Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βενιαμίν Α. Καβέριν — Σοβιετικός Συγγραφέας, 30 χρόνια από το θάνατό του

Μετά­φρα­ση-επι­μέ­λεια Τασ­σώ Γαΐ­λα //

Δια­νό­η­ση και Β’ Παγκό­σμιος πόλεμος.

Βενιαμίν Α. Καβέριν

Σοβιε­τι­κός Συγ­γρα­φέ­ας.  30 χρό­νια από τον θάνα­τό του.

Вениамин Александрович Каверин- Βενια­μίν Αλε­ξά­ντρο­βιτς Καβέ­ριν το φιλο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο του Вениамин Абелевич Зильбер –Βενια­μίν Αμπέ­λε­βιτς Ζίλ­μπερ ο οποί­ος γεν­νή­θη­κε στο Πσκοφ στις 6 Απρι­λί­ου 1902 (19 ν.ημ) και απε­βί­ω­σε στις 2 Μαΐ­ου 1989.

Ο Βενια­μίν Αλε­ξά­ντρο­βιτς Καβέ­ριν γεν­νή­θη­κε το 1902 κι από πολύ νέος εντά­χθη­κε στο κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα, τάχθη­κε υπέρ της Μεγά­λης Οκτω­βρια­νής Σοσια­λι­στι­κής Επα­νά­στα­σης και υπη­ρέ­τη­σε με θέρ­μη στις γραμ­μές του Κόκ­κι­νου Στρατού.

Γιε­σέ­νιν, Μπλόκ, Μαγια­κόφ­σκι λίγα ονό­μα­τα Σοβιε­τι­κών λογο­τε­χνών που έζη­σαν τα χρό­νια της Επα­νά­στα­σης και επέ­λε­ξαν να βαδί­σουν στο δρό­μο της ρήξης, της αντίστασης,αντεπίθεσης κι ανα­τρο­πής. Ανά­με­σα τους κι ο Βενια­μίν Α. Καβέ­ριν άγνω­στος κι αμε­τά­φρα­στος στην Ελλη­νι­κή γλώσ­σα Σοβιε­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας που εφέ­τος συμπλη­ρώ­θη­καν 30 χρό­νια από το θάνα­το του στις 2 Μαΐ­ου του 1989.

«Τιμής ένεκεν»ένα μικρό αφιέ­ρω­μα στην μνή­μη του σαν δείγ­μα τιμής σε όλους όσους σε κάθε χώρα που δέχτη­κε την Ναζι­στι­κή επί­θε­ση, αγω­νί­στη­καν εκεί­να τα χρό­νια ενά­ντια στον φασισμό.
Το αφιέ­ρω­μα βασί­ζε­ται σε ένα αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό διή­γη­μα του ταλα­ντού­χου Καβέ­ριν το « Ένας πίνα­κας του Τισιά­νου», διή­γη­μα «ύμνος» της ειρή­νης που θα φέρει –κατά τον συγ­γρα­φέα- στον κόσμο η νίκη των δημο­κρα­τών ένα­ντι των Γερ­μα­νών και το υπέ­ρο­χο μέλ­λον που περί­με­νε τον Σοβιε­τι­κό λαό. Είναι ένα πολε­μι­κό διή­γη­μα που γεμί­ζει τον ανα­γνώ­στη αισιο­δο­ξία και χαρά.

Διή­γη­μα

Ένας πίνακας του Τισιάνου

Ανά­με­σα στους ναυ­τι­κούς του στό­λου του Βορ­ρά μου δόθη­κε η ευκαι­ρία να γνω­ρί­σω τον υπο­πλοί­αρ­χο Γκουρ­μι­στ­βί­λι. Μου έκα­νε εντύ­πω­ση, γίνα­με φίλοι.

Τα βρά­δια περ­νού­σα­με τις ώρες μας καπνί­ζο­ντας και κου­βε­ντιά­ζο­ντας μέσα στην μικρή καμπί­να του. Κάπο­τε καπνί­ζα­με σιω­πη­λοί. Μα κι’ αυτό ήταν για εμάς μια κάποια δια­σκέ­δα­ση. Ρου­φώ­ντας την πίπα του διη­γό­ταν ιστο­ρί­ες, που πριν από τον πόλε­μο μονά­χα στα όνει­ρα μας μπο­ρού­σα­με να είχα­με δει.

Για πρώ­τη φορά είχα συνα­ντή­σει κάποιον που ένοιω­θε τον πόλε­μο με μια τέτοια φινέ­τσα. Τον γνώ­ρι­σα στην ξηρά και στην θάλασ­σα, στα τέλ­μα­τα του Πνίσκ κι ανά­με­σα στα βρά­χια της αρκτι­κής γης. Μιλού­σε ξεκά­θα­ρα, δίχως πάθος, και μ’ από­λυ­τη ειλικρίνεια.

Ήταν ένας στρα­τιω­τι­κός με όλη την σημα­σία της λέξης. Έμοια­ζε μάλι­στα σαν να μην νοια­ζό­ταν για το τι θα έκα­νε μετά την νίκη, που γι’ αυτή πρό­σφε­ρε όλες τις δυνά­μεις του. Κάπο­τε του είπα τη σκέ­ψη μου αυτή και πρό­σθε­σα πως για μένα ήταν κάτι από­λυ­τα φυσι­κό. Όσοι υπη­ρε­τούν στο στρα­τό κι αντι­με­τω­πί­ζουν το θάνα­το κάθε μέρα, κάθε ώρα, δεν μπο­ρούν να ασχο­λού­νται με το μέλ­λον. Δεν έχουν ούτε τον και­ρό, ούτε την διάθεση.

- Γελιέ­στε, μου απά­ντη­σε , σκέ­φτο­νται γι’ αυτό και μάλι­στα πολύ. Το μέλ­λον! Τι πράγ­μα να είναι άρα­γε αυτό; Ο καθέ­νας έχει ελπί­δες και σχέ­δια, μα για όλους είναι η ανα­μο­νή της νίκης, η επι­στρο­φή στο πατρι­κό σπί­τι, μια νέα ζωή. Το μέλ­λον θα είναι υπέ­ρο­χο, πρό­σθε­σε με συγκί­νη­ση. Δεν γίνε­τε αλλιώς έπει­τα από τόσα που υπέ­φε­ρε ο λαός. Το ξέρει και κατα­πιά­νε­ται με αυτό με μια ενστι­κτώ­δη παρόρ­μη­ση. Θέλε­τε να σας διη­γη­θώ μια ιστο­ρία; Θα κρί­νε­τε μόνος αν έχω δίκιο ή όχι… Ήταν την άνοι­ξη του 1942. Πολε­μού­σα­με σαν πεζι­κό. Υπε­ρα­σπί­ζα­με την πόλη Π. μια παλιά πολι­τεία με απε­ρι­ποί­η­τους κήπους, και με λαβυ­ριν­θώ­δι­κα δρο­μά­κια. Τις μέρες εκεί­νες ήταν γεμά­τα από τα ροζ πέτα­λα των ανθι­σμέ­νων κερασιών.

Η γραμ­μή του μετώ­που εκτει­νό­ταν κατά μήκος ενός από τους μικρούς αυτούς δρό­μους. Ο σταθ­μός της διοί­κη­σης μου βρι­σκό­ταν ανά­με­σα στα ερεί­πια του αρχαί­ου φρου­ρί­ου , στα δυτι­κά προ­ά­στια. Διοι­κού­σα ένα από­σπα­σμα. Μια μέρα που μόλις είχα σηκω­θεί από ένα ταραγ­μέ­νο ύπνο και βρι­σκό­μου­να σκυμ­μέ­νος πάνω από ένα χάρ­τη όπου σημεί­ω­να μ’ ένα σταυ­ρό τα σπί­τια από όπου είχα­με πετά­ξει έξω τους Γερ­μα­νούς, μου φέρα­νε ένα γερο­ντά­κο. Φορού­σε ένα πλα­τύ­γυ­ρο καπέ­λο. Κάτα­σπρα μαλ­λιά, χλω­μός και φορού­σε ένα μακρύ πανω­φό­ρι με λεκέ­δες από γύψο , αξύ­ρι­στος. Τον πέρα­σα για μισό­τρε­λο, κι όμως κάθε άλλο παρά τρε­λός ήταν.

Μου είπε, με σαφή­νεια, ποιος ήταν και την υπό­θε­ση που γι’ αυτήν ‘τόλ­μη­σε να με ενο­χλή­σει’. Ήταν ο επι­με­λη­τής του Μου­σεί­ου της πόλης Π.

-Λέγο­μαι Περ­τσί­κιν. Είμαι από­γο­νος του εμπό­ρου Περ­τσί­κιν , που στο παλιό υπο­στα­τι­κό του έχει εγκα­τα­στα­θεί το Μου­σείο. Και, συνέχισε…

Στο Μου­σείο υπάρ­χουν πολ­λά έργα τέχνης μεγά­λης αξί­ας. Ανά­με­σα σ’ αυτά είναι ένα αρι­στούρ­γη­μα που δεν έχει το όμοιο του. Αυτό πρέ­πει να το σώσου­με, για­τί η ιστο­ρία δεν θα μας συγ­χω­ρέ­σει αν πέσει στα χέρια των βαρβάρων.

Ρώτη­σα τι ήταν αυτό το αρι­στούρ­γη­μα και μου απά­ντη­σε ότι επρό­κει­το για έργο του Τισιανού.

Ένας πίνα­κας του Τισιά­νο στην πόλη Π; ετοι­μά­στη­κα να τον ξαπο­στεί­λω ευγε­νι­κά αλλά με πρόλαβε.

- Σας φαί­νε­ται απί­θα­νο. Κι όμως… η πολι­τεία αυτή δεν βρί­σκε­ται μακριά από τα παλιά σύνο­ρα. Στο 1918 τους αστούς που έφευ­γαν τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι για τις χώρες της Δύσης, τους στα­μα­τού­σαν στα σύνο­ρα, τους έπαιρ­ναν τα έργα τέχνης που ήθε­λαν να περά­σουν λαθραία και τα τοπο­θε­τού­σαν στο Μου­σείο. Η πόλη του Λένιν­γκραντ ήθε­λε βέβαια να έχει τον πίνα­κα αυτό μα δια­μαρ­τυ­ρή­θη­κα κι ο Λου­να­τσάρ­σκι με υπο­στή­ρι­ξε λέγο­ντας πως κι οι μικρές πολι­τεί­ες έχουν δικαιώ­μα­τα στην μεγά­λη τέχνη.

Φαντα­στεί­τε την ατμό­σφαι­ρα μέσα στην οποία διε­ξή­χθη η συζή­τη­ση. Τα τάνκς των Γερ­μα­νών, που είχαν πλη­σιά­σει, άρχι­σαν να βάλ­λουν μεθο­δι­κά. Χώμα­τα, θραύ­σμα­τα, πέτρες έπε­φταν στο από μπε­τόν αρμέ πρό­χω­μα μας. Κι’ αυτός ο γερο­ντά­κος μιλού­σε ήσυ­χα-ήσυ­χα για παλιούς και νέους ζωγρά­φους και τον Τισιάνο.

Έμει­να σκε­φτι­κός. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν και τόσο απί­θα­να αυτά που που ιστο­ρού­σε. Την παρα­μο­νή μάλι­στα, ο για­τρός του τάγ­μα­τος μου είχε ζητή­σει να στεί­λω μια περί­πο­λο να πάρει μερι­κά φάρ­μα­κα από το Νοσο­κο­μείο, που βρι­σκό­ταν κοντά στην πύλη που είχαν κατα­λά­βει οι Γερ­μα­νοί. Τα είχα­με ανά­γκη, βέβαια, περισ­σό­τε­ρο από τον πίνα­κα του Τισιά­νο. Τώρα, παρου­σια­ζό­ταν μια νέα ευκαι­ρία: να παίρ­να­με και τα φάρ­μα­κα, και τον πίνακα!

Φώνα­ξα τον ανθυ­πο­λο­χα­γό Νόρ­κιν του απο­σπά­σμα­τος των ανι­χνευ­τών, που τον γνώ­ρι­ζα από και­ρό. Κατα­γό­ταν από το Λένιν­γκραντ, φοι­τη­τής του Πολυ­τε­χνεί­ου, μελα­χροι­νός, κοντου­λός. Τολ­μη­ρός ανι­χνευ­τής και ζωγρά­φος με αλη­θι­νό ταλέ­ντο. Ο πιο κατάλ­λη­λος, λοι­πόν, να σώσει τον πίνα­κα του Τισιανού.

Την νύχτα, παίρ­νο­ντας μαζί του τον επι­με­λη­τή του Μου­σεί­ου, ο ανθυ­πο­λο­χα­γός διέ­σχι­σε τις γραμ­μές μέσα σ’ ένα αυτο­κί­νη­το, λάφυ­ρο από τους Γερμανούς.

tisianos

Γύρι­σε το πρωί μα ήταν στε­να­χω­ρε­μέ­νος. Ναι, είχε φέρει τα φάρ­μα­κα και τον πίνα­κα του Τισιά­νο μα ο επι­με­λη­τής είχε μεί­νει εκεί στην πύλη Π. Και για πάντα. Μια σφαί­ρα τον είχε χτυ­πή­σει στο μέτωπο.

- Ο πίνα­κας βρι­σκό­ταν στο σπί­τι του, μου διη­γή­θη­κε ο ανθυ­πο­λο­χα­γός. Πήγα­με και τον πήρα­με. Ξεκαρ­φώ­σα­με τον μου­σα­μά, για να μπο­ρέ­σου­με να τον μετα­φέ­ρου­με πιο εύκο­λα και την στιγ­μή που ετοι­μα­ζό­μα­στε να φύγου­με μας χτύ­πη­σαν. Τότε σκο­τώ­θη­κε. Γυρί­σα­με στις γραμ­μές μας έπει­τα από αγώ­να σώμα με σώμα.

Είχα ένα θαυ­μά­σιο πιστό­λι, το ξεκρέ­μα­σα και το χάρι­σα στο λοχαγό.

Ο μεγά­λος μου­σα­μάς τυλιγ­μέ­νος βρι­σκό­ταν στο αυτο­κί­νη­το ανά­με­σα σε επι­δέ­σμους και φάρ­μα­κα. Τον ξεδι­πλώ­σα­με. Μια κραυ­γή ξεπε­τά­χτη­κε από τα χεί­λη όλων μας. Τι θαύ­μα! Σ’ έναν κήπο, κάτω από ανθι­σμέ­νες μηλιές, ήτα­νε στρω­μέ­να μεγά­λα τρα­πέ­ζια, γεμά­τα από κρέ­α­τα, βού­τυ­ρα, ψωμιά και που­λε­ρι­κά. Χωριά­τες και χωριά­τισ­σες χόρευαν και τρα­γου­δού­σαν. Γλε­ντού­σαν. Φορού­σαν πολύ­χρω­μα γιορ­τα­στι­κά ρού­χα και η χαρά ξεχεί­λι­ζε από τα πρό­σω­πα τους. Από­με­ρα, ένας στρα­τιώ­της, που φορού­σε τερά­στιες μπό­τες, καθό­ταν κοντά σ’ ένα πυρ­σό κι έπι­νε άπλη­στα κρα­σί από μια μεγά­λη κανά­τα. Ένα κόκ­κι­νο λεπτό αυλά­κι χυνό­ταν από το μάγου­λο του πάνω στο πέτσι­νο γιλέ­κο του. Από τα δέντρα κρέ­μο­νταν χάρ­τι­να φωτι­σμέ­να φανα­ρά­κια. Παρί­στα­νε υπαί­θριο χορό. Τι εξαί­σιο έργο! Έφτα­νε να το κοι­τάς για να ανα­σκιρ­τά από κέφι η καρ­διά σου! Ήθε­λες να ανα­μει­χθείς με το πλή­θος, να χορέ­ψεις, να φας, και να πιείς!

Στα τέλη του Μάη εγκα­τα­λεί­ψα­με την πόλη Π. Πριν όμως δώσα­με στους ναζί­δες να κατα­λά­βουν τι αξί­ζουν οι πεζο­ναύ­τες. Ο Γερ­μα­νός στρα­τη­γός Ζέγκερτς υπο­σχό­ταν άδεια μιας εβδο­μά­δας σ’ όποιον σκό­τω­νε Σοβιε­τι­κό πεζο­ναύ­τη και άδεια δυο εβδο­μά­δων σ’ όποιον έπια­νε αιχ­μά­λω­το έναν από εμάς. Έπρε­πε να οπι­σθο­χω­ρή­σου­με να συνα­ντή­σου­με τους δικούς μας. Θα δια­σχί­ζα­με δάση και τέλ­μα­τα. Ο υπο­πλοί­αρ­χος μου εξή­γη­σε με λεπτο­μέ­ρειες την πορεία αυτή που τότε είχε ανα­φερ­θεί με λεπτο­μέ­ρειες στις εφη­με­ρί­δες. Δια­τρέ­ξα­με πάνω από χίλια χιλιό­με­τρα, χωρίς ψωμί, μαχό­με­νοι. Ψήνα­με σε πυρο­στιές κρέ­ας αλό­γου και το τρώ­γα­με ωμό όταν δεν μπο­ρού­σα­με να ανά­ψου­με φωτιά. Δάση, ατέ­λειω­τα δάση και χωρίς τρο­φή. Δεν είχαν ούτε καν μανιτάρια!

Μα, ας ξανα­γυ­ρί­σου­με στο έργο του Τισιανού.

Δεν ήτα­νε παρά ένα κομ­μά­τι μου­σα­μάς, που δεν μπο­ρού­σε να μας χρη­σι­μεύ­σει σε τίπο­τα. Δεν μπο­ρού­σε να μας προ­στα­τέ­ψει από το κρύο και δεν ήταν όπλο να τρα­βή­ξει κανείς μ’ αυτό. Όσο είχα­με άλο­γα τον δένα­με σε μια σέλα. Όταν τα φάγα­με τον κου­βα­λού­σα­με εμείς. Ήταν μπε­λάς. Οι άντρες βλα­στη­μού­σαν. Δε θα χαλού­σε δα κι ο κόσμος αν τον πετού­σα­με κάπου στο δάσος αυτό το μεγά­λο και βαρύ μουσαμά.

Και να μια μέρα ο υπο­πλοί­αρ­χος τον ξεδι­πλώ­νει και τον δίνει στους πεζο­ναύ­τες του Κόκ­κι­νου Στό­λου. Αν τους βλέ­πα­τε! Το από­σπα­σμα μου ήτα­νε σχη­μα­τι­σμέ­νο από απλά παλι­κά­ρια. Είναι αμφί­βο­λο αν κανείς από όλους αυτούς είχε ξανα­κού­σει το όνο­μα του Τισια­νού. Και τις ώρες εκεί­νες δεν δίνα­με μια πεντά­ρα για τις καλές τέχνες! Κι όμως ήτα­νε σαν να έπε­σε μια αχτί­δα ήλιου στ’ αγριε­μέ­να κι’ αδυ­να­τι­σμέ­να πρό­σω­πα τους! Ήτα­νε σαν με μιας να έφυ­γαν όλα τα κακά: η πεί­να, η λάσπη, η αβά­στα­χτη κού­ρα­ση, ο κίν­δυ­νος που έκρυ­βε ο κάθε θάμνος. Βρε­θή­κα­με, ξανά, αντί­κρυ στην ζωή με την ευτυ­χία και την υγεία της, που ανα­δι­νό­ταν από αυτούς τους ανθρώ­πους που χόρευαν.

Ολο­φά­νε­ρο πως αυτοί οι άνθρω­ποι ήταν δικοί μας , καθώς κι ο καλ­λι­τέ­χνης που είχε ζωγρα­φί­σει τον παρά­ξε­νο αυτό στρα­τιώ­τη με τα μου­στά­κια, που έπι­νε κρα­σί κι έχυ­νε ένα μέρος από αυτό πάνω στο πέτσι­νο γιλέ­κο του και οι ωραί­ες αυτές γυναί­κες, που οδη­γού­σαν το χορό, και τα υπέ­ρο­χα αυτά που­λε­ρι­κά που κάπο­τε θα τα ξανα­γευ­τού­με , αν κι αυτό, τη στιγ­μή εκεί­νη, φαι­νό­ταν κι αυτό σαν θαύμα!

Ναι, τι διά­βο­λο, κάπο­τε θα τα ξανα­γευ­τού­με! Και θα ξανα­πιού­με κρα­σί, και θα ξανα­χο­ρέ­ψου­με κάτω από μηλιές, που από αυτές θα κρέ­μο­νται πολύ­χρω­μα φανα­ρά­κια. Θα δια­σχί­σου­με τους δρό­μους της Μόσχας επά­νω στα τανκς μας και κοπέ­λες, ποτ θα είναι ωραί­ες, σαν αυτές που ήτα­νε ζωγρα­φι­σμέ­νες, θα έρθουν να μας συνα­ντή­σουν με λου­λού­δια και παντού, όπου θα γυρ­νά­με τη ματιά μας , θα υπάρ­χουν λου­λού­δια, λου­λού­δια, λου­λού­δια. Κάτω από τις σημαί­ες μας τις τρυ­πη­μέ­νες από σφαί­ρες, θα δώσου­με στον διοι­κη­τή μας την τελευ­ταία ανα­φο­ρά μας: «Ο πόλε­μος τελεί­ω­σε- είμα­στε νικητές!».

Ναι, δεν ήτα­νε όνει­ρο ή όρα­μα αυτό που κατέ­λα­βε εμέ­να και τους εξα­ντλη­μέ­νους πολε­μι­στές μου. Είχα­με δια­νύ­σει χιλιό­με­τρα και χιλιό­με­τρα ανά­με­σα από τα δάση. Ξαφ­νι­κά το αύριο είχε αστρά­ψει μπρο­στά μας, όμοια με μια στρα­τιω­τι­κή δια­τα­γή, που πρέ­πει κανείς να την εκτελέσει.

Ήτα­νε μαύ­ρες μέρες. Οι Γερ­μα­νοί μας παρε­νο­χλού­σαν διαρ­κώς. Πολ­λές φορές προ­σπά­θη­σαν να μας κυκλώ­σουν. Μας έστη­σαν ένα σωρό παγί­δες. Ακό­μα δεν βρι­σκό­μα­σταν σε επα­φή με τους αντάρ­τες ενώ πεθαί­να­με κι από την πεί­να. Στο από­σπα­σμα μου δυστυ­χώς είχα­με τραυ­μα­τί­ες που τους σέρ­να­με αν και πέφτα­με σχε­δόν από την κού­ρα­ση κι από την έλλει­ψη τρο­φής. Μα σε κανε­νός πια το μυα­λό δεν πέρα­σε η σκέ­ψη να απαλ­λα­γού­με από αυτόν τον μου­σα­μά όσο βαρύς κι αν ήταν και που υπο­χρε­ω­θή­κα­με για να τον προ­στα­τεύ­σου­με να τον τυλί­ξου­με μέσα σε ένα από τα λιγο­στά αδιά­βρο­χα αντί­σκη­να που είχα­με. Από εδώ κι εμπρός όταν τοπο­θε­τού­σα­με σκο­πούς τη νύχτα βάζα­με κι έναν κοντά στον πίνα­κα του Τισια­νού. Τον φρο­ντί­ζα­με όπως την σημαία μας.

Ήτα­νε δύσκο­λο. Μα ίσως να ήτα­νε όλα πιο δύσκο­λα για εμάς αν δεν είχα­με μαζί μας αυτό τον πίνα­κα που περ­νώ­ντας τον ποτα­μό Ντέζ­να κοντέ­ψα­με να τον χάσουμε.Ο πεζο­ναύ­της που είχε επι­φορ­τι­στεί με το πίνα­κα του Τισια­νού, σκο­τώ­θη­κε κι ο πίνα­κας είχε μεί­νει στην αρι­στε­ρή όχθη. Το κατα­λά­βα­με όταν πιά όλο το από­σπα­σμα είχε δια­πε­ραιω­θεί στην δεξιά όχθη. Ζήτη­σα εθε­λο­ντές. Τρείς πεζο­ναύ­τες με τον ανθυ­πο­πλοί­αρ­χο Νόρ­κιν επι­κε­φα­λής ξανα­γύ­ρι­σαν για να βρούν τον πίνακα.

Βάδι­ζαν προς βέβαιο σχε­δόν θάνα­το. Είχε ξημε­ρώ­σει. Το ποτά­μι το είχα­με περά­σει νύχτα. Ναι, ο κίν­δυ­νος ήταν μεγά­λος, μα ο διά­βο­λος να μας έπαιρ­νε αν αφή­να­με στους Ναζί αυτόν τον στρα­τιώ­τη με τα μου­στά­κια και το πέτσι­νο γιλέ­κο κι αυτά τα ωραία κορί­τσια, τα αστρα­φτε­ρά από υγεία, που χόρευαν, καθώς και τα που­λε­ρι­κά, κι όλη αυτή την όμορ­φη και πλού­σια ζωή! Να κάνου­με δώρο στους Ναζί το μέλ­λον μας; Ά, όχι, ποτέ!

Και να, τέσ­σε­ρις άνδρες, προ­στα­τευ­μέ­νοι από τα αραιά, δικά μας πυρά, πέρα­σαν , μέσα σε μια κατα­τρυ­πη­μέ­νη βάρ­κα, το ποτά­μι κι όρμη­σαν αδί­στα­χτα πάνω στους Γερ­μα­νούς. Επρό­κει­το για μια κανο­νι­κή από­βα­ση, που γι’ αυτή είναι μονα­δι­κοί οι λεβέ­ντες του ναυ­τι­κού μας.

Γύρι­σαν δυο ώρες έπει­τα με τον πίνα­κα. Η αλή­θεια είναι πως είχε τρυ­πη­θεί από μια σφαί­ρα που είχε ξεσκί­σει το χέρι του στρα­τιώ­τη που κρα­τού­σε την κανά­τα κι έπι­νε, μια νέα κοπέ­λα κι άλλο σημείο. Αλλά ο ζωγρά­φος Ανθυ­πο­πλοί­αρ­χος μας είπε πως στη Μόσχα υπάρ­χουν τεχνί­τες, που μπο­ρούν να διορ­θώ­σουν τις βλάβες.

-Σας βεβαιώ, σύντρο­φοι, πως αργό­τε­ρα δεν θα μπο­ρεί­τε να ανα­κα­λύ­ψε­τε την θέση ούτε μιας τρύπας.

Το φθι­νό­πω­ρο κοντά στην Τού­λα συνα­ντή­σα­με τους δικούς μας. Φορού­σα­με για αρβύ­λες παπού­τσια, πλεγ­μέ­να από χόρ­τα, κου­ρέ­λια για γκέ­τες κι’ όλοι μας είχα­με γενειά­δες. Εγώ ήμου­να μ’ αυτή την πέτσι­νη κυλό­τα που την πρω­το­φό­ρε­σα σαν άρχι­σε ο πόλε­μος και που θα την βγά­λω όταν τελειώσει.

- Κι ο πίνα­κας του Τισια­νού; Ρώτη­σα όταν ο υπο­πλοί­αρ­χος τελεί­ω­σε την διή­γη­ση του.

-Τον κου­βα­λή­σα­με στην Μόσχα, μου είπε. Ήρθε μια ολό­κλη­ρη ομά­δα υπαλ­λή­λων του Μου­σεί­ου, για να τον μετα­φέ­ρει σε σίγου­ρο μέρος! Ξέρε­τε, επι­κε­φα­λής της ομά­δας αυτής ήτα­νε ένα γερο­ντά­κι που έμοια­ζε του δύστυ­χου του Περ­τσί­κιν. Φορού­σε κι’ αυτός ένα πλα­τύ­γυ­ρο καπέ­λο. Τον πήραν τα δάκρυα, καθώς κοί­τα­ζε την εικό­να. Μου είπε:

-Υπο­πλοί­αρ­χε κάνα­τε μια μεγά­λη πράξη…

Ά, ναι κάπου εδώ έχω την φωτο­γρα­φία. Πριν πάρουν τον πίνα­κα, φωτο­γρα­φη­θή­κα­με για ενθύμιο.

Τη βρή­κε και μου την έδει­ξε. Οι πεζο­ναύ­τες παρου­σί­α­ζαν όπλα μπρο­στά στον πίνα­κα του Τισια­νού. Απέ­νει­μαν τιμές, όπως σε μια πολε­μι­κή σημαία, στο υπέ­ρο­χο μέλ­λον, που ήταν ζωγρα­φι­σμέ­νο πάνω στον πίνα­κα τον τρυ­πη­μέ­νο από σφαίρες.

Διή­γη­μα του ταγ­μέ­νου υπέρ της Μεγά­λης Σοβιε­τι­κής Επα­νά­στα­σης συγ­γρα­φέα Βενια­μίν Αλε­ξά­ντρο­βιτς Καβέ­ριν που όπως κι άλλοι ομό­τε­χνοι του ακο­λού­θη­σε στον πόλε­μο τον μαχό­με­νο Ερυ­θρό Στρα­τό και έδω­σε στα έργα του απα­ρά­μιλ­λες εντυ­πώ­σεις των συγκρού­σε­ων των Σοβιε­τι­κών στρα­τιω­τών με τους Γερ­μα­νούς. Σημα­ντι­κό δείγ­μα της ικα­νό­τη­τας του στη γρα­φή το παρου­σια­ζό­με­νο διή­γη­μα του.

«Οι δυο καπε­τά­νιοι» είναι το πιο γνω­στό έργο του Β. Καβέ­ριν όμως αμε­τά­φρα­στο στην Ελλη­νι­κή. Όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί η ιστο­σε­λί­δα Librarything το έργο αυτό της Μπι­μπλιο­τέ­κα πρι­κλου­ψέ­νιε (έργα περι­πέ­τειας ) είναι δια­θέ­σι­μο στην Αγγλι­κή γλώσ­σα με τον τίτλο: Two Captains…

Tiziano Vicello, Τισια­νός ή Τιτσιά­νο στα Ελλη­νι­κά , ο διά­ση­μος Βενε­τός ζωγρά­φος της Ανα­γέν­νη­σης. (1488–1576).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο