Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας, «Το φιλί του Δεκαπενταύγουστου» (Διήγημα)

«Κάθε φιλί που δίνε­ται, μα κάθε ανεξαιρέτως
ένα τοις εκα­τό αποτελείται
από αιω­νιό­τη­τα
κι όλο το άλλο από τον κίνδυνο
να ’ναι το τελευταίο»
(Κική Δημουλά)

Τα νεύ­ρα του κόντευαν να σπά­σουν. Η από­φα­ση της δημο­τι­κής αρχής για ανά­πλα­ση του πάρ­κου στην περιο­χή, η αιτία. Όχι ότι δεν του άρε­σαν τα μεγά­λα πεζο­δρό­μια, αν και οι οδη­γοί είχαν αρχί­σει να γκρι­νιά­ζουν ήδη για το «πού θα παρκάρουν».Όχι ότι δεν του άρε­σε το πρά­σι­νο που θα αυξα­νό­τανν όπως είχαν υπο­σχε­θεί (αν και υπο­στή­ρι­ζε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινό­ταν τελι­κά μιας και όπως υπο­στή­ρι­ζε «το πρά­σι­νο δεν αφή­νει κέρ­δος στον εργο­λά­βο»). Όμως να, το είχε συν­δέ­σει με την μαγεία των εφη­βι­κών του χρό­νων και αισθα­νό­ταν ότι κάθε παρέμ­βα­ση θα είχε ως απο­τέ­λε­σμα αυτή να χαθεί για πάντα.

Η γυναί­κα του, οι φίλοι του, είχαν χαρα­κτη­ρί­σει την αντί­δρα­σή του αυτή «εμμο­νι­κή». «Δεν χάθη­κε ο κόσμος , από τα παλιά παγκά­κια που θα τα αντι­κα­θι­στού­σαν με άλλα εργο­νο­μι­κά ή την αντι­κα­τά­στα­ση των τρια­ντα­φυλ­λιών με άλλα φυτά και δέν­δρα» του έλεγαν

Πού να γνώ­ρι­ζαν όμως ολό­κλη­ρη την αλή­θεια; Αυτή που όλα αυτά χρό­νια δεν την είχε ομο­λο­γή­σει σε κανέναν;

Μέρες της μετα­πο­λί­τευ­σης. Αυτός στα 15, εκεί­νη στα 14. Γνω­ρί­στη­καν σε ένα από τα πολ­λά πάρ­τι της επο­χής. Αυτός έντο­να πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος, οργα­νω­μέ­νος στην «πρω­το­πό­ρα οργά­νω­ση νεο­λαί­ας» όπως του άρε­σε να καμα­ρώ­νει στις συζη­τή­σεις, στα «πηγα­δά­κια» της επο­χής, που τότε ήταν στο φόρ­τε τους και γινό­ταν σε κάθε πάρ­κο, πλα­τεία ή καφε­τέ­ρια. Εκεί­νη ψηλή, με ξαν­θά μαλ­λιά, γαλά­ζια μάτια και «σοσια­λί­στρια» όπως της άρε­σε να τον πειράζει.

Άρχι­σαν να βγαί­νουν καθη­με­ρι­νά μαζί, σε εκεί­νες τις ατέ­λειω­τες βόλ­τες στο πάρ­κο της πόλης. 7–9 κάθε από­γευ­μα και με τον φόβο μην τους δουν καθη­γη­τές και έχουν προ­βλή­μα­τα με απο­βο­λές στο σχο­λείο. Τότε άλλω­στε τα σχο­λεία δεν ήταν ακό­μη μικτά, ενώ τα ήθη ήταν πολύ συντη­ρη­τι­κά. Πολ­λοί ήταν οι μήνες αυτοί, που απλά κάπου – κάπου πιά­νο­νταν από το χέρι, ενώ οι αγα­πη­μέ­νες τους συζη­τή­σεις ήταν για τα λογο­τε­χνι­κά βιβλία που διά­βα­ζαν και οι δύο μετά μανίας.

Και ήλθαν οι καλο­και­ρι­νές δια­κο­πές. Αυτή όπως κάθε χρό­νο παρα­θέ­ρι­ση στη Χαλ­κιδ­κή. Αυτός, φτω­χό­παι­δο, στο εργο­στά­σιο. Του έλει­πε. Πρώ­τη φορά , αυτούς τους μήνες, θα ήταν τόσο μακριά ο ένας από τον άλλον.

Παρα­μο­νή Δεκα­πε­νταύ­γου­στου επέ­στρε­ψε τελι­κά. Ήταν άλλω­στε «ταγ­μέ­νη» στην Πανα­γία που είχε την εκκλη­σία της σε ορει­νό χωριό της περιοχής.

Στη σύντο­μη συνά­ντη­ση τους «Η μαμά περι­μέ­νει να πάω τα ψώνια στο σπί­τι» όπως του δικαιο­λο­γή­θη­κε, έκλει­σαν ραντε­βού για την επό­με­νη μέρα. «Το από­γευ­μα θα είναι έρη­μη η πόλη. Οπό­τε θα τα πού­με με την ησυ­χία μας» του είπε βια­στι­κά και σφίγ­γο­ντας του το χέρι, έφυ­γε με εκεί­νο το μπλου­τζι­νά­κι της να τονί­ζει τους κυμα­τι­σμούς των νεο­σχη­μα­τι­σμέ­νων καμπύ­λων της.

Το βρά­δυ δεν κοι­μή­θη­κε. Το πρωί συζή­τη­σε για το «πια ρού­χα θα του πήγαι­ναν περισ­σό­τε­ρο» με την έμπει­ρη αδελ­φή του και το από­γευ­μα ντυ­μέ­νος με εκεί­να τα γαλά­ζια , τη συνά­ντη­σε στον πάρ­κο, τόπο του ραντε­βού τους. Είχε αρχί­σει να σκο­τει­νιά­ζει και όπως είχαν προ­βλέ­ψει δεν κυκλο­φο­ρού­σε ψυχή, εκεί.

Κάθι­σαν στο ακρια­νό παγκά­κι. Η πυκνή τρια­ντα­φυλ­λιά ήταν ιδα­νι­κή κρυ­ψώ­να για το ζευ­γα­ρά­κι. Κάθι­σαν δίπλα-δίπλα και της έπια­σε ξανά το χέρι. Ένιω­σε την ταρα­χή της. Την κοί­τα­ξε βαθειά στα μάτια. Στη συνέ­χεια έρι­ξε ένα καχύ­πο­πτο βλέμ­μα τρι­γύ­ρω και απο­φά­σι­σε να προ­χω­ρή­σει επι­τέ­λους σ’ αυτό που τόσους μήνες πρό­στα­ζε η καρ­διά του. Το πρώ­το του φιλί, διστα­κτι­κό, άγου­ρο. Την αγκά­λια­σε σφι­χτά και κόλ­λη­σε για μία ακό­μη φορά τα χεί­λη του στα δικά της. Η καρ­διά του πήγαι­νε να σπά­σει σε συγ­χορ­δία με τη δική της. Ο χρό­νος στα­μά­τη­σε για τους δυο τους. Είχαν να λένε για τις αξέ­χα­στες αυτές στιγ­μές στα επό­με­να ραντε­βού τους…

Η σχέ­ση τους, πέρα­σε από σαρά­ντα κύμα­τα στα γυμνα­σια­κά τους χρό­νια. Αυτός αργό­τε­ρα φοι­τη­τής στην Αθή­να, αυτή την επό­με­νη χρο­νιά στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Δια­τή­ρη­σαν αλλη­λο­γρα­φία, όμως ο καθέ­νας έφτια­χνε τις δικές σχέ­σεις, είχε τα δικά του σχέ­δια. Και στη συνέ­χεια όλα πήραν το δρό­μο τους.

Αυτός στρα­τιω­τι­κό, επι­στρο­φή στη γενέ­θλια γη, κυνή­γι επαγ­γελ­μα­τι­κής απο­κα­τά­στα­σης, οικο­γέ­νεια. Αυτή μετά τις σπου­δές, στην Αγγλία για μετα­πτυ­χια­κό, διδα­κτο­ρι­κό και στη συνέ­χεια έχα­σε τα ίχνη της.

Μάταια προ­σπά­θη­σε τα επό­με­να χρό­νια να τα βρει. Και οι ελά­χι­στοι συγ­γε­νείς της που είχαν απο­μεί­νει στην πόλη έκα­ναν λόγο μόνο για την πανε­πι­στη­μια­κή της καριέ­ρα σε διά­φο­ρα πανε­πι­στή­μια του Βορρά.

Η «ανά­πλα­ση του ιστο­ρι­κού κέντρου» προ­χώ­ρη­σε – παρά τις αντι­δρά­σεις- πολύ γρή­γο­ρα. Το πάρ­κο έχα­σε την παλιά του όψη. Οι φόβοι του ότι τελι­κά το μάρ­μα­ρο και το τσι­μέ­ντο θα ήταν περισ­σό­τε­ρο από το πρά­σι­νο επι­βε­βαιώ­θη­καν. Και εκεί­νες οι όμορ­φες τρια­ντα­φυλ­λιές ξερι­ζώ­θη­καν και μπή­κε άφθο­νο γρα­σί­δι. Και εκεί­να τα παγκά­κια τι τ’ άλλα­ξαν οι αθε­ό­φο­βοι; Τι τους έφται­ξαν; Πώς τελι­κά πέτα­ξαν στο καλά­θι των αχρή­στων τόσες ερω­τι­κές ιστο­ρί­ες που είχαν πλε­χτεί εκεί τα παλιό­τε­ρα χρόνια;

Η βρα­δι­νή του ανάρ­τη­ση του στο Fb, που συνο­δευό­ταν με τις ΦΩΤΟ, του «τερα­τουρ­γή­μα­τος» που είχαν δημιουρ­γή­σει όπως κατήγ­γει­λε, έβγα­ζε οργή αλλά και νοσταλ­γία . Αλλά τελι­κά ήταν απλά μία μάχη για την τιμή των όπλων. Το κέδρος πάνω απ’ όλα…

Το πρωί, όταν ξανά­νοι­ξε τον υπο­λο­γι­στή του, είδε ότι πολ­λά σχό­λια υπήρ­χαν κάτω από την ανάρ­τη­σή του. Φαί­νε­ται ότι είχε χτυ­πή­σει ευαί­σθη­τες φλέ­βες κάποιων συνο­μη­λί­κων του…

Το όνο­μα της γραμ­μέ­νο με λατι­νι­κούς χαρα­κτή­ρες. Δύσκο­λα θα έδι­νε σημα­σία. Όμως η εικό­να του προ­φίλ της, με τα μεγά­λα γαλά­ζια ματιά της και τα κόκ­κι­να σαρ­κώ­δη χεί­λη της, παρά τα χρό­νια που είχαν περι­κυ­κλώ­σει το πρό­σω­πο της, δεν μπο­ρού­σαν να ξεχαστούν.

Υπήρ­χε μία ΦΩΤΟ (που την βρή­κε η άτι­μη…) με το παγκά­κι του πάρ­κου όπως ήταν παλιά. Και η λεζά­ντα της έγρα­φε μία μόνο λέξη: «ΘΥΜΑΣΑΙ;»

_________________________________________________________________________________________________

Αλέκος Α. Χατζηκώστας  Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 7 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο