Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βόλος: Τα τσιπουράδικα και η ιστορίας τους

Όταν κάποιος επι­σκέ­πτε­ται τον Βόλο, το πρώ­το του ερώ­τη­μα είναι πλέ­ον κλασ­σι­κό: «Πού να πάω για τσί­που­ρο; Τι προ­τεί­νεις;» Και η απά­ντη­ση έρχε­ται αυθόρ­μη­τα και πολύ γρή­γο­ρα: «Όπου και να πας θα το απο­λαύ­σεις. Απλώς, δια­φέ­ρουν οι μεζέ­δες και η σει­ρά που έρχονται».

Κάπως έτσι λει­τουρ­γεί η μυστα­γω­γία του τσι­που­ρά­δι­κου με τους περί­φη­μους μεζέ­δες, αφού όπου και να στα­θείς οι εικό­νες είναι μονα­δι­κές, οι μυρω­διές θεϊ­κές και οι γεύ­σεις αξε­πέ­ρα­στες και συνι­στούν το αξε­πέ­ρα­στο τρί­πτυ­χο που χαρα­κτη­ρί­ζουν την μονα­δι­κό­τη­τα της πρω­τεύ­ου­σας της Μαγνη­σί­ας, ως τόπου γευ­σι­γνω­σί­ας και απόλαυσης.

Σήμε­ρα λέγε­ται, σύμ­φω­να με μετριο­πα­θείς εκτι­μή­σεις, ότι τα «ταπει­νά» τσι­που­ρά­δι­κα ίσως και να ξεπερ­νούν τα πεντα­κό­σια στην ευρύ­τε­ρη περιο­χή του Βόλου.

Η παν­δαι­σία των γεύ­σε­ων περι­λαμ­βά­νει τα πάντα σχε­δόν από όσα προ­σφέ­ρουν οι ελλη­νι­κές θάλασ­σες. Μύδια, γυα­λι­στε­ρές, αχι­βά­δες, αχι­νοί, καβού­ρια, φλο­γέ­ρες, πίνες, κολι­τσιά­νοι, χτα­πό­δια και άπει­ρα ακό­μη θαλασ­σι­νά που καθη­με­ρι­νά μαζεύ­ο­νται και φθά­νουν ολό­φρε­σκα στο τρα­πέ­ζι του επι­σκέ­πτη και δημιουρ­γούν τη μονα­δι­κό­τη­τα στον τομέα της γεύ­σης στην συγκε­κρι­μέ­νη περιο­χή. Κοντά σε όλα αυτά συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται τα ολό­φρε­σκα ψάρια, μικρά και μεγά­λα, που συμπλη­ρώ­νουν τις «νοστι­μιές του παραδείσου».

Όλα αυτά κατα­φθά­νουν στο τρα­πέ­ζι, χωρίς παραγ­γε­λιά, αλλά ανά­λο­γα με την κατα­νά­λω­ση του τσί­που­ρου. Όσα περισ­σό­τε­ρα 25άρια τσί­που­ρου θα πιεί η παρέα, τόσοι περισ­σό­τε­ροι και εκλε­κτό­τε­ροι μεζέ­δες θα συνο­δεύ­ουν το «εις υγεί­αν» της συντροφιάς.

Τα τσι­που­ρά­δι­κα στον σημε­ρι­νό κοσμο­πο­λί­τι­κο Βόλο, ξεκί­νη­σαν το 1922, όταν στο μεγά­λο λιμά­νι έφθα­ναν καρα­βιές προ­σφύ­γων από την Σμύρ­νη και την ενδο­χώ­ρα της, μετά την μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή και οι χιλιά­δες αυτοί άνθρω­ποι που προ­σπα­θού­σαν να πνί­ξουν τον πόνο, την από­γνω­ση και την εξα­θλί­ω­ση της προ­σφυ­γιάς, κατέ­φευ­γαν στο «ταπει­νό και φτη­νό» τσι­που­ρά­κι. Όλο το σκη­νι­κό, γεμά­το σου­ρε­α­λι­σμό, έδει­χνε το μεγα­λείο της ψυχής και ο ανδρι­κός πλη­θυ­σμός που πάλευε για ένα μερο­κά­μα­το, προ­σπα­θού­σε να ισορ­ρο­πή­σει και να θυμη­θεί αφε­νός, αλλά και να μετα­φέ­ρει αφε­τέ­ρου κάτι από τις χαμέ­νες πατρίδες.

Η εγκα­τά­στα­ση των χιλιά­δων προ­σφύ­γων στα βόρεια της πόλης, στην περιο­χή που ονο­μά­σθη­κε Νέα Ιωνία, για τις ανα­μνή­σεις όλων, δημιούρ­γη­σε νέες συν­θή­κες και νέες συνή­θειες. Έτσι οι πρό­σφυ­γες, που οι περισ­σό­τε­ροι εργά­ζο­νταν τότε στο λιμά­νι, μετά την δου­λειά, έπνι­γαν την θλί­ψη τους με ένα ποτη­ρά­κι τσί­που­ρο. Δυνα­τό αλκο­ο­λού­χο ποτό, που προ­έρ­χε­ται από το πρώ­το από­σταγ­μα και γι’ αυτό πάντα οι σωστοί πότες το απο­λάμ­βα­ναν σε μικρά –πολύ μικρά ‑ποτη­ρά­κια.

Το τσι­που­ρά­κι προ­σφε­ρό­ταν στα καφε­νεία κυρί­ως της Νέας Ιωνί­ας, στο «Φαρ­δύ» και γύρω από την Ευαγ­γε­λί­στρια στα στε­νά και στα σοκά­κια, αλλά και σε μικρά μαγα­ζά­κια γύρω από το παλιό λιμά­νι. Πελά­τες ήταν κυρί­ως λιμε­νερ­γά­τες και καπνερ­γά­τες που ζητού­σαν φρέ­σκο ψαρά­κι από τα νερά του Παγασητικού.

Το τσι­που­ρά­κι σερ­βι­ρι­ζό­ταν πάντα και εξα­κο­λου­θεί και ως σήμε­ρα να προ­σφέ­ρε­ται σε μικρά μπου­κα­λά­κια-μινια­τού­ρες των 25ml και έτσι καθιε­ρώ­θη­κε το περί­φη­μο 25άρι. Τα ποτη­ρά­κια ήταν και είναι τόσο μικρά, που θύμι­ζαν τα σημε­ρι­νά «σφη­νά­κια». Και το πια­τά­κι του καφέ για τον μεζέ γέμι­ζε με ελιά, αγγου­ρά­κι, γαύ­ρο και αντζούγια.

Σε εκεί­νες τις δύσκο­λες επο­χές της φτώ­χειας και της αβε­βαιό­τη­τας, ο ένας κερ­νού­σε τον άλλον, και το ίδιο σκη­νι­κό εξα­κο­λου­θεί να ισχύ­ει και σήμε­ρα. Είναι αδια­νό­η­το στον Βόλο να συνα­ντη­θούν γνω­στοί και φίλοι σε τσι­που­ρά­δι­κο της πόλης και να μην αλλη­λο­κε­ρα­στούν οι παρόντες.

Ο κόσμος δια­σκέ­δα­ζε στην Νέα Ιωνία, στο λιμά­νι, στα από­με­ρα της περιο­χής και η φήμη για γλέ­ντια με «το τίπο­τα» και οι μονα­δι­κές γεύ­σεις, άρχι­σαν να εξα­πλώ­νο­νται σε όλη την πόλη. Ντό­πιοι και ξένοι ανη­φό­ρι­ζαν προς την Νέα Ιωνία για να δουν και να γευ­θούν από κοντά, τα θεϊ­κά, αλλά απλά στέ­κια της Νέας Ιωνίας.

Τα χρό­νια πέρα­σαν και ο Βόλος μεγά­λω­νε πολύ και ανα­πτυσ­σό­ταν ραγδαία. Οι ανά­γκες αυξά­νο­νταν μαζί και οι απαι­τή­σεις. Και δεν άργη­σε η μέρα που η πόλη απο­δέ­χθη­κε τα τσι­που­ρά­δι­κα και τότε, από την μετεμ­φυ­λια­κή κυρί­ως περί­ο­δο και μετά, πλού­σιοι και φτω­χοί απο­λάμ­βα­ναν την τερά­στια ποι­κι­λία των μεζέ­δων συνο­δεία του τσίπουρου.

O Bασί­λης Μπό­κος, ένας άνθρω­πος που δια­τη­ρεί ένα από τα πιο γνω­στά τσι­που­ρά­δι­κα στη Νέα Ιωνία ξεκί­νη­σε πριν από 30 και πλέ­ον χρό­νια στην παλιά παρά­γκα στην Ελλη­σπό­ντου και εξε­λί­χθη­κε στο μαγα­ζί τού σήμε­ρα, μιλώ­ντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ θυμά­ται τα γλέ­ντια που έγι­ναν και λέει ότι «ήμουν αμού­στα­κο παι­δί και οι εικό­νες παρα­μέ­νουν στο μυα­λό μου σε ποιους έχω σερ­βί­ρει τσι­που­ρά­κι. Έχουν περά­σει επι­κε­φα­λής κυβερ­νή­σε­ων και υπουρ­γοί, καλ­λι­τέ­χνες, πανί­σχυ­ροι οικο­νο­μι­κοί παρά­γο­ντες και άνθρω­ποι του πνεύ­μα­τος, Έλλη­νες και ξένοι επώ­νυ­μοι. Είμα­στε ξεχω­ρι­στοί και μονα­δι­κοί στην Ελλά­δα. Ο αντα­γω­νι­σμός μάς κάνει καλύ­τε­ρους και πάντα ψάχνου­με για τον καλύ­τε­ρο μεζέ.»

Στον παλιό «Καβού­ρα» πριν από μερι­κά χρό­νια, η Ορνέ­λα Μού­τι και ο Φράν­κο Τσα­μπέ­λα φώνα­ζαν «ώπα­αα» και χει­ρο­κρο­τού­σαν τα τεκται­νό­με­να στο παλιό μαγα­ζί. Ο Αρι­στο­τέ­λης Ωνά­σης, Σμυρ­νιός στην κατα­γω­γή, είχε βρει εκεί τον παρά­δει­σό του. Η Σοφία Λόρεν όταν δοκί­μα­σε τους κολι­τσιά­νους (τις περί­φη­μες ανε­μώ­νες της θάλασ­σας) θέλη­σε να δει με τα μάτια της στην κου­ζί­να πώς φτιά­χνο­νται και η βασί­λισ­σα Σοφία της Ισπα­νί­ας πολύ πρό­σφα­τα και μακριά από τα πρω­τό­κολ­λα, είπε ότι δεν έχει απο­λαύ­σει καλύ­τε­ρες γεύ­σεις, αλλά και ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος, όταν μεσου­ρα­νού­σε στον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο, την δεκα­ε­τία του ’60 είχε το «δικό» του μαγα­ζί δίπλα στην Ευαγγελίστρια.

Σήμε­ρα τα τσι­που­ρά­δι­κα του Βόλου είναι διά­ση­μα στα πέρα­τα της γης. Δια­φη­μί­ζο­νται για τις απί­θα­νες γεύ­σεις τους και τις αξε­πέ­ρα­στες νοστι­μιές της θάλασ­σας. Κρουα­ζιε­ρό­πλοια δένουν στο λιμά­νι και χιλιά­δες του­ρί­στες κατα­κλύ­ζουν τα τσι­που­ρά­δι­κα του Βόλου. Όλοι γελούν, όλοι δηλώ­νουν εντυ­πω­σια­σμέ­νοι, όλοι δηλώ­νουν ότι θα ξανάρ­θουν. Και οι πιο μυη­μέ­νοι ή «ψαγ­μέ­νοι» επι­σκέ­πτες ξέρουν πού θα πάνε…Από παρα­λία μέχρι τα στε­νά σοκά­κια αλλά με κατά­λη­ξη στη Νέα Ιωνία.

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο