Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΙΑΤΙ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ; (A’ ΜΕΡΟΣ)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Μερικοί προβληματισμοί σχετικά με την αυξανόμενη ενασχόληση της τελευταίας δεκαετίας με τον Ντοστογιέφσκι

 

Τα τελευ­ταία δέκα χρό­νια παρα­τη­ρή­θη­κε στη θεα­τρι­κή ζωή, στην τηλε­ό­ρα­ση και στον κόσμο των εκδό­σε­ων μια αυξη­μέ­νη προ­βο­λή του Ρώσου συγ­γρα­φέα Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι (1821–1881). Περισ­σό­τε­ρο Ντο­στο­γιέφ­σκι παρά τους άλλους Ρώσους συγ­γρα­φείς του 19ου αιώ­να. Η αύξη­ση παρα­τη­ρή­θη­κε ιδιαί­τε­ρα το 2008, χρο­νιά που είχε ξεσπά­σει η οικο­νο­μι­κή κρί­ση, με έργα αιχ­μής το «Ο ηλί­θιος», «Έγκλη­μα και τιμω­ρία», «Οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι» και «Οι αδερ­φοί Καρα­μά­ζοφ». Στη σαι­ζόν 2008/2009, χρο­νιά που ξεκί­νη­σε η οικο­νο­μι­κή κρί­ση, έργα του Ρώσου γίγα­ντα ανέ­βη­καν σε του­λά­χι­στον πέντε θέατρα.

Τι εκφρά­ζει αυτή η επι­λο­γή; Μια αυξα­νό­με­νη τάση μυστι­κι­στι­κής εσω­στρέ­φειας και ανορ­θο­λο­γι­σμού σε όλο και πιο δύσκο­λες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες που φέρ­νουν τον κόσμο σε μια αμη­χα­νία, δεν μπο­ρεί να κατα­λά­βει από πού του έρχε­ται το κακό και έλκε­ται από ανορ­θο­λο­γι­σμούς; Οι κακές κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες, η παρακ­μή, δημιουρ­γού­νται –υπο­τί­θε­ται- κυρί­ως από τους «κακούς Ευρω­παί­ους» και –για να απαλ­λά­ξου­με λιγά­κι «τους Ευρω­παί­ους», μια και ανή­κου­με στην «Ευρώ­πη»- κυρί­ως από το αρπα­χτι­κό ΔΝΤ,  σύμ­φω­να με την ευρύ­τε­ρη δια­δε­δο­μέ­νη, καλ­λιερ­γη­μέ­νη από «τα πάνω» — για λόγους απαλ­λα­γής από ιδία ευθύ­νη- άποψη.

Τελι­κά δεν «ανή­κου­με εις την Δύση»; Αντι­θέ­τως, το ντό­πιο κατε­στη­μέ­νο αγω­νιω­δώς καλ­λιερ­γεί το «ανή­κου­με στην Ευρώ­πη». Πρό­κει­ται για ένα κακέ­κτυ­πο της ενό­τη­τας των αντι­θέ­των. Η ρωγ­μή έχει πάντως μεγα­λώ­σει τα τελευ­ταία χρό­νια και από διά­φο­ρα μίντια, πολι­τι­κούς (σε διά­φο­ρες δια­βαθ­μί­σεις) και γλωσσολόγους/φιλολόγους και άλλων ειδι­κο­τή­των  επι­στή­μο­νες καλ­λιερ­γεί­ται ένα πνεύ­μα ντό­πιας «ανω­τε­ρό­τη­τας» – λόγω αρχαί­ου πολι­τι­σμού, αλλά και σε ορι­σμέ­νες περι­πτώ­σεις υπο­τι­θέ­με­νης φυλε­τι­κής ανω­τε­ρό­τη­τας – απέ­να­ντι στους «Ευρω­παί­ους» (λες και η Ελλά­δα δεν βρί­σκε­ται στην ευρω­παϊ­κή ήπει­ρο). Οι Έλλη­νες που «δια­πρέ­πουν» στο εξω­τε­ρι­κό δίνουν και παίρ­νουν από τις οθό­νες, αλλά και τα έντυ­πα και άλλα μέσα.  Χωρίς να θέλου­με να πού­με ότι η συντηρητική/εθνικιστική στρο­φή στο ψυχολογικό/κοινωνικό/συνειδησιακό επί­πε­δο αγκα­λιά­ζει όλο το λαό (ευτυ­χώς υπάρ­χουν αντι­στά­σεις), ωστό­σο έχει αφή­σει τα σημά­δια του στην κοι­νω­νι­κή ψυχοσύνθεση.

Η φυγή προς τα δυτι­κά μέρη από νέους σπου­δαγ­μέ­νους ανθρώ­πους αυτή τη φορά, αλλά πάλι από την ανά­γκη όποιας επαγ­γελ­μα­τι­κής ενδε­χο­μέ­νως επι­στη­μο­νι­κής τακτο­ποί­η­σης, παίρ­νει, ωστό­σο, ξανά μαζι­κές δια­στά­σεις θρέ­φο­ντας τον ως άνω φυλε­τι­κό μύθο και το διχα­σμέ­νο και διχα­στι­κό πολι­τι­κό, αλλά και ψυχο­κοι­νω­νι­κό παι­χνί­δι του ελλη­νι­κού κατε­στη­μέ­νου παί­ζε­ται ανά­με­σα στον αστι­κό «μοντέρ­νο» κοσμο­πο­λι­τι­σμό και τον παλαιό και γνώ­ρι­μο σοβι­νι­στι­κό εθνι­κι­σμό. «Το φευ­γιό δεν είναι προ­δο­σία» έγρα­φε η εφη­με­ρί­δα «Αυγή» εδώ και λίγους μήνες, απα­ντώ­ντας σε δηλώ­σεις  του ηθο­ποιού Κώστα Καζά­κου σχε­τι­κά με τους «φευ­γά­τους» νέους, ότι πρέ­πει να μένουν και να αγω­νί­ζο­νται στον τόπο τους, χρε­ώ­νο­ντας το στίγ­μα της προ­δο­σί­ας σε αυτούς που οδη­γούν τη χώρα σε αυτή την κατά­στα­ση. Αν και δεν είναι άμε­ση η σχέ­ση των όσων θα ακο­λου­θή­σουν στο παρόν άρθρο με το φαι­νό­με­νο αυτό, ωστό­σο είναι αρκε­τά συν­δε­δε­μέ­νο, για­τί αφο­ρά για άλλη μια φορά την εκ των πραγ­μά­των ικα­νό­τη­τα της «Δύσης» να «τρα­βά­ει» από τον υπό­λοι­πο κόσμο. Ας τα πού­με, όμως, τα πράγ­μα­τα με τ’ όνο­μά τους. Πρό­κει­ται για καπι­τα­λι­σμό, μια λέξη που απο­φεύ­γουν οι υπεύ­θυ­νοι σαν το διά­βο­λο το λιβά­νι. Δια­κιν­δυ­νεύ­ου­με λοι­πόν μια δια­δρο­μή στη ντο­στο­γιεφ­σκι­κή σκέ­ψη και ψυχο­σύν­θε­ση ανα­ζη­τώ­ντας τα σημεία επα­φής που κάνει την προ­βο­λή αυτού του συγ­γρα­φέα τόσο συχνή. Μην ξεχνά­με, και η Ρωσία βασα­νι­ζό­ταν πάντα με έναν παρό­μοιο –τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών-  διχα­σμό και ο τσά­ρος Πέτρος στρε­φό­ταν προς τη Δύση, για­τί εκεί υπήρ­χε στην επο­χή του η νέα ανά­πτυ­ξη, ο απο­χαι­ρε­τι­σμός από το Μεσαί­ω­να που τότε ήταν μεγά­λη και ανα­γκαία πρό­ο­δος. Αυτό λεγό­ταν «άνοιγ­μα προς τη Δύση» που, όπως θα δού­με παρα­κά­τω, παί­ζει σημα­ντι­κό ρόλο στη βασα­νι­σμέ­νη ψυχή του Ντο­στο­γιέφ­σκι ψάχνο­ντας μέσα από την τέχνη του να παλέ­ψει με τον εσω­τε­ρι­κό του διχα­σμό ανα­ζη­τώ­ντας μια σύν­θε­ση, την οποία, όμως, ο ίδιος δεν κατά­φε­ρε να δημιουργήσει.

 

Η «άθεη», «σοσια­λι­στι­κή» Δύση

Το ντο­στο­γιεφ­σκι­κό δίλημ­μα «Ρωσία ή Δύση;» ή ακό­μα και «Ορθο­δο­ξία ή αθεϊσμός/σοσιαλισμός;» δεν ήταν μόνο πονο­κέ­φα­λος του Ντο­στο­γιέφ­σκι, αλλά και άλλων Ρώσων συγγραφέων/διανοουμένων του 19ου αιώ­να και των αρχών του 20ου. Το εξε­γερ­σια­κό κλί­μα στην  τσα­ρι­κή Ρωσία του 19ου αιώ­να, η επί­δρα­ση των ιδε­ών της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης (και προς το τέλος του αιώ­να των μαρ­ξι­στι­κών ιδε­ών) γενι­κά των σοσια­λι­στι­κών ιδε­ών της Ευρώ­πης σε μια Ρωσία που στέ­να­ζε κάτω από την κατα­πί­ε­ση του τσα­ρι­σμού, εισή­γα­γε στο στο­χα­σμό, στον προ­βλη­μα­τι­σμό όχι σπά­νια το διχα­στι­κό δίλημ­μα «Ανα­το­λή ή Δύση;». Μια χώρα στην οποία η ορθό­δο­ξη χρι­στια­νι­κή θρη­σκεία είχε στη μέγ­γε­νη της όλο τον κοι­νω­νι­κό ιστό, έμπαι­νε σε μια περί­ο­δο σφο­δρής  αντι­πα­ρά­θε­σης με τις ιδέ­ες του ευρω­παϊ­κού Δια­φω­τι­σμού, έστω εξ απο­στά­σε­ως. Ο «αντι­δυ­τι­κι­σμός» αυτός θα έπαιρ­νε μερι­κά χρό­νια μετά ένα άλλο, πιο καθα­ρά πολι­τι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό περιε­χό­με­νο: αυτό ενά­ντια στις ιμπε­ρια­λι­στι­κές δυνά­μεις της Δύσης με το μεγά­λο άλμα μπρο­στά του 1917.

Οι δύο πλευ­ρές του Ντοστογιέφσκι

Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι έχει αγα­πη­θεί και από κομ­μου­νι­στές. Ανά­με­σα σε αυτούς υπάρ­χουν και ηχη­ρή ονό­μα­τα, όπως ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης, Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη, Έλλη Αλε­ξί­ου και άλλοι, παρ’ όλο που δεν εκφρά­ζει την ιδε­ο­λο­γία τους. Όσοι ξέρουν να εκτι­μούν αξί­ες, το κάνουν χωρίς να είναι απα­ραί­τη­το να συμ­φω­νούν. Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι έχει δώσει πολ­λή αφορ­μή για έντο­νες συζη­τή­σεις ανά­με­σα σε δια­νο­ού­με­νους, συγ­γρα­φείς, στο­χα­στές, κρι­τι­κούς και οι αντι­λή­ψεις που εκφρά­στη­καν, δεν θα μπο­ρού­σαν παρά να έχουν πολ­λές πτυ­χές. Η όποια μονο­διά­στα­τη προ­σέγ­γι­ση θα αδι­κού­σε τον «γίγα­ντα». Η Έλλη Αλε­ξί­ου, στο βιβλίο «Ξένοι Λογο­τέ­χνες» (εκδό­σεις «Καστα­νιώ­της», 1984) έχει περι­λά­βει και ένα δοκί­μιο για τον Ντο­στο­γιέφ­σκι στο οποίο ήδη από τις πρώ­τες γραμ­μές κατα­το­πί­ζει με σαφή­νεια τον ανα­γνώ­στη χωρί­ζο­ντας το έργο του σε δύο επο­χές «…δύο εντε­λώς ανό­μοια μετα­ξύ τους κεφά­λαια, με ενδιά­με­σο, στε­γα­νό, θα λέγα­με, διά­φραγ­μα, μια δεκα­ε­τία κάθειρ­ξής του και εξο­ρί­ας.» 28χρονος συλ­λαμ­βά­νε­ται ο Ντο­στο­γιέφ­σκι το 1849, κατα­δι­κά­ζε­ται σε θάνα­το, αλλά η ποι­νή του μετα­τρέ­πε­ται σε ισό­βια κατα­να­γκα­στι­κά έργα στη Σιβη­ρία για να στα­λεί μετά σε εξο­ρία. Το 1859 επι­στρέ­φει στην Πετρού­πο­λη με ριζι­κά πια αλλαγ­μέ­νη ψυχο­σύν­θε­ση μετά από τις τόσο σκλη­ρές δοκι­μα­σί­ες. Γρά­φει η Αλε­ξί­ου: «Φεύ­γει δημο­κρα­τι­κός, οργα­νω­μέ­νος στο τοτι­νό κίνη­μα της νεο­λαί­ας, που απέ­βλε­πε στη χει­ρα­φέ­τη­ση του αγρό­τη και την απο­δέ­σμευ­ση της συνεί­δη­σης από τα σκοτάδια…[…]Και επι­στρέ­φει φανα­τι­κός σλα­βό­φι­λος, πατριώ­της με την πιο στε­νή σημα­σία της λέξης. Ανοί­γει Σχο­λή Σλα­βό­φι­λων για να κηρύ­ξει την απο­μά­κρυν­ση από τον ευρω­παϊ­κό πολι­τι­σμό και την ανα­μόρ­φω­ση του ρωσι­κού λαού και όλου του κόσμου με την προ­σή­λω­ση στη χρι­στια­νι­κή ορθο­δο­ξία και στη ρωσι­κή παρά­δο­ση. Ιδιαί­τε­ρα καυ­τη­ριά­ζει και μισεί τις μέθο­δες προ­ση­λυ­τι­σμού και εξά­πλω­σης του καθο­λι­κι­σμού και τα θρη­σκευ­τι­κά φανα­τι­σμέ­να κινή­μα­τα που ξεσή­κω­σε με τους ανη­λε­είς διωγ­μούς και τις χιλιά­δες τα θύμα­τα. Κι ακό­μα αντι­στρα­τεύ­ε­ται τα οργα­νω­μέ­να γενι­κά ρεύ­μα­τα ιδε­ών, όπως ήταν στην επο­χή του οι αρτι­σύ­στα­τες σοσια­λι­στι­κές οργα­νώ­σεις, που εκή­ρυτ­ταν τις νέες ιδέ­ες της ισό­τη­τας και της δικαιο­σύ­νης, μα που ο Ντ. τις έβλε­πε δεσμευ­τι­κές των ατό­μων, καθώς ξεκι­νού­σαν από ιδε­ο­λο­γι­κά συγκρο­τη­μέ­νες ομά­δες» (σελ. 46/47).

Η δυτι­κή έλξη

Ωστό­σο, η σχέ­ση του Ντο­στο­γιέφ­σκι με το δυτι­κό πολι­τι­σμό δεν ήταν πάντα αρνη­τι­κή. Στα πρώ­τα νεα­νι­κά του χρό­νια ήταν ενθου­σια­σμέ­νος με πολ­λούς σημα­ντι­κούς συγ­γρα­φείς της Δύσης: ο Σίλερ ήταν μεγά­λο του παρά­δειγ­μα και ονει­ρευό­ταν να γρά­ψει τρα­γω­δί­ες σαν του Σίλερ, διά­βα­ζε Κορ­νή­λιο και Ρακί­να, Στα­ντάλ και Φλω­μπέρ, θαύ­μα­ζε τον Ουάλ­τερ Σκοτ, τον συγκι­νού­σαν οι Λαμαρ­τί­νος, Βύρω­νας και Βικτώρ Ουγκό, μετά­φρα­σε στα ρώσι­κα το «Ευγε­νία Γκρα­ντέ» του Μπαλ­ζάκ, αλλά και τη Γεωρ­γία Σάν­δη θαύ­μα­ζε περι­μέ­νο­ντας ανυ­πό­μο­να να πάρει τα νέα της βιβλία.  Ο  Ντο­στο­γιέφ­σκι τη βρί­σκει «σχε­δόν μονα­δι­κή λόγω του σθέ­νους του πνεύ­μα­τός της και του ταλέ­ντου της». Την απο­κά­λε­σε και «μητέ­ρα του ρώσι­κου μυθι­στο­ρή­μα­τος». Σύμ­φω­να με ερευ­νη­τές η επί­δρα­ση της Σάν­δης πάνω σε συγ­γρα­φείς της Ρωσί­ας του 19ου αιώ­να, όπως τους Γκό­γκολ, Ντο­στο­γιέφ­σκι, Τολ­στόι και Τουρ­γκέ­νιεφ ήταν μεγά­λη και μάλι­στα λέγε­ται ότι δεν είναι άμοι­ρο ευθύ­νης ένα κομ­μά­τι σλά­βι­κης ψυχής που διά­θε­τε η Σάν­δη από Πολω­νούς προ­γό­νους. Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι περισ­σό­τε­ρο από τους άλλους είχε συνει­δη­το­ποι­ή­σει αυτή τη συγ­γέ­νεια. Λίγο πριν από το θάνα­τό του έγρα­ψε ένα άρθρο για τη Γεωρ­γία Σάν­δη από το οποίο ακο­λου­θεί ένα μικρό από­σπα­σμα: «Η εμφά­νι­ση της George Sand στη λογο­τε­χνία συμπί­πτει με τα πρώ­τα χρό­νια των νιά­των μου. Πρέ­πει να σημειώ­σου­με ότι σ’ εκεί­νη τη μακρι­νή επο­χή τα μυθι­στο­ρή­μα­τα ήταν σχε­δόν τα μόνα έργα που επι­τρέ­πο­νταν στη Ρωσία, ενώ όλα τα άλλα, όπως και σχε­δόν κάθε σκέ­ψη, ιδιαί­τε­ρα η από τη Γαλ­λία προ­ερ­χό­με­νη, ήταν αυστη­ρά απα­γο­ρευ­μέ­νη. Ό, τι λοι­πόν διείσ­δυε στη Ρωσία υπό τη μορ­φή μυθι­στο­ρή­μα­τος όχι μόνο υπη­ρέ­τη­σε με τον ίδιο τρό­πο την υπό­θε­ση, αλλά ίσως με τον πιο επι­κίν­δυ­νο τρό­πο του­λά­χι­στον από άπο­ψη επο­χής, διό­τι είναι πολύ πιθα­νόν οι άνθρω­ποι που επι­θυ­μού­σαν να δια­βά­σουν Louis Reybaud (1799–1879, πολι­τι­κός, οικο­νο­μο­λό­γος, δημο­σιο­γρά­φος, Α.Ι.) να μην ήταν πολ­λοί, ενώ οι ανα­γνώ­στες της George Sand ήταν χιλιά­δες. Οι ίδιοι οι ανα­γνώ­στες ήξε­ραν να βρουν μυθι­στο­ρή­μα­τα παρ’ όλο που προ­σπα­θού­σαν να μας φυλά­ξουν με τέτοια επι­μέ­λεια. Η μεγά­λη μάζα των ανα­γνω­στών, του­λά­χι­στον σε μας προς τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 40, ήξε­ρε ότι η George Sand ήταν μία από τους πιο φωτει­νούς, τους πιο αλύ­γι­στους, τους πιο τέλειους πρω­τα­θλη­τές εκεί­νης της κατη­γο­ρί­ας των δυτι­κών συγ­γρα­φέ­ων οι οποί­οι με την εμφά­νι­σή τους είχαν αρχί­σει να αρνιού­νται όλες τις «πραγ­μα­τι­κές κατα­κτή­σεις» που είχε τελι­κά φέρει η αιμα­τη­ρή γαλ­λι­κή επα­νά­στα­ση ή, για να τα πού­με πιο ακρι­βο­λο­γη­μέ­να, η ευρω­παϊ­κή επα­νά­στα­ση του τέλους του 18ου αιώ­να. Ένας και­νούρ­γιος λόγος είχε  ξαφ­νι­κά ακου­στεί, και­νούρ­γιες ελπί­δες είχαν ανα­δυ­θεί, κάποιες ανα­κοί­νω­ναν με υψω­μέ­νη φωνή ότι η πρό­ο­δος είχε στα­μα­τή­σει, άχρη­στη και στεί­ρα, ότι τίπο­τα δεν είχε απο­κτη­θεί με την πολι­τι­κή αλλα­γή των νικη­τών, ότι έπρε­πε να συνε­χι­στεί, ότι η ανα­γέν­νη­ση της ανθρω­πό­τη­τας όφει­λε να είναι ριζι­κή, πλή­ρης. Εκεί­νη βρί­σκε­ται επι­κε­φα­λής αυτής της εξέ­λι­ξης» ( «Ατέ­χνως»,  για τη Γεωρ­γία Σάν­δη από την Άννε­κε Ιωαν­νά­του, σε τρία μέρη).

Προ­σπα­θώ­ντας να κάνει τη σύνθεση

Τα παρα­πά­νω λόγια έγρα­ψε ο Ντο­στο­γιεφ­σκι προς το τέλος της ζωής του –μπή­κα­με δηλα­δή στην τελευ­ταία εικο­σα­ε­τία του 19ου αιώ­να — δεί­χνο­ντας ότι ποτέ δεν πρέ­πει να κρί­νου­με με απο­λυ­τό­τη­τα έναν δημιουρ­γό. Μην ξεχνά­με, ωστό­σο, ότι η Γεωρ­γία Σάν­δη κατά­κρι­νε τα αιμα­τη­ρά γεγο­νό­τα στη χώρα της, δεν ήταν στο πλευ­ρό της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας (από τους Γάλ­λους δια­νο­ού­με­νους μόνο ο Βικτώρ Ουγκό ήταν) και οι κοι­νω­νι­κές της ιδέ­ες ήταν αρκε­τά ουτο­πι­κές. Το ανοι­χτό προς τη Δύση πνεύ­μα του Ντο­στο­γιέφ­σκι είχε αλλά­ξει ουσια­στι­κά στα τέσ­σε­ρα χρό­νια που πέρα­σε στα κάτερ­γα, όπως γρά­φει η Έλλη Αλε­ξί­ου χωρί­ζο­ντας, όπως είδα­με παρα­πά­νω, τη δημιουρ­γία του σε δύο επο­χές. Και ένας άλλος μεγά­λος της ελλη­νι­κής γραμ­μα­τεί­ας, ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης, θα γρά­ψει στο δοκί­μιό του για τον Ντο­στο­γιέφ­σκι (Μάρ­κος Αυγέ­ρης, Ξένοι Λογο­τέ­χνες, εκδό­σεις «Ίκα­ρος», 1972): «Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι μέσα στα τέσ­σε­ρα χρό­νια της ζωής του στο κάτερ­γο δια­πο­τί­στη­κε βαθιά από το μυστι­κό­πα­θο ανθρω­πι­σμό του Ευαγ­γε­λί­ου, που ήταν το μόνο του ανά­γνω­σμα, κ’ οι μετα­φυ­σι­κές έννοιες γιγα­ντώ­θη­καν μέσα στη σκέ­ψη του» (σελ. 76). Πριν απ’ αυτό είχε επη­ρε­α­στεί στα πρώ­τα έργα του από τον Ρώσο φιλό­σο­φο-κρι­τι­κό Β.Γ.Μπελίνσκι ο οποί­ος οδη­γού­σε το ρωσι­κό ρεα­λι­σμό προς το λαό. Ο Μπε­λίν­σκι θεω­ρού­σε χρέ­ος της λογο­τε­χνί­ας να φέρει στο προ­σκή­νιο τη ζωή του δυστυ­χι­σμέ­νου λαού. Από τότε το μεγά­λο παρά­δειγ­μα του Ντο­στο­γιέφ­σκι έγι­νε ο Γκό­γκολ, ενώ πριν αγα­πού­σε με πάθος τον Πού­σκιν. Ο Μπε­λίν­σκι βλέ­πο­ντας τη στρο­φή αυτή του Ντο­στο­γιέφ­σκι, θα γρά­ψει στα μέσα του 19ου αιώ­να: «Τιμή και δόξα στο νεα­ρό συγ­γρα­φέα, που η μού­σα του αγα­πά τους ανθρώ­πους που ζουν στις σοφί­τες και στα υπόγεια…».

Στο επό­με­νο μέρος θα στα­θού­με περισ­σό­τε­ρο στις από­ψεις του Μάρ­κου Αυγέ­ρη για τον Ντο­στο­γιέφ­σκι, αλλά θα στρα­φού­με επί­σης σε μια πολύ ενδια­φέ­ρου­σα κρι­τι­κή ανά­λυ­ση του έργου «Οι Δαι­μο­νι­σμέ­νοι»  του Φ.Ι. Γέβ­νιν από τη Ρώσι­κη Ακα­δη­μία Επι­στη­μών που χρο­νο­λο­γεί­ται στο 1959.

Συνε­χί­ζε­ται

______________________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο