποφάσισε να προχωρήσει ξανά μόνος. «Ανένταχτος Αριστερός» συστηνόταν πια παντού. Και αν κάπου τον στρίμωχναν για τις επιλογές πετούσε και εκείνο που το είχε ακούσει από τον μεγάλο Έλληνα σκηνοθέτη: «Αριστερός εν συγχύσει» .
Άρχισε να αρθρογραφεί σε τοπική εφημερίδα καταθέτοντας τη δική του οπτική στα τοπικά κυρίως γεγονότα. Έγινε ενεργό μέλος του σωματείου του, όπου κατέβαζε και δικό του συνδυασμό «αγωνιστικό- αριστερό» το είχε ονομάσει. Η δημιουργία του ΠΑΜΕ τον προβλημάτισε. Κράτησε τις αποστάσεις του. «Πάλι κομματικά εξαρτήματα» σκοπεύουν να φτιάξουν εξομολογιόταν σε συναδέλφους του. «Αυτό που χρειάζεται είναι η ενότητα στη βάση και κυρίως στη δράση, η ενότητα τελικά πάνω στα προβλήματα που καίνε».
Τα πράγματα με το συνεταιριστικό εργοστάσιο δεν πήγαιναν καλά. Το εργοστασιακό σωματείο προσπαθούσε κάνοντας συνεχώς υποχωρήσεις σε μεροκάματα και συνθήκες εργασίας να «κρατήσει τις θέσεις εργασίας». Το κλαδικό που άνηκε στο ΠΑΜΕ προειδοποιούσε, όμως ποιος αλήθεια το άκουγε; Η συγκέντρωση με ευθύνη της διοίκησης επρόκειτο να θέσει τελεσίγραφα. Ο διευθυντής ήταν σαφής :
«Θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μείωση του προσωπικού. Δεν βγαίνουμε αλλιώς. Άλλωστε χρόνια τώρα απολαμβάνατε τους καλύτερους μισθούς και οι περισσότεροι δεν ήσασταν και αποδοτικοί από πάνω.»
Κοίτα ποιος μιλάει; Αυτός που έγινε μέτοχος με της γυναίκας του τα χωράφια, αυτός που στη χρυσή εποχή των αποσύρσεων είδε την περιουσία του να εκτοξεύεται.
Δεν άντεξε. Πήρε το λόγο και τα είπε έξω από τα δόντια :
«Μα τι είναι αυτά που λέτε, κύριε Διευθυντή. Τους μισθούς που μας δίνετε δεν μας κάνετε χάρη αλλά τους δουλεύουμε και με το παραπάνω και κυρίως είναι νόμιμοι, βασίζονται πάνω στη συλλογική σύμβαση του κλάδου μας. Τα δικά σας «μπόνους» και τα ταξιδάκια στο εξωτερικό, είναι αυτά που δεν προβλέπονται και κυρίως οι επιλογές σας να μετατρέψετε ουσιαστικά τον συνεταιρισμό σε Α.Ε»
Οι συνάδελφοι του, τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι και κυρίως υποψιασμένοι για το τι θα επακολουθούσε.
Η απάντηση του Διευθυντή ήταν σε προσωπικό επίπεδο :
«Τέτοιες ιδέες είχατε κύριε και καταντήσατε να δουλεύετε στο εργοστάσιο μας»
Η συνάντηση διαλύθηκε σε βαρύ κλίμα.
Το απόγευμα όμως η κατάσταση βάρυνε ακόμη περισσότερο.
Η απόλυση , του ήλθε μέσω δικαστικού κλητήρα στο σπίτι του.
«Αδυναμία συνεργασίας, λόγω προβληματικού χαρακτήρα» έγραφε.
Το Δ.Σ του σωματείου συνεδρίασε άμεσα. Προκήρυξε, ως πρώτη αντίδραση, στάση εργασίας τις δύο πρώτες ώρες και συγκέντρωση στην είσοδο του εργοστασίου.
Στις 6 το πρωί, παρά την τρομοκρατία και τα προσωπικά τηλέφωνα που έπεσαν από τον διευθυντή ‚η συμμετοχή των συναδέλφων του ήταν ικανοποιητική.
Και τότε τους είδε. Να καταφτάνουν δεκάδες , με τις κόκκινες σημαίες τους και με τις στεντόρειες φωνές τους να απαιτούν. «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», «Να ανακληθεί η απόλυση». Μπροστά πήγαινε ο Κώστας με εκείνο το αιώνιο χαμόγελό του.
Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασε από το νου του η προηγούμενη ζωή του.
Με σταθερό βήμα τον πλησίασε. Του έσφιξε το χέρι και του είπε:
«Το “Απολωλός πρόβατο” ξαναγύρισε».
Ο Κώστας τον κοίταξε χαμογελαστός και του απάντησε:
«Άργησες, σε περιμέναμε νωρίτερα, αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ»
Αγκαλιάστηκαν και μετά ‚πήραν τη θέση τους στην αλυσίδα της περιφρούρησης.
(Ήταν η συμμετοχή του γράφοντα στον Διαγωνισμό Πρωτότυπου Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ)