Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Στη Γρίτσα (Διήγημα)

(Διή­γη­μα με αφορ­μή τις κινη­το­ποι­ή­σεις πριν 20 χρό­νια ενά­ντια στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση στη Γιουγκοσλαβία)

Έβρα­ζε ο τόπος τις μέρες εκεί­νες. Η επέμ­βα­ση των δυνά­με­ων του ΝΑΤΟ στη Σερ­βία είχε ξεση­κώ­σει τον ελλη­νι­κό λαό σε ολό­κλη­ρη τη χώρα.

Και αυτός δεν θα μπο­ρού­σε να λεί­ψει. Από κινη­το­ποί­η­ση σε κινη­το­ποί­η­ση, από μπλό­κο σε μπλό­κο στις στρα­τιω­τι­κές φάλαγ­γες θέλο­ντας να βάλει και αυτός το δικό του λιθα­ρά­κι στο να ορθω­θεί ένα φράγ­μα στα όσα απο­τρό­παια συνέ­βαι­ναν. Με την ορμή των τριών δεκα­ε­τιών της ζωής του αψη­φού­σε χρό­νο και φόβο.

Όπως τότε που συμ­με­τεί­χε στο στα­μά­τη­μα της φάλαγ­γας κοντά στην παρα­με­θό­ρια ζώνη που παλιό­τε­ρα είχε υπη­ρε­τή­σει ως στρα­τιώ­της. Όταν επι­χεί­ρη­σαν με αλυ­σί­δα να εμπο­δί­σουν στην εθνι­κή οδό στρα­τιω­τι­κή φάλαγ­γα πάνο­πλων στρα­τιω­τών ξένης χώρας και εκεί­νοι δεν δίστα­σαν να στρέ­ψουν τα γεμά­τα όπλα ενα­ντί­ον τους μαρ­σά­ρο­ντας ταυ­τό­χρο­να τα τερά­στια φορ­τη­γά τους…

Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες ήταν ασφα­λείς και η απο­στο­λή σύν­θε­τη. Είχαν επι­λέ­ξει το λιμά­νι της Γρί­τσας για να απο­βι­βά­σουν τις δυνά­μεις τους. Και αυτός στο Λιτό­χω­ρο να παρα­κο­λου­θεί τις κινή­σεις τους. Η θέα άλλω­στε ήταν εξαι­ρε­τι­κή και η ενερ­γο­ποί­η­ση των δια­δη­λω­τών στο λιμά­νι θα μπο­ρού­σε να ήταν άμεση.

Η εμφά­νι­ση από ψηλά του απο­βα­τι­κού θύμι­ζε πολυώ­ρο­φη πολυ­κα­τοι­κία. Με τα φώτα να δίνουν μία γιορ­τι­νή ατμό­σφαι­ρα και ας ήταν γνω­στό ότι κου­βα­λού­σε πάνο­πλους στρα­τιώ­τες έτοι­μους να σκορ­πί­σουν τη φωτιά και το θάνα­το σε βάρος του λαού της Σερβίας.

Οι δια­δη­λω­τές από όλη την περιο­χή είχαν ήδη κατα­φθά­σει και άρχι­σαν να τοπο­θε­τούν τα πολύ­χρω­μα πανό τους και τις κόκ­κι­νες σημαί­ες της αλή­θειας, της αξιο­πρέ­πειας και του δίκιου. Το βρά­δυ έφτα­σαν και δια­δη­λω­τές από την πρω­τεύ­ου­σα ανε­βά­ζο­ντας τον ενθου­σια­σμό στα ύψη. Τι και αν κάτι τέτοιο απαι­τού­σε πρό­σθε­τη φρο­ντί­δα για την τρο­φο­δο­σία τους. Και εδώ βρέ­θη­κε λύση και η πεί­να και δίψα της νύχτας αντι­κα­τα­στά­θη­κε από το τρα­γού­δι και το χορό όπως τότε που οι μελ­λο­θά­να­τοι έστη­σαν χορό στις φυλα­κές λίγο πριν τους οδη­γή­σουν στην εκτέλεση.

Ο …Μορ­φέ­ας δεν έκα­νε δια­κρί­σεις και έτσι η κού­ρα­ση της μέρας τον οδή­γη­σε να γύρει στην καρέ­κλα κλεί­νο­ντας τα μάτια του. Ένιω­σε ένα σκούντημα

Άνοι­ξε από­το­μα τα μάτια του. Πρώ­τα είδε ένα χέρι απλω­μέ­νο να του προ­σφέ­ρει ένα φλι­τζά­νι καφέ (πώς άρα­γε ήξε­ρε ότι έπι­νε μόνο ελλη­νι­κό καφέ;) . Στη συνέ­χεια ένα ψηλό κορί­τσι (φοι­τή­τρια θα’ταν σίγου­ρα) με μακριά μαλ­λιά και κυρί­ως υπέ­ρο­χα μάτια, μ’ένα τερά­στιο χαμό­γε­λο, λες και ήθε­λε να προ­σφέ­ρει χαρά σε ολά­κε­ρο τον κόσμο.

«Πάρε σύντρο­φε, θα το χρεια­στείς. Αργεί να ξημε­ρώ­σει ακόμη».

«Και δεν μου λες, πώς ήξε­ρες ότι πίνω μόνο ελλη­νι­κό;» την ρώτη­σε νιώ­θο­ντας να τον μαγνη­τί­ζει με το βλέμ­μα της.

«Α, ήταν εύκο­λα. Ρώτη­σα και έμα­θα για τις προ­τι­μή­σεις σου, τους κοι­νούς γνω­στούς μας»

Η συζή­τη­ση μετα­ξύ τους ήταν ενδια­φέ­ρου­σα. Τα δέκα χρό­νια ηλι­κια­κής δια­φο­ράς καλύ­φτη­καν γρή­γο­ρα, μαζί με το αρχι­κό τρακ, μέσα από τα κοι­νά ενδια­φέ­ρο­ντα. Μου­σι­κή, κινη­μα­το­γρά­φος και κυρί­ως αγά­πη για το διάβασμα.

Υπο­σχέ­θη­κε ότι στην επό­με­νη συνά­ντη­σή τους θα της χάρι­ζε σίγου­ρα ένα βιβλίο «έτσι για να τον θυμά­ται» με την κρυ­φή ελπί­δα ότι και σε κάποια δια­δή­λω­ση θα ξανασυναντιόταν.

Με το πρώ­το χάρα­μα, όλοι βρέ­θη­καν στις θέσεις τους. Φτιά­χνο­ντας ανθρώ­πι­νες αλυ­σί­δες πίστευαν ότι τα ΝΑΤΟι­κά στρα­τεύ­μα­τα ίσως θα στα­μα­τού­σαν έστω και προ­σω­ρι­νά. Η αστυ­νο­μία όμως είχε άλλη γνώμη.

Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες ότι από τις προη­γού­με­νες μέρες είχαν εγκα­τα­στα­θεί σε όλα τα ξενο­δο­χεία επιβεβαιώθηκαν.

Πολυά­ριθ­μα τμή­μα­τα άρχι­σαν να κατα­φτά­νουν από κάθε μεριά περι­κυ­κλώ­νο­ντας τους δια­δη­λω­τές. Ο συσχε­τι­σμός ήταν δρα­μα­τι­κά υπέρ τους. Ο σχε­δια­σμός ήταν στις πρώ­τες σει­ρές να βρί­σκο­νται μόνο άντρες εργα­ζό­με­νοι και μάλι­στα εύσω­μοι, ενώ στις πίσω σει­ρές γυναί­κες και φοι­τη­τές. Σε κάποια φάση ένιω­σε να σπρώ­χνε­ται για να περά­σει στην πρώ­τη σει­ρά και να στα­θεί δίπλα του. Την έδιω­ξε ευγενικά:

« Είπα­με , τα γυναι­κό­παι­δα πίσω» Τον κοί­τα­ξε- τρυ­φε­ρά πίστε­ψε- και απο­μα­κρύν­θη­κε στις πίσω σειρές.

Ο αστυ­νο­μι­κός διοι­κη­τής ήταν σαφής. «Έχου­με εντο­λή να σας εμπο­δί­σου­με με κάθε τρόπο»

Και όμως. Συντε­ταγ­μέ­να, οι δια­δη­λω­τές έκα­ναν ένα βήμα μπρο­στά, για να απο­δεί­ξουν ότι έμπρα­κτα αμφι­σβη­τούν τις εντο­λές αυτών που ήθε­λαν τον τόπο «πεδίο βολής φτηνό»

Οι αστυ­νο­μι­κές δυνά­μεις, ανα­δι­πλώ­θη­καν, περι­μέ­νο­ντας τη δια­τα­γή να επι­τε­θούν. Οι δια­δη­λω­τές αγέ­ρω­χα τους κοι­τού­σαν απο­φα­σι­σμέ­νοι για τη σύγκρου­ση αν χρειαζόταν.

Ένιω­σε τα πόδια του να τρέ­μουν, προ­σω­ρι­νός φόβος, όπως για πρώ­τη φορά στη ζωή του αντι­με­τώ­πι­σε ΜΑΤ και αύρες στη δια­δή­λω­ση για το Πολυ­τε­χνείο το 1980 στην Αθή­να ως φοι­τη­τής . Έσφι­ξε τα δόντια του. Θυμή­θη­κε τις προ­τρο­πές του αντι­στα­σια­κού πατέ­ρα του. «Εμείς τους γερ­μα­νούς τότε δεν φοβη­θή­κα­με. Εσύ να μην φοβά­σαι σήμε­ρα τους μπα­σκί­νες. Όπως τα σκυ­λιά μυρί­ζουν τον φόβο σου και αποθρασύνονται»

Η δια­τα­γή δόθη­κε. Οι πάνο­πλες δυνά­μεις των κάθε είδους αστυ­νο­μι­κών δυνά­με­ων, σχη­μα­τί­ζο­ντας τεί­χος με τις ασπί­δες τους σπρώ­χνο­ντας απο­μά­κρυ­ναν ασκώ­ντας πίε­ση με τον όγκο τους δια­δη­λω­τές μέχρι τον εθνι­κό δρό­μο. Και εκεί πράτ­το­ντας το καθή­κον του απέ­να­ντι σε μία κυβέρ­νη­ση που με την «υπε­ρή­φα­νη εξω­τε­ρι­κή της πολι­τι­κή» είχε δώσει γη και ύδωρ στους ΝΑΤΟι­κούς επι­κυ­ρί­αρ­χους, παρα­κο­λου­θού­σε με δέος τα χόβερ­κραφτ να απο­βι­βά­ζουν στην ακτή στρα­τιώ­τες και θωρα­κι­σμέ­να οχήματα.

Πρό­βα­λε και έβα­λε στην τσέ­πη του ένα κοχύ­λι για να θυμάται…

Την ξανα­βρή­κε στην εθνι­κή οδό, όταν επι­βι­βα­ζό­ταν στο λεω­φο­ρείο μαζί με άλλους δια­δη­λω­τές , για να επι­στρέ­ψει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Να συνε­χί­σει τις σπου­δές της, στο 4έτος, της Φιλο­σο­φι­κής, όπως τον είχε ενη­με­ρώ­σει. Του χαμο­γέ­λα­σε και τον φίλη­σε σταυρωτά.

«Στην επό­με­νη δια­δή­λω­ση» του είπε και του έκλει­σε όλο νάζι το μάτι

Την κοί­τα­ξε για λίγο. Έβγα­λε από τη τσέ­πη το κοχύ­λι που είχε μαζέ­ψει και τις το πρόσφερε

«Να το κρα­τή­σεις για να θυμά­σαι τη γνω­ρι­μία μας».

Οι δια­δη­λώ­σεις συνε­χί­ζο­νταν με αμεί­ω­τη έντα­ση σε κάθε γωνιά της Βόρειας Ελλά­δας με επί­κε­ντρο τη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Και αυτός να συμ­με­τέ­χει αδιά­κο­πα σ’αυτές με την ελπί­δα ότι θα την ξανάβλεπε.

Η συγκέ­ντρω­ση το βρά­δυ της Παρα­σκευ­ής στο λιμά­νι της συμπρω­τεύ­ου­σας ήταν μεγά­λη. Είχε πάει και αυτός φεύ­γο­ντας από την επαρ­χια­κή του πόλη.

Μία γλυ­κιά αγω­νία μαζί με την ελπί­δα ότι επι­τέ­λους θα την συνα­ντού­σε μετά από την πρώ­τη του γνω­ρι­μία τον έκα­νε απρό­σε­κτο. Χαι­ρε­τού­σε τυπι­κά τους γνω­στούς από τους διά­φο­ρους γει­το­νι­κούς νομούς ενώ το βλέμ­μα διαρ­κώς εξε­ρευ­νού­σε. Είχε αρχί­σει να απογοητεύεται.

Ένα χτύ­πη­μα στην πλά­τη και μία γυναι­κεία φωνή τον έκα­νε να γυρίσει.

«Να πώς το έφε­ρε πάλι η ζωή να συνα­ντη­θού­με σε λιμά­νι» του είπε με χάρη. Τον αγκά­λια­σε , τον φίλη­σε πάλι σταυ­ρω­τά (από σεβα­σμό ίσως λόγω δια­φο­ράς ηλι­κί­ας) και οδη­γώ­ντας τον στο γει­το­νι­κό περί­πτε­ρο του πρό­σφε­ρε ένα ποτό που δεν είχε ξαναδοκιμάσει.

«Gordon space το λένε. Να αλλά­ξεις και λίγο γεύ­σεις, από τη ρετσί­να, που μου είπες ότι σ’ αρέσει».

Αφού θυμό­ταν , ακό­μη και τι έπι­νε , μετά την ολι­γό­ω­ρη συνά­ντη­σή τους, σίγου­ρα σήμαι­νε ότι δεν της ήταν αδιά­φο­ρος σκέφτηκε.

Το τέλος της δια­δή­λω­σης τούς βρή­κε σε γνω­στό ταβερ­νά­κι στην Άνω Πόλη, να κου­βε­ντιά­ζουν. Αφέθηκε.

Οι συνα­ντή­σεις τους άρχι­σαν να πυκνώ­νουν. Περί­με­νε πώς και πώς το Σάβ­βα­το για να βρε­θεί κοντά της. Έξι μήνες ζευ­γά­ρι, έξι μήνες κάθε Σάβ­βα­το εκεί, για να είναι μαζί της.

«Τελι­κά είμαι το αγό­ρι του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου» της έλε­γε και αυτή του απαντούσε:

Μπο­ρεί να σε βλέ­πω μόνο τα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα, όμως όλες τις άλλες μέρες δεν ξεφεύ­γεις από το μυα­λό μου»

Η επι­βο­λή της «Νέας Τάξης Πραγ­μά­των» στη Γιου­γκο­σλα­βία, ολο­κλη­ρώ­θη­κε, οι δια­δη­λώ­σεις λιγό­στε­ψαν, μαζί και με τις μέρες για την ολο­κλή­ρω­ση των σπου­δών της.

Έφυ­γε στην πατρί­δα της, στην Πελο­πόν­νη­σο. Σιγά – σιγά χάθη­καν τα ίχνη της. Ο καθέ­νας φαί­νε­ται να είχε τρα­βή­ξει τον δρό­μο του.

Αυτός «νοι­κο­κυ­ρεύ­τη­κε» απέ­κτη­σε οικο­γέ­νεια, δύο παι­διά. Μάχι­μος, στα­θε­ρά στις λαϊ­κές κινη­το­ποι­ή­σεις, κάπου – κάπου την θυμό­ταν να κρα­τά το πανό και με ανε­μι­σμέ­να τα μαλ­λιά της να φωνά­ζει με όλη τη δύνα­μη της νιό­της της εκεί­να τα αξέ­χα­στα και πάντα επί­και­ρα συνθήματα.

Η είδη­ση ότι με μια σει­ρά εκδη­λώ­σεις στη συμπρω­τεύ­ου­σα θα τιμό­ταν η μνή­μη των 20 χρό­νων από εκεί­νες τις μεγα­λειώ­δεις κινη­το­ποι­ή­σεις τον συνε­πή­ρε. Δεν θα μπο­ρού­σε να λεί­ψει από αυτή τη συνά­ντη­ση τιμή και μνήμης.

Παρά τη γκρί­νια της συζύ­γου του, «πού θα πας Σαβ­βα­τιά­τι­κα» απο­φά­σι­σε να κατέ­βει στη Θεσσαλονίκη.

Πολ­λές φάτσες άγνω­στες στη συγκέ­ντρω­ση. Και οι γνω­στοί, από τις τότε δια­δη­λώ­σεις ουσια­στι­κά αγνώ­ρι­στοι. Με λιγο­στά μαλ­λιά, γκρι­ζα­ρι­σμέ­νοι, με περίσ­σια κιλά.

Το βίντεο με τις τότε κινη­το­ποι­ή­σεις εντυ­πω­σια­κό, ξυπνού­σε μνή­μες. Και αυτός είχε ιδιαίτερες…

Δεν υπήρ­χε θέμα να περά­σει απα­ρα­τή­ρη­τη. Μπο­ρεί να είχε αλλά­ξει το χτέ­νι­σμα στο μαλ­λί της, όμως η κορ­μο­στα­σιά της παρέ­μει­νε όπως τότε, όπως και η λάμ­ψη στα υπέ­ρο­χα μάτια της.

Μόνο να η προ­φο­ρά της λίγο σαν να έχει αλλάξει.

«Να λοι­πόν που μετά από 20 χρό­νια, συνα­ντιό­μα­στε πάλι σ’ένα λιμά­νι. Έκα­να ολό­κλη­ρο ταξί­δι από τη Γερ­μα­νία, όπου μένω τα τελευ­ταία 10 χρό­νια για να είμαι εδώ. Τιμώ τη νιό­τη μου, για­τί εκεί­να τα χρό­νια τα θεω­ρώ τα σημα­ντι­κό­τε­ρα της ζωής μου»

Κάθι­σαν αμί­λη­τοι σε όλη τη διάρ­κεια της εκδή­λω­σης. Συγκί­νη­ση, αμη­χα­νία, ποιος άρα­γε ξέρει;

Απο­φά­σι­σαν να πάνε μετά στο ταβερ­νά­κι του πρώ­του ραντε­βού. Πολ­λά είχαν αλλά­ξει εκεί. Το ντε­κόρ, το παλιό αφε­ντι­κό που είχε πια πεθά­νει, μόνο η ρετσί­να που ήπιαν δεν έλε­γε ν’ αλλά­ξει γεύση.

Ο καθέ­νας τους είχε φτιά­ξει τη ζωή του, οικο­γέ­νειες, καριέ­ρα, παι­διά Όνει­ρα τακτο­ποι­η­μέ­να, σε ετή­σιους απολογισμούς.

Τον φίλη­σε γλυ­κά ατέ­λειω­τα στο στό­μα, όπως τότε. Του έβα­λε στο χέρι το κοχύ­λι που της είχε χαρί­σει και επα­να­λαμ­βά­νο­ντας τα λόγια του αγα­πη­μέ­νου τους σκη­νο­θέ­τη Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου απομακρύνθηκε:

«Κανέ­νας δεν μπο­ρεί να χτί­σει για λογα­ρια­σμό σου το γεφύ­ρι απ’ όπου χρω­στάς να περά­σεις το ρεύ­μα της ζωής. Κανέ­νας, εκτός από σένα τον ίδιο.»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο