Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (11o)

Ο ρόλος που έπαι­ξε ο κολέ­γας του ο Μελέ­της. Ο φύλα­κας του σταθ­μού στη γέφυ­ρα του Παμίσου.

του Δημή­τρη Κανελλόπουλου //

Λοι­πόν, σ’ αυτή την παρε­ού­λα, τον καλύ­τε­ρο ρόλο εις το θέμα του Πανα­γιώ­τη τον έπαι­ξε αυτός ο φτω­χός και αγράμ­μα­τος άνθρω­πος, που θα ήτα­νε είτε «συμ­μα­θη­τής» είτε γει­το­νά­κι του Πανα­γιώ­τη. Αλλά δεμέ­νοι πολύ μετα­ξύ τους. Προ­πά­ντων από τον και­ρό που ο Πανα­γιώ­της πριν δυό, τρεις χρό­νους, του είχε συμπα­ρα­στα­θεί σε μια δική του αρρώ­στια. Όταν τον εκου­βά­λη­σε στην Αθή­να εις το νοσο­κο­μείο, με αιμορ­ρα­γία και αβά­στα­χτους πόνους στα νεφρά του και το συκώ­τι του. Και τον εσυ­γκρά­τη­σε δέκα φορές στην Κακιά Σκά­λα που ήθε­λε να πέσει και να γκρε­μι­στεί από το παρά­θυ­ρο του βαγο­νιού τους στη θάλασ­σα. Που ελε­γό­τα­νε πως είχε μεί­νει από τότε με το ένα νεφρό του ή με το μισό από τα πνευ­μό­νια του.

Αλλά που τώρα έβρι­σκε κι εκεί­νος την ευκαι­ρία να του ξεπλη­ρώ­σει τα δανει­κά, διπλά και τρι­πλά. Αλλά όχι μονά­χα ως φίλος αλλά και ως καλύ­τε­ρος ψυχο­λό­γος. Με την άγρια επί­θε­ση που του έκα­νε και όχι με την πει­θώ και το παρα­κά­λι που δε θα είχα­νε πέρα­ση. Αλλά με το μαστί­γιο εις το χέρι που δεν εντρε­πό­τα­νε ένας άντρας τρια­ντα­πέ­ντε χρο­νώ, με μιάν αρρώ­στια που ούτε και φαί­νε­ται, να τα έχει βαμ­μέ­να μαύ­ρα και να κλαί­ει συνέ­χεια σα χήρα γυναί­κα. Και τι να έλε­γα εγώ, ορφα­νός και πεντά­φτω­χος ενώ εσύ, του φώνα­ζε, τα έχεις όλα και χτή­μα­τα και γονιούς που σε πονούν και σε σκέφτονται.

- Και του­λά­χι­στον, του εφώ­να­ζε, αν δε σκέ­φτε­σαι τον ίδιο τον εαυ­τό σου, μπο­ρεί καη­μέ­νε μου να μου πεις τι σου χρω­στά­ει αυτή η κοπέ­λα που κρε­μά­στη­κε στο λαι­μό σου.

Έτσι τον από­παιρ­νε ενώ ακό­μα κι όταν τον ηρε­μού­σε και πάλι δεν άλλα­ζε τον τόνο του και το στό­χο του. Και τον απει­λού­σε έστω και με το γέλιο του.

- Για­τί μωρέ συ χέστη, τον απει­λού­σε, αν ήθε­λε να μην ήμουν ένας σακά­της θα σε άρπα­ζα και θα σε πέτα­γα στο ποτά­μι. Για να έπαιρ­νες μια κρυά­δα μήπως και συνε­φέ­ρεις λιγάκι.

Και δεν τον άφη­νε να φύγει δίχως ένα δεύ­τε­ρο ή ένα τρί­το ρακί πριν τον ξεπρο­βο­δί­σει για το σπί­τι του μέχρι το παγο­ποιείο του Γέρου­λα. Όπου εφι­λιό­ντα­νε με τις καλη­νύ­χτες τους. Σχε­δόν αισιόδοξοι.

Ο Μελέ­της ενη­μέ­ρω­σε και το Σωτή­ρη, όπως το παρα­δε­χό­τα­νε και ο ίδιος. Νομί­ζο­ντας ότι θα ήτα­νε γνώ­στης του πράγ­μα­τος, τον εφώ­να­ξε για να το έλε­γε και στη μάνα του, ότι η αρρώ­στια του Πανα­γιώ­τη ήτα­νε λιγό­τε­ρο στο σώμα του και περισ­σό­τε­ρο στο μυα­λό του. Για να μην στε­να­χω­ριού­νται στη φαμε­λιά τους. Και να μην πικραί­νο­νταν άδι­κα και η Καλ­λιό­πη που όπως το ήξε­ρε καλά ο Μελέ­της, δεν θα ματάλ­λα­ζε με τίπο­τα την από­φα­σή της. Και την αγά­πη της εις τον άνθρω­πό της. Πιστεύ­ο­ντας ότι θα πηγαί­να­νε όλα καλά, αυτό που εγί­νη­κε κιόλας.

 

Οι δυό φαμε­λιές ήτα­νε πιο δεμέ­νες απ’ όσο το έδει­χνε αυτό η Πατσα­τζέι­κη στά­ση που όμως δεν επτο­ού­σε την καλο­σύ­νη του Πανα­γιώ­τη. Όπου δίχως τα δανει­κά που εσή­κω­σε ο γαμπρός του για το χατί­ρι του, από ένα φίλο του Δου­βο­γιάν­νη, ταβερ­νιά­ρη, ο Δημή­τρης θα έχα­νε το ’43 το διο­ρι­σμό του στο υπουρ­γείο. Επει­δή από το σπί­τι του, ούτε τα ναύ­λα, ούτε το χαρ­τζι­λί­κι που του χρεια­ζό­τα­νε στην Αθή­να δια­θέ­τα­νε, χάρη που για την δια­μο­νή του, βασι­ζό­τα­νε στη φιλο­ξε­νία ενός θεί­ου του στα Πατή­σια. Με μια συνέ­χεια που νομί­ζω σας την έχω κατα­γραμ­μέ­νη κάπου αλλού. Ως τάχα κωμι­κή αλλά πολύ τρα­γι­κή στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αυτήν με την ξαδερ­φού­λα του και τα άπλυ­τα σώβρα­κά του.

Άσχε­το που ο Δημή­τρης, όπως σας το επρό­λα­βα κιό­λας, πολύ αργό­τε­ρα που ανα­μό­χλευε κι αυτός το γενε­α­λο­γι­κό δέντρο του, ως ανα­πλη­ρω­τής Γενι­κός Διευ­θυ­ντής, που κατά­λη­ξε στην υπη­ρε­σία του, έλε­γε και μπρο­στά μου ότι η σύντα­ξη που τους βγή­κε για τον πατέ­ρα τους ήτα­νε τάχα 1.800 δραχ­μές το μήνα. Και θα τα εμπέρ­δευε βέβαια, επει­δή εκεί­να τα χρό­νια οι συντά­ξεις πλη­ρω­νό­ντα­νε με το τρί­μη­νο. Αλλιώ­τι­κα δεν θα είχα­νε τόση στέ­νε­ψη εις τη φαμε­λιά τους και να υπο­χρε­ω­νό­τα­νε η Ελέ­νη η αδερ­φή τους, μαζί με τη Δήμη­τρα της ξαδέρ­φη μου, να δου­λεύ­ου­νε με τις βδέλ­λες στα πόδια τους, εις του Γαλα­νά­κη και εις του Κρέ­πε­πα. Με είκο­σι και εικο­σι­πέ­ντε φρά­γκα το μερο­κά­μα­το. Μέσα στα νερά και τις λάσπες.

Αλλά για το πόσο ήτα­νε δεμέ­νες οι δύο οικο­γέ­νειες μετα­ξύ τους, Ζεπέ­οι και Πατσα­τζέ­οι, άσχε­το με το τι λέγα­νε ή πιστεύ­α­νε οι Νησιώ­τες, θα σας πω κι ένα περι­στα­τι­κό που μιλά­ει από μόνο του για τη μεγά­λη αγά­πη που τρέ­φα­νε και τα παι­διά του Πανα­γιώ­τη και της Καλ­λιό­πης στη για­γιά τους την Όλγα την Πατσατζίνα.

Εγί­νη­κε εις την κατο­χή, νομί­ζω τελειώ­νο­ντας η άνοι­ξη του ’43, σ’ έναν και­ρό που η νόνα τους αργο­πό­ρη­σε να περά­σει από το Ζεπέι­κο, όπου τα δυό αγό­ρια, τα μεγα­λύ­τε­ρα, εβά­λα­νε ανε­ρώ­τη­τα πλώ­ρη για τον «Άγιο Θανά­ση», όπου εκεί δίπλα θυμό­ντα­νε πως εβρι­σκό­ταν η «έδρα» της. Αλλά που μικρά όπως ήσα­ντε και βαδί­ζο­ντας εις τα κου­του­ρού επα­κα­τλή­ξα­νε εις τα χασά­πι­κα όπου τα «οδή­γη­σε» στην Αστυ­νο­μία, ένας διερ­χό­με­νος χωροφύλακας.

 

Μαζεύ­τη­καν περα­στι­κοί και προ­σω­πι­κό όλοι τους περί­ερ­γοι και ανα­στα­τω­μέ­νοι. Και πρώ­τος ο Διοι­κη­τής καθώς αυτά συνέ­χεια κλαί­γα­νε και το μόνο που εξε­χώ­ρι­ζες ήτα­νε πως εγυ­ρεύ­α­νε την «Τζί­να» τους και τη «Τζί­να» τους που αυτός ο καη­μέ­νος το ενό­μι­ζε ως το όνο­μα καμια­νής γάτας που θα ομόρ­φαι­νε τα παι­χνί­δια τους.

Ώσπου παρου­σιά­στη­κε μια σχε­δόν συνο­μή­λι­κή τους, αλλά σκέ­τη τσα­ού­σω του λόγου της, από τα στερ­νο­παί­δια του μπάρ­μπα Μήτσου του Μπί­ρη που εβρέ­θη­κε να χαζεύ­ει δίπλα εις την ταβέρ­να τους. Που αυτή όχι μόνο εγνώ­ρι­σε τα παι­διά και εχά­ρι­σε εις τους χωρο­φύ­λα­κες την ταυ­τό­τη­τά τους, αλλά τους εξή­γη­σε κιό­λας, ότι ως «Τζί­να» δεν εγυ­ρεύ­α­νε καμιά σκυ­λί­τσα ή καμιά γάτα, αλλά την για­γιά τους την Πατσατζίνα.

Όλο αυτό εχά­λα­σε την παρέα μας εις το καφε­νεί­ον «Η Λέσχη» όπου σαχλα­μα­ρί­ζα­με. Όμως εμέ­να με εσυ­γκί­νη­σε πολύ ο τρό­πος που οι δυό μικροί «ροβιν­σώ­νες» επέ­σα­νε εις την αγκα­λιά του φίλου μου του Δημή­τρη, του λεγό­με­νου «γύφτου». Που συγκλο­νι­σμέ­νος κι αυτός εβιά­στη­κε να τα γυρί­σει και με την βοή­θειά μου στο σπί­τι τους. Από πριν να έχει τρε­λα­θεί η Καλ­λιό­πη από τη μεγά­λη αγω­νία της.

Επει­δή βλέ­πεις έτυ­χε, εκεί­νες τις μέρες να μη λει­τουρ­γού­νε στο Νησί … τα τηλέ­φω­νά μας.

Όπως το έμα­θα αυτό, πολύ αργό­τε­ρα, ακό­μα πιο γεν­ναιό­δω­ρος απ’ ότι στο Δημή­τρη και με τα δανει­κά που χρε­ώ­θη­κε για λογα­ρια­σμό του για να μην έχα­νε χωρίς λόγο το διο­ρι­σμό του, είχε φερ­θεί ο Πανα­γιώ­της και στον άλλο κου­νιά­δο του, το Σωτή­ρη. Φεύ­γο­ντας του λόγου του με το «φύλ­λο πορεί­ας» για να κατα­τα­γεί εις την χωρο­φυ­λα­κή. Νομί­ζω το φθι­νό­πω­ρο του ’35. Χάρη που με την από­τα­ξή του θα είχε πάρει μαζε­μέ­να αυτή τη φορά, πέντ’ έξι χιλιά­δες είτε καθυ­στε­ρη­μέ­να είτε «εφά­παξ» ως είδος αποζημίωση.

Του Σωτή­ρη δεν του ανοί­γα­με ποτέ κου­βέ­ντα γι’ αυτή του την κου­του­ρά­δα. Του λόγου μου από φόβο μήπως ενό­μι­ζε ότι μπο­ρεί να με είχε βάλει το Κόμ­μα για να σκά­λι­ζα το «βιο­γρα­φι­κό» του σημεί­ω­μα. Και ο Τσερ­πές για να μην τον επλή­γω­νε. Που νύχτα και βια­στι­κά τους παρά­τη­σε κι έφυ­γε. Το μόνο που δεν περι­μέ­να­νε από μέρους του που μαζί με το Γιωρ­γού­λα και τον Απόλ­λω­να τον εκα­μα­ρώ­να­νε και ως το «μαρ­ξι­στή» της παρέ­ας τους. Δίχως, ωστό­σο, να ήτα­νε και κάτι το ανε­ξή­γη­το έτσι όπως, του­λά­χι­στον, εδέ­να­με τα κομ­μά­τια αυτής της ιστο­ρί­ας εμείς οι φίλοι του, είτε εν αγνοία του όσο ζού­σε, είτε και αργό­τε­ρα που τον χάσα­με. Του λόγου μου ως πιο ενη­με­ρω­μέ­νος χάρη και σε κάποιες «ακρι­το­μυ­θί­ες», μερι­κές δικές του και άλλες του Δημή­τρη του αδερ­φού του. Ο μόνος που είχε αυτό το «προ­νό­μιο» ήτα­νε, όπως είδα­με, ο Λεω­νί­δας ο Δημη­τρό­που­λος. Αυτός που μας ξεφούρ­νι­ζε, κάθε τόσο, ως ανέκ­δο­το, τη συνα­πά­ντη­ση του Σωτή­ρη με τον Καρ­τε­ρο­λιώ­τη το Σταύ­ρο, στο τραίνο.

 

Πρώ­τα, πρώ­τα, θα σας πλη­ρο­φο­ρή­σω γι’ αυτό το θέμα ότι μερι­κά χρό­νια πριν τη Δικτα­το­ρία εδι­νό­τα­νε μεγά­λη προ­τε­ραιό­τη­τα από το αρμό­διο Υπουρ­γείο για να επαν­δρω­νό­τα­νε ή και να στε­λε­χο­νό­τα­νε η Χωρο­φυ­λα­κή από παι­διά μορ­φω­μέ­να του Γυμνα­σί­ου. Επει­δή, μ’ επι­κε­φα­λή ένα­νε «Σταμ Σταμ, μεγά­λο ευθυ­μο­γρά­φο, είχε γελοιο­ποι­η­θεί το λεγό­με­νο «Ηρω­ι­κό Σώμα», από τα ανέκ­δο­τα και τις γκά­φες που μας χάρι­ζαν η αμορ­φω­σιά και η αγραμ­μα­το­σύ­νη των βαθ­μο­φό­ρων του. Πλημ­μυ­ρί­ζο­ντας με «σπα­ρα­ξι­κάρ­διο» υλι­κό τα περιο­δι­κά και τα θεα­τρι­κά νού­με­ρα. Το ψωμο­τύ­ρι στις παρέ­ες και τις εκδη­λώ­σεις που εγινόντανε.

 

Έτσι με διά­φο­ρες «εγκυ­κλί­ους», όπως φαί­νε­ται, «εντέλ­λο­νταν» όλοι οι «κατά τόπους» Διοι­κη­τές να ενθαρ­ρύ­νου­νε κάθε κίνη­ση για προ­σέ­λευ­ση γυμνα­σιό­παι­δων για κατά­τα­ξη. Προ­πα­γαν­δί­ζο­ντας τα οφέ­λη, τους μισθούς, τους βαθ­μούς, την εξέ­λι­ξη και το μέλ­λον που τους περί­με­νε. Που μου φαί­νε­ται ότι ίσχυε από τότε, με μια μιρ­κή επι­μή­κυν­ση χρό­νου, να βγά­νου­νε οι στρα­τεύ­σι­μοι στη Χωρο­φυ­λα­κή τη θητεία τους. Με λιγό­τε­ρη κού­ρα­ση και μάλι­στα «έμμι­σθοι». Χωρίς να ανα­γκά­ζο­νται να που­λά­νε ως φαντα­ρά­κια την κου­ρα­μά­να για να εξα­σφα­λί­ζου­νε τα τσι­γά­ρα τους. Αυτό που κατά πρώ­το λόγο έκαι­γε και εβα­σά­νι­ζε το φίλο μας το Σωτήρη.

Επει­δή από κάποιο λόγο που θα μάθου­με αργό­τε­ρα για μια χρο­νιά που έχα­σε «εξό­ρι­στος» στο Γυμνά­σιο της Καλα­μά­τας, το ’35, θα έμπαι­νε στα εικο­σιέ­να του και θα έβλε­πε ως εφιάλ­τη του το 9ο Σύνταγ­μα που τον επε­ρί­με­νε.  Τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος σ’ αυτό κι από το «περιο­δεύ­ον» που θα το πέρα­σε από πριν να έχει στα χέρια του το χαρ­τί που το όφει­λε το Γυμνά­σιο της Μεσ­σή­νης. Και φυσι­κά, δεν θα ήτα­νε αμε­λη­τέο για το Σωτή­ρη το δέλε­αρ να ετε­λεί­ω­νε άνε­τα και τη Νομι­κή, και να τους άφη­νε χρό­νους, κάτι που το είχε στο πρό­γραμ­μά του. Που όλ’ αυτά, τον ανα­γκά­σα­νε να πάρει νύχτα και βια­στι­κά την από­φα­σή του. Αφή­νο­ντας σύξυ­λους και τους πιο στε­νούς φίλους του. Το Γιωρ­γού­λα, τον Τσερ­πέ, τον Απόλ­λω­να, επει­δή θα τους εντρε­πό­τα­νε και λιγάκι.

Κι ούτε βέβαια, ήτα­νε άσχε­το μ’ όλα αυτά που ακρι­βώς, σ’ αυτή την περί­ο­δο, από το ’32 μέχρι αρχές του ’36 ξεκί­νη­σαν αυτό το λαμπρό στά­διο πολ­λά φτω­χά γυμνα­σιό­παι­δα της περιο­χής μας. Οι Καρ­τε­ρο­λιο­τέ­οι, ο Κου­τρου­μπού­χος, ο Ανδρια­νό­που­λος, ο Καπέ­τας, ο Χρή­στος ο Καρε­λάς, ο Πλε­μέ­νος ο Νίκος και τόσοι και τόσοι άλλοι που οι περισ­σό­τε­ροι κατα­λή­ξα­νε στρα­τη­γοί και συνταγ­μα­τάρ­χες. Εξόν από μερι­κούς που μπή­κα­νε στο βημα­τι­σμό της Αντί­στα­σης, όπως και ο «μαρ­ξι­στής» ο δικός μας.

Ο γαμπρός του ο Πανα­γιώ­της, απ’ όσο ξέρω, παρό­λο που ήτα­νε από τους πρώ­τους διδά­ξα­ντες σ’ αυτό το είδος, επα­ρου­σιά­στη­κε σ’ όλα αυτά ως τάχα αμέ­το­χος, για να μην αντι­δρού­σε χει­ρό­τε­ρα ο κου­νιά­δος του. Αλλά το μεγα­λύ­τε­ρο ρόλο, μπο­ρεί να τον έπαι­ξε η παρα­κί­νη­ση που του εγι­νό­τα­νε από ένα συγ­γε­νή του πατέ­ρα του κι από το Φασι­λά­κη, τον «κυβερ­νή­τη» της Όασης που τον είχε το Σωτή­ρη ως φίλο στα όπα, όπα. Ενώ το μεγα­λύ­τε­ρο ρόλο τον έπαι­ξε ένας Ταμπούρ­λος γεί­το­νας της θεί­ας μου της Ασπα­σί­ας. Στέ­λε­χος της «Αστυ­νο­μί­ας των Πόλε­ων», δικη­γό­ρος που όμως το ελυ­πή­θη­κε να τα παρα­τή­σει και να χάσει τ’ αστέ­ρια του. Φίλος του Πανα­γιώ­τη, που αυτός, θα έλυ­σε τα μάγια με το φακέλ­λω­μα του Σωτή­ρη. Άνθρω­πος με κύρος εις το Νησί όπου είχε βρε­θεί εκεί­νον τον και­ρό αδειού­χος. Με την επί­ση­μη στο­λή του όπως πρω­τα­γω­νι­στής στον κινηματογράφο.

Το μεγα­λείο και η δίξα του Πανα­γιώ­τη του Ζέπου εφά­νη­κε στο τέλος του έργου, όταν ο Σωτή­ρης είχε υπο­βά­λει τα χαρ­τιά της κατά­τα­ξής του. Ότι πρώ­τα, πρώ­τα, τον υπο­χρέ­ω­σε να πάνε εις τον Πανί­τσα το ράφτη και να ράψου­νε ένα κου­στού­μι και­νούρ­γιο των Τριών Δέλ­τα. Και στο τσακ για να φύγει, του έστει­λε πεσκέ­σι με την Καλ­λιό­πη μια βαλί­τσα δερ­μά­τι­νη που εδιά­θε­τε, γιο­μά­τη με όλα τα απα­ραί­τη­τα. Κάλ­τσες, εσώ­ρου­χα, ξυρι­στι­κά, δυό γρα­βά­τες και άλλα τόσα που­κά­μι­σα. Μαζί κι ένα βιβλίο με τις αστυ­νο­μι­κές δια­τά­ξεις από τη Σχο­λή της Χωρο­φυ­λα­κής που θα είχε χρεια­στεί και στον ίδιο. Χώρια το χαρ­τζι­λί­κι, δυο πεντα­κο­σά­ρι­κα ολοκαίνουργα.

Αρνού­με­νοι με πρω­τα­γω­νι­στή το Σωτή­ρη, να τα κρα­τή­σου­νε, επει­δή το βλέ­πα­νε κιό­λας ότι για υπο­νω­μα­τάρ­χης και όχι για γαμπρός θα ταξί­δευε ο άνθρω­πός τους. Αλλά υπο­χω­ρή­σα­νε στην επι­μο­νή της Καλ­λιό­πης με τον όρο να τα εγύ­ρι­ζε ως δανει­κά, όταν θα ευκο­λυ­νό­τα­νε με τους μισθούς που θα έπαιρ­νε. Επει­δή τέτοιος ήτα­νε ο Πανα­γιώ­της ο Ζέπος κι όχι όπως, μου τον εσύ­στη­σε ο Μακ στη βρύ­ση του παζα­ριού, δίπλα στο περί­πτε­ρο του Διαμαντάκου.

 

Με τον Δημή­τρη τον αδερ­φό του εις τον Ουλα­μό στα Χανιά όπου εδέ­θη­κε ισό­βια η φιλία μας. Μαζί και μ’ έναν τρί­το Δημή­τρη, το λοχία το Χαντρι­νό από το Κακόβατο.

 Με το Δημή­τρη τον αδερ­φό του, περισ­σό­τε­ρο απ’ όσο εις το σχο­λείο ή στα παι­γνί­δια μας, εδυ­να­μώ­σα­με τη φιλία μας στο στρα­τό όπου εξα­να­σμί­ξα­με. Στα Χανιά στο 14ο Σύνταγ­μα εις τον Ουλα­μό που μας εβά­λα­νε για δεκα­νείς και λοχίες.

 

Εκεί εμπά­σα­με αδερ­φο­ποι­η­τό στην παρέα μας κι έναν τρί­το­νε Δημή­τρη, έτοι­μο λοχία εκπαι­δευ­τή μας, το Δημή­τρη το Χαντρι­νό από το Κακό­βα­το. Αλλά και «ιερο­ψάλ­τη» με το βυζα­ντι­νό τέμπο, όπως εσυ­σται­νό­τα­νε και μας εβα­σά­νι­ζε με τα «τερε­ρέμ» και τους ήχους τους «πλά­γιους», δου­λεύ­ο­ντας σ’ αυτά περισ­σό­τε­ρο τη μύτη από το στό­μα του.

Και το εκα­τα­λά­βαι­να εύκο­λα ότι το ψαλ­τι­λί­κι το έβλε­πε ως επάγ­γελ­μα, έστω και ως πάρερ­γο, ακό­μα και αν θα τα εκα­τά­φερ­νε να επα­ρά­με­νε ως μόνι­μος υπα­ξιω­μα­τι­κός εις το στρά­τευ­μα. Το ίδιο, σχε­δόν, που το έβλε­πα πως το σκε­φτό­τα­νε και ο άλλος Δημή­τρης, ο αδερ­φός του Σωτή­ρη. Αυτός ως μου­σι­κός εις την μπά­ντα της Μεραρ­χί­ας, που εκεί­νο τον και­ρό επρο­πο­νιό­τα­νε εις το φλά­ου­το. Αυτό που ελέ­γα­με ότι επα­τού­σε πάντο­τε στέ­ρεα εις τα πόδια του, με στό­χο να μπο­ρεί στην παλιο­ζωή να κρα­τά­ει, του­λά­χι­στο, έξω από το νερό το κεφά­λι του.

Ούτε και του λόγου μου εβρι­σκό­μου­να σε καλύ­τε­ρη μοί­ρα, αλλά το κατα­λά­βαι­να πως με το στρα­τό δεν εται­ριά­ζα­με ο ένας μας με τον άλλο­νε. Ελπί­ζο­ντας εις το μέσον ενός βου­λευ­τή του σογιού μας που είχε υπο­σχε­θεί το διο­ρι­σμό μου τελειώ­νο­ντας το στρα­τιω­τι­κό μου. Επει­δή σ’ αυτό το κεφά­λαιο τα πράγ­μα­τα ούτε ήτα­νε ούτε θα πάνε, νομί­ζω, ποτέ στο καλύτερο.

Τελο­σπά­ντων, παρα­σταί­νο­ντας και το μαρ­ξι­στή της δεκά­ρας στην εξο­μο­λό­γη­ση που μας επή­γα­νε ένα βρά­δυ, εδή­λω­σα στον παπά «άθε­ος». Κι αυτός βλέ­πο­ντάς το αυτό ως τάχα σα μιαν ευχά­ρι­στη έκπλη­ξη, με παρα­κά­λε­σε να περι­μέ­νω να τελειώ­σει το έργο του για μια «πολιτισμένη»συζήτηση μετα­ξύ μας». Ένα πρά­μα που χάρη και στον καλό του τρό­πο με εκολάκευε.

Όμως τα άκου­σε όλ’ αυτά ο Δημή­τρης ο Πατσαν­τζής κι έτρε­ξε βια­στι­κός και τα πρό­φτα­σε στον άλλο Δημή­τρη τον Χαντρι­νό από το Κακό­βα­το. Που και οι δύο μαζί αγα­να­χτι­σμέ­νοι με τις βλα­κεί­ες μου, με επή­γα­νε σηκω­τό εις το θάλα­μο. Κι ο Χαντρι­νός να με βρί­ζει όπως σα νάμου­να σκύ­λος που να του είχα μαγα­ρί­σει το πιά­το του.

Δίχως να μας πάρει μυρω­διά σ’ όλ’ αυτά ο παπάς από το άκρο της αίθου­σας που ασκού­σε το έργο του. Χάρη και στο μισο­σκό­τα­δο που βασί­λευε εις το θάλαμο.

 

Τα προη­γού­με­να ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο