Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανιστόρητος αντικομμουνισμός από τον Ανδρ. Ανδριανόπουλο

Ο Ανδρέ­ας Ανδρια­νό­που­λος, παλιός βου­λευ­τής και  υπουρ­γός της Νέας Δημο­κρα­τί­ας, σε μια επι­φυλ­λί­δα  του με τίτλο «Η τύχη των αγω­νι­στών» μέσα από μια σει­ρά δια­στρε­βλώ­σεις, απο­σιω­πή­σεις και μισές αλή­θειες επι­χει­ρεί να αγιο­ποι­ή­σει τον Κώστα Σπέ­ρα, με άμε­σο στό­χο να πλή­ξει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ. Παρου­σιά­ζει τον Σπέ­ρα ως έναν αναρ­χο­συν­δι­κα­λι­στή αγω­νι­στή, απλό και ανι­διο­τε­λή, που το ΚΚΕ τον δολο­φό­νη­σε το 1943 επει­δή είχε ιδε­ο­λο­γι­κές δια­φο­ρές με αυτό, επει­δή «αρνή­θη­κε την κομ­μα­τι­κή μονο­κρα­το­ρία». Το γρα­πτό του Ανδρια­νό­που­λου, με τις απο­κρύ­ψεις που κάνει, είναι πλή­ρως ανι­στό­ρη­το, υπη­ρε­τεί μόνο την αντι-ΚΚΕ εμπάθεια.

Ο Κώστας Σπέ­ρας (1893–1943) είχε γεν­νη­θεί στη Σέρι­φο, μεγά­λω­σε στην Αλε­ξάν­δρεια της Αιγύ­πτου όπου απέ­κτη­σε και σημα­ντι­κή για την επο­χή μόρ­φω­ση, απο­φοι­τώ­ντας από τη Λεό­ντειο, όπου πρω­το­γνω­ρί­στη­κε με τις αναρ­χο­συν­δι­κα­λι­στι­κές από­ψεις τις οποί­ες και υπο­στή­ρι­ξε. Το 1916 εν μέσω του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου και του λεγό­με­νου Εθνι­κού Διχα­σμού στην Ελλά­δα, βρέ­θη­κε ξανά στη Σέρι­φο όπου πήρε μέρος στην απερ­γία των μεταλ­λω­ρύ­χων, η οποία βάφτη­κε στο αίμα, δίπλα στον ηρω­ι­σμό και την αυτο­θυ­σία των εργα­τών, αρνη­τι­κό σημείο είναι ότι οι απερ­γοί ζήτη­σαν την προ­στα­σία των δυνά­με­ων της Αντάντ.

Από το 1910 είχε δρα­στη­ριο­ποι­η­θεί στο Εργα­τι­κό Κέντρο Αθη­νών και το Σοσια­λι­στι­κό Κέντρο του Νικο­λά­ου Γιαν­νιού,  το 1918 πήρε μέρος στο Ιδρυ­τι­κό Συνέ­δριο της ΓΣΕΕ. Στο ΣΕΚΕ πήρε μέρος από την ίδρυ­σή του το 1918 έως τον Απρί­λη 1920, οπό­τε επι­τρο­πή που ασχο­λή­θη­κε με την «Υπό­θε­ση Σπέ­ρα» απο­φά­σι­σε τον απο­κλει­σμό του από το Κόμ­μα, για το λόγο «της δημο­σιεύ­σε­ως εξυ­βρι­στι­κής ενα­ντί­ον του Κόμ­μα­τος επι­στο­λής σε αντι­σο­σια­λι­στι­κή εφη­με­ρί­δα» («Ριζο­σπά­στης» 11/4/1920).

Αρχι­κά ο Σπέ­ρας υπο­στή­ρι­ζε ένα κρά­μα αναρ­χο­συν­δι­κα­λι­στι­κών από­ψε­ων που μεί­ω­ναν την ανά­γκη οργα­νω­μέ­νης πολι­τι­κής δρά­σης της εργα­τι­κής τάξης. Σε αυτά τα πλαί­σια ήταν αντί­θε­τος στην οργα­νι­κή σύν­δε­ση ΣΕΚΕ και ΓΣΕΕ.  Η οργα­νι­κή σύν­δε­ση ούτως ή άλλως δεν ήταν σωστή, καθώς ένα εργα­τι­κό συν­δι­κά­το που επι­διώ­κει να ενώ­σει το σύνο­λο των μελών της εργα­τι­κής τάξης δεν μπο­ρεί να είναι τμή­μα του Κόμ­μα­τος της εργα­τι­κής τάξης που απαι­τεί ανώ­τε­ρο επί­πε­δο συνεί­δη­σης και είναι ανώ­τε­ρη μορ­φή οργά­νω­σης. Ο Σπέ­ρας όμως δεν ενα­ντιώ­νο­νταν από αυτή τη σκο­πιά, αλλά από σκο­πιά που μεί­ω­νε — εξα­φά­νι­ζε το ρόλο του Κόμματος.

Παρά αυτές τις θέσεις του ο Σπέ­ρας προ­σπά­θη­σε να παί­ξει ένα πιο σύν­θε­το παι­χνί­δι αξιο­ποιώ­ντας αντι­φά­σεις και καθυ­στε­ρή­σεις του νεα­ρού ΣΕΚΕ. Έτσι μαζί με τον Φανου­ρά­κη και άλλους την άνοι­ξη του 1921 δημιούρ­γη­σε οργά­νω­ση και ομώ­νυ­μη εφη­με­ρί­δα με τίτλο «Νέα Ζωή», μέσα από την οποία αυτο­πα­ρου­σια­ζό­ταν ως ακραιφ­νής υπε­ρα­σπι­στής «των 21 όρων της ΚΔ» που είχαν απο­φα­σι­στεί στο Δεύ­τε­ρο Συνέ­δριο της ΚΔ το 1920 και αφο­ρού­σαν τη σφυ­ρη­λά­τη­ση των επα­να­στα­τι­κών χαρα­κτη­ρι­στι­κών των ΚΚ. Αυτούς τους όρους το ΣΕΚΕ τους είχε μεν δημο­σιεύ­σει, αλλά  τους υιο­θέ­τη­σε ανε­πι­φύ­λα­κτα μόλις το 1924, τότε μετο­νο­μά­στη­κε και σε ΚΚΕ (Ελλη­νι­κό Τμή­μα της Κομ­μου­νι­στι­κής Διεθνούς).

Το πιο πιθα­νό είναι πως οι διά­φο­ρες θέσεις που τυχο­διω­κτι­κά υπο­στή­ρι­ξε ο Σπέ­ρας για να απο­σπά­σει εργά­τες από το ΣΕΚΕ,  δεν τις πίστευε καν — το έκα­νε για λόγους διείσ­δυ­σης, προβοκαρίσματος.

Μέσα σε ένα χρό­νο, το 1922, ο Σπέ­ρας και η ομά­δα του εγκα­τέ­λει­ψαν την κρι­τι­κή στο ΣΕΚΕ με βάση τους 21 όρους και  δημιούρ­γη­σαν το λεγό­με­νο Ανε­ξάρ­τη­το Εργα­τι­κό Κόμ­μα. Στις εκλο­γές του 1924 υπο­στή­ρι­ξε τον Αλέ­ξαν­δρο Παπαναστασίου.

Στις 16 Μάη 1925 ομά­δα χαφιέ­δων και εργα­το­κά­πη­λων με επι­κε­φα­λής τον  Σπέ­ρα και δύνα­μη κρού­σης τη συντε­χνία των αμα­ξη­λα­τών (ιδιο­κτη­τών αμα­ξών), με τη συν­δρο­μή του Στρα­τού και της Αστυ­νο­μί­ας κατέ­λα­βαν το Εργα­τι­κό Κέντρο Αθή­νας, πήραν τη σφρα­γί­δα, το Αρχείο του και ο Στρα­τός ανέ­λα­βε τη φρού­ρη­σή του. Ο αστι­κός Τύπος σε συγ­χορ­δία πρό­βα­λε την ενέρ­γεια του Σπέ­ρα ως κίνη­ση υπέρ των μη κομ­μου­νι­στών εργα­τών, των συντη­ρη­τι­κών. Στις 18 Μάη 1925, ο «Ριζο­σπά­στης» καταγ­γέλ­λει τον Σπέ­ρα ως χαφιέ του Α’ Σώμα­τος Στρα­τού, ως λαθρέ­μπο­ρο καπνού, που δεν εκπρο­σω­πού­σε τίπο­τα καθώς το Σωμα­τείο των Σιγα­ρο­ποιών είχε παύ­σει να τον εκλέ­γει, επί­σης απο­κα­λύ­πτει το ποιόν όσων πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κά αυτο­α­να­κη­ρύ­χθη­καν διοί­κη­ση του ΕΚΑ, όπως του Στρου­τζά­κη, προ­έ­δρου των ιδιο­κτη­τών αμα­ξη­λα­τών. Την ενέρ­γεια του Σπέ­ρα κατήγ­γει­λαν η εκλεγ­μέ­νη διοί­κη­ση του ΕΚΑ, εργα­τι­κά σωμα­τεία και ομο­σπον­δί­ες (επι­σι­τι­στές, οικο­δό­μοι, σιδε­ρά­δες, ξυλουρ­γοί — επι­πλο­ποιοί, οι εργά­τες του Που­λό­που­λου κ.ά.). Παρά τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες το ΕΚΑ συνέ­χι­ζε να φρου­ρεί­ται από το Στρα­τό, με το πρό­σχη­μα να μην οξυν­θούν οι σχέ­σεις «συντη­ρη­τι­κών και κομ­μου­νι­στών εργα­τών». Την ίδια στιγ­μή, τον Ιού­νη 1925, συνε­λή­φθη η εκλεγ­μέ­νη διοί­κη­ση του ΕΚΑ, Βλέν­τζας, Βγε­νό­που­λος και Τσα­τσά­κος. Μετά από εβδο­μά­δες το ΕΚΑ επα­νήλ­θε στα χέρια των εργα­τών, για λίγες μέρες καθώς ακο­λού­θη­σε η δικτα­το­ρία του Πάγκα­λου (Ιού­νης 1925 — Αύγου­στος 1926) που συνέ­λα­βε ξανά τη διοί­κη­ση του ΕΚΑ.

Στην περί­ο­δο της παγκα­λι­κής δικτα­το­ρί­ας στις 23 Φλε­βά­ρη 1926 ο Σπέ­ρας εμφα­νί­ζε­ται ως μάρ­τυ­ρας κατη­γο­ρί­ας στη δίκη των κομ­μου­νι­στών στο Α’ Διαρ­κές Στρα­το­δι­κείο Αθη­νών, όπου δικά­ζο­νταν επί εσχά­τη προ­δο­σία κατη­γο­ρού­με­νοι ως αυτο­νο­μι­στές της Μακε­δο­νί­ας. Στις εφη­με­ρί­δες της επο­χής υπάρ­χουν εκτε­νή απο­σπά­σμα­τα από την κατά­θε­σή του. Ανά­με­σα στις ανα­λύ­σεις του για την ΚΔ  και τη συνερ­γα­σία της με τους Κομι­τα­τζή­δες κ.ά. υπο­στή­ρι­ξε «…ότι κατά την γνώ­μην του οι κατη­γο­ρού­με­νοι ηθέ­λη­σαν να αυτο­νο­μή­σουν την Μακε­δο­νί­αν και την Θρά­κην…».

Η δικτα­το­ρία προ­σπά­θη­σε να έχει και ορι­σμέ­νο φιλε­λεύ­θε­ρο προ­φίλ, οργά­νω­σε δημο­τι­κές εκλο­γές, εκλο­γές για  Πρό­ε­δρο της Δημο­κρα­τί­ας κ.ά. Σε αυτά τα πλαί­σια συνήλ­θε και το Γ΄ Συνέ­δριο της ΓΣΕΕ στις 28 Μάρ­τη 1926. Σε αυτό το συνέ­δριο πήραν μέρος εκπρό­σω­ποι από σωμα­τεία-σφρα­γί­δες, ενώ η δικτα­το­ρία συνέ­λα­βε και αρκε­τούς συνέ­δρους για να αλλοιώ­σει τους συσχε­τι­σμούς. Ο Αβρα­άμ Μπε­να­ρό­για ανα­φέ­ρει τον Σπέ­ρα ως εκεί­νον που κατα­δεί­κνυε τους συλ­λη­φθέ­ντες. «Ο άλλο­τε ασυ­γκρά­τη­τος επα­να­στά­της Σπέ­ρας επι­κε­φα­λής των αστυ­νο­μι­κών συλ­λαμ­βά­νει τους οπα­δούς του Κόμ­μα­τος» («Η πρώ­τη στα­διο­δρο­μία του ελλη­νι­κού προ­λε­τα­ριά­του», εκδό­σεις Ολκός, 1975,  σελ. 180). Το Γ’ Συνέ­δριο πήρε από­φα­ση για την απο­χώ­ρη­ση της ΓΣΕΕ από την Προ­φι­ντέρν, που μέχρι τότε ήταν μέλος της. Αυτό το συνέ­δριο, που μόνο κομ­μου­νι­στι­κό δεν μπο­ρεί να χαρα­κτη­ρι­στεί, απο­φά­σι­σε τη δια­γρα­φή του Σπέ­ρα από τη ΓΣΕΕ για την απρο­κά­λυ­πτα αντερ­γα­τι­κή δρά­ση του, ως εντε­λώς καμέ­νο χαρτί.

«…Το Γ’ Πανελ­λα­δι­κό Συνέ­δριο, λαβόν υπ’ όψιν την στά­σιν την οποί­αν ετή­ρη­σεν ο Κ. Σπέ­ρας εις όλους τους αγώ­νας της εργα­τι­κής τάξε­ως, την δήλω­σιν του ιδί­ου ότι έλα­βεν εκ μέρους των αστών χρή­μα­τα διαα την δημιουρ­γία αντερ­γα­τι­κού κόμ­μα­τος και τας γενο­μέ­νας επί του ζητή­μα­τος τού­του συζη­τή­σεις απο­φα­σί­ζει τον απο­κλει­σμό του Κ. Σπέ­ρα εκ του Συνε­δρί­ου και τον στιγ­μα­τί­ζει ως εχθρό της εργα­τι­κής τάξε­ως. Ψηφί­στη­κε δι’ ανα­τά­σε­ως των χει­ρών όλων…».

Για τη μέχρι τότε και την παρα­πέ­ρα δια­δρο­μή του ο κύριος Ανδρια­νό­που­λος γρά­φει: «Η αντι­πα­ρά­θε­ση κορυ­φώ­νε­ται στο συνέ­δριο της ΓΣΕΕ του 1926 που κατα­λή­γει στη δια­γρα­φή του. Το ΚΚΕ έκτο­τε, παρά τους εργα­τι­κούς του αγώ­νες, τον θεω­ρεί εχθρό». Ποιοι ήταν οι «εργα­τι­κοί αγώ­νες» του Σπέ­ρα μετά το 1926;

Μετά την πτώ­ση της παγκα­λι­κής δικτα­το­ρί­ας, η ομά­δα που είχε οργα­νω­θεί από τον Σπέ­ρα, προ­κά­λε­σε νέα επέμ­βα­ση στο ΕΚΑ με απο­τέ­λε­σμα τη δολο­φο­νία του επι­σι­τι­στή Δημή­τρη  Πατλά­κα, στις 19 Οκτώ­βρη 1926.

Παρα­πέ­ρα, ο Σπέ­ρας μαζί με τον Στρου­τζά­κη και άλλους οργα­νώ­νει κάποια «Επι­τρο­πή Ανερ­γί­ας» η οποία δρα­στη­ριο­ποιεί­ται ως απερ­γο­σπα­στι­κός μηχα­νι­σμός. Στις 9 Μάρ­τη 1927 η «Επι­τρο­πή Ανερ­γί­ας» προ­σφέ­ρε­ται στις αρχές για το σπά­σι­μο της απερ­γί­ας των αρτερ­γα­τών. «…ουδε­μία δυσχέ­ρεια θα προ­κύ­ψη (…) έστω και αν η απερ­γία πραγ­μα­το­ποι­η­θή διό­τι η επι­τρο­πή συνεν­νοη­θή­σα με τους ανέρ­γους αρτερ­γά­τας και γενι­κώς με τους εργά­τας τρο­φί­μων θα είνε σε θέσιν να αντα­πο­κρι­θή από της πρώ­της στιγ­μής εις τας ανά­γκας του κοι­νού αρκεί να θελή­ση η Κυβέρ­νη­σις να επι­τά­ξη τους κλι­βά­νους και τα λοι­πά κατα­στή­μα­τα τρο­φί­μων…» (εφη­με­ρί­δα «Εμπρός», 10 Μάρ­τη 1927).

Η κυβέρ­νη­ση του Βενι­ζέ­λου, εφαρ­μό­ζο­ντας το Ιδιώ­νυ­μο, έβα­λε στο στό­χα­στρο την ταξι­κή συνο­μο­σπον­δία Ενω­τι­κή ΓΣΕΕ, οργά­νω­σε  δίκη και την έθε­σε εκτός νόμου. Στις 19 Δεκέμ­βρη του 1929 ο Σπέ­ρας ήταν  μάρ­τυ­ρας κατη­γο­ρί­ας κατά  της  Ενω­τι­κής ΓΣΕΕ.

Μετά το 1930 ο Σπέ­ρας διο­ρί­στη­κε υπάλ­λη­λος στους Σιδη­ρο­δρό­μους και από το 1934 δρα­στη­ριο­ποιεί­ται στο φασι­στι­κό κόμ­μα (Εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κό Κόμ­μα Ελλά­δος)  του Γεώρ­γιου Μερ­κού­ρη, το οποίο εξέ­δι­δε την εφη­με­ρί­δα «Εθνι­κή Σημαία». Ο Σπέ­ρας φιγου­ρά­ρει  μετα­ξύ όσων παρα­βρέ­θη­καν στα εγκαί­νια των γρα­φεί­ων του Κόμ­μα­τος Μερ­κού­ρη, ως εκπρό­σω­πος των εργα­τών. Ενώ επι­δί­δε­ται σε αντι­κομ­μου­νι­στι­κή αρθρο­γρα­φία στην «Εθνι­κή Σημαία», με τους γνω­στούς ασφα­λί­τι­κους χαρα­κτη­ρι­σμούς για τους κομ­μου­νι­στές ως όργα­να της Μόσχας και ως «πρό­βα­τα» για τους εργά­τες που αγω­νί­ζο­νταν στο ταξι­κό κίνημα.

Το κόμ­μα του Μερ­κού­ρη δια­λύ­θη­κε από τη δικτα­το­ρία Μετα­ξά — είχαν και οι φασί­στες τις δια­φο­ρές τους. Κάποια στιγ­μή ο Σπέ­ρας συνε­λή­φθη και εκτο­πί­στη­κε, μόνο που δεν είχε να κάνει με πολι­τι­κό αδί­κη­μα. Οι περισ­σό­τε­ρες ανα­φο­ρές λένε ότι μαζί με την εργα­σία του στο σιδη­ρό­δρο­μο ήταν και υπεύ­θυ­νος σε καφε­νείο- παρά­νο­μη χαρ­το­παι­κτι­κή λέσχη.

Στην περί­ο­δο της Κατο­χής συν­δέ­θη­κε με το περι­βάλ­λον του Νικό­λα­ου Καλύ­βα και άλλων δοσί­λο­γων συν­δι­κα­λι­στών. Ο Καλύ­βας έγι­νε διο­ρι­σμέ­νος κατο­χι­κός πρό­ε­δρος της ΓΣΕΕ και αργό­τε­ρα υπουρ­γός Εργα­σί­ας της κατο­χι­κής κυβέρνησης.

Σχε­τι­κά με το τέλος του Σπέ­ρα, ο Ανδρια­νό­που­λος για να το κάνει ακό­μα πιο δρα­μα­τι­κό γρά­φει: «Το 1943 ο καπε­τάν Ορέ­στης του ΕΛΑΣ, τον κάλε­σε σε συνά­ντη­ση στη Μάντρα. Φεύ­γο­ντας από το σπί­τι του, χάθη­καν τα ίχνη του. Απο­κε­φα­λί­στη­κε από τους εκτε­λε­στές της ΟΠΛΑ (Οργά­νω­ση Προ­στα­σί­ας Λαϊ­κού Αγώ­να) Είναι άγνω­στο πού πετά­χτη­κε το πτώ­μα του… Κι όλα αυτά επει­δή αρνή­θη­κε την κομ­μα­τι­κή μονο­κρα­το­ρία. Ο “Ριζο­σπά­στης” υπο­δέ­χτη­κε ως εξής την είδη­ση του θανά­του του: “Πιά­σα­με επι­τέ­λους το κάθαρ­μα τον Σπέ­ρα…” (28–10-1943). Η τύχη των πραγ­μα­τι­κών αρι­στε­ρών αγωνιστών…».

Πράγ­μα­τι, ο «Ριζο­σπά­στης» στις 25 και όχι στις 28 Οκτώ­βρη 1943 γρά­φει: «Το 34ο Σύνταγ­μα Αττι­κής κοντά σ’  άλλους έπια­σε και το κάθαρ­μα Σπέ­ρας σταλ­μέ­νο για κατα­σκο­πεία απ’ την ομά­δα Λαζα­ρή του ΕΔΕΣ». Δηλα­δή δίνει την ουσία της υπό­θε­σης. Προ­σθέ­το­ντας ένα «επι­τέ­λους», που δεν είχε γρα­φτεί, το κάνεις να φαί­νε­ται ως ξεκα­θά­ρι­σμα λογα­ρια­σμών που από το 1920 ξοφλή­θη­καν το 1943. Επί­σης να σημειώ­σου­με ότι η ΟΠΛΑ δεν υπήρ­χε καν τον Σεπτέμ­βρη 1943.

Τι είχε γίνει και ο Σπέ­ρας έπε­σε στα χέρια του ΕΛΑΣ; Τον Σεπτέμ­βρη 1943 μαζί  με τον αξιω­μα­τι­κό του Στρα­τού Απο­στό­λη Κοκ­μά­δη κινή­θη­κε από την Αθή­να στη Μάν­δρα. Ο  Κοκ­μά­δης είχε σκο­πό να κατα­τα­χτεί στον ΕΔΕΣ. Σύμ­φω­να με τις ανα­μνή­σεις του Γιώρ­γη Μπου­τσί­νη, διοι­κη­τή του 34ου Συντάγ­μα­τος του ΕΛΑΣ Αττι­κο­βοιω­τί­ας, οι Σπέ­ρας και Κοκ­μά­δης ενώ βρι­σκό­ντου­σαν σε σπί­τι στη γερ­μα­νο­κρα­τού­με­νη Μάν­δρα Αττι­κής έκα­ναν πολ­λές συζη­τή­σεις ενά­ντια στο ΕΑΜ, πράγ­μα που κίνη­σε τις υπο­ψί­ες καθώς ήταν άγνω­στοι στο χωριό, κινή­θη­κε ο ΕΛΑΣ τους έπια­σε και τους μετέ­φε­ρε στα Δερ­βε­νο­χώ­ρια. Νωρί­τε­ρα ο ΕΛΑΣ είχε πιά­σει διά­φο­ρους κατα­σκό­πους. Ο Σπέ­ρας ανα­γνω­ρί­στη­κε και όπως επι­βάλ­λουν οι νόμοι του πολέ­μου εκτε­λέ­στη­κε. Όχι βέβαια για τις από­ψεις του του 1920, αλλά για τη δοσι­λο­γι­κή του δρά­ση που έστελ­νε τους αγω­νι­στές στα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα των ναζί.

Ο συντα­ξι­διώ­της του Σπέ­ρα, Από­στο­λος Κοκ­μά­δης, που επί­σης αιχ­μα­λω­τί­στη­κε, όχι μόνο δεν εκτε­λέ­στη­κε από τον ΕΛΑΣ, αλλά μετά από ένα διά­στη­μα κρά­τη­σής του, βλέ­πο­ντας τον αγώ­να, την αυτο­θυ­σία, τις στε­ρή­σεις των μαχη­τών του ΕΛΑΣ προ­σχώ­ρη­σε εθε­λο­ντι­κά στις γραμ­μές του. Αργό­τε­ρα πολέ­μη­σε ως αξιω­μα­τι­κός στον ΔΣΕ και ακο­λού­θη­σε το δρό­μο της πολι­τι­κής προσφυγιάς.

902.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο