«Κάθε φιλί που δίνεται, μα κάθε ανεξαιρέτως
ένα τοις εκατό αποτελείται
από αιωνιότητα
κι όλο το άλλο από τον κίνδυνο
να ’ναι το τελευταίο»
(Κική Δημουλά)
Τα νεύρα του κόντευαν να σπάσουν. Η απόφαση της δημοτικής αρχής για ανάπλαση του πάρκου στην περιοχή, η αιτία. Όχι ότι δεν του άρεσαν τα μεγάλα πεζοδρόμια, αν και οι οδηγοί είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν ήδη για το «πού θα παρκάρουν».Όχι ότι δεν του άρεσε το πράσινο που θα αυξανότανν όπως είχαν υποσχεθεί (αν και υποστήριζε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν τελικά μιας και όπως υποστήριζε «το πράσινο δεν αφήνει κέρδος στον εργολάβο»). Όμως να, το είχε συνδέσει με την μαγεία των εφηβικών του χρόνων και αισθανόταν ότι κάθε παρέμβαση θα είχε ως αποτέλεσμα αυτή να χαθεί για πάντα.
Η γυναίκα του, οι φίλοι του, είχαν χαρακτηρίσει την αντίδρασή του αυτή «εμμονική». «Δεν χάθηκε ο κόσμος , από τα παλιά παγκάκια που θα τα αντικαθιστούσαν με άλλα εργονομικά ή την αντικατάσταση των τριανταφυλλιών με άλλα φυτά και δένδρα» του έλεγαν
Πού να γνώριζαν όμως ολόκληρη την αλήθεια; Αυτή που όλα αυτά χρόνια δεν την είχε ομολογήσει σε κανέναν;
Μέρες της μεταπολίτευσης. Αυτός στα 15, εκείνη στα 14. Γνωρίστηκαν σε ένα από τα πολλά πάρτι της εποχής. Αυτός έντονα πολιτικοποιημένος, οργανωμένος στην «πρωτοπόρα οργάνωση νεολαίας» όπως του άρεσε να καμαρώνει στις συζητήσεις, στα «πηγαδάκια» της εποχής, που τότε ήταν στο φόρτε τους και γινόταν σε κάθε πάρκο, πλατεία ή καφετέρια. Εκείνη ψηλή, με ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια και «σοσιαλίστρια» όπως της άρεσε να τον πειράζει.
Άρχισαν να βγαίνουν καθημερινά μαζί, σε εκείνες τις ατέλειωτες βόλτες στο πάρκο της πόλης. 7–9 κάθε απόγευμα και με τον φόβο μην τους δουν καθηγητές και έχουν προβλήματα με αποβολές στο σχολείο. Τότε άλλωστε τα σχολεία δεν ήταν ακόμη μικτά, ενώ τα ήθη ήταν πολύ συντηρητικά. Πολλοί ήταν οι μήνες αυτοί, που απλά κάπου – κάπου πιάνονταν από το χέρι, ενώ οι αγαπημένες τους συζητήσεις ήταν για τα λογοτεχνικά βιβλία που διάβαζαν και οι δύο μετά μανίας.
Και ήλθαν οι καλοκαιρινές διακοπές. Αυτή όπως κάθε χρόνο παραθέριση στη Χαλκιδκή. Αυτός, φτωχόπαιδο, στο εργοστάσιο. Του έλειπε. Πρώτη φορά , αυτούς τους μήνες, θα ήταν τόσο μακριά ο ένας από τον άλλον.
Παραμονή Δεκαπενταύγουστου επέστρεψε τελικά. Ήταν άλλωστε «ταγμένη» στην Παναγία που είχε την εκκλησία της σε ορεινό χωριό της περιοχής.
Στη σύντομη συνάντηση τους «Η μαμά περιμένει να πάω τα ψώνια στο σπίτι» όπως του δικαιολογήθηκε, έκλεισαν ραντεβού για την επόμενη μέρα. «Το απόγευμα θα είναι έρημη η πόλη. Οπότε θα τα πούμε με την ησυχία μας» του είπε βιαστικά και σφίγγοντας του το χέρι, έφυγε με εκείνο το μπλουτζινάκι της να τονίζει τους κυματισμούς των νεοσχηματισμένων καμπύλων της.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Το πρωί συζήτησε για το «πια ρούχα θα του πήγαιναν περισσότερο» με την έμπειρη αδελφή του και το απόγευμα ντυμένος με εκείνα τα γαλάζια , τη συνάντησε στον πάρκο, τόπο του ραντεβού τους. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και όπως είχαν προβλέψει δεν κυκλοφορούσε ψυχή, εκεί.
Κάθισαν στο ακριανό παγκάκι. Η πυκνή τριανταφυλλιά ήταν ιδανική κρυψώνα για το ζευγαράκι. Κάθισαν δίπλα-δίπλα και της έπιασε ξανά το χέρι. Ένιωσε την ταραχή της. Την κοίταξε βαθειά στα μάτια. Στη συνέχεια έριξε ένα καχύποπτο βλέμμα τριγύρω και αποφάσισε να προχωρήσει επιτέλους σ’ αυτό που τόσους μήνες πρόσταζε η καρδιά του. Το πρώτο του φιλί, διστακτικό, άγουρο. Την αγκάλιασε σφιχτά και κόλλησε για μία ακόμη φορά τα χείλη του στα δικά της. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει σε συγχορδία με τη δική της. Ο χρόνος σταμάτησε για τους δυο τους. Είχαν να λένε για τις αξέχαστες αυτές στιγμές στα επόμενα ραντεβού τους…
Η σχέση τους, πέρασε από σαράντα κύματα στα γυμνασιακά τους χρόνια. Αυτός αργότερα φοιτητής στην Αθήνα, αυτή την επόμενη χρονιά στη Θεσσαλονίκη. Διατήρησαν αλληλογραφία, όμως ο καθένας έφτιαχνε τις δικές σχέσεις, είχε τα δικά του σχέδια. Και στη συνέχεια όλα πήραν το δρόμο τους.
Αυτός στρατιωτικό, επιστροφή στη γενέθλια γη, κυνήγι επαγγελματικής αποκατάστασης, οικογένεια. Αυτή μετά τις σπουδές, στην Αγγλία για μεταπτυχιακό, διδακτορικό και στη συνέχεια έχασε τα ίχνη της.
Μάταια προσπάθησε τα επόμενα χρόνια να τα βρει. Και οι ελάχιστοι συγγενείς της που είχαν απομείνει στην πόλη έκαναν λόγο μόνο για την πανεπιστημιακή της καριέρα σε διάφορα πανεπιστήμια του Βορρά.
Η «ανάπλαση του ιστορικού κέντρου» προχώρησε – παρά τις αντιδράσεις- πολύ γρήγορα. Το πάρκο έχασε την παλιά του όψη. Οι φόβοι του ότι τελικά το μάρμαρο και το τσιμέντο θα ήταν περισσότερο από το πράσινο επιβεβαιώθηκαν. Και εκείνες οι όμορφες τριανταφυλλιές ξεριζώθηκαν και μπήκε άφθονο γρασίδι. Και εκείνα τα παγκάκια τι τ’ άλλαξαν οι αθεόφοβοι; Τι τους έφταιξαν; Πώς τελικά πέταξαν στο καλάθι των αχρήστων τόσες ερωτικές ιστορίες που είχαν πλεχτεί εκεί τα παλιότερα χρόνια;
Η βραδινή του ανάρτηση του στο Fb, που συνοδευόταν με τις ΦΩΤΟ, του «τερατουργήματος» που είχαν δημιουργήσει όπως κατήγγειλε, έβγαζε οργή αλλά και νοσταλγία . Αλλά τελικά ήταν απλά μία μάχη για την τιμή των όπλων. Το κέδρος πάνω απ’ όλα…
Το πρωί, όταν ξανάνοιξε τον υπολογιστή του, είδε ότι πολλά σχόλια υπήρχαν κάτω από την ανάρτησή του. Φαίνεται ότι είχε χτυπήσει ευαίσθητες φλέβες κάποιων συνομηλίκων του…
Το όνομα της γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες. Δύσκολα θα έδινε σημασία. Όμως η εικόνα του προφίλ της, με τα μεγάλα γαλάζια ματιά της και τα κόκκινα σαρκώδη χείλη της, παρά τα χρόνια που είχαν περικυκλώσει το πρόσωπο της, δεν μπορούσαν να ξεχαστούν.
Υπήρχε μία ΦΩΤΟ (που την βρήκε η άτιμη…) με το παγκάκι του πάρκου όπως ήταν παλιά. Και η λεζάντα της έγραφε μία μόνο λέξη: «ΘΥΜΑΣΑΙ;»
_________________________________________________________________________________________________
Αλέκος Α. Χατζηκώστας Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 7 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.