Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Ρίτσος: «Μνήμη του μέλλοντος», η ποίησή του — «Έφυγε» σαν σήμερα 11 Νοεμβρίου

«Η ποί­η­ση είναι η μνή­μη του μέλ­λο­ντος». Η αξιω­μα­τι­κή αυτή ρήση του Γιάν­νη Ρίτσου ήταν και η συνει­δη­τή επι­λο­γή του για το ρόλο της ποί­η­σής του. Αν όχι για το σύνο­λο του πολύ­πλευ­ρου έργου του, οπωσ­δή­πο­τε με το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του. Αντι­κει­με­νι­κό γεγο­νός είναι — πέραν οποιων­δή­πο­τε υπο­κει­με­νι­κών προ­τι­μή­σε­ων, οποιου­δή­πο­τε ανα­γνώ­στη, μελε­τη­τή, κρι­τή του Ρίτσου , στο παρελ­θόν, στο παρόν και στο μέλ­λον — ότι ο Ρίτσος με ένα τερά­στιο μέρος του έργου του απο­μνη­μό­νευ­σε και μνη­μειο­ποί­η­σε το συλ­λο­γι­κό βίω­μα των ορα­μά­των, αγώ­νων και παθών του λαού μας στον 20ό αιώ­να. Και, μάλι­στα, μετέ­χο­ντας ο ίδιος «οργα­νι­κά» στο συλ­λο­γι­κό βίω­μα και εντάσ­σο­ντας σ’ αυτό και το ατο­μι­κό, το προ­σω­πι­κό του βίω­μα, επι­λέ­γο­ντας — παρά το μέγι­στο ποι­η­τι­κό του τάλα­ντο — όχι να ξεχω­ρί­σει, αλλά να σμί­ξει με τον κόσμο. Αυτό ήταν και θα παρα­μέ­νει το μεγα­λύ­τε­ρο από όλα τα μεγα­λεία του ανθρώ­που και ποι­η­τή Γιάν­νη Ρίτσου . Και θα παρα­μέ­νει υπε­ρά­νω οποιων­δή­πο­τε υπο­κει­με­νι­κών «ανα­γνώ­σε­ων» του έργου του.

***

Ο Γιάν­νης Ρίτσος γεν­νή­θη­κε στη Μονεμ­βα­σιά την πρω­το­μα­γιά του 1909. Εξέ­δω­σε την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή το 1934 με τον τίτλο «Τρα­κτέρ». Την ίδια χρο­νιά εντά­χθη­κε στο ΚΚΕ, ενώ συνερ­γά­στη­κε και με τον Ριζο­σπά­στη, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το ψευ­δώ­νυ­μο Γ. Σοστίρ, από ανα­γραμ­μα­τι­σμό του ονό­μα­τός του.

Τα γεγο­νό­τα του Μάη του 1936 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη συγκλο­νί­ζουν την εργα­τι­κή τάξη της χώρας μας και τον ίδιο: στις 11 Μάη στέλ­νει τρία από τα δεκα­τέσ­σε­ρα θρη­νη­τι­κά ποι­ή­μα­τά του στον Ριζο­σπά­στη και την επό­με­νη μέρα η εφη­με­ρί­δα τα δημο­σιεύ­ει, με γενι­κό τίτλο «Μοι­ρο­λόι». Ολό­κλη­ρο το έργο θα κυκλο­φο­ρή­σει λίγο αργό­τε­ρα, στις 8/6/1936, με τον τίτλο «Επι­τά­φιος». Την περί­ο­δο της Κατο­χής ο Γ. Ρίτσος πήρε ενερ­γό μέρος στην ΕΑΜι­κή Εθνι­κή Αντί­στα­ση, ενώ μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, το 1948–1952, εξο­ρί­στη­κε δια­δο­χι­κά στη Λήμνο, στη Μακρό­νη­σο και τον Αϊ Στρά­τη. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­σή του δρα­στη­ριο­ποιεί­ται μέσα από τις γραμ­μές της ΕΔΑ. Το 1956 τύπω­σε τη Σονά­τα του σελη­νό­φω­τος, για την οποία τιμή­θη­κε με το Α’ Κρα­τι­κό Βρα­βείο ποί­η­σης, το 1960 κυκλο­φό­ρη­σε η μελο­ποί­η­ση του Επι­τά­φιου από τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, ενώ το 1966 τυπώ­θη­κε αυτο­τε­λώς η Ρωμιο­σύ­νη (πρώ­τη έκδο­ση το 1954), η οποία επί­σης μελο­ποι­ή­θη­κε από τον Μ. Θεοδωράκη.

Την περί­ο­δο της Χού­ντας, συνε­λή­φθη και εξο­ρί­στη­κε και πάλι στη Γυά­ρο και μετά στη Λέρο. Υπό το βάρος της διε­θνούς κατα­κραυ­γής, αλλά και λόγω της σοβα­ρής του ασθέ­νειας, η Χού­ντα ανα­γκά­στη­κε να τον μετα­φέ­ρει από την εξο­ρία θέτο­ντάς τον σε κατ’ οίκον περιο­ρι­σμό μέχρι το 1970. Μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση έτυ­χε πλή­θους δια­κρί­σε­ων στην Ελλά­δα και το εξω­τε­ρι­κό: προ­τά­θη­κε για το βρα­βείο Νόμπελ το 1975, τιμή­θη­κε με το βρα­βείο «Λένιν» το 1977, κ.α.

Ο Γιάν­νης Ρίτσος έφυ­γε από τη ζωή στις 11 Νοεμ­βρί­ου 1990, αφή­νο­ντας πίσω του 50 ανέκ­δο­τες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές. Το κύριο σώμα του έργου του συγκρο­τούν πάνω από 100 ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, 9 πεζο­γρα­φή­μα­τα και 4 θεα­τρι­κά έργα. Οι μελέ­τες για ομο­τέ­χνους του, οι πολυά­ριθ­μες μετα­φρά­σεις και χρο­νο­γρα­φή­μα­τα, καθώς και άλλα δημο­σιεύ­μα­τα συμπλη­ρώ­νουν την εικό­να του χαλ­κέ­ντε­ρου δημιουργού.

Ο Γ. Ρίτσος παρέ­μει­νε στρα­τευ­μέ­νος στην υπό­θε­ση του σοσια­λι­σμού μέσα από τις γραμ­μές του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος έως την τελευ­ταία του πνοή.

Πηγές: 902.gr / Ριζο­σπά­στης / Σαν σήμερα

«Θα ήταν σα να εγκα­τα­λεί­πεις τον καλύ­τε­ρό σου εαυτό»

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ 1936 Μια μαρ­τυ­ρία του ποι­η­τή για το πώς τον εμπνεύ­στη­κε και τον έγραψε

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο