Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Γκούβελος: Στους τιμημένους νεκρούς του ΔΣΕ Τζουμέρκων

Σαρά­ντα-εφτά Απριλομάηδες
έδρε­ψαν τους ανθούς απ’ του αιώ­να τ’ ανηφόρι.
Τριά­ντα αστέ­ρια σ’ ανέ­φε­λο ουρανό,
τιμή της προ­δο­σί­ας του Ιούδα
και μια αγιο­γρα­φία του στο νάρθηκα,
τάμα εξι­λέ­ω­σης, στο Μελα­τών το μοναστήρι.

Λιπό­σαρ­κοι άγιοι σφά­λι­σαν ερμη­τι­κά τα μάτια τους,
μες στο κερί και το λιβάνι,
να βγουν στο φως του καντηλιού,
οι λόγ­χες του Λογ­γί­νου και ο σου­γιάς της σπείρας.
Οι καρ­βου­νιά­ρη­δες πύρω­σαν τα καμί­νια τους
στο βωμό της λευ­τε­ριάς του αγέρα.
Θυμί­α­μα οι φτε­ρού­γες των αετών,
να μην τις αγα­πή­σουν ηλιαχτίδες,
συντρό­φισ­σες σ’ ένα στερ­νό χορό.

Ποιο θλι­βε­ρό χαμπέ­ρι της αστροφεγγιάς
στέλ­νει το λυκαυ­γές στην ομί­χλη της πόλης;
Το μοι­ρο­λόι του πρωτομάστορα
στην πιο ψηλή αψί­δα του γεφυριού
στό­ρι­σε τον αρρα­βώ­να της άνοιξης.
Μίλη­σαν σκλη­ρά τα σίδε­ρα και τα καμιόνια,
που έσμι­ξαν τον κουρ­νια­χτό και τον ασβέστη
κυλώ­ντας μπρος στο σαρά­φι­κο γέρο­ντα Εβραίου.

Ντρο­πιά­στη­καν οι γαρυ­φαλ­λιές κι οι πασχαλιές
μες στις αυλές και τις αλτάνες.
Αγέ­ρας τρό­μου, τ’ άνθη της πορτοκαλιάς,
σκόρ­πι­σε μήνυ­μα στους μπαξέδες,
πως οι οχιές δεν ξεδιψάσανε
στους αύλα­κες και στα πηγάδια
και σερ­για­νί­ζουν το δηλητήριο
από σοκά­κια, σε παζά­ρι, σε πλατείες.

Στις πιπε­ριές αμί­λη­τοι άγγελοι
μ’ ένα στρι­φτό τσι­γά­ρο στα χείλη
κι ο αρχάγ­γε­λος με γένια αχτένιστα,
Άη-Γιάν­νης με κεφά­λι σ’ αση­μέ­νιο δίσκο,
μπρος στο κατώ­φλι γενιάς ορφανεμένης.

Σφρα­γί­στη­κε ο αγώ­νας με καρφιά,
που έφε­ρε αγω­γιά­της στη λινάτσα,
για να καρ­φώ­σου­νε το δίκιο και το φως
στο φρά­χτη των σταυροτήδων.
Αντί­κρυ έστε­κε η Κυρά της Παρηγόριας,
κατέ­βα­σε στα βλέ­φα­ρα το μαύ­ρο της τσεμπέρι,
το δάκρυ μην ξεπλύ­νει θρή­νου μέρα.
Σαλ­πί­ζει ο Γιός της προ­σκλη­τή­ριο στον Άδη
Παρα­σκευή Μεγά­λη σε επιτάφιο.
Νάρ­θουν μαυ­ρο­ντυ­μέ­νες κορασιές
τη νιό­τη να στο­λί­σου­νε λεμο­ναν­θών στεφάνι.

Μια μέλισ­σα ελπί­δας, θα γευ­τεί γύρη και νέκταρ
σε μίσχου δισκο­πό­τη­ρο για να μεθύσει.
‑Σύντρο­φοι, όμορ­φη η ζήση, αλλά τιμή ο θάνατος
που μπό­λια­σε με το αίμα σας την πλάση.

Η ανά­στα­ση σα φυλα­χτό της μάνας,
βοή του ποτα­μού που σέρ­νει τ’ άσπρα του λιθάρια
μες στα αδυ­σώ­πη­τα νερά του χρόνου.
Μη λυτρω­θεί ο χαλα­στής και ο φονιάς!
Εμπρός, στης άνοι­ξης το φωτει­νό το μονοπάτι!

Γιώρ­γος Γκού­βε­λος — Αρτινός

***

Αφιε­ρω­μέ­νο στους τιμη­μέ­νους νεκρούς μαχη­τές του Δ.Σ.Ε Τζου­μέρ­κων. Την 21 Απρί­λη 1947, οι μαχη­τές, κυκλώ­θη­καν από το μοναρ­χο­φα­σι­στι­κό στρα­τό και τους παρα­κρα­τι­κούς στους Μελά­τες Άρτας. Όσοι δεν έπε­σαν στη μάχη, τραυ­μα­τί­ες και αιχ­μά­λω­τοι σφα­γιά­στη­καν στο μονα­στή­ρι των Μελα­τών. Οι δήμιοι έκο­ψαν τα κεφά­λια των επι­φα­νέ­στε­ρων αγω­νι­στών και τα μετέ­φε­ραν στην Άρτα στις 22 Απρί­λη όπου οι φασί­στες τα σύλη­σαν και τα κρέ­μα­σαν στις πιπε­ριές της πλα­τεί­ας Κιλ­κίς, πριν τα στή­σουν στη μάντρα της Διοί­κη­σης Χωρο­φυ­λα­κής για να τρο­μο­κρα­τή­σουν το λαό. Ανά­με­σά τους το κεφά­λι του καπε­τάν Παλιού­ρα τιμη­μέ­νου νεκρού υπο­στρά­τη­γου του ΔΣΕ και του Γιάν­νη Φωτο­νιά­τα, δρα­στή­ριου στε­λέ­χους του ΚΚΕ και οργα­νω­τή της Εαμι­κής Αντί­στα­σης και του ΕΛΑΣ στην Άρτα. Οι τιμη­μέ­νοι νεκροί ήταν ο ανθός των νέων της περιο­χής. Είναι ζωντα­νοί στη μνή­μη και στις καρ­διές των γενιών που φεύ­γουν, αλλά η Άρτα δεν έχει τιμή­σει τη θυσία τους μέχρι σήμερα…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο