Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα Αντρέι Ταρκόφσκι _2ο μέρος: Μαρτυρολόγιο_Ημερολόγια 1970–1986 και ολίγον… “σύνδρομο Κίνας”

Στο 1ο μέρος του αφιε­ρώ­μα­τος μας στον μέγι­στο σοβιε­τι­κό δημιουρ­γό στα­θή­κα­με αρκε­τά ανα­λυ­τι­κά στη δια­δρο­μή του, τόσο στην 7η τέχνη, όσο και προσωπικά

Αφιέ­ρω­μα Αντρέι Ταρ­κόφ­σκι _1ο μέρος: από τον “οδο­στρω­τή­ρα και το βιο­λί” – 1961 στο κύκνειο άσμα του

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Στο βιβλίο «Mαρ­τυ­ρο­λό­γιο» _μορφοποιήθηκε τέλη 1972 _ξεκινώντας από το 1970, μπο­ρεί και νωρί­τε­ρα και κυκλο­φό­ρη­σε, όπως ακρι­βώς το έγρα­ψε ο ίδιος στην ΕΣΣΔ, μόλις το ολο­κλή­ρω­σε, περί­που 8 μήνες αργό­τε­ρα όπου ο ανα­γνώ­στης αντι­κρί­ζει έναν Tαρ­κόφ­σκι ξεγυ­μνω­μέ­νο από τις όποιες εξι­δα­νι­κεύ­σεις και αγιο­ποι­ή­σεις έχουν κατά και­ρούς επι­χει­ρη­θεί. Συνα­ντά τον αγω­νιώ­δη και τρό­πο σκέ­ψης και δρά­σης του σκη­νο­θέ­τη –πάντα ποι­η­τή των εικό­νων _απομυθοποιώντας τον ταυτόχρονα.
Τις προ­σω­πι­κές του σημειώ­σεις, που έφε­ρε στο φως η γυναί­κα του μετά το θάνα­τό του (1986), ανα­δει­κνύ­ο­ντας έναν άνθρω­πο που σχε­δόν καθη­με­ρι­νά πάλευε με τους δαί­μο­νες του, μια μοί­ρα που θεω­ρού­σε άδι­κη και παρά­λο­γη, μπρο­στά _προφανώς και στο άλγος του θανά­του μιας σύντο­μης ζωής

Περιε­χό­με­να:
Μικρό σημεί­ω­μα για την έκδο­ση …μαρ­τυ­ρο­λό­γιο, μαρ­τύ­ρια, μάρ­τυ­ρας 1970, 1971, 1972, 1973, 1974, 1975, 1976, 1977, 1978, 1979 _διασχίζοντας την Ιτα­λία — σημειώ­σεις (1979)
1980, 1981, 1982, 1983, 1984, 1985, 1986…

Φυσι­κά, μέσα από μια ανάρ­τη­ση _όσο κι αν την “τρα­βή­ξου­με από τα μαλ­λιά” σε μήκος, είναι αδύ­να­το να απο­δο­θεί ένα βιβλίο, πολύ περισ­σό­τε­ρο του Αντρέι Ταρ­κόφ­σκι, αλλά για να μπού­με στο πνεύ­μα του.

Να πού­με αρχι­κά ότι, ο Ζαν Πολ Σαρτρ χαι­ρέ­τι­σε, πριν από 45 χρό­νια και βάλε, «Τα παι­δι­κά χρό­νια του Ιβάν», την πρώ­τη μεγά­λου μήκους ται­νία του, ως μία άκρως υπαρ­ξι­στι­κή δημιουρ­γία, κάνο­ντας τη δική του (παρ)ανάγνωση στην παρ­θε­νι­κή πρό­τα­ση ενός, τύποις Σοβιε­τι­κού, δημιουρ­γού, που ανα­ζη­τού­σε τις απο­χρώ­σεις του μονα­χι­κού βλέμ­μα­τος εν μέσω μαζι­κών ορυ­μα­γδών. Στη συνέ­χεια υπαρ­ξι­σμός και μετα­φυ­σι­κή ‑μια πρό­σμει­ξη Ορθο­δο­ξί­ας και ανα­το­λι­κού μυστι­κι­σμού- θα χαρα­κτη­ρί­σουν, σε αδρές γραμ­μές, από πλευ­ράς ιδε­ο­λο­γι­κών εγγρα­φών το έργο του και το «Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο».
Αυτός ο βαθιά ταραγ­μέ­νος καλ­λι­τέ­χνης, που τόσο …μαζο­χι­στι­κά εμφα­νί­ζε­ται στο εξώ­φυλ­λο του παρό­ντος βιβλί­ου να γελά­ει και οι προ­βλη­μα­τι­σμοί του αντα­να­κλώ­νται στο μότο (φρά­σεις του τελευ­ταί­ου σημειω­μέ­νες στα ημε­ρο­λό­γιά του), που φυσι­κά μπο­ρούν να αντι­με­τω­πι­στούν και με σκεπτικισμό.

Το «νόη­μα» κανείς δεν το βρί­σκει στην υλι­κή ζωή αλλά κατά τη συνά­ντη­σή του με το πνευ­μα­τι­κό από­λυ­το, την υπερ­φυ­σι­κή ουσία, τον θάνατο/αθανασία, με την όντως ζωή, κατά τον χρι­στια­νό Ταρ­κόφ­σκι. Φυσι­κά, και οι θέσεις αυτές, που εγκα­λούν το ένστι­κτο και νοη­μα­το­δο­τούν μιαν άδεια ζωή, χωρίς τις συγκε­κρι­μέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις, μοιά­ζουν ασυ­να­γώ­νι­στες, καθώς μάλι­στα σκέ­φτε­σαι τα θεμέ­λια του πολι­τι­σμού: τον φόβο θανά­του που τα δημιουρ­γεί και τα στε­ρε­ώ­νει(;), κατά το κοι­νώς λεγόμενο.
Μπο­ρεί όμως κάποιος μη χρι­στια­νός να πιστεύ­ει σε άλλους είδους …μαγεί­ες, στη γοη­τεία του υλι­κού, στη συμ­φι­λί­ω­ση με το σώμα, χωρίς τον υπαρ­ξια­κό πανι­κό, την ιδέα θανά­του, η οποία φαντά­ζει μακά­βρια, εάν σκε­φτού­με ότι με τη μετα­φυ­σι­κή λογι­κή όλα λει­τουρ­γούν και κλη­ρο­δο­τού­νται με βάση την υστε­ρο­φη­μία. Σε αντί­θε­ση, δεν περι­κλεί­ει (δυνη­τι­κά) τρο­μα­κτι­κή ελευ­θε­ρία και ζωι­κό οξυ­γό­νο η ιδέα της δημιουρ­γί­ας απαλ­λαγ­μέ­νη από τη σκέ­ψη του τάφου;
Όπως γρά­φει κάπου ο συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κός και σενα­ριο­γρά­φος Τάσος Γου­δέ­λης, τα προη­γού­με­να απα­σχό­λη­σαν ανά τους αιώ­νες άπει­ρους νόες, και εδώ ο ταχυ­γρα­φι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός μοιά­ζει με βλα­σφη­μία …αλλά οι περι­στά­σεις απαι­τούν κάποια ανα­κλα­στι­κή αντί­δρα­ση, έστω και με τον κίν­δυ­νο της ανα­πα­ρα­γω­γής του κοι­νού τόπου.

Τέλος πάντων, το ανά χεί­ρας βιβλίο επα­νεκ­δό­θη­κε με κάποιες διορ­θώ­σεις και συμπλη­ρώ­σεις (είχε κυκλο­φο­ρή­σει παλαιό­τε­ρα από τη «Νεφέ­λη» και ήταν εξα­ντλη­μέ­νο) σε μετά­φρα­ση, από τα γερ­μα­νι­κά _όπως ανα­φέ­ρε­ται, σε αυτό που έχου­με εμείς του Αλέ­ξαν­δρου Ίσαρη.
Το «Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο», όπως μαρ­τυ­ρά και ο υπό­τι­τλος, είναι ημε­ρο­λο­για­κές κατα­γρα­φές πάνω στην δημιουρ­γι­κή περί­ο­δο του δημιουρ­γού της «Θυσί­ας». Οι σημειώ­σεις αυτές είναι ριγ­μέ­νες, όπως μαθαί­νου­με, στο χαρ­τί παρορ­μη­τι­κά (βέβαια, όσο ασυ­στη­μα­το­ποί­η­τα μπο­ρού­σε να κάνει κάτι ένα άτο­μο σαν αυτόν, του οποί­ου ο _ας τον πού­με περ­φε­ξιο­νι­σμό, τον οδή­γη­σε, στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 70, να ξανα­γυ­ρί­σει μία μεγά­λη παρα­γω­γή, το «Στάλ­κερ», για­τί δεν του άρε­σε _λέει, το χρώ­μα της πρώ­της εκδοχής!).

Σινε­φίλ και μη, όσοι σε κάθε περί­πτω­ση γοη­τεύ­τη­καν και ενδια­φέρ­θη­καν για τη ζωή και το έργο του και δεν είχαν την ευκαι­ρία να ρίξουν μια ματιά στο βιβλίο αυτό στην πρώ­τη του έκδο­ση, θα δια­σταυ­ρω­θούν με μια μεγά­λη ποι­κι­λία σχο­λί­ων και παντοει­δών σκέ­ψε­ων _ανάλογα με την προ­σω­πι­κή οπτι­κή του καθέ­να. Δλδ για την ατμό­σφαι­ρα των “δύσκο­λων” ημε­ρών του σε ένα κοι­νω­νι­κό και πνευ­μα­τι­κό πλαί­σιο που θεω­ρού­σε κατα­πιε­στι­κό, που τον ανά­γκα­ζε στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του κει­μέ­νου βασι­κά να γκρι­νιά­ζει και να δια­μαρ­τύ­ρε­ται για λεπτο­μέ­ρειες που αυτός θεω­ρού­σε μεγά­λες αντι­ξο­ό­τη­τες. Παράλ­λη­λα, ο ανα­γνώ­στης θα συνα­ντή­σει σπο­ρα­δι­κές σκέ­ψεις πιο σύν­θε­τες, που θυμί­ζουν το πιο θεω­ρη­τι­κό, αν και λαγα­ρό, βιβλίο του «Σμι­λεύ­ο­ντας τον χρό­νο»,  όπου δεν θέλει _λέει να κυνη­γά φαντά­σμα­τα και να προ­σκυ­νά είδω­λα και το μόνο στο οποίο μπο­ρεί να υπο­λο­γί­ζει στη ζωή του είναι η ικα­νό­τη­τα να αγα­πά­ει. Το στοι­χείο αυτό μπο­ρεί να ανα­πτυ­χθεί μες στη ψυχή και να γίνει ο υπέρ­τα­τος παρά­γο­ντας που καθο­ρί­ζει το νόη­μα της ζωής ενός ανθρώ­που. Έργο μου είναι να κάνω το θεα­τή που βλέ­πει τις ται­νί­ες μου να συνει­δη­το­ποι­ή­σει την ανά­γκη του να αγα­πά­ει και να τον αγα­πούν, να κατα­λά­βει ότι τον καλεί η ομορ­φιά κοντά της… (δεί­τε και τα υπό­λοι­πα βιβλία του που κυκλο­φο­ρούν στη χώρα μας εδώ)

Μεγά­λος φιλα­να­γνώ­στης, κατα­βρό­χθι­ζε βιβλία, ρωσι­κά και ξένα από μετα­φρά­σεις, για­τί δεν μιλού­σε άλλες γλώσ­σες, πέραν της πολύ αγα­πη­τής του μητρι­κής, τα οποία εδώ κι εκεί σχο­λιά­ζει ανά­με­σα σε καυ­στι­κές παρα­τη­ρή­σεις και διαρ­κή παρά­πο­να, κάπο­τε κου­ρα­στι­κά _μια συνε­χής γκρί­νια για το τίπο­τα, για τον κόσμο της σοβιε­τι­κής κινη­μα­το­γρα­φί­ας, τη γρα­φειο­κρα­τία και κυρί­ως για την οικο­νο­μι­κή του δυσπρα­γία. Αυτό ειδι­κά το τελευ­ταίο γίνε­ται, από ένα σημείο και μετά, έμμο­νο στοι­χείο στη σκέ­ψη του. Η ειρω­νεία είναι ότι ενώ στρέ­φε­ται ενα­ντί­ον της υλι­κό­τη­τας _«πόσο αξιο­θρή­νη­τοι, άθλιοι και ακά­λυ­πτοι είναι οι άνθρω­ποι, όταν έχουν στο μυα­λό τους μονά­χα το ψωμί, και δεν αντι­λαμ­βά­νο­νται πως αυτός ο τρό­πος σκέ­ψης τούς οδη­γεί κατευ­θεί­αν στον θάνα­το», την ίδια στιγ­μή τον ταλα­νί­ζει ως ανά­γκη αυτή η παρά­με­τρος… Ετσι είναι: πράγ­μα­τα που αισθα­νό­ταν πως τον κατα­πί­ε­ζαν _ακόμη και ασή­μα­ντα , πρό­βαλ­λαν απει­λη­τι­κά μπρο­στά του κάθε στιγ­μή. Οπό­τε το υπαρ­ξια­κό δρά­μα, που τον απα­σχο­λού­σε σαν μια απο­κα­λυ­πτι­κή νόσος, συμπλη­ρω­νό­ταν από το καθη­με­ρι­νό σύμ­πτω­μα, εντεί­νο­ντας την αγω­νια­κή του κατάσταση.
Μπρο­στά σε δυνά­μεις που, κατά τη γνώ­μη του, υπη­ρε­τού­σαν το αρνη­τι­κό και το μη αγα­θό, έπρε­πε να παίρ­νει προ­φυ­λά­ξεις, σε σημείο απελ­πι­στι­κά νευ­ρω­τι­κό. Και αυτές οι αντι­ξο­ό­τη­τες ήταν πολ­λές και ποι­κί­λες. Μία από αυτές, η παρου­σία του Κακού επί της Γης, που δεν είχε να κάνει με φτά­χεια, ιμπε­ρια­λι­σμό και πολέ­μους _αυτά δεν υπήρ­χαν για τον Αντρέι αλλά πχ. θυμά­ται και επα­να­λαμ­βά­νει μια φρά­ση του πατέ­ρα του Αρσέ­νι, στί­χοι του οποί­ου συνο­δεύ­ουν τις εικό­νες τού αυτο­βιο­γρα­φι­κού «Καθρέ­φτη»… «Το Καλό είναι παθη­τι­κό, ενώ το Κακό ενεργητικό» (;;).
Ο δημιουρ­γός του «Αντρέι Ρου­μπλιόφ» ασφυ­κτιά σε ένα περι­βάλ­λον όπου θεω­ρεί πως ο ίδιος είναι κάτι αξιο­πε­ρί­ερ­γο για τους συμπα­τριώ­τες του, εκ των οποί­ων _σκέφτεται, οι περισ­σό­τε­ροι επι­κοι­νω­νούν με το έργο του δογ­μα­τι­κά και μηχα­νι­στι­κά. Οι σημειώ­σεις του φωτο­γρα­φί­ζουν μια περιρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα, που ευνο­εί μονο­με­ρώς την «πνευ­μα­τι­κό­τη­τα». Να σημειώ­σου­με εδώ, πως _παρά τα δυσ­νό­η­τα νοή­μα­τα το «Ρου­μπλιόφ» “έσπα­σε” ταμεία στην ΕΣΣΔ.
Να μην επε­κτα­θώ παρα­πέ­ρα σε εκτε­νέ­στε­ρη παρου­σί­α­ση θεω­ρη­τι­κών πλη­ρο­φο­ριών αμε­θό­δευ­των σκο­πεύ­σε­ων και αυθι­στο­ρή­σε­ων, κατα­γρα­φών από ένα χέρι που μπο­ρεί να τις «πέτα­γε» σκόρ­πιες στο ημε­ρο­λό­γιό του. Σε κάθε περί­πτω­ση το λεύ­κω­μα είναι δια­θέ­σι­μο στα βιβλιο­πω­λεία και το συστή­νου­με _τουλάχιστον στους σινε­φίλ (σε όσους έχουν υπο­μο­νή στη μελέτη)

Μαρτυρολόγιο

1973 _9 Ιανουαρίου
Προ­χτές έστει­λα το σενά­ριο με όλες τις αλλα­γές στην Επι­τρο­πή. Ό Σίζοφ με δια­βε­βαί­ω­σε πώς τις επό­με­νες τρεις βδο­μά­δες θ’ απο­φα­σι­στεί αν θ’ αρχί­σου­με ή όχι!
Θεέ μου, δώσε μου δύναμη!

24 Ιανουα­ρί­ου Τετάρτη
Υπήρ­ξε μια επο­χή όπου πίστευα πώς ό κινη­μα­το­γρά­φος, σε αντί­θεση με τις άλλες μορ­φές τέχνης, ασκού­σε μια γενι­κή επί­δρα­ση στους θεα­τές, ως ή πλέ­ον δημο­κρα­τι­κή ανά­με­σα τους. Για­τί πάνω άπ’ όλα το φιλμ είναι μια τελειω­τι­κή απει­κό­νι­ση. Μια φωτογραφι­κή, σαφής απει­κό­νι­ση. Επο­μέ­νως θα ’πρε­πε να εντυ­πώ­νε­ται με τον ίδιο τρό­πο σ’ όλους τούς θεα­τές. Αυτό σημαί­νει πώς ό κινημα­τογράφος, λόγω της μονο­σή­μα­ντης φόρ­μας του, θα ’πρε­πε να γίνε­ται εξί­σου αντι­λη­πτός άπ’ όλους. Μέχρις ενός σημεί­ου φυσι­κά. Αυτό είναι λάθος. Πρέ­πει να βρού­με και να επε­ξερ­γα­στού­με μια αρχή, με τη βοή­θεια της οποί­ας θα μπο­ρού­σα­με ν’ απευ­θυ­νό­μα­στε στον καθέ­να χωρι­στά, ούτως ώστε να μετα­φέ­ρε­ται η γενι­κή απει­κό­νι­ση στο προ­σω­πι­κό επί­πε­δο του θεα­τή (όπως στη λογο­τε­χνία, τη ζωγρα­φι­κή και τη μου­σι­κή). Νομί­ζω πώς ή βασι­κή ιδέα στην προ­κειμένη περί­πτω­ση θα ’πρε­πε να είναι η εξής: “Όσο λιγό­τε­ρα δεί­χνει κανείς, τόσο περισ­σό­τε­ρο ανα­γκά­ζε­ται να σκέ­φτε­ται ό θεα­τής, πού βασι­ζό­με­νος σ’ αυτά τα λίγα, σχη­μα­τί­ζει μια εικό­να για το σύ­νολο. Σ’ ό,τι αφο­ρά τους συμ­βο­λι­σμούς, πιστεύω πώς τα σύμ­βο­λα σε μια ται­νία πρέ­πει να είναι τα σύμ­βο­λα της φύσης, της πραγμα­τικότητας. Φυσι­κά, δεν ανα­φέ­ρο­μαι εδώ σε μικρό­τε­ρης σημα­σί­ας θέμα­τα, αλλά στα μεγά­λα, κρυμ­μέ­να νοήματα.

26 Ιανουα­ρί­ου Παρασκευή
Εδώ και μερι­κές μέρες είμα­στε όλοι άρρω­στοι. Εγώ δια­νύω ήδη την τρί­τη εβδο­μά­δα… Πάλι βρί­σκο­μαι σ’ αυτή τη φρι­χτή κατά­στα­ση μετα­ξύ ελπί­δας και αβε­βαιό­τη­τας. Θα μου δώσουν άρα­γε επι­τέ­λους την άδεια να γυρί­σω τη Φωτει­νή Μέρα, Είναι μαρ­τυ­ρι­κό να μην μπο­ρείς να δουλέψεις.

Ο Σάσα Μισά­ριν μου έδω­σε μια καλή ιδέα: Μπο­ρού­με να γρά­ψου­με ένα σενά­ριο με βάση το βιβλίο του Άου­έ­ζοφ Άμπά­λο, και να το δώσου­με στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό στού­ντιο τού Καζακ­στάν. Πρέ­πει όμως να χει­ρι­στώ καλύ­τε­ρα το θέμα τη φορά αυτή, για να μη μου φάνε πάλι τα χρή­μα­τα πού δικαιού­μαι. Μόλις προ ολί­γου τελεί­ω­σα τη φαντα­στι­κή νου­βέ­λα των αδελ­φών Στρου­γκά­τσκι Πικνίκ στην άκρη του δρό­μου. Να κάτι πού θα μπο­ρού­σε επί­σης να γίνει σενάριο.

Πρέ­πει τώρα να σκε­φτώ σοβα­ρά με ποιό τρό­πο μπο­ρώ να βγά­λω χρή­μα­τα δου­λεύ­ο­ντας στα ασια­τι­κά στού­ντιο, ώστε να μπο­ρέ­σω να ξεπλη­ρώ­σω τα χρέη μου, πού έφτα­σαν τα 8.000 ρού­βλια. Τώρα, μάλι­στα, μετα­νιώ­νω πού απέρ­ρι­ψα την πρό­τα­ση πού μού είχαν κάνει ν’ ανα­λά­βω την καλ­λι­τε­χνι­κή διεύ­θυν­ση στην ται­νία μι­κρού μήκους, πού βασί­στη­κε σ’ ένα διή­γη­μα τού Τσίν­γκις Άϊτμά­τοφ. Τώρα θα εισέ­πρατ­τα κάθε μήνα χρή­μα­τα γι’ αυτή τη δου­λειά! Την επό­με­νη φορά θα φερ­θώ εξυπνότερα.

Υπάρ­χουν δύο κατη­γο­ρί­ες ονεί­ρων. Στην πρώ­τη κατη­γο­ρία ο ονει­ρευό­με­νος κατευ­θύ­νει τα γεγο­νό­τα τού ονεί­ρου του σαν μέσω κάποιας μαγι­κής δύνα­μης. Είναι κύριος της κατά­στα­σης, είναι δη­μιουργός. Στη δεύ­τε­ρη κατη­γο­ρία ο ονει­ρευό­με­νος δεν μπο­ρεί να κατευ­θύ­νει τα πράγ­μα­τα, είναι παθη­τι­κός και υπο­φέ­ρει κάτω απ’ την πίε­ση τού ονεί­ρου και την ανι­κα­νό­τη­τα του ν’ απε­λευ­θε­ρω­θεί απ’ αυτήν. Όσα του συμ­βαί­νουν είναι άκρως δυσά­ρε­στα, φοβε­ρά και βασα­νι­στι­κά (όπως στην πεζο­γρα­φία του Κάφκα).

… Ο ζωγρά­φος (όπως κι ο κάθε καλ­λι­τέ­χνης) είναι πιθα­νόν να μη μπο­ρεί να επε­ξερ­γα­στεί τις παρα­τη­ρή­σεις του. Ή έμπνευ­ση, πού είναι αινιγ­μα­τι­κή ακό­μα και γι ’ αυτόν τον ίδιο, πρέ­πει, χωρίς εκεί­νος να παρα­συρ­θεί απ’ τις κυκλο­τε­ρείς οδούς των σκέ­ψε­ων του, να εισβά­λει τόσο από­το­μα στην εργα­σία πού πραγ­μα­το­ποιεί ώστε να μην το αντι­λη­φτεί καν. Για­τί όποιος την παρα­μο­νεύ­ει, την παρα­τηρεί, πασχί­ζο­ντας να τη συγκρο­τή­σει, τη χάνει, όπως χάνουν μπρο­στά απ’ τα μάτια τους οι ήρω­ες των παρα­μυ­θιών το χρυ­σά­φι πού τούς έλα­χε, επει­δή δε λει­τούρ­γη­σε σωστά κάποια λεπτομέρεια.
Ράι­νερ Μαρία Ρίλ­κε, Γράμ­μα­τα για τον Σεζάν \  21 Οκτω­βρί­ου 1901

27 Ιανουα­ρί­ου Σάββατο
Πόσο θλι­βε­ρή είναι ή ζωή! Ζηλεύω όλους αυτούς πού μπο­ρούν να κάνουν τη δου­λειά τους χωρίς να εξαρ­τώ­νται από το κρά­τος. Σχε­δόν όλοι, έκτος άπ’ τούς ανθρώ­πους τού θεά­τρου και τού κινη­μα­το­γρά­φου (δεν ανα­φέ­ρω την τηλε­ό­ρα­ση για­τί, κατά τη γνώ­μη μου, δεν συγκα­τα­λέ­γε­ται ανά­με­σα στις τέχνες), είναι ελεύ­θε­ροι. Τί πρω­τό­γο­νο και ξεδιά­ντρο­πο πού είναι το καθε­στώς μας! Χρειά­ζο­νται άρα­γε όλοι αυτοί οι άνθρω­ποι την ποί­η­ση, τη ζωγρα­φική, τη μου­σι­κή; Όχι, κάθε άλλο! Για­τί τότε δεν θα υπήρ­χαν όλες αυτές οι δυσκο­λί­ες πού παρεμ­βάλ­λο­νται σ’ οτι­δή­πο­τε κάνουμε.

Μπο­ρεί ν’ απο­δει­χτεί πώς ο Μπό­ρις Λεο­νί­ντο­βιτς Παστερ­νάκ έχει δίκιο όταν ισχυ­ρί­ζε­ται πώς θα κάνω άλλες τέσ­σε­ρις ται­νί­ες. Ή πρώ­τη είναι κιό­λας έτοι­μη — το Σολά­ρις. Μένουν, δηλα­δή, όλες κι όλες τρεις ται­νί­ες ακόμη!

Το μόνο πού επι­θυ­μώ είναι να μπο­ρώ να δου­λεύω. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο! Να δου­λεύω! Δεν είναι παρά­λο­γο το γεγο­νός πώς ένας σκη­νο­θέ­της πού ό ιτα­λι­κός τύπος απο­κα­λεί μεγα­λο­φυή, κάθε­ται εδώ πέρα με σταυ­ρω­μέ­να χέρια; Για να είμαι ειλι­κρι­νής, όλ’ αυτά μου φαί­νε­ται πώς δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ή εκδί­κη­ση των με­τριοτήτων, πού με τον έναν ή τον άλλο τρό­πο έχουν κατα­λά­βει όλα τα πόστα. Ή μετριό­τη­τα μισεί την τέχνη. Όμως ολό­κλη­ρη ή ηγε­σία αυτής της χώρας απο­τε­λεί­ται από μετριότητες.

Αν κατα­φέ­ρω να γυρί­σω τη Φωτει­νή Μέρα, πρέ­πει προηγουμέ­νως να ετοι­μά­σω την έκθε­ση για το σενά­ριο τού Ντο­στο­γιέφ­σκι. O χρό­νος βιά­ζει… ’Ή μήπως πρέ­πει ν’ αρχί­σω να αδια­φο­ρώ για όλα; Ποιό είναι το ομορ­φό­τε­ρο δέντρο; Ίσως ή φτε­λιά. Μόνο πού μεγα­λώ­νει κάπως αργά. Ποια δέντρα μεγα­λώ­νου­νε γρή­γο­ρα; Η λεύ­κα και ή ιτιά. Οι λεύ­κες είναι πανέ­μορ­φα δέντρα.

σσ.
“Φωτει­νή, φωτει­νή μέρα” (έκδο­ση ΕΣΣΔ μόνο _εξαντλημένο) ένα φωτο­γρα­φι­κό βιβλίο του Αντρέι Ταρ­κόφ­σκι, με φόντο τη σοβιε­τι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή κουλ­τού­ρα και τον βαθύ πνευ­μα­τι­σμό, απο­τε­λεί μια συλ­λο­γή φωτο­γρα­φιών που δημο­σιεύ­τη­κε με την ευκαι­ρία έκθε­σης και απο­τε­λεί­ται από φωτο­γρα­φί­ες polaroid που τρα­βή­χτη­καν από τον ίδιο αλλά και από επαγ­γελ­μα­τί­ες, με επε­ξερ­γα­σία του φωτο­γρά­φου Stephen Gill (σσ. Βρε­τα­νός πει­ρα­μα­τι­κός, εννοιο­λο­γι­κός και ντο­κι­μα­ντέρ φωτο­γρά­φος), ανα­δει­κνύ­ει την ελκυ­στι­κό­τη­τα του βιβλίου..

Θα μπο­ρέ­σω άρα­γε ν’ απο­κτή­σω αυτο­κί­νη­το με τη μεσο­λά­βη­ση του Φέντ­για; Αυτός είναι ό μόνος πού μπο­ρεί να με βοη­θή­σει. Εγώ μόνος μου δεν θα κατα­φέ­ρω ποτέ ν’ απο­κτή­σω αυτο­κί­νη­το. Κι αν θα εγκα­τα­στα­θού­με στην έξο­χή, πράγ­μα πού δια­κα­ώς επι­θυ­μώ, το αυτο­κί­νη­το θα είναι απαραίτητο.

Δευ­τέ­ρα 29 Ιανουαρίου
Στις 5 Φεβρουά­ριου θ’ αρχί­σει να παί­ζε­ται το Σολά­ρις στους κινη­μα­το­γρά­φους της Μόσχας. Η πρε­μιέ­ρα θα δοθεί στο Μίρ και όχι στο Όκτ­γιάμπρ ή στο Ρωσία. Οι ιθύ­νο­ντες δεν κρί­νουν την ται­νία τόσο αξιό­λο­γη ώστε να μπο­ρέ­σει να προ­βλη­θεί σε μια αίθου­σα πρώ­της κατηγορίας.

σσ.
Το “Mir” είναι μια αίθου­σα κινη­μα­το­γρά­φου, θεά­τρου και συναυ­λιών στο κέντρο της Μόσχας σε ένα ιστο­ρι­κό (χτι­σμέ­νο το 1881) κτί­ριο, που κατά τη διάρ­κεια του Εμφυ­λί­ου Πολέ­μου, κάη­κε και στη συνέ­χεια ξεκί­νη­σε η ανα­κα­τα­σκευή του για έναν κινη­μα­το­γρά­φο σύγ­χρο­νων προ­δια­γρα­φών. Κατά την ανοι­κο­δό­μη­ση δια­τη­ρή­θη­καν μόνο οι τοί­χοι από τού­βλα. Ο νέος κινη­μα­το­γρά­φος το 1958 έγι­νε πανο­ρα­μι­κός με κοί­λη οθό­νη 31Χ11,5 μέτρων!! _με 1.226 θέσεις, που το 1960 μετα­τρά­πη­κε σε ευρεί­ας οθό­νης τελευ­ταί­ας τεχνο­λο­γί­ας και στη συνέ­χεια ανα­κα­τα­σκευά­στη­κε ξανά για να λει­τουρ­γεί και ως αίθου­σα συναυ­λιών. Οκτα­γω­νι­κό σε κάτο­ψη, με τον κύριο όγκο, επεν­δυ­μέ­νο με γκρι κερα­μι­κά πλα­κί­δια, να υψώ­νε­ται πάνω από έναν εφυα­λω­μέ­νο ορθο­γώ­νιο ύψους 10 μέτρων: Ο συν­δυα­σμός γυά­λι­νων _εφυαλωμένων και λευ­κών επι­φα­νειών τοί­χων είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κός της σοβιε­τι­κής αρχι­τε­κτο­νι­κής του δεύ­τε­ρου μισού της 10ετίας του 1950. Το στρογ­γυ­λό φουα­γιέ του κινη­μα­το­γρά­φου καλύ­πτε­ται με θόλους με λεπτά τοι­χώ­μα­τα που στη­ρί­ζο­νται σε πυλώ­νες, στο πάνω μέρος των οποί­ων κρύ­βο­νται τα φωτι­στι­κά. Η διά­με­τρος της κυλιν­δρι­κής αίθου­σας είναι περί­που 40 m, με καθί­σμα­τα αμφι­θε­α­τρι­κά για να υπάρ­χει πλή­ρης ορα­τό­τη­τα. Για να βελ­τιω­θεί η ακου­στι­κή, οι τοί­χοι της αίθου­σας επεν­δύ­θη­καν με κατα­κό­ρυ­φα πηχά­κια, πίσω από τα οποία τοπο­θε­τή­θη­καν ηχο­α­πορ­ρο­φη­τι­κά χαλά­κια και μεγά­φω­να. Η όλη κατα­σκευή καλύ­πτε­ται με κωνι­κό τρού­λο από μεταλ­λι­κά ζευ­κτά. Αυτό το θαύ­μα της αρχι­τε­κτο­νι­κής χλεύ­α­σε ο Ταρ­κόφ­σκι, ως “2ης _3ης κατηγορίας”

Δεί­τε τον όγκο στη βάση 2+ όρο­φοι … επί ΕΣΣΔ ήταν εντευκτήριο

Ας πηγαί­νουν _συνεχίζει στο “μαρ­τυ­ρο­λό­γιο”, λοι­πόν, στο Ρωσία για να βλέ­πουν τις ται­νί­ες αυτού τού βλά­κα τού Γκεράσιμοφ.
Εγώ δεν θα παρα­κα­λέ­σω κανέ­ναν, αλλά ούτε και στην πρε­μιέ­ρα πρό­κει­ται να πάω. Πρέ­πει να συνη­θί­σω σιγά σιγά στην ιδέα πώς κανείς δεν με χρειά­ζε­ται και ν’ αρχί­σω να συμπε­ρι­φέ­ρο­μαι ανά­λο­γα. Πρέ­πει να είμαι υπε­ρά­νω όλων αυτών των πραγ­μά­των. Εγώ θα συνε­χί­σω να είμαι ό Ταρ­κόφ­σκι. Και υπάρ­χει μόνο ένας Ταρ­κόφ­σκι, ενώ με τους διά­φο­ρους Γκε­ρά­σι­μοφ θα μπο­ρού­σες να σχη­μα­τί­σεις ολό­κληρη λεγε­ώ­να… Η δική μου απο­στο­λή είναι να φτιά­χνω ται­νί­ες — όπο­τε μου το επι­τρέ­πουν. Δεν σκο­πεύω ν’ ανα­μει­χτώ στο πάρε-δώσε όλων αυτών των ματαιό­δο­ξων ανθρώ­πων, πού θέλουν να λέγο­νται καλλιτέχνες.

σσ.
Η Κρα­τι­κή Επι­τρο­πή Κινη­μα­το­γρά­φου της ΕΣΣΔ κυκλο­φό­ρη­σε το «Stalker» τον Μάιο του 1979. Σύμ­φω­να με τους Segida, Miroslava και Sergei Zemlianukhin, στο βιβλίο τους «Domashniaia sinemateka: Otechestvennoe kino 1918–1996», η ται­νία πού­λη­σε 4,1 εκα­τομ­μύ­ρια εισι­τή­ρια με κυρί­ως αρνη­τι­κές κρι­τι­κές. Θεώ­ρη­σαν ότι η ται­νία δεν είχε δυνα­μι­κή και _κυρίως ήταν πολύ αργή
σσ.
πολ­λά πλά­να διαρ­κούν πάνω από τέσ­σε­ρα λεπτά: σύμ­φω­να με το «Films of Andrei Tarkovsky: A Visual Fugue», υπάρ­χουν συνο­λι­κά 142 πλά­να στα 163λ της ται­νί­ας, με μια υπο­το­νι­κή μέση διάρ­κεια πλά­νου άνω του ενός λεπτού, εστιά­ζο­ντας «ακα­τά­στα­τα» στη φύση, στα δέντρα, το γρα­σί­δι και το νερό. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα μια σκη­νή που δεί­χνει ένα πλά­νο από ένα ρυά­κι και τα σκου­πί­δια που είναι πετα­μέ­να μέσα στο νερό. Οι λήψεις, εντού­τοις, έχουν στό­χο να εγκλω­βί­σουν τον θεα­τή στον ανα­τρι­χια­στι­κό και ανοί­κειο κόσμο του «Stalker». Σύμ­φω­να με τον Geoff Dyer στο «Zona: A Book About a Film About a Journey to a Room», η απά­ντη­ση του σκη­νο­θέ­τη στα παρα­πά­νω ήταν η εξής: «Η ται­νία πρέ­πει να είναι πιο αργή και βαρε­τή στην αρχή, ώστε οι θεα­τές που μπή­καν σε λάθος αίθου­σα να έχουν χρό­νο να φύγουν πριν αρχί­σει η κύρια δράση».

Τηλε­φώ­νη­σε ό Ταρά­σοφ. Οι διορ­γα­νω­τές της πρε­μιέ­ρας τον ανα­κά­λυ­ψαν κάπου στο Μίρ. Η Λαρί­σα του είπε πως είμαι πράγ­ματι άρρω­στος και ότι δεν μπο­ρώ να πάω στην πρε­μιέ­ρα. Για να κατα­λά­βω πώς πρέ­πει να προ­χω­ρή­σω πρέ­πει πρώ­τα να γυρί­σω πάση θυσία τη Φωτει­νή Μέρα. Είναι αδύ­να­το ν’ απο­φα­σί­σω ποιος θα είναι ό τίτλος για τη μελ­λο­ντι­κή ται­νία μου. Δεν μπο­ρού­με να ονο­μά­ζου­με κινη­μα­το­γρα­φι­κή τέχνη την κάθε ιστο­ριού­λα πού γίνε­ται ται­νία. Όλ’ αυτά δεν έχουν καμιά σχέ­ση με το σινε­μά. Μια κινη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία είναι πάνω άπ’ όλα ένα έργο τέχνης, που δεν το συνα­ντά­με σε κανέ­να άλλο καλ­λι­τε­χνι­κό είδος. Αυτό σημαί­νει πώς μια ται­νία μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί μόνο με τα μέσα πού προ­σφέ­ρει ό κινηματογράφος.
Αχ, τί ωραία θα ήταν αν βρι­σκό­ταν κάποιος πού θα μού έκλει­νε ένα πεντα­ε­τές συμ­βό­λαιο, δίνο­ντάς μου τη δυνα­τό­τη­τα να γυρί­σω όσα και όποια φιλμ θέλω εγώ! Έτσι δεν θα ’χανα καθό­λου χρό­νο, και μέσα σε πέντε χρό­νια θα μπο­ρού­σα να φτιά­ξω μέχρι και δέκα ταινίες.

1η Φεβρουάριου
31 Ιανουα­ρί­ου Τετάρτη

Η σκλη­ρή ζωή προ­έ­βλε­ψε για τον καθέ­να μας έναν εντε­λώς συγ­κεκριμένο ρόλο. Μάς οδη­γεί σε κατα­στά­σεις ευνοϊ­κές για την ανά­πτυ­ξη ορι­σμέ­νων πτυ­χών της ψυχής, πού μάς βοη­θούν να τα βγά­λου­με πέρα με το ρόλο αυτό. Η υπό­λοι­πη περιο­χή της ψυχής μας νεκρώ­νε­ται. Κι έτσι γεν­νιού­νται ή απο­ξέ­νω­ση, ό φόβος, ή καχυπο­ψία, ή χυδαιό­τη­τα και ό θάνα­τος κάθε ελπί­δας. Σήμε­ρα έχει τα γενέ­θλιά της ή Λάρο­τσκα. Κι εγώ είμαι άρρω­στος. Και στο σπί­τι δεν υπάρ­χει ούτε ένα καπί­κι. Ή καη­μέ­νη ή Λάρο­τσκα! Όμως τί να κάνου­με; Μπο­ρού­με, βέβαια, να γιορ­τά­σου­με τα γενέ­θλιά της μιαν άλλη φορά, όταν τα πράγ­μα­τα θα ’ναι καλύ­τε­ρα. Τί τρα­βά­ει αυτή ή γυναί­κα μαζί μου! Μόνο ό Θεός ξέρει πώς μπο­ρεί και αντέχει.

Τώρα μόλις μού ήρθε μια ιδέα: Θα μπο­ρού­σα να σκη­νο­θε­τή­σω τον Ηλί­θιο για την τηλε­ό­ρα­ση — έγχρω­μο και σε φέτα μέρη. Πρέ­πει να μιλή­σω αμέ­σως με τον Λάπιν.51 Χωρίς μεσο­λα­βη­τές και περιτ­τούς γρα­φειο­κρά­τες. Δεν είναι άσχη­μο σαν ιδέα.

2 Φεβρουα­ρί­ου
Να σκη­νο­θε­τή­σω τον Ηλί­θιο σε μια τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά. Μια ται­νία για τον Ντο­στο­γιέφ­σκι και τον Πατέ­ρα Σερ­γκέι — επί­σης για την τηλε­ό­ρα­ση. Δεν είναι άσχη­μη ιδέα να κάνω τον Ηλί­θιο σε εφτά επεισόδια.

Πρέ­πει να βρω τώρα αμέ­σως κάποιο τρό­πο να βγά­λω χρή­μα­τα. Ό Σάσα Μισά­ριν κι εγώ θα μπο­ρού­σα­με να γρά­ψου­με σε μικρό διά­στη­μα ένα σενά­ριο επί παραγ­γε­λία. Θα ήταν καλά αν υπο­γρά­φα­με αμέ­σως δύο τρία συμ­βό­λαια για τρία δια­φο­ρε­τι­κά σενά­ρια. Ό Βαλέ­ρα X. θα μπο­ρού­σε να μεσο­λα­βή­σει για μάς. Έχει ήδη μιλή­σει με κάποιον άπ’ την Μολ­δα­βία. Και στο Καζακ­στάν έχου­με τον Όκέ­γεφ. Γι’ αυτόν σίγου­ρα μπο­ρού­με να γρά­ψου­με ένα σενάριο.

Σήμε­ρα τηλε­φώ­νη­σε ο Κιρί­λιν, ό διευ­θυ­ντής τού Κέντρου Δια­νομής Ται­νιών της Μόσχας. Είχε θορυ­βη­θεί όταν έμα­θε για την αρρώ­στια μου τη μέρα της πρε­μιέ­ρας. Από τη συζή­τη­σή μας συμπέ­ρα­να πώς έχει μιλή­σει με τον Ροτσα­κόφ. Προ­φα­νώς, ό Ταρά­σοφ δεν κρά­τη­σε το στο­μα­τά­κι του κλει­στό σε ό,τι αφο­ρά τις από­ψεις μου για την πρε­μιέ­ρα τού Σολά­ρις. Τόσο το καλύ­τε­ρο. Θα ’πρε­πε να τούς στεί­λου­νε όλους αυτούς στου δια­βό­λου τη μάνα, για­τί είναι εντε­λώς άχρηστοι.

4 Φεβρουα­ρί­ου:
Λένε πώς ο Μπα­σκά­κοφ έδω­σε την άδεια για την ται­νία. Πράγ­μα Κυρια­κή πού σημαί­νει πώς πρέ­πει να πέσου­με με τα μού­τρα στη δου­λειά. Πρώ­τα όμως πρέ­πει να γίνω καλά. Αυτή ή γρί­πη δεν υπο­χω­ρεί με τίποτα.

Ξανα­δια­βά­ζω γι’ άλλη μια φορά τον Ηλί­θιο. Νομί­ζω πώς ή με­ταφορά του στην τηλε­ό­ρα­ση δεν θα είναι καθό­λου εύκο­λη. Οι με­γαλύτερες δυσκο­λί­ες θα προ­κύ­ψουν στη συγ­γρα­φή τού σενα­ρί­ου. Το υλι­κό τού μυθι­στο­ρή­μα­τος χωρί­ζε­ται χον­δρι­κά σε σκη­νές και σε σημειώ­σεις γύρω απ’ τις σκη­νές, δηλα­δή στην απα­ρίθ­μη­ση όλων αυτών πού είναι σημα­ντι­κά για την εξέ­λι­ξη τού μύθου. Το να εξα­φα­νί­σεις τις σημειώ­σεις αυτές άπ’ το σενά­ριο είναι φυσι­κά αδύ­να­το. Μερι­κές πρέ­πει ανα­γκα­στι­κά να δια­σκευα­στούν σε σκηνές.

Όμως για όλ’ αυτά έχου­με και­ρό. Εκεί­νο πού προ­έ­χει τώρα εί­ναι ή Φωτει­νή Μέρα. Φυσι­κά το πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νο, το πιο άψο­γο βιβλίο τού Ντο­στο­γιέφ­σκι, πού προ­σφέ­ρε­ται όσο κανέ­να άλλο απ’ τα βιβλία του για να μετα­τρα­πεί σε σενά­ριο, είναι το Έγκλη­μα και Τιμω­ρία. Αλλά αυτό το κατα­κρε­ούρ­γη­σε ο Λιό­βα Κου­λι­τζά­νοφ. Το Φωτει­νή Μέρα (σσ. κόλ­λη­σε η βελό­να…) δεν μ’ αρέ­σει σαν τίτλος. Είναι αδύ­να­τος. Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο θα ήταν ένας ωραί­ος τίτλος, άλλα αυτόν δεν θα τον κατα­λά­βει κανείς. Κι έπει­τα, μόλις μάθουν τί σημαί­νει, θα τον απα­γο­ρεύ­σουν αμέσως.Ο Εξι­λα­σμός ακού­γε­ται κάπως κοι­νό­το­πο, αλά Βέρα Πάνο­βα. Ή Εξο­μο­λό­γη­ση παρα­εί­ναι αλα­ζο­νι­κά σαν τίτ­λος. Το Για­τί στέ­κε­σαι μακριά; είναι καλύ­τε­ρο, αλλά ασαφές.

Σχε­δόν κάθε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μολο­νό­τι διέ­πε­ται από αναμφισβή­τητους νόμους, είναι σχε­δόν πάντο­τε απί­θα­νη και ανα­λη­θής. Κι όσο πιο αλη­θι­νή είναι, τόσο είναι και πιο απίθανη.
Ο Λέμπε­ντεβ στον Ηλίθιο

7 Φεβρουά­ριου
6 Φεβρουάριου
5 Φεβρουά­ριου Δευτέρα

Στο διε­θνές κινη­μα­το­γρα­φι­κό φεστι­βάλ της Γιου­γκο­σλα­βί­ας, ο Ρου­μπλιόφ πήρε το μεγά­λο βρα­βείο. Αυτό είναι το φεστι­βάλ των φεστι­βάλ, όπου προ­βλή­θη­καν τα βρα­βευ­μέ­να φιλμ όλων των χω­ρών της χρο­νιάς 1971/72. Εκτός από τον Ρου­μπλιόφ, παί­χτη­καν επί­σης από μας οι ται­νί­ες “Δαμά­ζο­ντας τη φωτιά” και “Την αυγή είναι όλα ακό­μη σιω­πη­λά εδώ”.

(σσ. προ­φα­νώς ανα­φέ­ρε­ται 1._ στην Ukroshcheniye ognya _Укрощение огня Taming of the Fire ται­νία του 1972, σε σκη­νο­θε­σία Daniil Khrabrovitsky _7.1\10 στο imdb, που εκτός από τις βρα­βεύ­σεις στην ΕΣΣΔ _καλύτερης ται­νί­ας, πρώ­του ανδρι­κού ρόλου Βρα­βείο των Αδελ­φών Βασί­λιεφ κλπ. έλα­βε επί­σης πάνω από 20 βρα­βεία σε διά­φο­ρα φεστι­βάλ συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Βρα­βεί­ου Crystal Globe International Film Festival του Karlovy Vary _1972 και 2._  στο κλασ­σι­κό πλέ­ον “A zori zdes tikhie ήρε­μες ήταν οι αυγές” _1972 ‑8.1\10 στο imdb)

(συνε­χί­ζει ο Ταρκόφσκι)
Αυτές οι ται­νί­ες, όπως ήταν φυσι­κό, δεν πήραν καμιά διά­κρι­ση. Βρα­βεύ­ο­νται μόνο αιδώ, κατό­πιν υπο­δεί­ξε­ως των υψη­λή ιστα­μέ­νων. Θα ήθε­λα να ξέρω ποιές ήταν οι άλλες συμ­με­το­χές. Όμως αυτό δεν μπο­ρώ να το μάθω, φυσι­κά, ούτε από την Ένω­ση Κινη­μα­το­γρα­φι­στών ούτε από την Επιτροπή.

Χθες μου τηλε­φώ­νη­σε ο Ούρου­σέφ­σκι για να με συγ­χα­ρεί. Τη βρά­βευ­ση την πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε άπ’ το ραδιό­φω­νο. Οι προϊ­στά­με­νοί μου δεν αντέ­δρα­σαν καθό­λου. Αυτό ήταν το τέταρ­το διε­θνές βρα­βείο πού απο­νε­μή­θη­κε στον απα­γο­ρευ­μέ­νο Ρου­μπλιόφ. (ανα­φερ­θή­κα­με παρα­πά­νω σχε­τι­κά με το _δήθεν “απα­γο­ρευ­μέ­νο”) Ακούω πώς το Σολά­ρις αρέ­σει στον κόσμο. Δεν υπάρ­χουν άδειες θέσεις, ούτε έφυ­γε ως τώρα κανείς στη διάρ­κεια της προ­βο­λής (σσ. !!). Κάποιος μάλι­στα, όταν τελεί­ω­σε ή ται­νία φώνα­ξε Ζήτω ο Ταρ­κόφ­σκι! Θα δού­με πώς θα πάει στη συνέχεια.

ΦΩΤΕΙΝΗ, ΦΩΤΕΙΝΟΤΑΤΗ ΜΕΡΑ

…Οι αρχά­ριοι δεν επι­τρέ­πε­ται να έχουν δύο βέλη! Για­τί βασι­ζό­με­νοι στο δεύ­τε­ρο, χρη­σι­μο­ποιούν απε­ρί­σκε­πτα το πρώ­το. Να σκέφτε­σαι, κάθε φορά, πώς δεν έχεις άλλη επι­λο­γή παρά αυτήν: ότι δηλα­δή πρέ­πει να βρί­σκεις το στό­χο σου μ’ ένα και μονα­δι­κό βέλος!
Γιο­σί­ντα Κενκόο
“Αν βρί­σκε­σαι σε δίλημ­μα για το αν πρέ­πει να κάνεις ή να μην κά­νεις κάτι, θα σου ’λεγα πώς είναι καλύ­τε­ρα να μην το κάνεις…
Συλ­λο­γή γνω­μι­κών των αρχη­γών της βου­δι­στι­κής ομάδας
Τζό­ντο-Σίν­σο (1287)
Μίλη­σα πρό­σφα­τα με τον Ρέρ­μπεργκ. Μου είπε πώς ή επε­ξερ­γα­σία του υλι­κού έπρε­πε να γίνει με κλα­σι­κό τρό­πο. Πώς δεν πολυ­πι­στεύ­ει στις και­νού­ριες μεθό­δους. Κάνει λάθος — στό­χος μας πρέ­πει να είναι ή απλό­τη­τα. Όσο πιο απλά, τόσο και βαθύ­τε­ρα. Όλα πρέ­πει να ’ναι απλά, ελεύ­θε­ρα, φυσι­κά, χωρίς ψεύ­τι­κες εντά­σεις. Αυτό είναι το ιδα­νι­κό το δικό μου.

15 Φεβρουά­ριου
Ξανα­διά­βα­σα τον Ηλί­θιο και, για κάποιον άγνω­στο λόγο, μειώ­θη­κε ξαφ­νι­κά το ενδια­φέ­ρον μου γι’ αυτόν. Δεν ξέρω για­τί, αλλά δια­βά­ζο­ντάς τον ένιω­σα πλή­ξη. Είμαι εδώ κι ένα μήνα άρρω­στος στο κρε­βά­τι, και δεν βλέ­πω καμιά καλυ­τέ­ρευ­ση. Νιώ­θω τόσο αδύ­να­μος, πού δεν μπο­ρώ να στα­θώ στα πόδια μου. Ο Τιά­πα είναι κι αυτός άρρω­στος, πράγ­μα πού χει­ρο­τε­ρεύ­ει την κατά­στα­ση. Βασα­νί­ζε­ται ο δύστυ­χος τόσο πολύ! Τα μάτια του είναι διαρ­κώς υγρά και λυπη­μέ­να. Βήχει αστα­μά­τη­τα κι έχει γίνει πετσί και κόκα­λο. Δεν ξέρου­με τί να κάνουμε.

Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι στα νιά­τα του έγρα­φε πριν πέσει να κοι­μη­θεί δύο τρία σημειώ­μα­τα, πού είχαν περί­που το έξης περιε­χό­με­νο: Σή­μερα υπάρ­χει περί­πτω­ση να πέσω σε λήθαρ­γο, γι ’ αυτό περι­μέ­νε­τε, σάς παρα­κα­λώ, αρκε­τές μέρες πριν απο­φα­σί­σε­τε να με θάψε­τε… Ο ίδιος ό Φιό­ντορ Μιχα­ή­λο­βιτς ισχυ­ρί­ζε­ται πώς σίγου­ρα θα έ­χανε τα λογι­κά του αν δεν συνέ­βαι­νε εκεί­νη ή φοβε­ρή ιστο­ρία με τη δίκη της ομά­δας τού Πετρα­σέφ­σκι. Υπάρ­χουν κι άλλες μαρτυ­ρίες για την επι­κίν­δυ­να κλο­νι­σμέ­νη υγεία του, αρκε­τά πριν από κεί­νη την εποχή.

Η από­φα­ση τού Νικο­λά­ου του Α’ να μετα­τρέ­ψει τη θανα­τι­κή ποι­νή σε τέσ­σε­ρα αντί για οχτώ χρό­νια κατα­να­γκα­στι­κά έργα και τέσ­σε­ρα χρό­νια στρα­τιω­τι­κή θητεία σαν απλός στρα­τιώ­της, σήμαι­νε γι’ αυτόν τη δια­τή­ρη­ση των δικαιω­μά­των του ως πολί­τη, κάτι δηλα­δή πού συνέ­βαι­νε για πρώ­τη φορά στη Ρωσία. Για­τί ως τότε όλοι όσοι κατα­δι­κά­ζο­νταν σε κατα­να­γκα­στι­κά έργα έχα­ναν για πάν­τα τα πολι­τι­κά τους δικαιώματα.

Την ώρα πού δια­βα­ζό­ταν ή κατα­δι­κα­στι­κή από­φα­ση βγή­κε ο ήλιος, και ο Φιό­ντορ Μιχα­ή­λο­βιτς είπε στον Ντού­ροφ πού στεκό­ταν δίπλα του: Δεν είναι δυνα­τόν να μάς εκτε­λέ­σουν. (Υπάρ­χουν αντι­στοι­χί­ες ανά­με­σα σ’ αυτή τη σκη­νή και στην αφή­γη­ση τού κατά­δι­κου στον Ηλί­θιο. Πρέ­πει να βρω αμέ­σως μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη έκδο­ση των έργων του Ντο­στο­γιέφ­σκι.) Επά­νω στην εξέ­δρα, όταν ό Κάσκιν πρό­σε­ξε πώς ό παπάς είχε έρθει χωρίς τα άγια μυστή­ρια, γύρι­σε και ρώτη­σε με ψιθυ­ρι­στή φωνή τον αξιω­μα­τι­κό πού είχε το γενι­κό πρό­σταγ­μα στα γαλ­λι­κά: Είναι αλή­θεια πώς δεν θα μας εξο­μο­λο­γή­σουν και δεν θα μάς δώσουν άφε­ση αμαρ­τιών; Τότε ο στρα­τη­γός Γκλά­χοφ του είπε: Θα δοθεί χάρη σε όλους σας. Είναι πολύ περί­ερ­γο το ότι ό Κάσκιν δεν κοι­νο­ποί­η­σε αμέ­σως αυτή την είδη­ση στους συντρό­φους του. Ο Φιό­ντορ Μιχα­ή­λο­βιτς περιγρά­φει τη σχε­δόν μυστι­κή αγω­νία πού τον κατέ­λα­βε εκεί­νη τη στιγ­μή πού περί­με­νε την εκτέ­λε­ση του, καθώς βρι­σκό­ταν στο κατώ­φλι του άλλου κόσμου!

Πίστευε στην αθα­να­σία της ψυχής… Σύμ­φω­να με τη μαρ­τυ­ρία του Ντέ­μπου, ή χάρη αυτή φάνη­κε σαν προ­σβο­λή για πολ­λούς απ’ τούς κατα­δί­κους, για­τί είχαν επι­στρα­τεύ­σει όλο τους το θάρ­ρος για ν’ αντι­με­τω­πί­σουν γεν­ναία το θάνα­το, πράγ­μα πού τώρα απο­δει­κνυό­ταν άχρη­στο, όπως περιτ­τές εμφα­νί­ζο­νταν μεμιάς και ή τρέ­λα του Γκρι­γκό­ριεφ και ή αγω­νία, καθώς και ή προ­σπά­θεια πού είχαν κατα­βά­λει για να δια­τη­ρή­σουν την αξιο­πρέ­πεια τους ως το τέλος. Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι είχε μερι­κές γυναι­κεί­ες ιδιο­τρο­πί­ες και καπρί­τσια. Υπέ­φε­ρε συχνά από ημι­κρα­νί­ες και πόνους στη σπον­δυ­λι­κή στήλη.

16 Φεβρουά­ριου
Σχε­δόν σε κάθε άνθρω­πο τού και­ρού μας κρύ­βε­ται ένας δήμιος.
Ανα­μνή­σεις απ’ το σπί­τι των πεθαμένων

Η αρρώ­στια μου χει­ρο­τε­ρεύ­ει διαρ­κώς. Σε κάθε κρί­ση φαί­νε­ται πως χάνω όλο και περισ­σό­τε­ρο το μνη­μο­νι­κό μου, τη δύνα­μη να σκέ­φτο­μαι οι ψυχι­κές και οι σωμα­τι­κές μου δυνά­μεις λιγο­στεύ­ουν. Η αρρώ­στια αυτή θα με οδη­γή­σει στην κατάρ­ρευ­ση, στην τρέ­λα ή στο θάνατο.

Ανα­μνή­σεις απ’ το σπί­τι των πεθαμένων
Ό Ντο­στο­γιέφ­σκι μιλού­σε με χαμη­λή, σχε­δόν ψιθυ­ρι­στή φωνή, κάποιες απ’ τις φορές πού κάτι τον διέ­γει­ρε σε μεγά­λο βαθ­μό, οπό­τε ζωή­ρευε ολό­κλη­ρος· μόνο τότε δυνά­μω­νε τη φωνή του. Εξάλ­λου, εκεί­νη την επο­χή, προς τα τέλη τού 1859, θα μπορού­με να πει κανείς πώς ήταν αρκε­τά ήρε­μος, σχε­δόν φυσιο­λο­γι­κός, μέσα του υπήρ­χε άκό­μα πολ­λή τρυ­φε­ρό­τη­τα και ηρε­μία, πού αργό­τε­ρα, ιδί­ως τα τελευ­ταία χρό­νια, τον εγκα­τέ­λει­ψαν μετά από τόσα βάσα­να πού είχε περάσει.

17 Φεβρουά­ριου Σάββατο
Θυμά­μαι πολύ έντο­να το παρου­σια­στι­κό του. Τότε είχε μόνο μου­στά­κι. Παρ’ όλο το ψηλό του μέτω­πο και κεί­να τα υπέ­ρο­χα μάτια του, έμοια­ζε με στρα­τιώ­τη, θέλω να πω με κάποιο απλό άνθρω­πο τού λαού. Την ίδια εντύ­πω­ση μου είχε κάνει όταν την πρω­το­συ­νά­ντη­σα και ή πρώ­τη του γυναί­κα, ή Μαρία Ντι­μί­τριεβ­να. Την είχα βρει συμπα­θη­τι­κή έτσι πού ήταν χλο­μή και γλυ­κιά, αν και τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά αυτά δεν ήταν ούτε πολύ στα­θε­ρά ούτε πολύ σα­φή. Έβλε­πες ακό­μη από τότε τα ίχνη της αρρώ­στιας πού την έ­στειλε αργό­τε­ρα στον τάφο.(Αυτά γρά­φει ο Νικο­λάι Νικο­λά­γε­βιτς Στρά­χοφ για την παράνο­μη ομά­δα τού Μιλιούκοφ)

Προς το τέλος της ζωής του άρχι­σε να υπο­στη­ρί­ζει την περί­φη­μη αρχή L’ art pour L’ art (σσ H τέχνη για την Τέχνη) Για­τί. Αναμ­φί­βο­λα μέχρι τότε δεν γνώ­ρι­ζε και πολύ καλά την τέχνη της απαγ­γε­λί­ας. Όμως τα τελευ­ταία χρό­νια διάβα­ζε με τόσο θαυ­μα­στό τρό­πο και με τόσο δόσι­μο, πού πάντα ενθου­σί­α­ζε τούς ακρο­α­τές του.
Στράχοφ

Δεν θυμά­μαι αν έχω γρά­ψει σ’ αυτό το τετρά­διο για τη συζή­τη­σή μου με τον Παστερ­νάκ (ή μάλ­λον με το πνεύ­μα του) σε κάποια πνευ­μα­τι­στι­κή συγκέ­ντρω­ση. Αυτή τη στιγ­μή βαριέ­μαι να ψάξω. Όταν τον ρώτη­σα, λοι­πόν, πόσες ται­νί­ες θα γυρί­σω ακό­μα, μου είπε: τέσ­σε­ρις. Τότε φώνα­ξα: Τόσο λίγες; Κι εκεί­νος απά­ντη­σε: Ναι, αλλά καλές. Μία άπ’ αυτές τις τέσ­σε­ρις την έχω γυρί­σει ήδη. Δεν ξέρω αν μπο­ρεί να την χαρα­κτη­ρί­σει κανείς ως πολύ καλή. Εγώ πάντως την αγαπώ.
Γενι­κά (ό Ντο­στο­γέφ­σκι) ήταν ύπε­ρευαί­σθη­τος καί αρκε­τά εύέξαπτος.
Στράχοφ

Ο Στρά­χοφ για την περί­ο­δο 1861–63:

Το συνη­θι­σμέ­νο ήταν να έχει μία κρί­ση επι­λη­ψί­ας το μήνα. Όμως μερι­κές φορές, αν και σπα­νί­ως, οι κρί­σεις ήτα­νε συχνό­τε­ρες. Όταν βρι­σκό­ταν στο εξω­τε­ρι­κό, συνέ­βη να μην έχει ούτε μία κρί­ση σε διά­στη­μα τεσ­σά­ρων μηνών… Φοβό­ταν μονί­μως πώς πλη­σί­α­ζε ή ε­πόμενη κρί­ση, αλλά τις περισ­σό­τε­ρες φορές οι φόβοι του αυτοί δια­ψεύ­δο­νταν. Νομί­ζω πως ήταν κάποια παρα­μο­νή της Κυρια­κής τού Πάσχα, όταν ήρθε γύρω στις 11 τό βρά­δυ στο σπί­τι μου, όπου είχα­με μια πολύ έντο­νη συζή­τη­ση. Δεν θυμά­μαι πια για ποιο θέμα, όμως ξέρω πώς επρό­κει­το για κάτι σημα­ντι­κό και σοβα­ρό. Ο Φιό­ντορ Μιχα­ή­λο­βιτς ήταν ανα­στα­τω­μέ­νος κι άρχι­σε να πηγαί­νει πά­νω κάτω στο δωμά­τιο. Εγώ καθό­μουν στο τρα­πέ­ζι. Μιλού­σε για κάτι χαρού­με­νο, για κάτι υπέ­ρο­χο. Όπο­τε επι­κρο­τού­σα τούς συλ­λογισμούς του με κάποια παρα­τή­ρη­ση, στρε­φό­ταν προς τη μεριά μου και το πρό­σω­πό του έλα­μπε από ενθου­σια­σμό. Έτσι μπορού­σα να δα πώς ή ανα­στά­τω­σή του είχε φτά­σει στο ζενίθ της. Κά­ποια στιγ­μή στά­θη­κε ακί­νη­τος, σαν να έψα­χνε να βρει τις κατάλλη­λες λέξεις για να μπο­ρέ­σει να δια­τυ­πώ­σει τις σκέ­ψεις του, και μετά άνοι­ξε το στό­μα. Τον κοί­τα­ζα με τεντω­μέ­νη την προ­σο­χή μου, για­τί κατα­λά­βαι­να πώς ήταν έτοι­μος να εκστο­μί­σει κάτι ξεχω­ρι­στό, κάτι πραγ­μα­τι­κά απο­κα­λυ­πτι­κό. Άξαφ­νη, βγή­κε απ’ το ανοιγ­μέ­νο στό­μα του ένας περί­ερ­γος, μακρό­συρ­τος κι ακα­τα­νό­η­τος ήχος κι αμέ­σως το σώμα του σωριά­στη­κε αναί­σθη­το κατα­γής. Ή κρί­ση δεν ήταν τη φορά αυτή πολύ Ισχυ­ρή, αλλά εξαι­τί­ας των σπα­σμών το σώμα του έμοια­ζε κάθε τόσο να γίνε­ται μακρύ­τε­ρο έτσι πού τεν­τωνόταν ολό­κλη­ρο. Άπ’ την άκρη τού στό­μα­τός τον έτρε­χαν αφροί. Συνήλ­θε ύστε­ρα από μισή ώρα κι εγώ τον συνά­δου­σα με τα πόδια ως το σπί­τι του, πού δεν απεί­χε και πολύ άπ’ το δικό μου. Στη διάρ­κεια αυτών των κρί­σε­ων συνέ­βαι­ναν συχνά μικροί τραυ­ματισμοί κι ο άρρω­στος υπέ­φε­ρε υπερ­βο­λι­κά από μυαλ­γί­ες πού τού προ­κα­λού­σαν οι επι­λη­πτι­κοί σπα­σμοί. Μερι­κές φορές το πρό­σωπό τον γινό­ταν κατα­κόκ­κι­νο ή γέμι­ζε λεκέ­δες. Ένιω­θε κατα­πτοη­μέ­νος κι αυτό το συναί­σθη­μα προ­ερ­χό­ταν κυρί­ως, σύμ­φω­να με τα ίδια του τα λόγια, απ’ το ότι, κατά κάποιο τρό­πο, ένιω­θε πώς ήταν εγκλη­μα­τί­ας. Έμοια­ζε σαν να βάραι­νε τη συνεί­δη­σή του κά­ποια εγκλη­μα­τι­κή πρά­ξη, κάποιο τερα­τώ­δες ανοσιούργημα.

Έγρα­φε σχε­δόν πάντο­τε τη νύχτα, τα μεσά­νυ­χτα, όταν όλοι στο σπί­τι κοι­μό­ντου­σαν βαθιά. Έγρα­φε ως τις έξι το πρωί, έχο­ντας για συντρο­φιά το σαμο­βά­ρι του και πίνο­ντας συνέ­χεια κρύο, όχι πάρα πολύ δυνα­τό τσάι. Ξυπνού­σε στις δύο με τρεις το από­γευ­μα και ή μέρα περ­νού­σε με συζη­τή­σεις, περι­πά­τους ή επι­σκέ­ψεις σε σπί­τια φίλων. Τα τελευ­ταία χρό­νια πού δήλω­νε σλα­βό­φι­λος, ήταν ανά πάσα στιγ­μή έτοι­μος να ειρω­νευ­τεί τούς δια­νο­ού­με­νούς μας και τα έργα τους, με τον ίδιο τρό­πο πού τον χτυ­πού­σε παλιό­τε­ρα ή εφη­με­ρί­δα Ημέρα.

Χρη­σι­μο­ποιού­σε εκεί­νες τις ζωντα­νές, απλές, ανε­πι­τή­δευ­τες εκφρά­σεις, πού προσ­δί­δουν τόση γοη­τεία στις ρώσι­κες κου­βέ­ντες. Επι­πλέ­ον τού άρε­σε, ιδί­ως εκεί­νη την επο­χή, να κάνει διά­φο­ρα χωρα­τά. Τα τσου­χτε­ρά του πει­ράγ­μα­τα όμως δεν άρε­σαν ιδιαίτερα

💀  Θεωρίες συνωμοσίας

Κάποιοι από τους συντε­λε­στές, εργα­ζό­με­νους και μη _σύμφωνα με ανε­πι­βε­βαί­ω­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες πέθα­ναν κατά τη διάρ­κεια των γυρι­σμά­των του “Stalker”. Το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της ται­νί­ας δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σε βάλ­το μέσα στη λεγό­με­νη «Ζώνη», με γυρί­σμα­τα κοντά στην πόλη Ταλίν της Εσθο­νί­ας, σε δύο εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νους υδροη­λε­κτρι­κούς σταθ­μούς στον ποτα­μό Jägala, με ηθο­ποιούς και συνερ­γείο βρεγ­μέ­νους και καλυμ­μέ­νους από λάσπη. Υπάρ­χει μια σκη­νή με χιό­νι που πέφτει το καλο­καί­ρι και λευ­κό αφρός που επι­πλέ­ει στο ποτά­μι. Μίλη­σαν για τοξι­κά χημι­κά… για κάποιο φρι­κτό δηλη­τή­ριο _και ως γνω­στό ο Ταρ­κόφ­σκι _αν και δεν βου­τή­χτη­κε στα νερά, πέθα­νε _πολύ αργό­τε­ρα το 1986, μετά από σκλη­ρή μάχη με τον καρ­κί­νο. Αν και όπως είδα­με στο μαρ­τυ­ρο­λό­γιο, ανα­φέ­ρει την αρρώ­στια του από πολύ νωρί­τε­ρα είπαν πως έφται­γαν οι “κακοί” σοβιε­τι­κοί που … κλπ

Κι παράλ­λη­λα κάποια περί­ερ­γα νήμα­τα: μια από τις ερμη­νεί­ες που δίνο­νται για την γένε­ση της Ζώνης είναι η «κατάρ­ρευ­ση του 4ου κατα­φύ­γιου». Επτά χρό­νια μετά την πρε­μιέ­ρα της ται­νί­ας, ο 4ος αντι­δρα­στή­ρας στο πυρη­νι­κό εργο­στά­σιο του Τσέρ­νο­μπιλ στην Ουκρα­νία εξερ­ρά­γη. Στην ται­νία, ο Επι­στή­μο­νας έχει κρυ­φό σχέ­διο να κατα­στρέ­ψει την καρ­διά της Ζώνης με μια μίνι πυρη­νι­κή βόμ­βα που μετα­φέ­ρει στο σακί­διό του (τελι­κά μετα­νιώ­νει, την απο­συν­δέ­ει και πετά­ει τα κομ­μά­τια της σε ένα πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο δωμά­τιο). Σε κάποιο άλλο πλά­νο, δια­κρί­νο­νται κάποια νομί­σμα­τα μέσα στο νερό. Πρό­κει­ται _έγραψαν για εσθο­νι­κά νομί­σμα­τα του 1936 _δλδ ακρι­βώς 50 χρό­νια πριν το Τσέρ­νο­μπιλ (1986). Και σε μια από τις τελι­κές σεκάνς του έργου, ο Στάλ­κερ κι η οικο­γέ­νειά του βαδί­ζουν μπρο­στά από ένα εργο­στά­σιο που κάλ­λι­στα θα μπο­ρού­σε να είναι και πυρη­νι­κός σταθ­μός, συνο­δευό­με­νοι από ένα μεγα­λό­σω­μο μαύ­ρο σκυ­λί – τυπι­κό ψυχο­πο­μπό ζώο που παρα­πέ­μπει σε ένα σωρό μορ­φές της μυθο­λο­γί­ας και της απο­κρυ­φι­στι­κής-εσω­τε­ρι­στι­κής παράδοσης.

Μύθοι και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με αφορ­μή την τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά «Τσέρ­νο­μπιλ»

Στο Τσέρ­νο­μπιλ, τα πυρο­σβε­στι­κά οχή­μα­τα που έφτα­σαν πρώ­τα στον αντι­δρα­στή­ρα μετά την έκρη­ξη εγκα­τα­λεί­φθη­καν επί τόπου επει­δή μολύν­θη­καν από τη ραδιε­νέρ­γεια. Πολ­λά άλλα στρα­τιω­τι­κά οχή­μα­τα που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν στις δια­δι­κα­σί­ες καθα­ρι­σμού εγκα­τα­λεί­φθη­καν στη Ζώνη Απο­κλει­σμού, εξαι­τί­ας της μόλυν­σης. Στο «Στάλ­κερ», οι τρεις πρω­τα­γω­νι­στές, έχο­ντας μπει στη Ζώνη, βρί­σκουν εγκα­τα­λειμ­μέ­να στρα­τιω­τι­κά οχή­μα­τα. Στην παρά­ξε­νη επι­γρα­φή που βλέ­που­με στην πόρ­τα του τζιπ με το οποίο οι τρεις πρω­τα­γω­νι­στές προ­σπα­θούν να ξεφύ­γουν από τους φρου­ρούς της Ζώνης, δια­κρί­νου­με ένα κυριλ­λι­κό κι ένα λατι­νι­κό ακρω­νύ­μιο καθώς επί­σης και τον Κρό­νο. Το λατι­νι­κό ακρω­νύ­μιο είναι «IETC». Το IETC είναι το Διε­θνές Κέντρο Περι­βαλ­λο­ντι­κής Τεχνο­λο­γί­ας (International Environmental Technology Centre) που βοη­θά τις ανα­πτυσ­σό­με­νες χώρες να υιο­θε­τή­σουν ισχυ­ρές περι­βαλ­λο­ντο­λο­γι­κές πολι­τι­κές. Είναι τμή­μα του Περι­βαλ­λο­ντι­κού Προ­γράμ­μα­τος του ΟΗΕ (UNEP). Η ίδρυ­ση του UNEP ήταν απο­τέ­λε­σμα της Διά­σκε­ψης για το Ανθρώ­πι­νο Περι­βάλ­λον που έγι­νε 1972. Την ίδια ακρι­βώς χρο­νιά που ξεκί­νη­σε η ανοι­κο­δό­μη­ση του πυρη­νι­κού αντι­δρα­στή­ρα στο Τσέρ­νο­μπιλ. Ο Κρό­νος που υπάρ­χει στην εικό­να θα μπο­ρού­σε να συμ­βο­λί­ζει τα όρια (που ξεπε­ρά­στη­καν εξαι­τί­ας της Ύβρε­ως, με τις γνω­στές τρα­γι­κές συνέ­πειες). Το «ИВК» μετα­γρά­φε­ται ως «ΙΒΚ» στα Ελλη­νι­κά και θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λεί συντε­τμη­μέ­νη μορ­φή του «Ιβαν­κίβ», δηλα­δή της επαρ­χί­ας στην οποία ανή­κει διοι­κη­τι­κά το Τσέρ­νο­μπιλ _όλα αυτά και πολ­λά ακό­μη είναι γραμ­μέ­να με χαρ­τί και καλα­μά­ρι, με μπό­λι­κο αντι­κο­μου­νι­σμό ‑αντι­σο­βιε­τι­σμά … να μη σας κουράζουμε.

Μέχρι και _αρχίζοντας από ένα πλά­νο στην αρχή της ται­νί­ας όπου, περι­μέ­νο­ντας τον Στάλ­κερ, ο συγ­γρα­φέ­ας μιλά με μια γυναί­κα που θέλει να έρθει μαζί τους σε ένα απροσ­διό­ρι­στο σκη­νι­κό που μοιά­ζει με λιμά­νι και από πίσω τους δια­κρί­νε­ται ένα σαρα­βα­λια­σμέ­νο κου­φά­ρι πλοί­ου με την επι­γρα­φή «KOBAJΑ». Η λέξη αυτή _λένε, σημαί­νει «λου­κά­νι­κο» στα Σερ­βι­κά (όχι στα Ρωσι­κά είναι «Κολ­μπα­σά») και _copy-paste “όταν ορί­στη­κε η Ζώνη Απο­κλει­σμού, στο Τσερ­νό­μπιλ συνο­λι­κά 50.000 γελά­δια, πρό­βα­τα και κατσί­κια εκκε­νώ­θη­καν από την περιο­χή με τα περισ­σό­τε­ρα να έχουν τρα­φεί με μολυ­σμέ­νο χορ­τά­ρι και τα μισά πολύ μολυ­σμέ­να στα σφα­γεία. Οι Σοβιε­τι­κοί δια­χει­ρι­στές δεν ήθε­λαν να χαρα­μί­σουν ζωι­κά προ­ϊ­ό­ντα κι έδω­σαν εντο­λή το μολυ­σμέ­νο κρέ­ας να βαθ­μο­νο­μη­θεί, ανα­λό­γως των επι­πέ­δων ραδιε­νέρ­γειας. Το λιγό­τε­ρο μολυ­σμέ­νο πλύ­θη­κε, ανα­κα­τεύ­τη­κε με καθα­ρό και με το μίγ­μα παρα­σκευά­στη­καν λου­κά­νι­κα που δια­νε­μή­θη­καν σε κατα­στή­μα­τα σε ολό­κλη­ρη την (τότε) αχα­νή Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Φυσι­κά τα μόνα κατα­στή­μα­τα που δεν προ­μη­θεύ­τη­καν αυτά τα λου­κά­νι­κα ήταν της Μόσχας, εκεί δηλα­δή που διέ­με­ναν οι αξιω­μα­τού­χοι που είχαν την «φαει­νή» αυτή ιδέα!” …

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο