Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Ο… «οπορτουνιστής»

Το είχε πάρει από­φα­ση. Θα τα έλε­γε έξω από τα δόντια στη συνε­δρί­α­ση της Νομαρ­χια­κής. Δεν άντε­χε πια να ακού­ει μεγά­λα λόγια για «επα­νά­στα­ση» και τα ρέστα, όταν όλα γκρε­μί­ζο­νταν με θόρυ­βο και χωρίς καμία αντί­δρα­ση, γύρω τους. Μα και αυτή η ηγε­σία τόσο κοντό­φθαλ­μη ήταν πια; Να επι­μέ­νει στη δια­τή­ρη­ση του κόμ­μα­τος και να μην πιά­νει τα μηνύ­μα­τα των και­ρών που καλού­σαν για ριζι­κή ανα­νέ­ω­ση. Αμάν μ’ αυτά τα σύμ­βο­λα πια…

Ζήτη­σε πρώ­τος τον λόγο μετά τη σχε­τι­κή εισή­γη­ση. Ο καθο­δη­γη­τής- το γνώ­ρι­ζε καλά μέσα από τις προ­σω­πι­κές συζη­τή­σεις που έκα­νε κατά και­ρούς- είχε πάνω κάτω ίδιες από­ψεις μαζί του. Οπό­τε δεν κιν­δύ­νευε από τη δογ­μα­τι­κή πτέ­ρυ­γα που ακό­μη υπήρ­χε, αν και μειο­ψη­φία στη Νομαρχιακή.

«Αγα­πη­τοί σύντρο­φοι. Μετά από 25 χρό­νια οργα­νω­μέ­νης παρου­σί­ας μου στο κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα, πιστεύω ότι ήλθε η ώρα να πω ορι­στι­κά ένα αντίο. Όχι ότι δεν πιστεύω πια στην οργα­νω­μέ­νη πάλη, αλλά κυρί­ως για­τί δεν πιστεύω ότι το κόμ­μα είναι το απα­ραί­τη­το πλέ­ον εργα­λείο για να αλλά­ξει η κοι­νω­νία. Τα κόμ­μα­τα λενι­νι­στι­κού τύπου έχουν φάει τα ψωμιά τους. Η κατάρ­ρευ­ση των καθε­στώ­των στην ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη, επι­τέ­λους ας μας διδά­ξει όλους. Εγώ θα συνε­χί­σω τον δρό­μο μου απο­κλει­στι­κά μέσα από τον Συνα­σπι­σμό, που είναι πραγ­μα­τι­κά το νέο για τον τόπο μας»
Τα είπε μονο­ρού­φι, ως έτοι­μος από και­ρό και παρέ­δω­σε τα κου­πό­νια του στον Κώστα, οικο­νο­μι­κό της Νομαρχιακής.

Τον κοί­τα­ξε με λυπη­μέ­να μάτια. Άλλω­στε ήταν μαζί από τα χρό­νια που έφτια­χναν τις πρώ­τες οργα­νώ­σεις της ΚΝΕ στο νομό. Όμως τα συναι­σθή­μα­τα, πάντα έλε­γε, ότι δεν πρέ­πει να σκε­πά­ζουν τις πολι­τι­κές θέσεις. Και εδώ και χρό­νια οι από­ψεις τους ήταν αποκλίνουσες.

Αυτός, ελεύ­θε­ρος επαγ­γελ­μα­τί­ας, με δύο πτυ­χία στην κατο­χή του είχε εξα­σφα­λί­σει μια άνε­τη ζωή γι’ αυτόν και την οικο­γέ­νειά του. Αγκά­λια­σε από την πρώ­τη στιγ­μή την προ­σπά­θεια για «περισ­σό­τε­ρη δημο­κρα­τία, περισ­σό­τε­ρο σοσια­λι­σμό» που είχε ξεκι­νή­σει η ηγε­σία με τον Γκορ­μπα­τσόφ. Κατα­λά­βα­νε ότι δεν άρε­σε σε όλους στο κόμ­μα αυτή η στρο­φή. Κυρί­ως στους ηλι­κιω­μέ­νους αγω­νι­στές της Αντί­στα­σης και του ΔΣΕ. Όμως με χαρά έβλε­πε ότι πολ­λοί της γενιάς του την καλό­βλε­παν. «Εκεί άλλω­στε, στη νέα γενιά, βρί­σκε­ται η ελπί­δα» έλε­γε συχνά.

Ο Κώστας, παι­δί φτω­χής οικο­γέ­νειας, είχε τελειώ­σει με χίλια ζόρια την Βιο­μη­χα­νι­κή και τώρα δού­λευε υπάλ­λη­λος σε μεγά­λη βιο­μη­χα­νι­κή μονά­δα του νομού. Με πολύ διά­βα­σμα κλα­σι­κών και λογο­τε­χνί­ας, αλλά με μόνι­μο «κώλυ­μα» ‑όπως του έλε­γε συχνά στις ταβέρ­νες που ακο­λου­θού­σαν τις συνε­δριά­σεις — με τον Στά­λιν και τον Ζαχαριάδη.

«Μα Κώστα, αυτά που λες για τον Στά­λιν και τον Ζαχα­ριά­δη, δεν τα λέει ούτε το κόμ­μα και η δογ­μα­τι­κή ηγε­σία του. Μόνο κάποιοι παλιοί, ξεχα­σμέ­νοι, της 6ης Ολομέλειας…»

«Θα έλθει ο και­ρός που όλοι θα το κατα­λά­βουν. Δεν πρό­κει­ται για κώλυ­μα όπως με κατη­γο­ρείς. Αλλά για απο­κα­τά­στα­ση της ιστο­ρι­κής αλή­θειας και κυρί­ως για­τί ως ηγέ­τες πέρα από επι­μέ­ρους λάθη στά­θη­καν όρθιοι και προ­σέ­φε­ραν πολ­λά στην κομ­μου­νι­στι­κή υπό­θε­ση. Γι’ αυτό και οι τόνοι λάσπης που ρίχτη­καν επά­νω τους χρό­νια τώρα από εχθρούς και άσπον­δους φίλους».

Μα και το ξεκί­νη­μα της περε­στρόι­κα, τους βρή­κε να μαλώ­νουν συχνά σαν τα κοκό­ρια. Για την ανα­γκαία «ανα­νέ­ω­ση του σοσια­λι­σμού» ο ένας, για «χαντά­κω­μα του σοσια­λι­σμού» ο άλλος.
Στη συνέ­χεια η δημιουρ­γία του «Συνα­σπι­σμού της Αρι­στε­ράς και της Προ­ό­δου» ήταν νέα πηγή εντά­σε­ων μετα­ξύ τους. Αυτή τη φορά πιο συχνών, πιο επώ­δυ­νων. Για «την ελπί­δα για την Αρι­στε­ρά» ο ένας, για «τη δημιουρ­γία νέας ΕΔΑ που έμπαι­νες κομ­μου­νι­στής και έβγαι­νες ΕΔΑι­της» ο άλλος. Η καθιε­ρω­μέ­νη ταβέρ­να τα βρά­δια της Παρα­σκευ­ής – συνή­θεια από τα ηρω­ι­κά τους χρό­νια στην ΚΝΕ- κόπη­κε και αυτή. Και όσες φορές έγι­νε κατέ­λη­ξε σε άγριους καυγάδες.

Οι εξε­λί­ξεις μετά το 13ο συνέ­δριο του κόμ­μα­τος και η διά­σπα­ση που ακο­λού­θη­σε του έδω­σε προ­σω­ρι­νή ανακούφιση

«Του­λά­χι­στον εγώ κατέ­βη­κα νωρί­τε­ρα από το τρέ­νο και δεν με διέ­γρα­ψαν οι σκλη­ρο­πυ­ρη­νι­κοί» καυ­χιό­ταν στους νέους πια πολι­τι­κούς του φίλους. Τι και αν – του­λά­χι­στον με τους πρώ­ην «Ρηγά­δες»- πλα­κω­νό­ταν στα φοι­τη­τι­κά αμφι­θέ­α­τρα κάτι που το έκα­νε συνει­δη­τά και όχι για­τί απλά έπρεπε…

Με τον Κώστα χάθη­καν. Σύχνα­ζαν πια σε δια­φο­ρε­τι­κά μέρη. Η μικρή επαρ­χια­κή πόλη φάντα­ζε πια Αθή­να για τους δυο τους. Αυτός να συνε­χί­ζει την πετυ­χη­μέ­νη επαγ­γελ­μα­τι­κή του καριέ­ρα. Ο άλλος να παρα­μέ­νει γερο­ντο­πα­λί­κα­ρο, μιας και όπως τον κορόι­δευε παλιό­τε­ρα «ήταν παντρε­μέ­νος με το κόμ­μα», να δια­βά­ζει για τη δρά­ση του στις τοπι­κές εφη­με­ρί­δες . Αυτός να πηγαί­νει στις ατέ­λειω­τες συζη­τή­σεις της ομά­δας μελών του Συνα­σπι­σμού και ο άλλος να παλεύ­ει για την ανα­συ­γκρό­τη­ση του κόμ­μα­τος στο νομό και όχι μόνο.

Οι πρώ­τες δημο­τι­κές εκλο­γές, μετά την απο­χώ­ρη­ση του ήταν μια πραγ­μα­τι­κή δοκι­μα­σία. Πού τον βρή­καν εκεί­νο το Πασό­κο- που ήταν βου­τηγ­μέ­νος στη δια­πλο­κή και στα δημό­σια έργα- και τον βάφτι­σαν μάλι­στα από την Πολι­τι­κή Επι­τρο­πή και «κοι­νω­νι­κό-πολι­τι­κό παρά­γο­ντα», ένας θεός ξέρει. ‘Η μάλ­λον καλύ­τε­ρα οι υπό­γειες δια­δρο­μές με την εξου­σία και σε τοπι­κό επί­πε­δο που είχαν αρχί­σει να ανα­πτύσ­σο­νται. Του ήρθε στο μυα­λό εκεί­νη η ται­νία που είχε δει μαζί με τον Κώστα και την είχαν συζη­τή­σει πολύ μετά στην ταβέρ­να: «Η κρυ­φή γοη­τεία της μπουρ­ζουα­ζί­ας». Και δυστυ­χώς αν και τον συγκι­νού­σε πάντα η άνε­τη ζωή, με την μπουρ­ζουα­ζία δεν ήθε­λε να έχει ιδιαί­τε­ρες σχέ­σεις. Ο πατέ­ρας του, παλιός αντάρ­της, τον είχε ορμη­νεύ­σει πριν πεθά­νει με τα λόγια του παπά- Ανυ­πό­μο­νου, πρω­το­πα­λί­κα­ρου του Άρη: «Αν δεν μπο­ρείς να αλλά­ξεις το σύστη­μα, του­λά­χι­στον φρό­ντι­σε να μην σε αλλά­ξει αυτό»

Αυτός πάντως φρό­ντι­ζε να κρα­τά «την καρ­διά του αγνή όπως τα πρώ­τα χρό­νια της μετα­πο­λί­τευ­σης» απα­ντού­σε στη γυναί­κα του για­τί και αυτός τώρα «δεν βάζει το χέρι στο μέλι… τώρα που δεν έχει τα κομ­μα­τι­κά μη και δεν πρέπει».

Μα οι πίκρες από την οργα­νω­μέ­νη παρου­σία του στο νέο πολι­τι­κό του σπί­τι συνε­χί­ζο­νταν. Πολ­λές συζη­τή­σεις και λίγα έργα. Φρα­ξιο­νι­σμός, ίντρι­γκες , κου­τσο­μπο­λιό, «συντρο­φι­κά μαχαι­ρώ­μα­τα», αλλά και κάθε είδους «μηχα­νι­σμοί» με τη δική τους λει­τουρ­γία και τον δικό τους συγκε­ντρω­τι­σμό, ήταν στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη. Αν ήταν έτσι το «νέο και και­νο­τό­μο» στην οργα­νω­τι­κή λει­τουρ­γία τότε το παλιό που είχε απορ­ρί­ψει κλεί­νο­ντας πίσω του την πόρ­τα τι ήταν τελικά;

Οι εκλο­γές του 1996 ήταν μία σοβα­ρή δοκι­μα­σία για την ηθι­κή του αλλά και τα νεύ­ρα του. Μπο­ρεί η συνέ­λευ­ση των μελών να τον είχε επι­λέ­ξει για υπο­ψή­φιο βου­λευ­τή ανα­γνω­ρί­ζο­ντας τη δρά­ση του αλλά και το κύρος που έχαι­ρε στον ευρύ­τε­ρο κόσμο της αρι­στε­ράς, όμως άλλες οι βου­λές της Αθή­νας όπου οι της Πολι­τι­κής Επι­τρο­πής τον θεω­ρού­σαν πολύ αρι­στε­ρό για τα μέτρα τους. Έκα­νε την ανά­γκη φιλο­τι­μία και συμ­με­τεί­χε έστω και με βαριά καρ­διά στην προ­ε­κλο­γι­κή εκστρα­τεία. Οι αμφι­βο­λί­ες για τις επι­λο­γές του καθη­με­ρι­νά θέριευαν μέσα του. Παρά το εκλο­γι­κό ξεπέ­ταγ­μα μετά το κατα­στρο­φι­κό απο­τέ­λε­σμα του 1993, κατα­λά­βαι­νε ότι η μηχα­νή δεν τρα­βού­σε και η πορεία ενσω­μά­τω­σης με το σύστη­μα – που τόσο απε­χθα­νό­ταν- ήταν διαρ­κώς αυξανόμενη.

Από την άλλη έβλε­πε και την …πρώ­τη του αγά­πη να σηκώ­νει κεφά­λι και στην περιο­χή. Με παρεμ­βά­σεις σε κάθε μικρό ή μεγά­λο ζήτη­μα . Με μαζι­κές συγκε­ντρώ­σεις. Και ω του θαύ­μα­τος. Με φεστι­βάλ νεο­λαί­ας και κυρί­ως με μια δυνα­μι­κή νέα γενιά που στα μάτια τους έβλε­πε την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα να κάνουν ένα βήμα μπρος ξεπερ­νώ­ντας άσχη­μες κατα­στά­σεις του παρελ­θό­ντος που και αυτός είχε βιώ­σει. Και εκεί­νος ο Κώστας , παρά την από­λυ­σή του από τη δου­λειά να’ναι πάντα μπρο­στά ‚με το αιώ­νιο χαμό­γε­λο του και τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ μόνι­μα στη μασχά­λη του..

Δει­λά – δει­λά άρχι­σε τις Κυρια­κές να τον αγο­ρά­ζει «έτσι για να δει τι λένε και αυτοί για να τους αντι­με­τω­πί­ζει καλύ­τε­ρα» δικαιο­λο­γή­θη­κε στη γυναί­κα του. Όταν κυκλο­φό­ρη­σαν οι πρώ­τες εκτι­μή­σεις για τα αίτια ανα­τρο­πής του σοσια­λι­σμού φρό­ντι­σε μέσω τρί­του ανθρώ­που (έτσι για να μην δίνει στό­χο) να τις προμηθευτεί.

Του άρε­σε ο τρό­πος προ­σέγ­γι­σης. «Να που άρχι­σαν να βάζουν μυα­λό και να σκέ­φτο­νται επι­τέ­λους δια­λε­κτι­κά» εξή­γη­σε στη γυναί­κα του. «Όμως έχουν και πάλι τις αγκυ­λώ­σεις τους και κυρί­ως δεν μας εξη­γούν για­τί μας τάι­ζαν με ψέμα­τα ότι εκεί ήταν ο παράδεισος».

Γνώ­ρι­ζε ότι έτσι έβγα­ζε το άχτι του και κυρί­ως πλή­ρω­νε τη θεο­λο­γι­κή αντί­λη­ψη- όπως του έλε­γε παλιά και ο Κώστας- της εξέ­λι­ξης της κοι­νω­νί­ας και κυρί­ως έναν τρό­πο σκέ­ψης κάθε άλλο παρά διαλεκτικό.

Η κερα­μί­δα όμως του ήλθε στο κεφά­λι, όταν μετά από επι­τα­γές που δεν του πλή­ρω­σαν (και μάλι­στα …σύντρο­φοι του) έφτα­σε στα όρια της χρε­ο­κο­πί­ας, ανα­γκα­σμέ­νος να κλεί­σει το γρα­φείο μελε­τών που δια­τη­ρού­σε. Από μικρο­α­στός όπως έλε­γε καμα­ρώ­νο­ντας ‚τώρα στα πενή­ντα του, έσκυ­ψε το κεφά­λι και έγινε…προλετάριος. Τον γλί­τω­σαν κάποιες γνω­ρι­μί­ες του και του προ­σέ­φε­ραν μια δου­λειά-υπάλ­λη­λος γρα­φεί­ου- σε συνε­ται­ρι­στι­κό εργο­στά­σιο της περιοχής.

Η ανώ­μα­λη προ­σγεί­ω­ση, τον ανά­γκα­σε να δει τη ζωή με άλλα μάτια. Κυρί­ως αυτών που δεν είχαν να χάσουν τίπο­τε, για­τί τα είχαν χάσει ήδη όλα. Ωρά­ριο, βάρ­διες, σκύ­ψι­μο του κεφα­λιού στον κάθε επι­στά­τη, χαμη­λό μηνιά­τι­κο. Και φυσι­κά «απα­γο­ρεύ­ο­νταν οι πολι­τι­κές συζη­τή­σεις στο εργοστάσιο»,όπως από την αρχή του είχαν συμ­βου­λέ­ψει φιλικά.

Οι συνε­λεύ­σεις στον Συνα­σπι­σμό, όπου συνέ­χι­ζε να συμ­με­τέ­χει- έστω και με βαριά καρ­διά- όπως έλε­γε στη γυναί­κα του, με την ελπί­δα ότι «θα άλλα­ζε την κατά­στα­ση από τα μέσα», γίνο­νταν ολο­έ­να και πιο μαρ­τυ­ρι­κές. Αυτός με το ρολόι στο χέρι για να προ­λά­βει να ξεκου­ρα­στεί για το πρω­ι­νό μερο­κά­μα­το και αυτοί να τοπο­θε­τού­νται επί παντός επι­στη­τού και στο τέλος να κατα­θέ­τουν τη δια­φω­νία τους και κυρί­ως τη μη συμ­με­το­χή τους στα όσα ψηφί­ζο­νταν στο όνο­μα της «ενό­τη­τας μέσα στη διαφορετικότητα»…

Τι ήθε­λε και εκεί­νος να θίξει προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­ζε στο εργο­στά­σιο; Πόσο άρα­γε αφε­λής μπο­ρεί να ήταν ότι «οι χορ­τά­τοι θα κατα­λά­βαι­ναν τον νηστικό;»

«Σου έχουν μεί­νει κατά­λοι­πα από το ΚΚΕ» του απά­ντη­σε ο συντο­νι­στής της Ν.Ε. «Ασχο­λεί­σαι ακό­μη με τους χει­ρώ­να­κτες, ενώ το μέλ­λον βρί­σκε­ται στους ανθρώ­πους κυρί­ως τους πνεύ­μα­τος, στα νέα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα που ανα­δύ­ο­νται, στα νέα κινήματα».

Τον κοί­τα­ξε αγριε­μέ­νος. «Μα η αρι­στε­ρά από το γεν­νο­φά­σκια της, αυτούς τους ανθρώ­πους τους εργά­τες είχε στη σημαία της, για τα συμ­φέ­ρο­ντα τους πάλευε, για τη δική τους την εξου­σία πάσκιζε»

«Μου φαί­νε­ται παρα­μέ­νεις αθε­ρά­πευ­τα δογ­μα­τι­κός, τα χρό­νια στο νέο φορέα δεν σου δίδα­ξαν και πολλά.»

Η έντα­ση ανέ­βαι­νε, παρα­σέρ­νο­ντας μαζί της και τις τελευ­ταί­ες του αυτα­πά­τες για το νέο και δημο­κρα­τι­κό που είχε ονειρευτεί.

«Καλά κρα­τή­στε εσείς την ανα­νέ­ω­ση και εγώ θα πάω σπί­τι μου, συνε­χί­ζο­ντας να παλεύω για τα συμ­φέ­ρο­ντα των σημε­ρι­νών μου συναδέλφων».

Σηκώ­θη­κε και για δεύ­τε­ρη φορά απο­χώ­ρη­σε από τον πολι­τι­κό φορέα. Αυτή τη φορά, χωρίς να παρα­δώ­σει κου­πό­νια μια και δεν υπήρ­χαν τέτοιες …κακές συνή­θειες εκεί…

Τους επό­με­νους μήνες απέ­φευ­γε να σηκώ­νει τα τηλέ­φω­να που τον καλού­σαν να γυρί­σει πίσω. Να γυρί­σει πού άρα­γε; Σ’ αυτούς που βολε­μέ­νοι (οι περισ­σό­τε­ροι σε θέσεις ευθύ­νης με το ΠΑΣΟΚ) δεν έδι­ναν δεκά­ρα για τον κόσμο που με τον ιδρώ­τα του κέρ­δι­ζε το πικρό ψωμί του;

Θυμή­θη­κε τα λόγια του αγα­πη­μέ­νου του ποιητή:

«Το θέμα είναι τώρα τί λες
Καλά φάγα­με καλά ήπιαμε
Καλά τη φέρα­με τη ζωή μας ώς εδώ
Μικρο­ζη­μιές και μικρο­κέρ­δη συμψηφίζοντας
Το θέμα είναι τώρα τις λες.»

Απο­φά­σι­σε να προ­χω­ρή­σει ξανά μόνος. «Ανέ­ντα­χτος Αρι­στε­ρός» συστη­νό­ταν πια παντού. Και αν κάπου τον στρί­μω­χναν για τις επι­λο­γές πετού­σε και εκεί­νο που το είχε ακού­σει από τον μεγά­λο Έλλη­να σκη­νο­θέ­τη: «Αρι­στε­ρός εν συγχύσει» .

Άρχι­σε να αρθρο­γρα­φεί σε τοπι­κή εφη­με­ρί­δα κατα­θέ­το­ντας τη δική του οπτι­κή στα τοπι­κά κυρί­ως γεγο­νό­τα. Έγι­νε ενερ­γό μέλος του σωμα­τεί­ου του, όπου κατέ­βα­ζε και δικό του συν­δυα­σμό «αγω­νι­στι­κό- αρι­στε­ρό» το είχε ονο­μά­σει. Η δημιουρ­γία του ΠΑΜΕ τον προ­βλη­μά­τι­σε. Κρά­τη­σε τις απο­στά­σεις του. «Πάλι κομ­μα­τι­κά εξαρ­τή­μα­τα» σκο­πεύ­ουν να φτιά­ξουν εξο­μο­λο­γιό­ταν σε συνα­δέλ­φους του. «Αυτό που χρειά­ζε­ται είναι η ενό­τη­τα στη βάση και κυρί­ως στη δρά­ση, η ενό­τη­τα τελι­κά πάνω στα προ­βλή­μα­τα που καίνε».

Τα πράγ­μα­τα με το συνε­ται­ρι­στι­κό εργο­στά­σιο δεν πήγαι­ναν καλά. Το εργο­στα­σια­κό σωμα­τείο προ­σπα­θού­σε κάνο­ντας συνε­χώς υπο­χω­ρή­σεις σε μερο­κά­μα­τα και συν­θή­κες εργα­σί­ας να «κρα­τή­σει τις θέσεις εργα­σί­ας». Το κλα­δι­κό που άνη­κε στο ΠΑΜΕ προει­δο­ποιού­σε, όμως ποιος αλή­θεια το άκου­γε; Η συγκέ­ντρω­ση με ευθύ­νη της διοί­κη­σης επρό­κει­το να θέσει τελε­σί­γρα­φα. Ο διευ­θυ­ντής ήταν σαφής :

«Θα πρέ­πει να προ­χω­ρή­σου­με σε μεί­ω­ση του προ­σω­πι­κού. Δεν βγαί­νου­με αλλιώς. Άλλω­στε χρό­νια τώρα απο­λαμ­βά­να­τε τους καλύ­τε­ρους μισθούς και οι περισ­σό­τε­ροι δεν ήσα­σταν και απο­δο­τι­κοί από πάνω.»

Κοί­τα ποιος μιλά­ει; Αυτός που έγι­νε μέτο­χος με της γυναί­κας του τα χωρά­φια, αυτός που στη χρυ­σή επο­χή των απο­σύρ­σε­ων είδε την περιου­σία του να εκτοξεύεται.
Δεν άντε­ξε. Πήρε το λόγο και τα είπε έξω από τα δόντια :

«Μα τι είναι αυτά που λέτε, κύριε Διευ­θυ­ντή. Τους μισθούς που μας δίνε­τε δεν μας κάνε­τε χάρη αλλά τους δου­λεύ­ου­με και με το παρα­πά­νω και κυρί­ως είναι νόμι­μοι, βασί­ζο­νται πάνω στη συλ­λο­γι­κή σύμ­βα­ση του κλά­δου μας. Τα δικά σας «μπό­νους» και τα ταξι­δά­κια στο εξω­τε­ρι­κό, είναι αυτά που δεν προ­βλέ­πο­νται και κυρί­ως οι επι­λο­γές σας να μετα­τρέ­ψε­τε ουσια­στι­κά τον συνε­ται­ρι­σμό σε Α.Ε»

Οι συνά­δελ­φοι του, τον κοί­τα­ξαν ξαφ­νια­σμέ­νοι και κυρί­ως υπο­ψια­σμέ­νοι για το τι θα επακολουθούσε.

Η απά­ντη­ση του Διευ­θυ­ντή ήταν σε προ­σω­πι­κό επίπεδο :

«Τέτοιες ιδέ­ες είχα­τε κύριε και κατα­ντή­σα­τε να δου­λεύ­ε­τε στο εργο­στά­σιο μας»

Η συνά­ντη­ση δια­λύ­θη­κε σε βαρύ κλίμα.

Το από­γευ­μα όμως η κατά­στα­ση βάρυ­νε ακό­μη περισσότερο.

Η από­λυ­ση , του ήλθε μέσω δικα­στι­κού κλη­τή­ρα στο σπί­τι του.

«Αδυ­να­μία συνερ­γα­σί­ας, λόγω προ­βλη­μα­τι­κού χαρα­κτή­ρα» έγραφε.

Το Δ.Σ του σωμα­τεί­ου συνε­δρί­α­σε άμε­σα. Προ­κή­ρυ­ξε, ως πρώ­τη αντί­δρα­ση, στά­ση εργα­σί­ας τις δύο πρώ­τες ώρες και συγκέ­ντρω­ση στην είσο­δο του εργοστασίου.

Στις 6 το πρωί, παρά την τρο­μο­κρα­τία και τα προ­σω­πι­κά τηλέ­φω­να που έπε­σαν από τον διευ­θυ­ντή ‚η συμ­με­το­χή των συνα­δέλ­φων του ήταν ικανοποιητική.

Και τότε τους είδε. Να κατα­φτά­νουν δεκά­δες , με τις κόκ­κι­νες σημαί­ες τους και με τις στε­ντό­ρειες φωνές τους να απαι­τούν. «Νόμος είναι το δίκιο του εργά­τη», «Να ανα­κλη­θεί η από­λυ­ση». Μπρο­στά πήγαι­νε ο Κώστας με εκεί­νο το αιώ­νιο χαμό­γε­λό του.

Σαν κινη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία πέρα­σε από το νου του η προη­γού­με­νη ζωή του.

Με στα­θε­ρό βήμα τον πλη­σί­α­σε. Του έσφι­ξε το χέρι και του είπε:

«Το “Απο­λω­λός πρό­βα­το” ξαναγύρισε».

Ο Κώστας τον κοί­τα­ξε χαμο­γε­λα­στός και του απάντησε:
«Άργη­σες, σε περι­μέ­να­με νωρί­τε­ρα, αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ»

Αγκα­λιά­στη­καν και μετά ‚πήραν τη θέση τους στην αλυ­σί­δα της περιφρούρησης.

(Ήταν η συμ­με­το­χή του γρά­φο­ντα στον Δια­γω­νι­σμό Πρω­τό­τυ­που Λογο­τε­χνι­κού Έργου που προ­κή­ρυ­ξε η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορ­μή τα 100 χρό­νια του ΚΚΕ)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο