Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βαγγελιώ Καρακατσάνη: Κραυγή

Ο χρό­νος για την Ιωάν­να δεν κύλι­σε σε στα­θε­ρή πορεία… Μόνη της στα­θε­ρά, ο διαρ­κής αγώ­νας. Παθια­σμέ­νος ‚συλ­λο­γι­κός, οργα­νω­μέ­νος αγώ­νας! Η προ­σφο­ρά της; Άνευ μέτρου. Και την χτυ­πού­σαν οι καται­γί­δες του και­ρού, κι αυτή εκεί, βράχος!

Ύστε­ρα ήταν κι η αδιά­κο­πη λει­τουρ­γία του εγκε­φά­λου. Κ αυτή άνευ ορίων!

Δεν ξαπό­στα­σε ούτε μια φορά, τ’ ομο­λό­γη­σε στον εαυ­τό της, μιας και δεν υπήρ­χε κάποιος άλλος να την ακού­σει. Όλες οι συνει­δη­τές και υπο­συ­νεί­δη­τες δυνά­μεις της, συνέ­κλι­ναν στο σημείο ζήσε! Έτρε­χε άρα ζού­σε, κοι­μό­ταν; ‘Άλλοι έγρα­φαν ιστορία…

Μετά ήρθε ο έρω­τας με τον Παύ­λο… Απά­ντη­σε στη δική της ανά­γκη, την κατα­δί­κη της ανά­γκη να μοι­ρα­στεί την ανη­φο­ριά της ζωής, αυτή που μοι­ρα­ζό­ταν, τι ειρω­νεία, με τους πολ­λούς! Κλό­νι­σε αξί­ες και ιδα­νι­κά και μες στις αντι­θέ­σεις και αντι­φά­σεις, ανα­στά­τω­σε πει­σμα­τι­κά τα θέλω και τα μπο­ρώ της! Στέ­φθη­κε βασι­λιάς, σε σύγκρου­ση με την πίστη στην ισό­τη­τα και την συντρο­φι­κό­τη­τα την ουσια­στι­κή. Κι εκεί­νη, πάσχι­ζε να κρα­τη­θεί από λέξεις και πρά­ξεις, που προσ­διό­ρι­ζαν, χωρίς κόστος για τον Παύ­λο, το όνει­ρο για δίκαιο κόσμο.

Αλλά όλο εκεί­νη έδι­νε κι ο Παύ­λος όλο ζητού­σε… Σα να απευ­θύ­νο­νταν σε υπο­τα­κτι­κούς του! Απαι­τού­σε καμου­φλα­ρι­σμέ­να, ευγε­νι­κά και «πολι­τι­σμέ­να», αλλά ναι, απαιτούσε!

Η Ιωάν­να, ταμπου­ρω­μέ­νη στους τέσ­σε­ρις τοί­χους έκα­νε ένα τρυ­πα­λά­κι να μπει λίγο φως και αέρας να ανα­σά­νει, αλλά πνί­γο­νταν… Κάθε μέρα και περισ­σό­τε­ρο. Κι ένιω­θε το οξυ­γό­νο ολο­έ­να να μειώνεται…

Σ’ αυτήν την παγε­ρή ατμό­σφαι­ρα της άτι­μης ατο­μι­κής του ιδιο­κτη­σί­ας που περιε­λάμ­βα­νε κι εκεί­νη, ήρθε, με μια ολά­κε­ρη θάλασ­σα να τους χωρί­ζει, το τελευ­ταίο χτύπημα…

-«Δεν μου κάνεις» της είπε. Κι ήταν σαν να της έλε­γε: «Από­λαυ­σα όλα όσα μου έδω­σες, σε γλέ­ντη­σα, αλλά να… ήρθε η ώρα να βγά­λω την πρα­μά­τεια μου στις αγο­ρές. Σε που­λάω!» Κι η Ιωάν­να έψα­χνε λέξεις και χρώ­μα­τα να ντυ­θεί, ώστε να που­λή­σει το τομά­ρι της ακριβά…

Έπει­τα έστει­λε τη ζωή της στο διά­ο­λο. Λύγι­σε κι έκλα­ψε, έκλα­ψε με λυγ­μούς κι ανα­φι­λη­τά, ώσπου κατέρ­ρευ­σε! Σηκώ­θη­κε και περ­πα­τού­σε και έτρε­χε και παρα­μι­λού­σε, δεν θυμό­ταν τι έλε­γε, αλλά παρα­μι­λού­σε. Χίλιες δυο σκόρ­πιες σκέ­ψεις και συναι­σθή­μα­τα πυρ­πο­λού­σαν το μυα­λό και την καρ­διά της. Οι παλ­μοί της εναλ­λάσ­σο­νταν σχε­δόν αστρα­πιαία… Ένιω­θε οργή.. Όχι για άλλους, για τον εαυ­τό της! Αχ, αυτή η δύνα­μη της συνήθειας…

Στα­μά­τη­σε να ξαπο­στά­σει, αλλά ο κόμπος στο λαι­μό της έσφιγ­γε ολο­έ­να. Οι εικό­νες άλλα­ζαν καται­γι­στι­κά… Ένιω­σε σαν ένα εμπό­ρευ­μα, που δεν φέρ­νει κέρ­δος στον κάτο­χο του, όσο μένει στους τέσ­σε­ρις τοί­χους κι ο Παύ­λος είχε ανά­γκη από λεφτά, πολ­λά λεφτά, μόνο λεφτά! Όλα ετού­τα, η Ιωάν­να, πολύ αργό­τε­ρα τα κατάλαβε …

Τώρα, λαβω­μέ­νη απ’ την αγά­πη, έψα­χνε μέρος να ξαπο­στά­σει, αλλά οι σκέ­ψεις τρι­βέ­λι­ζαν το μυα­λό της και ο τρό­μος μπρο­στά στην ιδέα και μόνο, πώς δεν ήταν καλά, την κυρί­ευε. Ήθε­λε να ανοί­ξει το στό­μα και να φωνά­ξει. Να φωνά­ξει δυνα­τά! Να πιά­σει με τα χέρια το μέτω­πό της το γεμά­το οδύ­νη και πόνο και να βγά­λει μια κραυ­γή. Μια κραυ­γή απροσ­διό­ρι­στη κάτω απ’ τον συν­νε­φια­σμέ­νο ουρα­νό της, κατα­με­σής της άνοι­ξης και των πορ­το­κα­λο­κί­τρι­νων απο­γευ­μα­τι­νών ουρα­νών του υπό­λοι­που κόσμου. Μια κραυ­γή που θα ήταν κραυ­γή δυστυ­χί­ας και οδύ­νης. Μια κραυ­γή εκτο­νω­τι­κή, ώστε να φύγει όλο αυτό το αρνη­τι­κό φορ­τίο από πάνω της .Μια κραυ­γή γεμά­τη έντα­ση, πάθος και μίσος. Ναι! Μίσος! Για όσα επέ­λε­ξε και την οδή­γη­σαν στο σημείο μηδέν ή κάτω από αυτό. Για όσα ονει­ρεύ­τη­κε και με τη δική της δημιουρ­γι­κή συμ­βο­λή έγι­ναν τελι­κά ο εφιάλ­της της.

Το από­βρα­δο περ­πά­τη­σε στο δρό­μο έξω από την πολι­τεία γι’ αυτόν ακρι­βώς τον σκο­πό: Να βγά­λει από μέσα της την κραυ­γή στο έρη­μο τοπίο που δεν θα την άκου­γε κανείς. Αλλά όσο κι αν ήθε­λε, δεν μπο­ρού­σε να φωνά­ξει. Άνοι­γε το στό­μα της αλλά δεν έβρι­σκε τον τρό­πο. Η αξιο­πρέ­πεια της έκλει­νε ερμη­τι­κά τα χείλη.

Στο κάτω κάτω εκεί­νη τον είχε επι­λέ­ξει και τώρα μάλ­λον επέ­λε­γε τη σιω­πή. Ναι τη σιω­πή… αλλά μέσα της η κραυ­γή περί­με­νε να εκτο­νώ­σει την κατά­στα­ση. Και όσο περί­με­νε, τόσο πιο τρι­κυ­μιώ­δη γίνο­νταν τα συναι­σθή­μα­τα και οι λέξεις και πλέ­κο­νταν με τα ανα­φι­λη­τά και τους λυγ­μούς… Το ποτή­ρι είχε ήδη ξεχει­λί­σει. Περ­πα­τού­σε στο δρό­μο κι ένιω­θε τη γη να υπο­χω­ρεί κάτω από τα πόδια της. Δεν έβλε­πε το πρά­σι­νο τοπίο, ούτε τον γαλά­ζιο ουρα­νό κι αν τυχαία βρί­σκο­νταν στο δρό­μο της κάποιο εμπό­διο, θα έπε­φτε, καθώς, όπως έτρε­χαν τα μάτια της, δεν μπο­ρού­σε να δει μπρο­στά της.

Περ­πά­τη­σε έτσι για κάμπο­ση ώρα. Σιγά σιγά άρχι­σε να συνέρ­χε­ται. Σκού­πι­σε τα δάκρυά της και μάζε­ψε τα κομ­μά­τια του εαυ­τού της, όσα μπο­ρού­σε να μαζέ­ψει και διέ­νυ­σε τη θάλασ­σα, που πριν την χώρι­ζε από τον κόσμο, ενώ τώρα την ένω­νε. Οδυ­νη­ρό τέλος μιας ζωής ξένης και κατα­πιε­στι­κής και η αρχή μιας άλλης άγνω­στης και απροσ­διό­ρι­στης. Πρω­τα­γω­νι­στής και κομπάρ­σος σε μια τρα­γω­δία. Εισι­τή­ριο επι­στρο­φής δεν υπήρχε!

Η συνά­ντη­ση με το μονα­χι­κό μέλ­λον μου­ντή και αλλό­κο­τη… Νόμι­ζε πως θα κατά­φερ­νε να σηκώ­σει το βάρος του φόβου που την έπνι­γε και την πλά­κω­νε και όρι­ζε πλέ­ον τη ζωή της.

Ήταν ώρες και φορές που ήθε­λε να τρυ­πή­σει το ταβά­νι, δεν ήξε­ρε πως, πάντως θα το τρυ­πού­σε, και ίσως να εξα­γνι­ζό­ταν στο σύμπαν. Έπει­τα δεν ήξε­ρε τι ακρι­βώς θα έκα­νε. Θα φώνα­ζε σαν παι­δί, που του στέ­ρη­σαν άδι­κα το παι­χνί­δι; Θα χτυ­πιό­ταν ή θα κοι­μό­ταν, ίσα­με να ξημέ­ρω­νε μια μέρα χωρίς φόβο… Ή απλώς θα απο­σύ­ρο­νταν από τα εγκό­σμια; Δεν το είχε προσ­διο­ρί­σει επα­κρι­βώς. Στό­χος της πάντως ήταν το… ταβά­νι! Ίσως έτσι κατά­φερ­νε να βγά­λει την κραυγή…

Μετά η ανά­γκη θέριευε και της επέ­βα­λε να σηκω­θεί στα πόδια της, λαβω­μέ­νη θανα­τη­φό­ρα αλλά ναι, μπο­ρού­σε… Βλέ­πεις εκεί­νος, συνέ­βα­λε με την ατο­μι­κή του ιδιο­κτη­σία, μην φαντα­στεί­τε δα και μεγά­λη, επο­μέ­νως η Ιωάν­να έπρε­πε να δου­λέ­ψει για να επέλ­θει η οικο­νο­μι­κή ισορ­ρο­πία… Αυτό ήταν λύση της εξί­σω­σης των υπο­χρε­ώ­σε­ων για­τί έτσι προσ­διό­ρι­ζε την ισό­τη­τα… Αυτή η άτι­μη ατο­μι­κή ιδιοκτησία.

Ύστε­ρα ήταν και το άλλο που αρνιό­ταν πει­σμα­τι­κά να δει: Στό­χος του Παύ­λου ήταν να βγά­λει λεφτά και να γίνει κάποιος σημα­ντι­κός, εντός των πλαι­σί­ων της εκμε­τάλ­λευ­σης. Να ανέ­βει δηλα­δή κι εκεί­νος ψηλά για να μπο­ρέ­σει να εκμε­ταλ­λευ­τεί… Πόσο ανό­η­τη ήταν!

Την χει­ρί­στη­κε είναι η αλή­θεια. Τα δεδο­μέ­να του μακριά και πέρα απ’ τα δικά της αυτο­νό­η­τα. Δεν ζήτη­σε δα και τίπο­τα σπου­δαίο. Άνθρω­πο ζήτη­σε να βαδί­σουν μαζί στις δυσκο­λί­ες της ζωής.
Δεν διε­ρω­τή­θη­κε ποτέ, αν και ο Παύ­λος ήταν μέρος των δυσκο­λιών της. Θυσί­ες κι υπο­χω­ρή­σεις οδη­γού­σαν σε νέες θυσί­ες και υπο­χω­ρή­σεις και ο δρό­μος χωρίς τελειω­μό… για να κυλί­σει η σχέ­ση μπρος! Αδιέ­ξο­δα και νέα αδιέ­ξο­δα. Απαι­τή­σεις, υπο­δεί­ξεις και προ­στα­γές. Κι εκεί­νη ακο­λου­θού­σε… δεν ζήτη­σε δα και τίπο­τα σπου­δαίο… Μονα­χά έναν άνθρωπο!

Κι έπει­τα έκα­νε πίσω. Ακρι­βώς τη στιγ­μή που συνέ­τρι­ψε το Είναι της, που έβα­λε σε δεύ­τε­ρη και τρί­τη μοί­ρα αξί­ες και ιδα­νι­κά που την γαλού­χη­σαν, για να προ­σεγ­γί­σει λέει καλύ­τε­ρα το «εμείς». Πόσο ανό­η­τη και αφε­λείς ήταν…

Δεν ήθε­λε και πολύ. Πάντο­τε άλλω­στε είχε σκαμπανεβάσματα…

Η αλή­θεια είναι πως, ποτέ, δεν κρά­τη­σε τίπο­τα τον εαυ­τό της… Έτσι έμα­θε! Να δίνει ότι μπο­ρεί και ότι δεν μπο­ρού­σε και να μοι­ρά­ζε­ται… Είχε άλλω­στε μάθει από νωρίς να παλεύ­ει. Στους άλλους πίστευε πως έπρε­πε απλώς να δεί­ξει το δρό­μο. Ο καθέ­νας με τις επι­λο­γές του. Δεν είναι δηλα­δή πως δεν ήξε­ραν το δρό­μο, αλλά ότι κι όταν τον μάθαι­ναν επέ­λε­γαν συνει­δη­τά να μην τον ακο­λου­θή­σουν. Κι εκεί­νη είχε κάνει την επι­λο­γή της καθα­ρά και ξάστε­ρα κι ας λύγι­σε από το θεριό του έρω­τα που της κατέ­τρω­γε τα σωθι­κά και πλέ­ον και τη σκέψη.

Δεν ήταν δα και παι­δού­λα. Είχε πλή­ρη ευθύ­νη των επι­λο­γών της και μ’ αυτά και τ’ άλλα, κατα­κλύ­στη­κε από το φόβο. Ένα πλέγ­μα φόβου απλώ­νο­νταν πάνω από το κεφά­λι της και κυρί­ευε κάθε πτυ­χή της ζωής της. Δεν ήξε­ρε στα αλή­θεια, αν έβγα­ζε εκεί­νη την κραυ­γή, άναρ­θρη ή όχι, αν η εκτο­νω­τι­κή της δύνα­μη είχε στα­μα­τή­σει η τρι­κυ­μία του εγκε­φά­λου πριν καούν απ’ το αλά­τι της θάλασ­σας τα εγκε­φα­λι­κά της κύτ­τα­ρα. Για ένα ήταν σίγου­ρη: Δρό­μος επι­στρο­φής δεν υπήρ­χε. Κι ήθε­λε τόσο, μα τόσο πολύ να γυρί­σει πίσω το χρό­νο, σε εκεί­νη τη σιω­πή που της «βγή­κε» όταν η αξιο­πρέ­πεια της έκλει­σε το στό­μα και, αδιά­φο­ρη για τους περι­πα­τη­τές, θα βγά­ζε μια οδυ­νη­ρή κραυ­γή, με όλη τη δύνα­μη της καρ­διάς της.

Βαγ­γε­λιώ Καρα­κα­τσά­νη (Αρχά­νες Ηρακλείου)

vivlio erimo klouvi

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο