Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από την Ιταλία ένας βιολόγος κοιτάζει την ανθρώπινη γλώσσα…

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Αν προ­σπα­θή­σου­με να ξεχω­ρί­σου­με τις γλώσ­σες η μία από την άλλη απλώς ως προς τις λέξεις τους και τα μοτί­βα που μπο­ρού­με να παρα­τη­ρή­σου­με στις προ­τά­σεις, προ­κύ­πτουν προ­βλή­μα­τα. Πολύ δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες μπο­ρούν να μοι­ρά­ζο­νται λέξεις (μέσω δανει­σμού), ενώ δια­φο­ρε­τι­κοί ομι­λη­τές της «ίδιας» γλώσ­σας μπο­ρεί να δια­φέ­ρουν πολύ στο λεξι­λό­γιό τους λόγω παρα­γό­ντων εκπαί­δευ­σης ή στυλ ομι­λί­ας. Δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες μπο­ρεί να εμφα­νί­ζουν τα ίδια μοτί­βα προ­τά­σε­ων, ενώ μια μεμο­νω­μέ­νη γλώσ­σα μπο­ρεί να εμφα­νί­ζει μεγά­λη ποι­κι­λία μοτίβων.

Πόσες γλώσ­σες υπάρ­χουν στον κόσμο;

Του­λά­χι­στον 500 (μόνο στη Βόρεια Ιτα­λία)…

Άρα η επι­στή­μη της γλωσ­σο­λο­γί­ας παρέ­χει καλύ­τε­ρη βάση για τη μέτρη­ση του αριθ­μού των δια­φο­ρε­τι­κών γλωσ­σών που ομι­λού­νται στον κόσμο; Όταν αντι­με­τω­πί­ζου­με το ερώ­τη­μα πότε ακρι­βώς οι μορ­φές ομι­λί­ας δια­φέ­ρουν συστη­μα­τι­κά από γλωσ­σι­κή άπο­ψη, παίρ­νου­με απα­ντή­σεις που είναι δυνη­τι­κά σαφείς και ξεκά­θα­ρες, αλλά μάλ­λον προ­κα­λούν έκπληξη.

Γενι­κά, οι γλωσ­σο­λό­γοι έχουν δια­πι­στώ­σει ότι η ανά­λυ­ση των εξω­τε­ρι­κών γεγο­νό­των της χρή­σης της γλώσ­σας μας δίνει στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση ένα ολι­σθη­ρό αντι­κεί­με­νο μελέ­της. Μάλ­λον πιο συνε­κτι­κή, φαί­νε­ται, είναι η μελέ­τη της αφη­ρη­μέ­νης γνώ­σης που έχουν οι ομι­λη­τές που τους επι­τρέ­πει να παρά­γουν και να κατα­νο­ούν _produce and understand αυτό που λένε ή ακούν ή δια­βά­ζουν: την εσω­τε­ρι­κευ­μέ­νη γνώ­ση της γραμ­μα­τι­κής της γλώσ­σας τους.

Θα μπο­ρού­σα­με, λοι­πόν, να προ­τεί­νου­με αντί να μετρά­με τις γλώσ­σες με βάση τις “εξω­τε­ρι­κές μορ­φές”, να προ­σπα­θή­σου­με να μετρή­σου­με το εύρος των δια­κρι­τών γραμ­μα­τι­κών στον κόσμο. Πώς μπο­ρού­με να το κάνου­με αυτό; Τι δια­φο­ρο­ποιεί τη μια γραμ­μα­τι­κή από την άλλη; Ορι­σμέ­νες πτυ­χές της γραμ­μα­τι­κής γνώ­σης, όπως ο τρό­πος που ερμη­νεύ­ο­νται οι αντω­νυ­μί­ες σε σχέ­ση με μια άλλη έκφρα­ση στην ίδια πρό­τα­ση, φαί­νε­ται να είναι κοι­νές σε όλες τις γλώσσες.

Στο “νομί­ζει ότι η Μαί­ρη είναι έξυ­πνη”, που μπο­ρεί να ανα­φέ­ρε­ται σε οποιο­δή­πο­τε θηλυ­κό στο σύμπαν υπάρ­χει μια εξαί­ρε­ση: δεν μπο­ρεί εδώ να ανα­φέ­ρε­ται στο ίδιο άτο­μο με τη Mary. Από την άλλη, το γεγο­νός ότι τα επί­θε­τα προη­γού­νται των ουσια­στι­κών τους στα αγγλι­κά (λέμε red balloon _κόκκινο μπα­λό­νι, όχι balloon red _μπαλόνι κόκ­κι­νο) είναι γεγο­νός για τα αγγλι­κά, καθώς ισχύ­ει το αντί­θε­το, για παρά­δειγ­μα, στα γαλ­λι­κά. Εάν είχα­με μια πλή­ρη απο­γρα­φή του συνό­λου των παρα­μέ­τρων που μπο­ρεί να χρη­σι­μεύ­σει με αυτόν τον τρό­πο, κάθε συγκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή τιμών για αυτές τις παρα­μέ­τρους που θα μπο­ρού­σα­με να ανα­γνω­ρί­σου­με στη γνώ­ση κάποιου συνό­λου ομι­λη­τών θα πρέ­πει να υπο­λο­γί­ζε­ται ως ξεχω­ρι­στή γλώσσα.

Αλλά ας δού­με τι συμ­βαί­νει όταν εφαρ­μό­ζου­με αυτήν την προ­σέγ­γι­ση σε μια ενιαία γλωσ­σι­κή περιο­χή, ας πού­με τη Βόρεια Ιτα­λία. Εξε­τά­στε τα γεγο­νό­τα αρνη­τι­κών προ­τά­σε­ων, για παρά­δειγ­μα. Η τυπι­κή ιτα­λι­κή χρη­σι­μο­ποιεί έναν αρνη­τι­κό δεί­κτη που προη­γεί­ται του ρήμα­τος (Maria non mangia la carne = η Μαρία δεν τρώ­ει το κρέ­ας), ενώ η γλώσ­σα που ομι­λεί­ται στο Piémonte (Πιε­μό­ντε) χρη­σι­μο­ποιεί έναν αρνη­τι­κό δεί­κτη που ακο­λου­θεί το ρήμα (Maria a mangia nen la carn = Μαρία τρώ­ει όχι το κρέας).

Άλλες δια­φο­ρές συσχε­τί­ζο­νται με αυτό: η τυπι­κή ιτα­λι­κή δεν μπο­ρεί να έχει αρνη­τι­κό με προ­στα­κτι­κό ρήμα, αλλά χρη­σι­μο­ποιεί αντ’ αυτού τον αόρι­στο, ενώ τα Πιε­μο­ντέ­ζι­κα επι­τρέ­πουν αρνη­τι­κές προ­στα­κτι­κές. Τα τυπι­κά ιτα­λι­κά απαι­τούν ένα “διπλό αρνη­τι­κό” σε προ­τά­σεις όπως “Non ho visto nessuno” _“δεν έχω δει κανέ­ναν”, ενώ στο  Piemonte δεν χρη­σι­μο­ποιούν τον επι­πλέ­ον αρνη­τι­κό δεί­κτη και ούτω καθε­ξής. Η λει­τουρ­γία της άρνη­σης εδώ καθιε­ρώ­νει μια παρά­με­τρο που δια­κρί­νει αυτές (και άλλες) γραμματικές.

Αυτή είναι μόνο η αρχή, όμως. Όταν εξε­τά­ζου­με πιο προ­σε­κτι­κά την ομι­λία δια­φό­ρων περιο­χών στη Βόρεια Ιτα­λία, βρί­σκου­με πολ­λές άλλες παρα­μέ­τρους που δια­κρί­νουν τη μια γραμ­μα­τι­κή από την άλλη σε αυτήν την περιο­χή, έτσι ώστε καθε­μία από αυτές μπο­ρεί να ποι­κίλ­λει από τόπο σε τόπο με τρό­πους που είναι ανε­ξάρ­τη­τοι από όλες τις οι υπόλοιπες.

Παρα­μέ­νο­ντας ακό­μα στη Βόρεια Ιτα­λία, ας υπο­θέ­σου­με ότι υπάρ­χουν, δέκα τέτοιες παρά­με­τροι που δια­κρί­νουν τη μια γραμ­μα­τι­κή από την άλλη. Αυτή είναι πραγ­μα­τι­κά μια αρκε­τά συντη­ρη­τι­κή εκτί­μη­ση, υπό το φως της δια­κύ­μαν­σης που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έχει βρε­θεί εκεί. Αλλά αν καθέ­να από αυτά μπο­ρεί να δια­φέ­ρει ανε­ξάρ­τη­τα από τα άλλα, συλ­λο­γι­κά ορί­ζουν ένα σύνο­λο από δύο έως το δέκα, ή 1.024 δια­κρι­τές γραμ­μα­τι­κές, και πράγ­μα­τι οι μελε­τη­τές έχουν υπο­λο­γί­σει ότι κάπου μετα­ξύ 300 και 500 από αυτές τις δια­κρι­τές πιθα­νό­τη­τες υπάρ­χουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην περιοχή!

Φυσι­κά, οι επι­πτώ­σεις αυτού του απο­τε­λέ­σμα­τος για τον κόσμο ως σύνο­λο πρέ­πει να βασί­ζο­νται σε μια ενδε­λε­χή μελέ­τη του εύρους και των ορί­ων πιθα­νής γραμ­μα­τι­κής παραλ­λα­γής. Αλλά όλες αυτές οι μορ­φές των “ιτα­λι­κών” έχουν πολ­λά κοι­νά και υπάρ­χουν πολ­λοί τρό­ποι με τους οποί­ους δια­κρί­νο­νται όλες ως ομά­δα από πολ­λές άλλες γλώσ­σες σε πολ­λά άλλα μέρη του κόσμου. Δεδο­μέ­νου ότι ο αριθ­μός των πιθα­νών γραμ­μα­τι­κών συστη­μά­των επε­κτεί­νε­ται εκθε­τι­κά καθώς αυξά­νε­ται ο αριθ­μός των παρα­μέ­τρων, αν έχου­με μόνο περί­που 25 ή 30 από αυτές, ο αριθ­μός των πιθα­νών γλωσ­σών με αυτή την έννοια γίνε­ται τερά­στιος: πολύ πάνω από ένα δισε­κα­τομ­μύ­ριο, με την υπό­θε­ση τριά­ντα δια­κρι­τών παρα­μέ­τρων . Προ­φα­νώς δεν θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν όλες αυτές οι δυνα­τό­τη­τες, αλλά εάν ο χώρος των πιθα­νών γραμ­μα­τι­κών καλυ­φθεί ομοιό­μορ­φα σε κάτι σαν τον βαθ­μό που βρί­σκου­με στη Βόρεια Ιτα­λία για το περιο­ρι­σμέ­νο σύνο­λο παρα­μέ­τρων που παί­ζουν εκεί, ο αριθ­μός των γλωσ­σών στον κόσμο πρέ­πει να είναι πολύ μεγα­λύ­τε­ρος από 6.909 του Ethnologue.

Μόνο μία _Ένας βιολόγος 
κοιτάζει την ανθρώπινη γλώσσα…

Όταν κοι­τά­με τις γλώσ­σες του κόσμου, μπο­ρεί να φαί­νο­νται απί­στευ­τα δια­φο­ρε­τι­κές. Από την άπο­ψη των συστη­μά­των επι­κοι­νω­νί­ας γενι­κό­τε­ρα, ωστό­σο, είναι εντυ­πω­σια­κά παρό­μοιες μετα­ξύ τους. Η ανθρώ­πι­νη γλώσ­σα δια­φέ­ρει από την επι­κοι­νω­νια­κή συμπε­ρι­φο­ρά κάθε άλλου γνω­στού οργα­νι­σμού με έναν αριθ­μό θεμε­λιω­δών τρό­πων, που μοι­ρά­ζο­νται όλες οι γλώσσες.

Σε σύγκρι­ση με τις επι­κοι­νω­νια­κές συσκευ­ές των αση­μό­γλα­ρων, των μελισ­σών, των δελ­φι­νιών ή οποιου­δή­πο­τε άλλου ζώου (εκτός του ανθρώ­που δλδ), η γλώσ­σα μας παρέ­χει ένα σύστη­μα που δεν δεσμεύ­ε­ται από ερε­θί­σμα­τα και εκτεί­νε­ται σε άπει­ρα πιθα­νά δια­κρι­τά μηνύ­μα­τα. Αυτό το επι­τυγ­χά­νει με ένα περιο­ρι­σμέ­νο, πεπε­ρα­σμέ­νο σύστη­μα μονά­δων που συν­δυά­ζο­νται ιεραρ­χι­κά και ανα­δρο­μι­κά σε μεγα­λύ­τε­ρες μονά­δες. Οι ίδιες οι λέξεις δομού­νται από μια μικρή απο­γρα­φή ήχων βασι­κών στη γλώσ­σα, μεμο­νω­μέ­να στοι­χεία χωρίς νόη­μα συν­δυα­σμέ­να σύμ­φω­να με ένα σύστη­μα εντε­λώς ανε­ξάρ­τη­το από τον τρό­πο που οι λέξεις συν­δυά­ζο­νται σε φρά­σεις και προτάσεις.

Το συγκε­κρι­μέ­νο γλωσ­σι­κό σύστη­μα που ελέγ­χει κάθε άτο­μο υπερ­βαί­νει κατά πολύ την άμε­ση εμπει­ρία από την οποία προ­έ­κυ­ψε η γνώ­ση του. Και οι αρχές που διέ­πουν αυτά τα συστή­μα­τα ήχων, λέξε­ων και νοη­μά­των είναι σε μεγά­λο βαθ­μό κοι­νές σε όλες τις γλώσ­σες, με περιο­ρι­σμέ­νες μόνο δυνα­τό­τη­τες δια­φο­ράς (οι παρά­με­τροι που περι­γρά­φο­νται παραπάνω).

Με όλους αυτούς τους τρό­πους, η ανθρώ­πι­νη γλώσ­σα είναι τόσο δια­φο­ρε­τι­κή από οποιο­δή­πο­τε άλλο γνω­στό σύστη­μα στον φυσι­κό κόσμο που οι στε­νά περιο­ρι­σμέ­νοι τρό­ποι με τους οποί­ους μια γραμ­μα­τι­κή μπο­ρεί να δια­φέ­ρει από την άλλη εξα­σθε­νούν σε ασή­μα­ντη σημα­σία. Για έναν ιθα­γε­νή του Μιλά­νου, οι δια­φο­ρές μετα­ξύ της ομι­λί­ας αυτής της πόλης και της ομι­λί­ας του Τορί­νο μπο­ρεί να είναι μεγά­λες, αλλά για έναν επι­σκέ­πτη από την Κουά­λα Λου­μπούρ και τα δύο είναι “ιτα­λι­κά”. Ομοί­ως, οι δια­φο­ρές που βρί­σκου­με ανά τον κόσμο στις γραμ­μα­τι­κές φαί­νο­νται πολύ σημα­ντι­κές, αλλά για έναν εξω­τε­ρι­κό παρα­τη­ρη­τή — ας πού­με, έναν βιο­λό­γο που μελε­τά την επι­κοι­νω­νία μετα­ξύ των ζωντα­νών όντων γενι­κά — όλες είναι σχε­τι­κά μικρές παραλ­λα­γές στο μονα­δι­κό θέμα της Ανθρώ­πι­νης γλώσσας.

Όπως το έθε­σε η 11η έκδο­ση της Britannica,
«(…) όλη η υπάρ­χου­σα ανθρώ­πι­νη ομι­λία είναι ένα από τα βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά που έχου­με σημειώ­σει μέχρι τώρα ή θα πρέ­πει να λάβου­με υπό­ψη μας, ακό­μη και όταν η ανθρω­πό­τη­τα είναι μία στη διά­κρι­σή της από κατώ­τε­ρα ζώα? οι δια­φο­ρές είναι στα μη ουσια­στι­κά».

Πηγή_
Συνε­χί­ζε­ται

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο