Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιατί ΚΚΕ… (οι σκέψεις μιας αυτοαπασχολούμενης)

Φιλο­ξε­νού­με­νη η Θεώ­νη Καπλα­νί­δου //

Για­τί ακό­μη κι αν κάπο­τε πίστε­ψα σε «μικρο­α­στι­κές» εξαγ­γε­λί­ες περί καλύ­τε­ρης δια­χεί­ρι­σης του συστή­μα­τος, περί καπι­τα­λι­σμού με πιο «ανθρώ­πι­νο πρό­σω­πο», περί κάποιας άμε­σης και απτής ‑πλην πρό­σκαι­ρης — λύσης επι­μέ­ρους κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των μου, η ίδια η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απέ­δει­ξε με τον πιο περί­τρα­νο τρό­πο ότι όλα τού­τα ήταν πλά­νες. Και αυτό για­τί όλα τα υπό­λοι­πα κόμ­μα­τα που μου τα υπο­σχέ­θη­καν όλα αυτά για να με δελε­ά­σουν να τα δια­τη­ρή­σω / φέρω στην εξου­σία, κατά βάση υπη­ρε­τούν — εμφα­νί­ζο­ντάς το ως μονό­δρο­μο — ένα και μονα­δι­κό πολι­τι­κό και οικο­νο­μι­κό σύστη­μα (καπι­τα­λι­σμό) που ολοσ­διό­λου έχει στό­χο τα δικά μου συμ­φέ­ρο­ντα και ούτε πρό­κει­ται να τα έχει ποτέ. Μάλ­λον τα βάζει στο στό­χα­στρο. Και κανείς άλλος δεν υπο­σχέ­θη­κε ότι θα με βγά­λει από αυτό. Διό­τι, η μόνη λογι­κή λύση είναι ο δρό­μος που βγά­ζει έξω από αυτό το σύστη­μα. Εκεί όπου δεν θα με φτά­νουν ούτε οι Βρυ­ξέλ­λες, ούτε οι Θεσμοί ούτε οι υπε­ρε­θνι­κοί οικο­νο­μι­κοί οργα­νι­σμοί, οι Ενώ­σεις και τα παγκό­σμια λόμπι εξου­σί­ας ώστε να ορί­ζουν πώς και πόσο θα ζήσω.

Για­τί το ΚΚΕ δε μου έτα­ξε ποτέ λαγούς με πετρα­χή­λια ούτε “μαγι­κές λύσεις”, δε με έμπλε­ξε σε αυτα­πά­τες, δε μίλη­σε ποτέ σε παρα­πλα­νη­τι­κή γλώσ­σα. Αντί­θε­τα, μιλά με ξεκά­θα­ρες θέσεις πάνω σε μια ρεα­λι­στι­κή ανά­λυ­ση και περι­γρα­φή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, μου παρέ­χει σαφή και λογι­κή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία, όχι λαϊ­κι­σμούς και σοφι­στεί­ες, και μου δεί­χνει ανοι­χτά το πρό­σω­πό του. Επο­μέ­νως γνω­ρί­ζω πολύ καλά πού πηγαί­νω μαζί του και γιατί.

Για­τί — κυρί­ως – είμαι ΕΡΓΑΤΗΣ. Και για να εξη­γού­μα­στε, εργά­της δεν είναι μόνο ο χει­ρώ­να­κτας της φάμπρι­κας, αλλά όποιος δεν έχει να που­λή­σει τίπο­τε άλλο πέρα από την εργα­τι­κή του δύνα­μη για να ζήσει (ο αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νος, ο αγρό­της, ο υπάλ­λη­λος, ο μικρο­με­σαί­ος ελεύ­θε­ρος επαγ­γελ­μα­τί­ας κλπ). Και για­τί το κόστος αυτής της εργα­τι­κής μου δύνα­μης – και κατ’ επέ­κτα­ση το επί­πε­δο δια­βί­ω­σής μου – ετε­ρο­κα­θο­ρί­ζε­ται, απο­φα­σί­ζε­ται και νομο­θε­τεί­ται από άλλους, πάντως όχι από εμέ­να και ούτε προς όφε­λός μου.

Για­τί παρό­λο που είμαι Εργά­της, ο πλού­τος που παρά­γω (και είναι αμύ­θη­τος ο πλού­τος που παρά­γε­ται από τους εργά­τες στον πλα­νή­τη) δεν μου ανή­κει. Δεν επι­στρέ­φει στην τσέ­πη μου ή γενι­κό­τε­ρα επ’ ωφε­λεία του συνό­λου, αλλά συγκε­ντρώ­νε­ται στα χέρια λίγων: αυτών που κατέ­χουν, λόγω εξου­σί­ας αυθαί­ρε­τα, τα μέσα από τα οποία παρά­γε­ται ο πλού­τος. Αυτά τα μέσα θέλω να τα κατέ­χω και να τα ορί­ζω εγώ – ο λαός — για όσα παρά­γω με τα δικά μου χέρια, το μυα­λό, τις ικα­νό­τη­τές μου.

Για­τί ως Εργά­της, θέλω να μεγα­λώ­σει η φωνή μου. Να δια­δο­θεί και να δυνα­μώ­σει αυτή η φωνή που απαι­τεί τα δικαιώ­μα­τά μου, μέσα στα εργα­τι­κά σωμα­τεία και τους συλ­λό­γους, μέσα στην ίδια την κοι­νω­νία. Να δυνα­μώ­σει και να πλη­θύ­νει το εργα­τι­κό κίνη­μα ώστε να μπο­ρεί να δίνει ανέν­δο­το τον αγώ­να όχι με υπο­χω­ρή­σεις, παρα­χω­ρή­σεις και συμ­βι­βα­σμούς στη λογι­κή του μικρό­τε­ρου κακού. Για­τί εγώ χρειά­ζο­μαι έναν αγώ­να ανα­τρε­πτι­κό, τέτοια είναι η μάχη υπέρ των δικών μου συμ­φε­ρό­ντων. Για­τί οποια­δή­πο­τε κατά­κτη­ση υπέρ μου, όσο μικρή κι αν φαντά­ζει, είναι μια νίκη. Ένα μικρό βήμα μπρο­στά. Μπρο­στά, όχι πίσω. Και το ένα βήμα φέρ­νει και το επό­με­νο και το επόμενο…

Για­τί ως Εργά­της – πολί­της αυτού του κόσμου, η φυσι­κή μου θέση είναι να τάσ­σο­μαι στο πλευ­ρό όσων βρί­σκο­νται στην ίδια κατά­στα­ση με εμέ­να. Σε όσους υφί­στα­νται κάθε είδους εκμε­τάλ­λευ­ση, εξα­θλί­ω­ση, κατα­πί­ε­ση, ανέ­χεια, φτώ­χεια, πόλε­μο, ξερι­ζω­μό, θάνα­το. Στα πρό­σω­πά τους και στη μοί­ρα της ζωής τους βλέ­πω τη δική μου μοί­ρα και τη μοί­ρα των παι­διών μου, των παι­διών όλου του κόσμου που θα έρθουν. Για­τί όπως κι αυτοί, έτσι κι εγώ, έχου­με τις ίδιες προσ­δο­κί­ες για τη ζωή, για έναν κόσμο όπου αυτή η ζωή δεν θα είναι κατά­ντια αλλά χαρά, δημιουρ­γία, εξέ­λι­ξη, αυτο­πραγ­μά­τω­ση. Και αυτό, επει­δή μας το στε­ρούν, πρέ­πει να το δημιουργήσουμε.

Για­τί από αυτούς που κάνουν (ή έκα­ναν στο παρελ­θόν) τον ίδιο ετού­το αγώ­να, παίρ­νω κι εγώ δύνα­μη να κατα­πο­λε­μή­σω πρώ­τα απ’ όλα τους ανθρώ­πι­νους φόβους και τους δισταγ­μούς μου, τις ανα­στο­λές και τα πισω­γυ­ρί­σμα­τά μου. Για­τί μαζί τους νιώ­θω πως δεν είμαι μόνη και ανυ­πε­ρά­σπι­στη, αλλά αντί­θε­τα ανή­κω σε ένα ομοιο­γε­νές σύνο­λο και έτσι αντι­λαμ­βά­νο­μαι καλύ­τε­ρα και τη θέση μου και το μέγε­θος της δύνα­μής μου. Και έχω τερά­στια, μπρο­στά στη δύνα­μη των λίγων που μ’ εξου­σιά­ζουν και καθο­ρί­ζουν την τύχη μου. Για­τί είναι παρά­λο­γο, ενώ έχω τέτοια δύνα­μη και παρά­γω όλο τον πλού­το να είμαι συνέ­χεια από κάτω. Είναι αφύ­σι­κο να μην έχω εγώ – ο λαός — την εξου­σία να ορί­ζω τη ζωή μου. Τι πιο θεμι­τό και δημο­κρα­τι­κό­τε­ρο από αυτό;

Για­τί αυτού του είδους η συμπα­ρά­τα­ξη, δεν είναι ιδε­ο­λο­γία. Δεν αφο­ρά πίστη σε κάποια θεω­ρία, σε ένα σύνο­λο ιδε­ών άυλο ή αφη­ρη­μέ­νο, δεν είναι τέχνη του φιλο­σο­φείν. Αντί­θε­τα είναι στά­ση και νόη­μα ζωής που πραγ­μα­τώ­νε­ται απτά, μέσα από την δρα­στη­ριό­τη­τα σε πραγ­μα­τι­κές, αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες, με χει­ρο­πια­στές ενέρ­γειες απέ­να­ντι σε χει­ρο­πια­στά εμπό­δια και με πραγ­μα­τι­κούς στό­χους. Για­τί δεν επα­φί­ε­μαι σε κάτι ιδε­α­τό που μου υπό­σχο­νται, αλλά έχω εμπι­στο­σύ­νη μόνο σε αυτό που θα δημιουρ­γή­σω με τον δικό μου αγώ­να και τη δική μου προσπάθεια.

Τέλος, για­τί έχω αντι­λη­φθεί επα­κρι­βώς ποια είναι η ταξι­κή θέση μου στην κοι­νω­νία και ποιον έχω απέ­να­ντι. Για­τί η ίδια η ζωή απο­δει­κνύ­ει πως ο καμ­βάς πάνω στον οποίο δρού­με είναι ακρι­βώς ο δια­χω­ρι­σμός των τάξε­ων και τα συνα­κό­λου­θα αντί­θε­τα συμ­φέ­ρο­ντα που αντα­γω­νί­ζο­νται για το ποιο θα κυριαρ­χή­σει. Για­τί πολύ απλά γνω­ρί­ζω σε ποια μεριά της δια­χω­ρι­στι­κής γραμ­μής βρί­σκο­μαι και πού είναι το δικό μου στρα­τό­πε­δο. Χωρίς καμία αυτα­πά­τη, χωρίς ελπί­δες και φού­μα­ρα, μόνο με την εμπι­στο­σύ­νη στις δυνά­μεις μου και σε όσους έχουν τη θέση τους δίπλα μου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο