Συνήθεια και αυτή, που είχε από μικρό παιδί, να κοιμάται βάζοντας το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι. Λες και ήθελε να αναζητήσει εκεί κρυμμένα μυστικά της παιδικής του ηλικίας ή μήπως την αγκαλιά της που τόσο του είχε λείψει τους καλοκαιρινούς μήνες.
«Θα φύγω για έναν μήνα, μήπως και βρω το εαυτό μου» του πέταξε και έφυγε για «εναλλακτικές διακοπές» όπως του έλεγε τακτικά σε γραφικό χωριό του Πηλίου.
Και αυτός να μένει μόνος περιμένοντας πότε θα φιλοτιμηθεί να απαντήσει στα τηλεφωνήματα του και ν’ ακούει και τις παρατηρήσεις της μητέρας του «να την παρατήσει γιατί δεν του αξίζει».
Και με μόνο πραγματική του συντροφιά τη «Μαλαματίνα», για να «σκοτώνει» τις αυταπάτες του, να περνά τα βράδια του περιμένοντας τον ερχομό της.
Η σημερινή βραδιά ήταν διαφορετική. Είχε μπει για τα καλά στο μυαλό του, ότι η σχέση τους «έπνεε τα λοίσθια» και πως ένας τρίτος άνθρωπος είχε μπει ανάμεσα τους, γι’αυτό και οι ποσότητες του ποτού που είχε καταναλώσει είχαν αυξηθεί στο μέγιστο τους βαθμό («ρεκόρ έκανα για την …» καμάρωνε τρεκλίζοντας στους φίλους του.
Στον δρόμο κορόιδεψε το πλήθος πιστών (ιδιαίτερα γυναίκες) που είχε κατακλύσει το εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου και φτάνοντας στο σπίτι ξάπλωσε για να συναντήσει τους εφιάλτες του.
Και εκείνα τα τρίμματα κάτω από το μαξιλάρι τι γύρευαν; ‘Η μήπως ήταν στο όνειρο του και αυτά;
Ξυπνώντας, η μητέρα, του ετοίμασε τον ελληνικό καφέ και με την έκφραση αγωνίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, τον ρώτησε:
«Είδες κανένα όνειρο παιδί μου χτες;»
Και τότε τα κατάλαβε όλα.
Κατευθύνθηκε αποφασιστικά στο τηλέφωνο και σχηματίζοντας τον αριθμό της, είπε:
«Νομίζω πως τελειώσαμε».