Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βενετία… Que c’est triste Venice

Δεν απο­τε­λεί είδη­ση ότι ξεκι­νά­ει _σε πιλο­τι­κή εφαρ­μο­γή τέλος εισό­δου για τους επι­σκέ­πτες της, μαζί με ηλε­κτρο­νι­κή πλατ­φόρ­μα κρα­τή­σε­ων για είσο­δο στην πόλη (προς το παρόν 5€ \ άτο­μο \ ημέρα).

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Για­τί όλα αυτά;
Κατά τους έχο­ντες την φαει­νή (και κατέ­χο­ντες), η Βενε­τία κατα­κλύ­ζε­ται από του­ρί­στες – περί­που 30 εκα­τομ­μύ­ρια κάθε χρό­νο σε μία πόλη με λιγό­τε­ρους από 50.000 κατοί­κους, με μεγά­λο μέρος αυτού του αριθ­μού είναι επι­σκέ­πτες της μίας ημέ­ρας που αφή­νουν λίγα χρή­μα­τα στην τοπι­κή οικο­νο­μία, αλλά πολ­λά σκου­πί­δια και χάος. Φυσι­κά η ιδέα της χρέ­ω­σης ενός (συμ­βο­λι­κού) τέλους δεν έχει να κάνει τόσο με το να απο­τρέ­ψει την επί­σκε­ψη, μια και λίγοι θα εγκα­τα­λεί­ψουν την ιδέα να επι­σκε­φθούν τη Βενε­τία εξαι­τί­ας των πέντε ευρώ.

Έχει να κάνει με τη νέα του­ρι­στι­κή αντί­λη­ψη _που δεν απο­τε­λεί ιτα­λι­κή πρω­το­τυ­πία, μακριά από τις ανά­γκες της λαϊ­κής οικο­γέ­νειας με την πολι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά είναι να είναι ένα εμπό­ρευ­μα, που όλοι οι χώροι, όπως κάθε επι­χεί­ρη­ση που σέβε­ται τον εαυ­τό της, πρέ­πει να το κάνουν πιο ελκυ­στι­κό, πιο εμπο­ρι­κό και ευπώλητο.

Οι μεταμορφώσεις της πόλης
μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα

Στη Βενε­τία με κατε­ξο­χήν ιστο­ρία πάντα αυτή της “Serenissima” (σσ. = πολύ ήσυ­χη _χωρίς κύμα: η Δημο­κρα­τία της Βενε­τί­ας _ιταλικά: Repubblica di Venezia· βενε­τσιά­νι­κα _Repùblega de Venèsia) ήταν  κυρί­αρ­χο κρά­τος και μεγά­λη ναυ­τι­κή για 1.100 χρό­νια από το 697 έως το 1797 _ Σαρα­κη­νοί και Βενε­τσά­νοι … πιά­νουν και δένουν στο κατάρ­τι \ ελό­γου μου τον καπε­τάν Γιάν­νη \ το παλι­κά­ρι τον αντάρ­τη \ τον άντρα­κλα τον πελα­γί­σιο, τρα­γου­δού­σε ο Μάνος (Σεβάχ ο θαλασ­σι­νός το 1970), ακό­μη και οι ίδιοι οι κάτοι­κοι οδη­γού­νται στο να πιστεύ­ουν, λίγο πολύ συνει­δη­τά, ότι η πόλη τους “πάγω­σε” στο 1797: Όλα αυτά φαί­νε­ται να επι­βε­βαιώ­νο­νται από το εξω­τε­ρι­κό σχή­μα του ιστο­ρι­κού κέντρου, το οποίο με την πρώ­τη ματιά βρί­σκε­ται σε ανο­σία από τις ριζι­κές μετα­μορ­φώ­σεις που βιώ­θη­καν τους δύο τελευ­ταί­ους αιώ­νες σε “κανο­νι­κές” πόλεις. Όμως, προ­φα­νώς, ούτε η Βενε­τία παρέ­μει­νε η ίδια: μια βαθιά μετάλ­λα­ξη, ειδι­κό­τε­ρα, την επη­ρέ­α­σε μετα­ξύ των μέσων του δέκα­του ένα­του αιώ­να και τη 10ετία του 1930. Ο καλύ­τε­ρος τρό­πος για να το συνει­δη­το­ποι­ή­σε­τε αυτό είναι να ταξι­δέ­ψε­τε το δυτι­κό άκρο της, αυτό που βλέ­πει στην ηπει­ρω­τι­κή χώρα.

Όλα ξεκί­νη­σαν γύρω στο 1840, με την κατα­σκευή της πρώ­της γέφυ­ρας πάνω από τη λιμνο­θά­λασ­σα, της σιδη­ρο­δρο­μι­κής: μετά από μια χιλιε­τία η Βενε­τία παύ­ει να είναι νησί. Είναι από­δει­ξη ότι πλέ­ον η πόλη κοι­τά­ζει όλο και λιγό­τε­ρο ανα­το­λι­κά και προς τη θάλασ­σα (πηγή του αρχαί­ου μεγα­λεί­ου της) και όλο και περισ­σό­τε­ρο προς τα δυτι­κά, προς την ηπει­ρω­τι­κή χώρα και την Ιτα­λία που θα ενο­ποι­η­θεί σύντο­μα και κατά συνέ­πεια, οι λιμε­νι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες φεύ­γουν και από τη λεκά­νη του S. Marco για δυτι­κό­τε­ρα, στον νέο Ναυ­τι­κό Σταθ­μό της Ν. Μάρ­τας, και τις βιο­μη­χα­νι­κές μονά­δες που προ­κύ­πτουν στην πόλη και συγκε­ντρώ­νο­νται σε αυτήν την περιο­χή, κοντά στις σιδη­ρο­δρο­μι­κές και θαλάσ­σιες συν­δέ­σεις. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ότι η νεω­τε­ρι­κό­τη­τα φτά­νει στη Βενε­τία από πίσω, από τη δύση, από τη στεριά.

Εκεί­να τα χρό­νια γεν­νή­θη­κε και μια νέα “εργα­τι­κή” Βενε­τία και ένα “εργα­τι­κό κίνη­μα _προλεταριάτο” ‑ας  χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με αυτούς τους –αδό­κι­μους όρους με την ευρεία έννοια – με όλες τις κοι­νω­νι­κές, πολι­τι­στι­κές και πολι­τι­κές επι­πτώ­σεις που αυτό συνε­πά­γε­ται, σε μια χώρα που βιώ­νει τα πρώ­τα “δημο­κρα­τι­κά” (αστι­κά) ανοίγ­μα­τα στην ιστο­ρία της: από το 1912 επί­σης ο πιο ταπει­νός από τους απλούς ανθρώ­πους (άνδρας, φυσι­κά…) έχει δικαί­ω­μα ψήφου για πρώ­τη φορά. Καθώς και περισ­σό­τε­ρα στοι­χεία “παρα­δο­σια­κά”, όπως οι arsenalotti και οι impiraresse (μαρ­γα­ρι­τά­ρια + κορ­δό­νια) του Castello, αυτή η νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ενσαρ­κώ­νε­ται τώρα από τους λιμε­νερ­γά­τες της Marittima, από τους καπνερ­γά­τες, από τους εργά­τες του βαμ­βα­κουρ­γεί­ου S. Marta, από τους εργά­τες Giudecca. Οι εργα­ζό­με­νοι επι­λέ­γουν τον πιο ανοι­χτό χώρο ως αγα­πη­μέ­νο τους χώρο συνά­ντη­σης σημα­ντι­κή περιο­χή αυτού του τμή­μα­τος της πόλης, το campo S. Margherita, το οποίο θα χαρα­κτη­ρι­στεί έτσι ως “ κόκ­κι­νη γει­το­νιά” και φυσι­κά σοσια­λι­στι­κή. Η Σάντα Μαρ­γκε­ρί­τα θα φτά­σει να αυτο­α­να­κη­ρύσ­σε­ται αυτό­νο­μη δημο­κρα­τία: μια δια­σκε­δα­στι­κή πρω­το­βου­λία που γεν­νή­θη­κε στις ταβέρ­νες, αλλά λαμ­βά­νε­ται πολύ σοβα­ρά υπό­ψη από όσους ήθε­λαν να την βλέ­πουν πραγ­μα­τι­κά ως επι­κίν­δυ­νο άντρο: για τους φασί­στες του 1921–22 θα είναι “Μπολ­σε­βί­κι­κη Δημο­κρα­τία”, ένας από τους αγα­πη­μέ­νους στό­χους των ομά­δων κρού­σης στην κοντι­νή Casa del Popolo Malcanton με 10άδες νεκρούς και τραυ­μα­τί­ες (σσ. σπί­τια του Λαού σοσια­λι­στι­κά, στέ­κια αργό­τε­ρα οι Ρεπου­μπλι­κά­νοι και οι Καθο­λι­κοί εξο­πλί­στη­καν επί­σης με παρό­μοιες δομές).

Ανά­με­σα στα στα­θε­ρά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της πόλης που προ­κύ­πτουν από αυτή τη δια­δρο­μή, σημειώ­νου­με την τάση επα­να­χρη­σι­μο­ποί­η­σης υφι­στά­με­νων κτι­ρί­ων για χρή­σεις πολύ δια­φο­ρε­τι­κούς από τους αρχι­κούς: Οι εκκλη­σί­ες του εικο­στού αιώ­να γίνο­νται εργο­στά­σια ή Εργα­τι­κά Επι­με­λη­τή­ρια, ενώ τις τελευ­ταί­ες 10ετίες του εικο­στού αιώ­να οι βιο­μη­χα­νι­κές και παρα­γω­γι­κές δομές θα μετα­τρα­πούν σε αίθου­σες διδα­σκα­λί­ας πανε­πι­στη­μια­κά κτί­ρια, δημό­σιες κατοι­κί­ες ή πολυ­τε­λή ξενοδοχεία.

Η εκκλη­σία του S. Girolamo, που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στα μέσα του 19ου αιώ­να ως ατμό­μυ­λος: το καμπα­να­ριό χρη­σί­μευε ως καμι­νά­δα, το παλιό σφα­γείο S. Giobbe έχει πλέ­ον μετα­τρα­πεί σε πανε­πι­στη­μια­κό κτί­ριο, σε από­στα­ση ανα­πνο­ής από το κέντρο της πόλης (δια­δρο­μή S. Marco-Rialto). Στην ηπει­ρω­τι­κή χώρα, η περιο­χή αυτή φιλο­ξέ­νη­σε διά­φο­ρους οικι­σμούς παρα­γω­γής από τον ύστε­ρο Μεσαί­ω­να: Ο 19ος αιώ­νας απο­φα­σί­στη­κε να συγκε­ντρω­θούν πρώ­τα εδώ όλες οι δρα­στη­ριό­τη­τες σφα­γής βοοει­δών διά­σπαρ­τα σε όλη την πόλη _αυτά τα ίδια χρό­νια, καμία έκπλη­ξη, κατα­σκευά­στη­κε η σιδη­ρο­δρο­μι­κή γέφυ­ρα translagunare, του οποί­ου το προ­γε­φύ­ρω­μα βρί­σκε­ται σε άμε­ση γειτνίαση.

Περιο­χή Saffa. Αυτή η περιο­χή χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε επί­σης για βιο­μη­χα­νι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες τον 19ο αιώ­να εκεί βρί­σκο­νταν ένα εργο­στά­σιο γυά­λι­νων χαντρών και το εργο­στά­σιο σπίρ­των Baschiera (αργό­τε­ρα Saffa), η οποία έφτα­σε να απα­σχο­λεί 750 εργά­τες, κυρί­ως γυναί­κες. Η πρώ­ην βιο­μη­χα­νι­κή περιο­χή χρη­σι­μο­ποιεί­ται πλέ­ον ως οικι­στι­κή γειτονιά.

Piazzale Roma. Στη δεκα­ε­τία του 1930 χτί­στη­κε δίπλα στη σιδη­ρο­δρο­μι­κή γέφυ­ρα, μια παράλ­λη­λη για αυτο­κί­νη­τα (αυτο­κι­νη­τό­δρο­μος κλει­στός σήμε­ρα): γεν­νή­θη­κε η Ponte Littorio, σήμε­ρα η Ponte della Libertà, με συνα­κό­λου­θη κατα­σκευή μιας μεγά­λης πλα­τεί­ας parking για αυτο­κί­νη­τα – Piazzale Roma – μη δοκι­μά­σε­τε να βρεί­τε θέση, θα χάσε­τε όλη τη μέρα σας. Αυτές οι αστι­κές μετα­μορ­φώ­σεις ανα­πο­δο­γύ­ρι­σαν εντε­λώς την εμφά­νι­ση αυτού του τμή­μα­τος της πόλης. Και μόνο το γεγο­νός ότι αυτό υπάρ­χει ακό­μα και σήμε­ρα _η μόνη περιο­χή του ιστο­ρι­κού κέντρου που δια­σχί­ζε­ται από αυτο­κί­νη­τα την καθι­στά όχι πολύ “ενε­τι­κή” και δύσκο­λο να αφο­μοιω­θεί με την υπό­λοι­πη πόλη.

Καπνο­βιο­μη­χα­νία. Αυτή η εγκα­τά­στα­ση, η “παλαιό­τε­ρη” μετα­ξύ αυτών που περι­λαμ­βά­νο­νται στο δρο­μο­λό­γιό μας, γεν­νή­θη­κε στα τέλη του δέκα­του όγδο­ου αιώ­να, ως περι­θω­ρια­κό της πόλης για παρα­γω­γι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες που στο­χεύ­ουν κυρί­ως στην ηπει­ρω­τι­κή αγο­ρά. Καθ’ όλη τη διάρ­κεια του 19ου αιώ­να, οι βιο­μη­χα­νι­κοί εργά­τες, οι διά­ση­μες tabacchine (σσ. γυναί­κες πρω­το­πό­ρες καπνο­πώ­λες), θα γίνο­νταν ένα με την πόλη: πρω­τό­τυ­πο μάχι­μων εργα­τών και, ταυ­τό­χρο­να, γυναι­κών περή­φα­νες και χει­ρα­φε­τη­μέ­νες, θα απα­θα­να­τι­στούν με τα μαύ­ρα σάλια τους στους πίνα­κες του Guido Cadorin, του ζωγρά­φου φίλου του D’Annunzio, και στους στί­χους του ποι­η­τή Riccardo Selvatico.

Μύλος βαμ­βα­κιού. Άλλο ένα επι­βλη­τι­κό βιο­μη­χα­νι­κό εργο­στά­σιο, που χτί­στη­κε τη δεκα­ε­τία του 1980 του 19ου ένα­του αιώ­να, δηλα­δή ταυ­τό­χρο­να με τον κοντι­νό Ναυ­τι­κό Σταθ­μό. (σσ. στα αρχι­κά σχέ­δια θα απα­σχο­λού­σε 3.000 εργά­τες στο τέλος, ήταν μόνο 900‑1000, κυρί­ως γυναί­κες). Σήμε­ρα στε­γά­ζει το πανε­πι­στή­μιο (σχο­λή αρχι­τε­κτο­νι­κής IUAV).

Ναυ­τι­λια­κός Σταθ­μός (Stazione Marittima με θέα στο Mulino Stucky) Η κατα­σκευή του σταθ­μού (εγκαι­νιά­στη­κε το 1883) σημα­το­δο­τεί μια επο­χή καμπής στην ιστο­ρία της πόλης: μετα­φο­ρά των λιμε­νι­κών δρα­στη­ριο­τή­των από την παρα­δο­σια­κή τους θέση στο Ν. Marco στο δυτι­κό άκρο της πόλης, εκεί που είναι πιο εύκο­λες οι απο­βά­θρες συν­δέ­ε­ται με τον σιδη­ρό­δρο­μο. Η Santa Marta _Σάντα Μάρ­τα, πρώ­ην εκκλη­σία και νυν κέντρο εκθέ­σε­ων και εμπο­ρί­ου και οι γύρω περιο­χές έγι­ναν τότε η γει­το­νιά ναυ­τι­κών αχθο­φό­ρων και βαστά­ζων. Κοι­τά­ζο­ντας πέρα ​​από το κανά­λι Giudecca, έχου­με από εδώ μια εξαι­ρε­τι­κή θέα του Stucky, του μεγά­λου μύλου που χτί­στη­κε – μετα­ξύ 800 και 900 – στο δυτι­κό άκρο του νησιού Giudecca, που εκεί­νη την επο­χή ξεσή­κω­σε σκάν­δα­λο για την εμφά­νι­ση του γοτ­θι­κού κάστρου, απο­λύ­τως ασυ­νή­θι­στο για τη Βενε­τία. Μετά η φωτιά πριν από λίγα χρό­νια, και σήμε­ρα _σημεία των και­ρών, ο μύλος στε­γά­ζει ένα πολυ­τε­λές ξενοδοχείο.

Campo S. Margherita, σήμε­ρα η καρ­διά του πανε­πι­στη­μί­ου της Βενε­τί­ας, το campo είναι η πλα­τεία κύριο αυτού του τμή­μα­τος της πόλης. Πριν από έναν αιώ­να ήταν μια αγο­ρά και αγα­πη­μέ­νος τόπος συνά­ντη­σης λιμε­νι­κοί, καπνο­πω­λεία και εργά­τες καθώς και η έδρα μιας απο­κα­θα­για­σμέ­νης εκκλη­σία με σπα­σμέ­νο καμπα­να­ριό, του Επι­με­λη­τη­ρί­ου Εργα­σί­ας. Ήταν, εν ολί­γοις, μια μικρή βενε­τσιά­νι­κη “κόκ­κι­νη πλα­τεία”, συχνά επι­λεγ­μέ­νη για τo γιορ­τα­σμό της πρω­το­μα­γιάς· αλλά, ταυ­τό­χρο­να, και ένας χώρος Βενε­τσιά­νι­κος διά­ση­μος για τις ταβέρ­νες και τα απο­κριά­τι­κα παρεΐστικα.

Rio Novo & “Casa del Popolo” στο Malcanton. Πίσω από το Campo S. Margherita άλλο ένα βαθύ σημά­δι των μετα­μορ­φώ­σε­ων της πόλης του εικο­στού αιώ­να: το ανα­σκαμ­μέ­νο Ρίο Νόβο (νέο κανά­λι) τη δεκα­ε­τία του 1930 για να συν­δέ­σει το νεο­γέν­νη­το Piazzale Roma με το Κανά­λι πιο άμε­σα. Όταν χτί­στη­κε, το ποτά­μι δεν υπήρ­χε ακό­μα – ένα φαι­νο­με­νι­κά ανώ­νυ­μο κόκ­κι­νο σπί­τι μας μετα­φέ­ρει πίσω, συνειρ­μι­κά στην πολι­τι­κή-συν­δι­κα­λι­στι­κή πάλη που ανα­φέ­ρε­ται για τη S. Margherita: ήταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το “Λαϊ­κό Σπί­τι”, που χτί­στη­κε την παρα­μο­νή του Πρώ­του παγκό­σμιοy πoλέ­μου για να φιλο­ξε­νή­σει το Εργα­τι­κό Επι­με­λη­τή­ριο και άλλους θεσμούς του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, και αντι­κεί­με­νο αλλε­πάλ­λη­λων επι­θέ­σε­ων από φασι­στι­κές ομά­δες το 1920–22 (τότε ήταν “οχυ­ρω­μέ­νο” με σάκους άμμου στα παρά­θυ­ρα, ένο­πλους φρου­ρούς στις στέ­γες και σειρήνα)

Que c’est triste Venice _θλιμένη η Βενε­τία … γρά­φη­κε από την  Françoise Dorin 1η εκτέ­λε­ση Charles Aznavour (1964), ερμη­νεύ­τη­κε επί­σης από Dyango, Les Compagnons de la chanson, Claude François, Gigliola Cinquetti, Gloria Lasso, Franco Simone, Antonio Prieto και μερι­κές 10άδες ακό­μη καλλιτεχνών
Ηχο­γρα­φή­θη­κε για πρώ­τη φορά στα γαλ­λι­κά και αργό­τε­ρα στα ισπα­νι­κά (Venecia Sin Ti), γερ­μα­νι­κά (Venedig im Grau), αγγλι­κά (How Sad Venice Can Be) και το 1965 στα ιτα­λι­κά (Com’è triste Venezia).

Το τρα­γού­δι γνώ­ρι­σε διε­θνή επι­τυ­χία: το 1964–1965, ήταν στο νού­με­ρο ένα στα charts του Billboard στη Γαλ­λία, στη Βρα­ζι­λία, στην ισπα­νι­κή έκδο­ση από τον Juan Ramón το 1965, είχε κερ­δί­σει το πρώ­τη θέση στο hit parade στην Αργε­ντι­νή και πέμ­πτη στη Χιλή. Ο Charles Aznavour _αρμενικής κατα­γω­γής, καλ­λι­τε­χνι­κό όνο­μα του Chahnourh Varinag Aznavourian (γενν. στο Παρί­σι, το 1924, πέθα­νε το 2018), υπήρ­ξε τρα­γου­δι­στής-τρα­γου­δο­ποιός, ηθο­ποιός και διπλω­μά­της. Γνω­στός με το παρα­τσού­κλι Charles Aznavoice, αλλά και απο­κα­λού­με­νος “Frank Sinatra της Γαλ­λί­ας”, τρα­γου­δού­σε σε επτά γλώσ­σες και έχει εμφα­νι­στεί σε όλον τον κόσμο…

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο