Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αποχαιρετισμός του Θάνου Μικρούτσικου από συγγενείς και φίλους

Με λόγια που σκόρ­πι­σαν συγκί­νη­ση απο­χαι­ρέ­τη­σαν τον Θάνο Μικρού­τσι­κο συγ­γε­νείς και φίλοι στην πολι­τι­κή κηδεία του μεγά­λου μου­σι­κού δημιουργού.

Επι­κή­δειο — ύστα­το χαί­ρε εκφώ­νη­σε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημή­τρης Κου­τσού­μπας (δεί­τε εδώ αναλυτικά)

Τον αγα­πη­μέ­νο φίλο απο­χαι­ρέ­τη­σαν ο ηθο­ποιός Γιώρ­γος Κιμού­λης και ο στι­χουρ­γός Οδυσ­σέ­ας Ιωάν­νου. Δακρυ­σμέ­νη τον απο­χαι­ρέ­τη­σε η κόρη του Αλε­ξάν­δρα και έπει­τα η σύζυ­γος του Μαρία.

Ο Γιώρ­γος Κιμού­λης ανέφερε:

«Φίλε μου. 43 χρό­νια δίπλα. 43 ολό­κλη­ρα χρό­νια μαζί. Κι όμως τώρα νιώ­θω, πως δεν σου είπα, όσες φορές ήθε­λα και έπρε­πε να σου πω, πόσο σ’ αγα­πάω. Πόσο σημα­ντι­κός ήσουν για μένα! Δε σου είπα, όσες φορές έπρε­πε, πως απ’ την πρώ­τη στιγ­μή, σ’ εκεί­νο το σπί­τι στο Πολύ­γω­νο, το 1976, που σε άκου­σα στο πιά­νο, να τρα­γου­δάς το “Με όλη μου τη φωνή”, δε σου είπα, πως τότε ήταν που… “άλλα­ξε εντός μου ο ρυθ­μός του κόσμου”. Δε σου είπα όσες φορές έπρε­πε, πως η δική μου η φωνή κι ο δικός μου ήχος από τότε έως τώρα ήταν δικά σου δώρα. Δώρα που ‑όσοι ζήσα­με δίπλα σου και περ­πα­τή­σα­με μαζί σου- βλέ­πα­με πόσο απλό­χε­ρα χάρι­ζες σε όλους. Για­τί αν υπήρ­χε κάτι που σε χαρα­κτή­ρι­ζε πάνω απ’ όλα ήταν η αρίφ­νη­τη γεν­ναιο­δω­ρία σου. Κι όταν τολ­μού­σε κάποιος να σου πει, πως “οι δωρε­ές ξεχνιού­νται”, δε θύμω­νες. Χαμο­γε­λού­σες παι­χνι­διά­ρι­κα, μ’ εκεί­νο το πατρι­νό χαμό­γε­λο, και σχε­δόν καρ­να­βα­λι­κά απα­ντού­σες: “Τίπο­τε που δεν έχεις χαρί­σει, δεν θα είναι ποτέ πραγ­μα­τι­κά δικό σου”. Δε σου είπα όσες φορές έπρε­πε πόσα μου έχεις μάθει. Ούτε κι εσύ ο ίδιος ήξε­ρες πόσα. Σ’ ακο­λού­θη­σα όμως. Όπου πήγαι­νες σ’ ακο­λου­θού­σα κι ένοιω­θα πάντα περή­φα­νος γι’ αυτό. Ήμουν σίγου­ρος για το δρό­μο που μου έδει­χνες. Όταν χάνεις τους γονείς σου νιώ­θεις, πως φεύ­γει από πάνω σου η στέ­γη που είχες. Όταν χάνεις όμως τον καλύ­τε­ρο σου φίλο, νιώ­θεις πως είσαι πλέ­ον τελεί­ως ανυ­πε­ρά­σπι­στος. Είχα­με ορκι­στεί και οι δύο, πως ο στί­χος του Κώστα: “Θα σε υπε­ρα­σπι­στώ”, θα ήταν ‑πέρα απ’ όλα τ’ άλλα- η βάση της προ­σω­πι­κής μας σχέ­σης. Και το είχα­με κάνει πρά­ξη. Το είχα­με κατα­φέ­ρει! Πολ­λές φορές. Πάρα πολ­λές φορές! Και εσύ κι εγώ. Βρε­θή­κα­με απέ­να­ντι σε πολ­λούς υπε­ρα­σπί­ζο­ντας ο ένας τον άλλον μέχρις εσχά­των. Τώρα φίλε; Τώρα νιώ­θω πως με το φευ­γιό σου, πέρα απ’ τη μονα­ξιά, τον πόνο και το κενό, φεύ­γει μαζί σου και μια ολό­κλη­ρη επο­χή Και η επο­χή που έρχε­ται, είναι πολύ δύσκο­λη, φίλε, για­τί είναι ακραία θολή. Θολή και να ‘ναι σού­πα ο κόσμος και ο νους τρύ­πιο κου­τά­λι. Τερά­στια λοι­πόν η ανά­γκη απ’ το δικό σου φως. Τερά­στια η ανά­γκη της Δύνα­μης που έχεις και της Πίστης σου σ’ Αυτό που τόσοι και τόσοι πλέ­ον το λένε αστειευό­με­νοι: Ουτο­πία. Τερά­στια η ανά­γκη ενός ανθρώ­που, σαν κι εσέ­να, που χρη­σι­μο­ποί­η­σε αμεί­λι­κτα τον ίδιο του τον εαυ­τό, για να κατα­λά­βει και να μάθει. Και να δώσει και σ’ εμάς να κατα­λά­βου­με, πως η Συμ­με­το­χή ‑η συμ­με­το­χή με όλο μας το είναι!- είναι κι η πιο σημα­ντι­κή αξία της ζωής μας, ιδί­ως σ’ αυτήν την επο­χή της φοβι­σμέ­νης Από­στα­σης. Είμαι σίγου­ρος πως αυτή τη συμ­με­το­χή την έχεις μετα­λα­μπα­δεύ­σει στη Μαρία, τη Σεσίλ, την Κων­στα­ντί­να, την Αλε­ξάν­δρα και τον Στέρ­γιο. Τυχε­ροί όσοι έζη­σαν μαζί σου, φίλε.

Λίγες μέρες πριν, στο νοσο­κο­μείο, σου είχα υπο­σχε­θεί, πως το καλο­καί­ρι θα πάμε μαζί στα Καπε­τα­νια­νά της Κρή­της και θα κοι­τά­με το πέλα­γος, όπου πάνω στα κύμα­τα, καθι­σμέ­νος στο φτε­ρό ενός καρ­χα­ρία, ο Νοπ­φλερ θα μας τρα­γου­δά: “εκεί κάτω χαμη­λά στο νότο”. Έκλαι­γες. Το ήξε­ρες. Δε θα βρε­θού­με εκεί. Σου είχα όμως και κάτι άλλο υπο­σχε­θεί εκεί­νο το βρά­δυ: πως δε θα στα­μα­τή­σω να πιστεύω στην αξία της φρά­σης, που σου άρε­σε και επί­μο­να επα­να­λάμ­βα­νες: “είμα­στε ρεα­λι­στές, ας κατα­κτού­με το αδύ­να­τον λοι­πόν”! Ναι. Θα το κατα­κτή­σου­με, φίλε μου. Στο υπό­σχο­μαι για άλλη μία φορά, πως θα ακο­λου­θώ αυτή τη φρά­ση, μέχρι να κλεί­σω κι εγώ τα μάτια μου. Κι αν δεν το κατα­φέ­ρου­με εμείς, θα το κάνουν οι επό­με­νοι από εμάς, για­τί δε θα στα­μα­τή­σου­με να τους το υπεν­θυ­μί­ζου­με εμείς. Κι εκεί­νοι με τη σει­ρά τους θα κάνουν το ίδιο στους δικούς τους επό­με­νους, μέχρι αυτό που θεω­ρεί­ται αδύ­να­το, να γίνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και να μη νιώ­θει πια κανείς… λαθρε­πι­βά­της σ’ ένα πλοίο παροπλισμένο.

Μακρό­θυ­με πρί­γκη­πα μου, από­λυ­τε νικη­τή του δια­γω­νι­σμού του Μπλουά, καλη­νύ­χτα. Δεν μπο­ρώ να σου πω καλή αντά­μω­ση, για­τί εμείς δεν τα πιστεύ­ου­με αυτά — μπο­ρώ όμως να σου πω πως, μέχρι να φύγω κι εγώ, κάθε στιγ­μή θα σε συνα­ντώ, θα είσαι εκεί, παρών — θα είσαι δίπλα, μαζί μου, όταν συνέ­χεια θα μιλάω για σένα. Σ’ αγα­πάω και θα σ’ αγα­πάω πάντα, για­τί σου οφεί­λω τα πάντα».

 

Για τον Θάνο «της σπου­δαί­ας τέχνης», μίλη­σε στη συνέ­χεια ο Οδυσ­σέ­ας Ιωάν­νου και σημεί­ω­σε μετα­ξύ άλλων: «Αγά­πη­σε πολύ τους ποι­η­τές, τα ταξί­δια και τα παι­διά. Όλα τα παι­διά, ολο­νών μας. Ήταν τόσο γοη­τευ­τι­κός στα μάτια τους. Η φύση τον προί­κι­σε και με αυτά τα μάτια της καλο­σύ­νης, αυτά τα μού­σια, αυτό το γέλιο και αυτά τα παρα­πά­νω κιλά­κια, που τον έκα­ναν να είναι όλον τον χρό­νο ένας Άγιος Βασί­λης με πολι­τι­κά. Έζη­σε ωραία, νοιά­στη­κε πολύ, έφυ­γε μέσα σε μια φάτ­νη αγά­πης όπως είχε μετα­τρα­πεί το δωμά­τιο του νοσο­κο­μεί­ου τις τελευ­ταί­ες εβδο­μά­δες». Πρό­σθε­σε ότι «η πιο βαριά ευθύ­νη που άφη­σε ο Θάνος σε όλους μας είναι “Μην αφή­σε­τε κανέ­ναν να σας πεί­σει πως ο κόσμος δεν μπο­ρεί να γίνει ομορφότερος”.“Και να ζεί­τε, την κάθε μέρα σας, το κάθε λεπτό σας, τρυ­φε­ρά και γεν­ναία”. Όπως ήταν κι ο ίδιος ακό­μα και στις τελευ­ταί­ες του στιγμές».

Ενώ κλεί­νο­ντας τον απο­χαι­ρε­τι­σμό του σε πιο προ­σω­πι­κό τόνο, πρό­σθε­σε: «Η οικο­γέ­νειά μου έχα­σε μία από τις βασι­κές στα­θε­ρές της. Η Σοφού­λα μας έχα­σε τον νονό της, και κάπο­τε Θα κατα­λά­βει πόσο περή­φα­νη πρέ­πει να νιώ­θει, που τον κέρ­δι­σε για όλη τη ζωή της. Θα συνε­χί­σω να τον συμ­βου­λεύ­ο­μαι για τη ζωή μου, για τα όνει­ρά μου. Μου έχει αφή­σει όλες τις απα­ντή­σεις. Φρό­ντι­σε και γι αυτό. Έχει αφή­σει απα­ντή­σεις για όλους. Ψάξ­τε τις. Όσο μεγα­λώ­νου­με απο­χαι­ρε­τού­με φίλους. Μετά το αρχι­κό κάταγ­μα, το απο­δε­χό­μα­στε και συνε­χί­ζου­με τη ζωή μας. Θα τη συνε­χί­σω κι εγώ, αλλά αυτόν το Θάνα­το δεν πρό­κει­ται να τον απο­δε­χτώ ποτέ».

 

Η κόρη του Αλε­ξάν­δρα με δάκρυα στα μάτια απο­χαι­ρέ­τη­σε τον πατέ­ρα της, τον «καπε­τά­νιο» της όπως τον απο­κά­λε­σε. «Και αν αυτή τη στιγ­μή βρί­σκε­σαι σε ένα παράλ­λη­λο σύμπαν, κάπου στο Σταυ­ρό του Νότου κρά­τη­σέ μου ζεστό το πιά­νο, για όταν ξανασυναντηθούμε»…

 

 

Η Μαρία του θυμή­θη­κε τότε που πρω­το­συ­να­ντή­θη­καν, για τις ευτυ­χι­σμέ­νες και τις γεμά­τες αγά­πη στιγ­μές που έζη­σαν. Και μετά για τα τελευ­ταία 2,5 χρό­νια, τα πιο δύσκο­λα, τα πιο πονε­μέ­να. Οι δύσκο­λοι μήνες στο νοσοκομείο…

«Ο γύρος του κόσμου έγι­νε μια εκδρο­μή στη θάλασ­σα. Μια βόλ­τα στο διά­δρο­μο… Ύστε­ρα… Το μυα­λό σου να τρέ­χει, η καρ­διά σου να χτυ­πά, καθη­λω­μέ­νος στο κρε­βά­τι. Τότε μου έβα­λες το χέρι στην καρ­διά μου. Κάπο­τε μου λες θα χτυ­πά και για τους δυο μας. Μην τρο­μά­ξεις τότε, μην κάνεις πίσω, μόνο μπρο­στά. Να κυνη­γάς την ουτο­πία. Και εκεί­νη την κόκ­κι­νη πολι­τεία που όλοι θα τα μοι­ρα­ζό­μα­στε με όλους. Δεν ξέρω αν θα για­τρέ­ψω ποτέ την πλη­γή μου, ξέρω όμως ότι με μπό­λια­σες με τη χαρά της ζωής και της δημιουρ­γί­ας — αντί­δο­το σε κάθε μιζέ­ρια, κάθε μικρό­τη­τα, κάθε αναβολή.

Σου ζητώ συγνώ­μη που λύγι­σα και ευχή­θη­κα να γίνεις αετός και να πετά­ξεις. Το μόνο που σου υπό­σχο­μαι είναι ότι πάντα θα πορεύ­ο­μαι στο δρό­μο σου. Και θα ονει­ρεύ­ο­μαι ότι κάπο­τε θα πετάξω».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο