Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ” _Εθνική Πινακοθήκη: Μια πόλη που βιώνεται μέσα στο κάδρο

Ιού­νιος, 2023
Χαρ­το­γρα­φώ­ντας εικα­στι­κά το «αστι­κό βίω­μα» μέσα από 79 δημιουρ­γούς, 202 εικα­στι­κά έργα και 22 ται­νί­ες στην έκθε­ση “Αστυ­γρα­φία / Urbanography _Η ζωή της πόλης τις δεκα­ε­τί­ες 1950–1970

Οι κού­κλες στις βιτρί­νες, τα μπαλ­κό­νια, οι ταρά­τσες, τα για­πιά και τα οργα­νι­κά δομι­κά υλι­κά των κτι­ρί­ων, οι άνθρω­ποι που ξενυ­χτούν και χορεύ­ουν με λαϊ­κά, οι νυχτε­ρι­νοί από­κο­σμοι δρό­μοι. Στοι­χεία μιας πόλης που βιώ­νε­ται. Όλα χωρά­νε μέσα στο κάδρο.

Arrivederci. Willkommen. Καλώς ήρθες… εις το επα­νι­δείν. Κόσμος έρχε­ται και φεύ­γει, μετα­κί­νη­ση, γει­το­νιές και κοι­νό­τη­τες ξανα­συ­στή­νο­νται, σπί­τια γκρε­μί­ζο­νται και ανοι­κο­δο­μού­νται ξανά. Η πόλη αλλά­ζει και μαζί της και οι άνθρω­ποι, οι ζωές τους. Πώς άρα­γε απο­κο­μί­ζει ο δια­βά­της, ο περι­πλα­νώ­με­νος στους δρό­μους, ο αστός της ίδιας της πόλης την πόλη στην οποία ζει;

Μια διαρ­κής μετα­κί­νη­ση από το μεγά­λο πανο­ρα­μι­κό πλά­νο, στο κοντι­νό όπως άλλω­στε και ο κινη­μα­το­γρα­φι­κός φακός. Ξεκι­νώ­ντας με μια πανο­ρα­μι­κή από­δο­ση της πόλης, αρχί­ζεις στα­δια­κά να προ­σεγ­γί­ζεις τις λεπτο­μέ­ρειες ενός δρό­μου, μιας γει­το­νιάς, μιας πλα­τεί­ας, ενός σπι­τιού. Από το μεγά­λο, στο στιγ­μιό­τυ­πο του μικρόκοσμου.

Αυτή άλλω­στε ήταν και η έμπνευ­ση της επι­με­λή­τριας και διευ­θύ­ντριας της ΕΠΜΑΣ, Συρα­γώ Τσιά­ρα για την έκθε­ση “Αστυ­γρα­φία / Urbanography”. Η ζωή της πόλης τις δεκα­ε­τί­ες 1950–1970», που έχει ήδη ανοί­ξει τις πόρ­τες της στο κοι­νό στην Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη – Μου­σείο Αλε­ξάν­δρου Σού­τσου (Λεωφ. Βασι­λέ­ως Κων­στα­ντί­νου 50, Αθή­να), προ­βάλ­λο­ντας 79 δημιουρ­γούς, 202 εικα­στι­κά έργα και 22 ται­νί­ες (4 πλή­ρεις ται­νί­ες και απο­σπά­σμα­τα από 18 ται­νί­ες μεγά­λου μήκους).

«Έφτια­ξα αυτή την έκθε­ση θέλο­ντας να προ­βάλ­λω το βιω­μα­τι­κό στοι­χείο, το πώς ζού­με με τις αλλα­γές στην πόλη. Οι αλλα­γές δεν είναι μόνο στους δρό­μους, στα μαγα­ζιά και στις πλα­τεί­ες, αλλά είναι και μέσα στα σπί­τια», ανα­φέ­ρει η επιμελήτρια.

Αν και διό­λου περιο­ρι­στι­κές, διό­τι η συνε­χής ρoή και η συνε­χής μετα­κί­νη­ση είναι σε αυτό τον χώρο το ζητού­με­νο, 7 ενό­τη­τες θέτουν τους βασι­κούς άξο­νες πάνω στους οποί­ους ξεδι­πλώ­νε­ται εικα­στι­κά: «Σκη­νο­γρα­φία», «Νοσταλ­γία», «Για­πί», «Κοντι­νό Πλά­νο», «Θέα­μα», «Όνει­ρα και Συγκρού­σεις», «Υλι­κό­τη­τες» οι βασι­κές θεμα­τι­κές. Πάντα από το μεγά­λο πλά­νο στο μικρό πλάνο.

Μέσα από τη συνύ­παρ­ξη των μορ­φών της τέχνης, αντι­λαμ­βά­νε­ται γρή­γο­ρα κανείς το αιχ­μη­ρό, και­νο­τό­μο βλέμ­μα της επιμελήτριας:

«Ήθε­λα να είναι μια συμπε­ρι­λη­πτι­κή έκθε­ση με την ουσία της, δηλα­δή ενώ έχου­με κατά κύριο λόγο ζωγρα­φι­κή και γλυ­πτι­κή στην Πινα­κο­θή­κη με εξαι­ρε­τι­κά έργα τέχνης, τη φωτο­γρα­φία για πρώ­τη φορά τη βγά­ζου­με ισό­τι­μα σε μια θεμα­τι­κή ζωγρα­φι­κή έκθε­ση». Έτσι έχου­με την τιμή να απο­λαύ­σου­με και το υπέ­ρο­χο γλυ­πτό του Ιωάν­νη Αβρα­μί­δη σε κεντρι­κό σημείο της έκθε­σης με την επι­βλη­τι­κή μορ­φή του αλλά και το γλυ­πτό του Αχιλ­λέα Απέργη.

Σκηνογραφία – Νοσταλγία

Οι αλλα­γές που συμ­βαί­νουν στο αστι­κό τοπίο ερμη­νεύ­ο­νται δια­φο­ρε­τι­κά από τους καλ­λι­τέ­χνες. Η τέχνη απο­πει­ρά­ται να δια­σώ­σει μια πόλη που στα­δια­κά εξα­φα­νί­ζε­ται, χάνε­ται μέσα στους νέους κανό­νες του αστι­κού μετασχηματισμού.

Αρχι­κά κυριαρ­χούν η νοσταλ­γία, και οι εξι­δα­νι­κευ­τι­κές αφη­γή­σεις μιας ιδιαί­τε­ρης αστι­κής ταυ­τό­τη­τας που αλλοιώ­νε­ται και η πόλη επι­νο­εί­ται ως σκη­νι­κό, με τους δημιουρ­γούς να αντλούν έμπνευ­ση άλλο­τε από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που είναι πλέ­ον παρελ­θόν, τη μνή­μη και την προ­σω­πι­κή τους επιθυμία.

Ο Αγή­νωρ Αστε­ριά­δης απο­τυ­πώ­νει το «δικό του Μαρού­σι» με μια νοσταλ­γι­κή διά­θε­ση, ο Σπύ­ρος Βασι­λεί­ου, ο Αλέ­κος Φασια­νός και ο Αλέ­κος Κοντό­που­λος εδώ πρω­τα­γω­νι­στές, νοσταλ­γοί μιας πόλης που χάνεται.

Γιαπί – Κομβική εικόνα αλλαγής

Η ανοι­κο­δό­μη­ση έχει τον κυρί­αρ­χο ρόλο εδώ. Το για­πί αμέ­σως μας τοπο­θε­τεί στον πυρή­να της αστι­κο­ποί­η­σης. Μετά τον Β΄ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, η αστι­κο­ποί­η­ση, η ανοι­κο­δό­μη­ση και η μετα­νά­στευ­ση –εσω­τε­ρι­κή και εξω­τε­ρι­κή– προσ­διο­ρί­ζουν καθο­ρι­στι­κά τις ραγδαί­ες εξε­λί­ξεις που συμ­βαί­νουν στα αστι­κά κέντρα.

Το αστι­κό τοπίο μετα­βάλ­λε­ται ριζι­κά με την αντι­πα­ρο­χή και τη στα­δια­κή εξα­φά­νι­ση της μονο­κα­τοι­κί­ας που δίνει τη θέση της στην πολυ­κα­τοι­κία. Οι καλ­λι­τέ­χνες σε αυτή την ενό­τη­τα ανα­κα­λύ­πτουν ένα νέο εικα­στι­κό πεδίο, εστιά­ζο­ντας στη σύν­θε­ση αλλά και στην ανθρώ­πι­νη μορ­φή. Οι οικο­δο­μές, οι εργά­τες, οι χτί­στες, οι εργο­λά­βοι πρω­τα­γω­νι­στούν εδώ, απο­κα­λύ­πτο­ντας την ενέρ­γεια της γέν­νη­σης μιας νέας πόλη.

«Σε αυτή την ενό­τη­τα έχω κρα­τή­σει αυτή τη διπλή συν­θή­κη. Της συνο­λι­κής σύν­θε­σης, την εικό­να της κατα­σκευ­ής δηλα­δή από τη μία πλευ­ρά και την εικό­να των ανθρώ­πων, των εργα­τών που χτί­ζουν αυτές τις κατα­σκευ­ές», πρω­τα­γω­νι­στούν από τη μια πλευ­ρά τα εντυ­πω­σια­κά χαρα­κτι­κά του Πανα­γιώ­τη Τέτση, μια απο­κά­λυ­ψη, και από την άλλη, τα έργα του Δια­μα­ντή Δια­μα­ντό­που­λου με τη μνη­μεια­κή απο­τύ­πω­ση της ανθρώ­πι­νης εργα­σί­ας και του ανδρι­κού σώμα­τος αλλά και οι φωτο­γρα­φί­ες του Στέ­λιου Κασιμάτη.

«Η γεω­με­τρι­κό­τη­τα, η αφαί­ρε­ση. Ο Δια­μα­ντό­που­λος δια­μορ­φώ­νει το πλαί­σιο, δίχως ωστό­σο να υπο­τι­μή­σου­με και το έργο του Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, στο οποίο ενυ­πάρ­χει και η αφή­γη­ση που έχει να κάνει με την εργα­σία, την ώρα της δια­σκέ­δα­σης και ολο­κλη­ρώ­νε­ται με την κηδεία. Όλοι τους καλ­λι­τέ­χνες κοι­νω­νι­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι», ανα­φέ­ρει σε αυτή την ενό­τη­τα η επιμελήτρια.

Όνειρα και συγκρούσεις – 
Απολαύσεις και ανισότητες

Η πόλη δεν είναι μόνο απο­λαύ­σεις αλλά περι­κλεί­ει και ανι­σό­τη­τες και κοι­νω­νι­κές συγκρού­σεις. Κατά τη δεκα­ε­τία του 1960 ανα­δει­κνύ­ε­ται το στοι­χείο του κρι­τι­κού ρεα­λι­σμού με τους καλ­λι­τέ­χνες να δια­μορ­φώ­νουν τις νέες εικα­στι­κές τάσεις του ρεαλισμού.

Εξαι­ρε­τι­κό εικα­στι­κό ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζουν οι απει­κο­νί­σεις των ενδιά­με­σων χώρων ανά­με­σα στο δημό­σιο και τον ιδιω­τι­κό, όπως είναι η βερά­ντα, το κατώ­φλι, η οπί­σθια όψη των οικο­δο­μών, η σκά­λα, η θέα από το παρά­θυ­ρο, η βιτρί­να, εκεί που συνα­ντιού­νται το μέσα με το έξω, σε μια από­πει­ρα να απο­τυ­πώ­σουν με κρι­τι­κό πάντα βλέμ­μα το βίω­μα μιας πόλης από άτο­μα και ομά­δες δια­φο­ρε­τι­κού φύλου και κοι­νω­νι­κής προέλευσης.

Ο Γιάν­νης Ψυχο­παί­δης και η Χρύ­σα Ρωμα­νού είναι και οι βασι­κοί εκπρό­σω­ποι της περιό­δου και οι πρω­τα­γω­νι­στές αυτής της ενό­τη­τας. Εδώ η πόλη μετα­τρέ­πε­ται από ένα πλαί­σιο, σε ένα πεδίο αμφι­σβή­τη­σης, ανα­στά­τω­σης, δια­δή­λω­σης και σύγκρου­σης. Τα έργα του Γιάν­νη Ψυχο­παί­δη απο­τυ­πώ­νουν θέμα­τα μετα­νά­στευ­σης αλλά ανα­δει­κνύ­ουν και λυρι­σμό και τρυφερότητα:

Τα έργα του Ψυχο­παί­δη θυμί­ζουν καρτ ποστάλ που αν τα κοι­τά­ξεις κάπως πιο προ­σε­κτι­κά έχουν μια τρυ­φε­ρό­τη­τα που συνει­δη­τά σε προ­σελ­κύ­ει αλλά προ­σέ­χο­ντας ακό­μα και τα απο­σπά­σμα­τα, αυτά που μοιά­ζουν με κολάζ αλλά είναι ζωγρα­φι­κή σύν­θε­ση, δεί­χνουν την απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα της πόλης και την εικό­να του γυναι­κεί­ου σώμα­τος που εκδη­λώ­νε­ται σαν αντι­κεί­με­νο από­λαυ­σης μέσα από τη διαφήμιση.

Παλαιό­τε­ρα μιλού­σα­με για την ιστο­ρία μέσα από τους θεσμούς, μέσα από τους πρω­τα­γω­νι­στές αλλά ευτυ­χώς τα τελευ­ταία χρό­νια αρχί­ζου­με να βλέ­που­με εκδο­χές της βιω­μέ­νης ιστο­ρί­ας μας και από τα “κάτω”, από τα χαμη­λά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα. Αυτές οι μαρ­τυ­ρί­ες συν­θέ­τουν καλύ­τε­ρα το παζλ. Δεν αρκεί να δού­με την ιστο­ρία μόνο μέσα από τα νεο­κλα­σι­κά αλλά και από τους οικο­δό­μους και τις πλύ­στρες» _αυτά μπρο­στά στο ανα­τρι­χια­στι­κά όμορ­φο γλυ­πτό του Χρή­στου Καπρά­λου. Η οπτι­κή της πόλης από το πάτω­μα και όχι από ψηλά.

Κοντινό Πλάνο –
Ο μικρόκοσμος της καθημερινής ζωής, 
η σύνδεση του μέσα με το έξω

Ένας νερο­χύ­της, μερι­κά πλα­στι­κά μπου­κά­λια και ο φακός επι­κε­ντρώ­νε­ται πλέ­ον στα μικρά, στα καθη­με­ρι­νά μιας ρου­τί­νας που λίγο πολύ μοιά­ζει να είναι κοι­νή για όλους. Αυτός ο μικρό­κο­σμος της καθη­με­ρι­νής ζωής, η οργά­νω­ση του προ­σω­πι­κού χώρου, γίνο­νται ο καμ­βάς σε αυτή την ενό­τη­τα για μια θεμα­το­γρα­φία που εξε­λίσ­σε­ται, ενώ η πόλη αλλά­ζει. Εδώ οι καλ­λι­τέ­χνες διεισ­δύ­ουν στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα και δίνουν σε αντι­κεί­με­να μικρά και αδιά­φο­ρα μέχρι τότε εικα­στι­κά, μια νέα καλ­λι­τε­χνι­κή οντότητα.

Ο Γιώρ­γος Παρα­λής συν­θέ­τει το εξαι­ρε­τι­κό του έργο Ο νερο­χύ­της της Βαρ­βά­ρας: «Μια ποπ καθη­με­ρι­νό­τη­τα, μια συνά­θροι­ση αντι­κει­μέ­νων που ναι μεν απο­τυ­πώ­νουν ρεα­λι­στι­κά τη ζωή αλλά συγ­χρό­νως δίνουν και μια εξαι­ρε­τι­κή εικα­στι­κή σύν­θε­ση», ο Γιάν­νης Ψυχο­παί­δης παρου­σιά­ζει μια μονα­δι­κή σύν­θε­ση με ένα βαζά­κι με ανε­μώ­νες δίπλα σε μια κλει­δο­θή­κη που συνο­μι­λεί εξαι­ρε­τι­κά δίπλα στο έργο της Κλε­ο­πά­τρας Δίγκα που η ίδια προ­σέ­φε­ρε στην έκθεση.

Θέαμα –
Μαζικές συναθροίσεις και 
αίσθημα του συνανήκειν

Με φόντο την πόλη αλλά με έντο­νη κινη­μα­το­γρα­φι­κή αφή­γη­ση περι­δια­βαί­νου­με ανά­με­σα στα χρώ­μα­τα των έργων που απει­κο­νί­ζουν τους τρό­πους δια­σκέ­δα­σης, τα θεά­μα­τα, μέσα από την απει­κό­νι­ση σκη­νών εργα­σί­ας, δια­κο­πών και δια­σκέ­δα­σης. Εξαι­ρε­τι­κό δείγ­μα αυτής της ενό­τη­τας οι ποδο­σφαι­ρι­στές του Πανα­γιώ­τη Τέτση αλλά και μια φωτο­γρα­φία του Χαρι­σιά­δη με τις φιγού­ρες των ανθρώ­πων να χορεύ­ουν σε ένα λαϊ­κό μαγαζί.

Με φόντο την πόλη αλλά με έντο­νη κινη­μα­το­γρα­φι­κή αφή­γη­ση περι­δια­βαί­νου­με ανά­με­σα στα χρώ­μα­τα των έργων που απει­κο­νί­ζουν τους τρό­πους δια­σκέ­δα­σης, τα θεά­μα­τα, μέσα από την απει­κό­νι­ση σκη­νών εργα­σί­ας, δια­κο­πών και δια­σκέ­δα­σης. Εξαι­ρε­τι­κό δείγ­μα αυτής της ενό­τη­τας οι ποδο­σφαι­ρι­στές του Πανα­γιώ­τη Τέτση αλλά και μια φωτο­γρα­φία του Χαρι­σιά­δη με τις φιγού­ρες των ανθρώ­πων να χορεύ­ουν σε ένα λαϊ­κό μαγαζί.

Η Αρι­στέα Κρι­τσω­τά­κη με την αιχ­μη­ρό­τη­τα και τη γεω­με­τρι­κό­τη­τα των χαρα­κτι­κών της, απο­δί­δει με εξαί­ρε­το τρό­πο μια ιδιό­τυ­πη συν­θή­κη σε αυτή την ενό­τη­τα, ανθρώ­πων που απερ­γούν και διεκ­δι­κούν στην πόλη, ενώ οι συνοι­κι­σμοί και τα προ­σφυ­γι­κά μέσα από το έργο του Αυγου­στί­νου Κοκ­κι­νί­δη με την πόλη να προ­βάλ­λε­ται πλέ­ον και εκτός κέντρου και να περι­λαμ­βά­νει και την περι­φέ­ρεια και τα κατώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα με τα αυθαί­ρε­τα κτί­σμα­τα ξεχω­ρί­ζουν. Και δίχως αμφι­βο­λία το έργο του Γιώρ­γου Βακιρ­τζή με τις γιγα­ντο­α­φί­σες του από τις κινη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες της επο­χής απο­τυ­πώ­νει με εξέ­χων τρό­πο τα θέλ­γη­τρα μιας πόλης που λάμπει τη νύχτα.

Υλικότητες

Κατά τη δεκα­ε­τία του 1970 η υλι­κό­τη­τα απο­κτά και­νούρ­γιο νόη­μα στο έργο καλ­λι­τε­χνών που πραγ­μα­τεύ­ο­νται την εννοιο­λο­γι­κή πτυ­χή του αστι­κού βιώ­μα­τος. Και σε αυτή την ενό­τη­τα η καρ­διά εντο­πί­ζε­ται στην απτι­κή σχέ­ση των στοι­χεί­ων με την πόλη. Μέσα από τα δομι­κά στοι­χεία, τα στοι­χεία της αστι­κής ανά­πτυ­ξης οι δημιουρ­γοί εμπνέ­ο­νται για να απο­τυ­πώ­σουν την αλλα­γή, δίνο­ντας εδώ και την έννοια του κλει­σί­μα­τος της έκθεσης.

Η πόλη ως ύλη, ως επι­φά­νεια και βασι­κή πρω­τα­γω­νί­στρια τη Ρένα Παπα­σπύ­ρου που της δίνει μια και­νούρ­για αφη­γη­μα­τι­κό­τη­τα με το έργο της που εντυ­πω­σιά­ζει λίγο πριν το τέρ­μα. Αντι­κεί­με­να που συνέ­λε­γε καθη­με­ρι­νά στη δια­δρο­μή της προς το Πανε­πι­στή­μιο όπως μεταλ­λι­κά κου­τά­κια, τα φωτο­τυ­πού­σε συν­θέ­το­ντας έτσι, συχνά συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας τα χέρια της ή ακό­μα και το πρό­σω­πό της, το έργο της που τόσο εύστο­χα απο­τυ­πώ­νει την ιδέα της ενό­τη­τας αυτής. «Μια συγκλο­νι­στι­κή σχέ­ση με τη βιω­μέ­νη σχέ­ση του δημιουρ­γού με την πόλη».

Κινηματογραφικές ταινίες
– Εικαστικά έργα

Μέσα σε 1400 τετρα­γω­νι­κά η έκθε­ση επι­τυγ­χά­νει να συμπε­ρι­λά­βει όλα εκεί­να τα στοι­χεία, τις εικό­νες, τις μνή­μες, τις ανα­μνή­σεις μιας αλλο­τι­νής επο­χής μέσα στην καρ­διά μιας πόλης που ανα­πτύσ­σε­ται και μεγα­λώ­νει ραγδαία, μιας Αθή­νας που προ­σελ­κύ­ει τα βλέμ­μα­τα των επι­σκε­πτών, αλλά και μιας πόλης εκτός ορί­ων που άναρ­χα αναπτύσσεται.

Αυτά τα στοι­χεία απο­τυ­πώ­νο­νται εύστο­χα μέσα από τα απο­σπά­σμα­τα των ελλη­νι­κών ται­νιών του ’50 και του ’60 που προ­βάλ­λο­νται στην έκθε­ση μέσα από τρεις οθό­νες. Στην πρώ­τη οθό­νη προ­βάλ­λο­νται ται­νί­ες που αγα­πή­σα­με και όλοι γνω­ρί­ζου­με όπως η Θεία από το Σικά­γο, η ται­νία Συνοι­κία το Όνει­ρο, η Στέλ­λα, ακρι­βώς λόγω της απο­δο­χής και της διείσ­δυ­σης που είχαν στην κοι­νω­νία, λει­τούρ­γη­σαν ιστο­ρι­κά ως επι­δρα­στι­κοί δίαυ­λοι εκσυγχρονισμού:

«Οι ελλη­νι­κές ται­νί­ες όχι απλώς απο­τυ­πώ­νουν τις κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες της επο­χής αλλά παρά­γουν και αντι­λή­ψεις. Δεν είναι αντα­νά­κλα­ση μιας πρου­πάρ­χου­σας συν­θή­κης αλλά δια­μορ­φώ­νουν ήθη και συμπε­ρι­φο­ρές».

Εισή­γα­γαν και διέ­δω­σαν νέες αντι­λή­ψεις για τις σχέ­σεις ανά­με­σα στα φύλα, την οικο­γέ­νεια και την κοι­νω­νία, επη­ρέ­α­σαν κατα­να­λω­τι­κά πρό­τυ­πα, ατο­μι­κές και συλ­λο­γι­κές συμπε­ρι­φο­ρές, σκια­γρά­φη­σαν τους όρους συμ­βί­ω­σης στο κέντρο, τη γει­το­νιά και την πολυκατοικία.

«Οι ται­νί­ες αντι­με­τω­πί­ζο­νται ταυ­τό­χρο­να ως εικα­στι­κά έργα σε αυτή την έκθε­ση. Με ενδια­φέ­ρει το κάδρο, τι επι­λέ­γει να δει ο κάθε σκη­νο­θέ­της, τι επι­λέ­γει να προ­βάλ­λει και από ποια οπτι­κή. Τα αντι­με­τω­πί­ζω λοι­πόν και ως εικό­νες που δια­μόρ­φω­σαν τη μνή­μη μας», συνε­χί­ζει η Συρα­γώ Τσιάρα.

«Οι καλ­λι­τέ­χνες ερμη­νεύ­ουν την πόλη όχι μόνο ως δομη­μέ­νο περι­βάλ­λον που τους εμπε­ριέ­χει, αλλά και ως καθη­με­ρι­νό βίω­μα, ένα πλαί­σιο με το οποίο έρχο­νται αντι­μέ­τω­ποι είτε με όρους ανα­γνώ­ρι­σης, ασφά­λειας και απο­δο­χής είτε με όρους ανί­χνευ­σης, δια­πραγ­μά­τευ­σης και σύγκρου­σης», ανα­φέ­ρει επί­σης η κυρία Τσιά­ρα γι’ αυτήν την ιστο­ρι­κή όσο και επί­και­ρη έκθε­ση σε έναν ρευ­στό, ζωντα­νό κόσμο που διαρ­κώς προ­σφέ­ρει στα μέλη του –σε κάθε έναν από εμάς– προ­κλή­σεις που τα καλούν να ανα­με­τρη­θούν με νέα δεδο­μέ­να και να δια­μορ­φώ­σουν θέση και ταυτότητα.

Πληροφορίες

Η έκθεση “ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ / URBANOGRAPHY _Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950–1970 φιλοξενείται από την 21η Ιουνίου 2023 έως και την 3η Μαρτίου 2024 στην Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων του Κεντρικού Κτηρίου της Εθνικής Πινακοθήκης.

202 εικα­στι­κά έργα, εκ των οποί­ων τα μισά προ­έρ­χο­νται από τη Συλ­λο­γή της Εθνι­κής Πινα­κο­θή­κης και τα υπό­λοι­πα συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στην έκθε­ση κατό­πιν δανει­σμού από δημό­σιες και ιδιω­τι­κές συλ­λο­γές. Μια έκθε­ση που βασί­ζε­ται σε δημό­σια χρη­μα­το­δό­τη­ση και όχι σε χορηγίες.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο