Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αποχαιρετισμός στο Μίκη, από τον Σπύρο Χαλβατζή

Όσα κι αν έχουν γρα­φεί και ειπω­θεί για το Μίκη, δεν καλύ­πτουν το μέγε­θος του μεγά­λου δημιουρ­γού, του αγω­νι­στή με το όπλο και τις νότες στο χέρι, του άνθρω­πο, με την ακα­τά­παυ­στη δρά­ση, τη μαχη­τι­κό­τη­τα, σε μια δια­δρο­μή στους δρό­μους κοντά στο λαό, στην εργα­τιά και στους αγώ­νες της.

Γνώ­ρι­ζα τη ζωή και τα τρα­γού­δια του από το 1960. Η άμε­ση γνω­ρι­μία μου μαζί του ξεκί­νη­σε το 1964. Πρώ­τη συνά­ντη­σή μας έγι­νε στην Κοζά­νη, στις συγκε­ντρώ­σεις στην Πτο­λε­μαϊ­δα και στα Σέρ­βια. ΄Υστε­ρα στη Δημο­κρα­τι­κή Νεο­λαία Λαμπρά­κη που ήμουν γραμ­μα­τέ­ας του Νομαρ­χια­κού Συμ­βου­λί­ου Καστο­ριάς Μια πορεία αγώ­να με τα νιά­τα της επο­χής για εκδη­μο­κρα­τι­σμό και κοι­νω­νι­κή προ­κο­πή. Παλεύ­α­με μαζί για το κλεί­σι­μο των αμε­ρι­κα­νο­να­τοϊ­κών βάσε­ων, ενά­ντια στα μονο­πώ­λια, για την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο. Όχι τυχαία, ο Μίκης πήρε τη σκυ­τά­λη από τον Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη στην καθιέ­ρω­ση της Πορεί­ας Ειρή­νης. Ο Μίκης με την παρου­σία του, σε μια δύσκο­λη επο­χή, ενέ­πνεε τους νέους να εντα­χθούν στον οργα­νω­μέ­νο αγώ­να, στις γραμ­μές της Δημο­κρα­τι­κής Νεο­λαί­ας Λαμπρά­κη, που ήταν Πρό­ε­δρος. Βοη­θού­σε και τη δική μας δου­λειά. Η αστυ­νο­μο­κρα­τία ήταν κυρί­αρ­χη τότε. Αντι­κομ­μου­νι­σμός, κατα­στο­λή, απα­γο­ρεύ­σεις. Και πριν τη δικτα­το­ρία, στην επαρ­χία, το να ακούς τρα­γού­δια του Θεο­δω­ρά­κη ήταν μισο­πα­ρά­νο­μο. Ήταν μια περί­ο­δος που παρα­κρα­τι­κοί ανα­τί­να­ξαν Λέσχες των Λαμπρά­κη­δων στην επαρ­χία. Στο Κιλ­κίς, σε χωριά της Κατε­ρί­νης και αλλού. Η προ­σω­πι­κή του παρου­σία σ΄ αυτές τις περι­πτώ­σεις έδι­νε θάρ­ρος, τόνω­νε το ηθι­κό των νέων.

Αργό­τε­ρα, στη διάρ­κεια της δικτα­το­ρί­ας είμα­στε εξό­ρι­στοι στη Γυά­ρο, στη Λέρο, χιλιά­δες αγω­νι­στές και αγω­νί­στριες. Και οι δυό μας «φιλο­ξε­νη­θή­κα­με» στις φυλα­κές του Ωρω­πού. Εκεί όπου αργό­τε­ρα, με τις νότες και το τρα­γού­δι του, υπεν­θύ­μι­ζε στο βασα­νι­σμέ­νο λαό μας, «να μην ξεχνά τον Ωρωπό».

Αγω­νι­στή­κα­με λαός και νεο­λαία. Ανα­πτύ­χθη­κε ο αντι­δι­κτα­το­ρι­κός αγώ­νας. Στα Πανε­πι­στή­μια, στις σχο­λές, στα για­πιά, σε εργο­στά­σια, στις γει­το­νιές. Ύστε­ρα από μικρούς και μεγα­λύ­τε­ρους αγώ­νες φτά­σα­με στην εξέ­γερ­ση του Πολυ­τε­χνεί­ου το Νοέμ­βρη του 1973. Η χού­ντα μάτω­σε το λαό. Φυλά­κι­σε, βασά­νι­σε, δολο­φό­νη­σε. Όμως, λαός και νεο­λαία, έμει­ναν όρθιοι, μαχό­με­νοι. Η δρά­ση των παρά­νο­μων οργα­νώ­σε­ων του ΚΚΕ, της ΚΝΕ ανα­πτύσ­σο­νταν γορ­γά. Τα στρα­το­δι­κεία δού­λευαν νυχθη­με­ρόν. Οι φυλα­κές γέμι­ζαν από αγω­νι­στές. Κι΄ ο Μίκης στο εξω­τε­ρι­κό, στους δρό­μους του κόσμου, σε στά­δια, σε αίθου­σες, σε πλα­τεί­ες, έδι­νε συναυ­λί­ες, ξεσή­κω­νε τον κόσμο για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων, για την ανα­τρο­πή της δικτα­το­ρί­ας στην Ελλά­δα. Η δικτα­το­ρία κλο­νί­στη­κε μετά το Πολυ­τε­χνείο που το έβα­ψε με αίμα. Μετά το έγκλη­μα και το πρα­ξι­κό­πη­μα στην Κύπρο κατάρρευσε.

Ξανα­συ­να­ντη­θή­κα­με. Έκτο­τε είμα­στε κοντά με το Μίκη. Στα πρώ­τα χρό­νια μετά την κατάρ­ρευ­ση της δικτα­το­ρί­ας, συνε­χί­στη­κε η πορεία μας. Ειδι­κό­τε­ρα, οι συνα­ντή­σεις μας στα πλαί­σια της δρά­σης της ΚΝΕ, όταν είχα την πρώ­τη ευθύ­νη, σε εκδη­λώ­σεις διε­θνι­στι­κής αλλη­λεγ­γύ­ης, με φρέ­σκιες ιδέ­ες για το Φεστι­βάλ ΚΝΕ-ΟΔΗΓΗΤΗ, καθώς και στην παρου­σία του στο τιμη­τι­κό Προ­ε­δρείο του Τρί­του Συνέ­δριου της ΚΝΕ μαζί με το Ρίτσο και τον Κατράκη.

Σε πολ­λές συνα­ντή­σεις μας συζη­τού­σα­με οι δυο μας για πολ­λά. Κυρί­ως για το πώς θα δου­λέ­ψου­με ώστε να κατα­φέ­ρου­με να οργα­νώ­νε­ται πλα­τιά η νεο­λαία στην πάλη για τη λύση των προ­βλη­μά­των της, στη δου­λειά, στη μόρ­φω­ση, για την πολι­τι­στι­κή της ανά­πτυ­ξη, τη συμ­με­το­χή της στη διε­θνι­στι­κή αλλη­λεγ­γύη. Δεν συμ­φω­νού­σα­με πάντα σε όλα. Ωστό­σο, ο κοι­νός μας πόθος να ανα­πτυ­χθεί το νεο­λαι­ϊ­στι­κο κίνη­μα, ειδι­κό­τε­ρα να περά­σει πιο ουσια­στι­κά στη συνεί­δη­ση των νέων η ανά­γκη για μάθη­ση, για κρι­τι­κή γνώ­ση, για την καλ­λιέρ­γεια του δια­βά­σμα­τος λογο­τε­χνι­κού και πολι­τι­κού βιβλί­ου, η έντα­ξή της στον αγώ­να ενα­ντί­ον των Αμε­ρι­κά­νι­κών βάσε­ων, κατά των ναρ­κω­τι­κών, ήταν ζητή­μα­τα που μας έδε­ναν ουσια­στι­κά. Οι ιδέ­ες και το έργο του βοη­θού­σαν τη δου­λειά μας στη νεο­λαία. Αυτή η σχέ­ση, παρά τις δια­κυ­μάν­σεις της, δεν στα­μά­τη­σε. Ήταν εκρη­κτι­κός. Στις συνα­ντή­σεις που είχα­με και στη διάρ­κεια της κρί­σης και των μνη­μο­νί­ων, επε­σή­μα­νε πάντα την ανά­γκη ενό­τη­τας και κοι­νής δρά­σης. Ο Μίκης ήταν μαχη­τής μέχρι το τέλος της ζωής του. Πορεύ­τη­κε αγω­νι­στι­κά σε ένα δρό­μο κακο­τρά­χα­λο. Δεν έσκυ­ψε το κεφά­λι ποτέ. Δεν έκρυ­ψε το παρελ­θόν και τους αγώ­νες του, όπως έκα­ναν άλλοι. Μαχη­τής στην ΕΠΟΝ, στον Εφε­δρι­κό ΕΛΑΣ. Με καμά­ρι υπο­γράμ­μι­ζε ότι πολέ­μη­σε το Δεκέμ­βρη του 1944 στην Αθή­να ενά­ντια στις Αγγλι­κές δυνά­μεις του Σκό­μπυ και στους συνερ­γά­τες των Γερ­μα­νών. Σε αυτά οφεί­λε­ται η εξο­ρία, οι κατα­τρεγ­μοί του στην Ικα­ρία, στη Μακρό­νη­σο, από το αστι­κό κρά­τος. Αυτή η αγω­νι­στι­κή του πορεία και δρά­ση με το λαό για το λαό, δέθη­κε αρμο­νι­κά με την απέ­ρα­ντη καλ­λι­τε­χνι­κή του δημιουρ­γία και προ­σφο­ρά. Το συνο­λι­κό του έργο, η μου­σι­κή, τα τρα­γού­δια του, είναι η τρα­νή από­δει­ξη. Γίνε­ται ανα­φο­ρά στο μέλ­λον. Υπάρ­χουν τρα­γού­δια του που παρό­τι ξεπέ­ρα­σαν τα 70 χρό­νια, παρα­μέ­νουν νεα­νι­κά. Είναι και θα είναι αγέ­ρα­στα. Όπως και ο ίδιος. ΄Εφυ­γε, αφού κάλυ­ψε σχε­δόν έναν αιώ­να δύσκο­λης, σκλη­ρής και ευτυ­χι­σμέ­νης ζωής, αλλά ήταν νέος στη σκέ­ψη, στην ψυχή. Αυτός ήταν. Αυτός είναι ο Μίκης που γνώ­ρι­σα από κοντά. Που μιλού­σα­με για τη νεο­λαία και το αύριο. Ο Μίκης του χτες, των νεα­νι­κών μας χρό­νων. Του σήμε­ρα και του αύριο. Ένας αιώ­νιος έφηβος.

(Το κεί­με­νο δημο­σιεύ­τη­κε στο Ηλε­κτρο­νι­κό Περιο­δι­κό της Βου­λής, στο Περι­στύ­λιο, που κυκλο­φό­ρη­σε στις 14/9/2021,  απ’ όπου και το αναδημοσιεύουμε)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο