Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αποκριές στα Τζουμέρκα

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Στα Τζου­μέρ­κα. Τη χαρά της Απο­κριάς τη νιώ­σα­με παι­διά. Με την φτω­χι­κή, απλοϊ­κή, τόσο γρα­φι­κή όμως αχα­μνο­σύ­νη της μεταμ­φί­ε­σης, αυτο­σχέ­δια και ασου­λού­πω­τη διαν­θι­σμέ­νη με τα αστεία και τα πει­ράγ­μα­τα. Χοντρο­κομ­μέ­να ή ευγε­νι­κά δεν έχει σημα­σία. Τα καμώ­μα­τα και τα λογο­παί­γνια στους δρό­μους και τους μαχα­λά­δες του χωριού μας. Με τα ευτρά­πε­λα και σκω­πτι­κά τρα­γού­δια των μασκα­ρά­δων στις γει­το­νιές και τα κρα­σο­νυ­χτι­κά χωρα­τά και χαρο­κό­πια. Τότε που οι πόρ­τες των σπι­τιών ήταν ολά­νοι­χτες και είναι αλή­θεια πως βρο­ντού­σαν και έτρε­μαν από τα χτυ­πή­μα­τα των μασκα­ρε­μέ­νων που οι νοι­κο­κύ­ρη­δες τους υπο­δέ­χο­νταν με χαρά και συμ­με­το­χή τρό­πον τινά στο επι­κεί­με­νο μασκα­ρο­με­θύ­σι. Όλοι συμ­με­τεί­χαν. Με από­λυ­τη ισό­τη­τα. Άπα­ντες. Μεγά­λοι, μικροί, συγ­γε­νείς και φίλοι˙ όλοι λει­τουρ­γού­σαν με το ρυθ­μό που καθό­ρι­ζε η γιορ­τή. Η γιορ­τή της αποκριάς.

Η χαρά της νοι­κο­κυ­ράς. Όλες, για το καλό του σπι­τιού, προ­σέ­φε­ραν στους μασκα­ρε­μέ­νους κρα­σί και πίτες κάθε είδους. Κρε­α­τό­πι­τες ή τυρό­πι­τες ακό­μη και γαλα­τό­πι­τες. Η συνέ­χεια αφο­ρού­σε χορούς, απο­κριά­τι­κα παι­γνί­δια, γανώ­μα­τα και ισχυ­ρά χαχα­νη­τά. Μετά το τελε­τουρ­γι­κό τους απο­κα­λύ­πτο­νταν, αντάλ­λα­ζαν θερ­μές ευχές και έφευ­γαν για άλλη επί­σκε­ψη, άλλο ξεφά­ντω­μα, φαγο­πό­τι και Διο­νυ­σια­κό μασκα­ρο­με­θύ­σι. Και πάνω στο μεθύ­σι και στις απο­κριά­τι­κες πατσια­βέ­λες άκου­γες κάπου — κάπου και καμιά αλή­θεια, πολ­λές σοφί­ες και πλεί­στες ρου­μπο­στί­νες. Από­κριες ήταν. Μασκα­ρά­δες ήμα­σταν. Το επέ­τρε­πε η περί­στα­ση. Αυτά τότε.

Σήμε­ρα, έχω την εντύ­πω­ση πως καθη­με­ρι­νά λει­τουρ­γού­με μασκα­ρε­μέ­νοι. Το πρό­σω­πο το χάσα­με. Κρυ­βό­μα­στε πίσω από το προ­σω­πείο. Έτσι μας βολεύ­ει. Είναι κι αυτό «μια κάποια λύσις». Αλει­βό­μα­στε και με τη λούμπρ’ και γινό­μα­στε αλη­θι­νοί μασκα­ρά­δες. Σια­τα­να­ρέ­οι… Προ­σω­πείο από τομάρ, λυκο­τό­μα­ρο και αλ’ που­τό­μα­ρο. «Επα­να­στά­τες», «αγω­νι­στές», «δημο­κρά­τες», αλλά Σύμ­βου­λοι και συμβουλάτορες…Δεν συμ­βου­λεύ­ου­με, δεν μπο­ρού­με άλλω­στε, αλλά «σκρούμπ’ κι αγριο­ρί­γαν», εμείς το δικό μας να γίν’ κι ας γίνουν όλα λαμπόγυαλο.

Σε καθη­με­ρι­νή βάση φορά­με το προ­σω­πείο μας. Από το πώς χαι­ρε­τά­με το γεί­το­νά μας, μέχρι πώς «θρη­νο­λο­γού­με» για τους πρό­σφυ­γες και τα παι­δά­κια. Κι από κει και πέρα «ας ψοφή­σει και η κατσί­κα του γεί­το­να». Στα πρω­ι­νά­δι­κα, κατα­κρί­κε­λα το μεση­μέ­ρι, από­γιο­μα και το βρά­δυ όλοι και όλες «θρη­νούν, οιμώτ­τουν αλλά και ρακο­μα­νούν» για το δρά­μα της προ­σφυ­γιάς και τους ταλαί­πω­ρους πρό­σφυ­γες, επι­κρο­τώ­ντας ‑συνει­δη­τά ή ασυ­νεί­δη­τα- πολι­τι­κές και πρα­κτι­κές που δημιουρ­γούν τέτοιες καταστάσεις.

Ένο­χος είναι ο άλλος, ο ξένος, ο μελαμ­ψός, ο φτω­χο­διά­βο­λος, που «κατέ­λα­βε παρά­νο­μα την πλα­τεία Βικτω­ρί­ας» και ως εκ τού­του τον δίνου­με βορά στα αρπα­κτι­κά τρω­κτι­κά του φασι­σμού. Κατά τα άλλα «εσείς φταί­τε για­τί δεν είχα­τε προ­βλέ­ψει και δεν είχα­τε απορ­ρο­φή­σει τα ευρω­παϊ­κά κον­δύ­λια για να κάνε­τε τις κατάλ­λη­λες υπο­δο­μές κτλ, κτλ».

Λέω πως καλό θα ήταν, μέρες πού ‘ναι, να βγά­λου­με την προ­βα­το­προ­βιά μας, το προ­σω­πείο μας, να καθα­ρί­σου­με τη λούμπρ’ με την οποία κάθε μέρα αλει­βό­μα­στε και να «γίνου­με» αλη­θι­νοί, ατό­φιοι και αγνοί. Να απο­κα­λύ­ψου­με τον πραγ­μα­τι­κό μας εαυ­τό, ξεμπλέ­τσω­το και τσί­τσι­δο. Έστω για μια μέρα. Καλό θα είναι. Έτσι για να μάθου­με πως «Ἡ πιὸ μεγά­λη ἀρε­τὴ τοῦ ἀνθρώ­που, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά./Μὰ ἡ πιὸ μεγά­λη ἀκό­μα, εἶναι ὅταν χρειάζεται/νὰ παρα­με­ρί­σει τὴν καρ­διά του», Τάσος Λει­βα­δί­της. Η καρ­διά και η π’σχούλα του καθε­νός το ξέρ’… Την έχου­με; Αλη­θι­νή, ατό­φια και όχι μασκα­ρε­μέ­νη. Για­τί πιστεύω πως σήμε­ρα, αν και τα πράγ­μα­τα είναι αλλιώς όμως «Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν/ονείρατα, ελπί­δες και σκοποί,/ οι μού­ρες μας μου­τσού­νες εγινήκαν/δεν ξέρο­με τι λέγε­ται ντρο­πή» Γιώρ­γος Σουρής. 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο