Σαράντα-εφτά Απριλομάηδες
έδρεψαν τους ανθούς απ’ του αιώνα τ’ ανηφόρι.
Τριάντα αστέρια σ’ ανέφελο ουρανό,
τιμή της προδοσίας του Ιούδα
και μια αγιογραφία του στο νάρθηκα,
τάμα εξιλέωσης, στο Μελατών το μοναστήρι.
Λιπόσαρκοι άγιοι σφάλισαν ερμητικά τα μάτια τους,
μες στο κερί και το λιβάνι,
να βγουν στο φως του καντηλιού,
οι λόγχες του Λογγίνου και ο σουγιάς της σπείρας.
Οι καρβουνιάρηδες πύρωσαν τα καμίνια τους
στο βωμό της λευτεριάς του αγέρα.
Θυμίαμα οι φτερούγες των αετών,
να μην τις αγαπήσουν ηλιαχτίδες,
συντρόφισσες σ’ ένα στερνό χορό.
Ποιο θλιβερό χαμπέρι της αστροφεγγιάς
στέλνει το λυκαυγές στην ομίχλη της πόλης;
Το μοιρολόι του πρωτομάστορα
στην πιο ψηλή αψίδα του γεφυριού
στόρισε τον αρραβώνα της άνοιξης.
Μίλησαν σκληρά τα σίδερα και τα καμιόνια,
που έσμιξαν τον κουρνιαχτό και τον ασβέστη
κυλώντας μπρος στο σαράφικο γέροντα Εβραίου.
Ντροπιάστηκαν οι γαρυφαλλιές κι οι πασχαλιές
μες στις αυλές και τις αλτάνες.
Αγέρας τρόμου, τ’ άνθη της πορτοκαλιάς,
σκόρπισε μήνυμα στους μπαξέδες,
πως οι οχιές δεν ξεδιψάσανε
στους αύλακες και στα πηγάδια
και σεργιανίζουν το δηλητήριο
από σοκάκια, σε παζάρι, σε πλατείες.
Στις πιπεριές αμίλητοι άγγελοι
μ’ ένα στριφτό τσιγάρο στα χείλη
κι ο αρχάγγελος με γένια αχτένιστα,
Άη-Γιάννης με κεφάλι σ’ ασημένιο δίσκο,
μπρος στο κατώφλι γενιάς ορφανεμένης.
Σφραγίστηκε ο αγώνας με καρφιά,
που έφερε αγωγιάτης στη λινάτσα,
για να καρφώσουνε το δίκιο και το φως
στο φράχτη των σταυροτήδων.
Αντίκρυ έστεκε η Κυρά της Παρηγόριας,
κατέβασε στα βλέφαρα το μαύρο της τσεμπέρι,
το δάκρυ μην ξεπλύνει θρήνου μέρα.
Σαλπίζει ο Γιός της προσκλητήριο στον Άδη
Παρασκευή Μεγάλη σε επιτάφιο.
Νάρθουν μαυροντυμένες κορασιές
τη νιότη να στολίσουνε λεμονανθών στεφάνι.
Μια μέλισσα ελπίδας, θα γευτεί γύρη και νέκταρ
σε μίσχου δισκοπότηρο για να μεθύσει.
‑Σύντροφοι, όμορφη η ζήση, αλλά τιμή ο θάνατος
που μπόλιασε με το αίμα σας την πλάση.
Η ανάσταση σα φυλαχτό της μάνας,
βοή του ποταμού που σέρνει τ’ άσπρα του λιθάρια
μες στα αδυσώπητα νερά του χρόνου.
Μη λυτρωθεί ο χαλαστής και ο φονιάς!
Εμπρός, στης άνοιξης το φωτεινό το μονοπάτι!
Γιώργος Γκούβελος — Αρτινός
***
Αφιερωμένο στους τιμημένους νεκρούς μαχητές του Δ.Σ.Ε Τζουμέρκων. Την 21 Απρίλη 1947, οι μαχητές, κυκλώθηκαν από το μοναρχοφασιστικό στρατό και τους παρακρατικούς στους Μελάτες Άρτας. Όσοι δεν έπεσαν στη μάχη, τραυματίες και αιχμάλωτοι σφαγιάστηκαν στο μοναστήρι των Μελατών. Οι δήμιοι έκοψαν τα κεφάλια των επιφανέστερων αγωνιστών και τα μετέφεραν στην Άρτα στις 22 Απρίλη όπου οι φασίστες τα σύλησαν και τα κρέμασαν στις πιπεριές της πλατείας Κιλκίς, πριν τα στήσουν στη μάντρα της Διοίκησης Χωροφυλακής για να τρομοκρατήσουν το λαό. Ανάμεσά τους το κεφάλι του καπετάν Παλιούρα τιμημένου νεκρού υποστράτηγου του ΔΣΕ και του Γιάννη Φωτονιάτα, δραστήριου στελέχους του ΚΚΕ και οργανωτή της Εαμικής Αντίστασης και του ΕΛΑΣ στην Άρτα. Οι τιμημένοι νεκροί ήταν ο ανθός των νέων της περιοχής. Είναι ζωντανοί στη μνήμη και στις καρδιές των γενιών που φεύγουν, αλλά η Άρτα δεν έχει τιμήσει τη θυσία τους μέχρι σήμερα…