Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίκη για το Μάτι: Σπαρακτική κατάθεση μητέρας για τη φρίκη που έζησε με το γιο της: «Δεν ήθελα να με δει να πεθαίνω»

Βαριά η ατμό­σφαι­ρα στη δίκη για τη φονι­κή πυρ­κα­γιά στο Μάτι, όπου οι φωτο­γρα­φί­ες των θυμά­των στα έδρα­να της αίθου­σας τελε­τών του Εφε­τεί­ου αλλά και το βίντεο με τη φωνή του παι­διού της να ζητά δικαιο­σύ­νη, που παρου­σί­α­σε η μητέ­ρα του στο βήμα του μάρ­τυ­ρα, φόρ­τι­σαν συναι­σθη­μα­τι­κά ακό­μη περισ­σό­τε­ρο το κλίμα.

Η Κάλ­λι Ανα­γνώ­στου, η οποία έζη­σε τον εφιάλ­τη μαζί με τον 5,5 ετών ‑τότε- γιο της, με απο­τέ­λε­σμα να υπο­στούν και οι δύο εκτε­τα­μέ­να εγκαύ­μα­τα που ακό­μη τους βασα­νί­ζουν, περιέ­γρα­ψε όσα έγι­ναν εκεί­νες τις δρα­μα­τι­κές ώρες, ξεσπώ­ντας σε λυγ­μούς. «Δεν μπο­ρώ εγώ να φτιά­ξω αυτά, ό,τι έχουν χαλά­σει στο παι­δί μου. Δεν μπο­ρώ να κάνω τίπο­τα άλλο γι’ αυτό. Το μόνο που μπο­ρώ είναι σας ζητή­σω, όλος αυτός ο πόνος του γιου μου να μη περά­σει έτσι. Ανή­κω στην κατη­γο­ρία εκεί­νων που τα έζη­σε όλα. Θέλω να δικαιω­θεί αυτό. Να βγει αυτή η αλή­θεια. Να μην ξανα­συμ­βεί. Θέλω να μου επι­τρέ­ψε­τε να φέρω τη φωνή του εδώ μέσα. Δεν μπο­ρεί να έρθει ο ίδιος», είπε και πρό­βα­λε ένα βίντεο με τη φωνού­λα του γιου της να ζητά­ει δικαιοσύνη.

Η μάρ­τυ­ρας, που μαζί με τον γιο της σώθη­καν από θαύ­μα, ανα­φέρ­θη­κε σε όσα βίω­σαν. «Δεν ήταν η πρώ­τη φορά που έγι­ναν γεγο­νό­τα στην περιο­χή. Ήταν η πρώ­τη φορά που δεν ήρθε κανέ­νας. Κάποια στιγ­μή, κατά τις έξι παρά, κατέ­βη­κα κάτω. Έρι­ξα μια ματιά από τα παρά­θυ­ρα και έβλε­πα μια μαυ­ρί­λα. Δεν υπήρ­χε σει­ρή­να, πυρο­σβε­στι­κό, αστυ­νο­μία, τίπο­τα. Εμείς δεν ξέρα­με τίπο­τα, ήταν ο πεθε­ρός μου και εκεί­νος ανή­συ­χος. Κανα­με βόλ­τα γύρω από το σπί­τι. Μονο μαυ­ρί­λα. Καποια στιγ­μή στη βερά­ντα έβλε­πα πράγ­μα­τα να πετά­νε. Κάη­κε το χέρι μου που έπε­σε ένα μεγά­λο κομ­μά­τι στά­χτης. Το μόνο που άκου­σα ήταν ο δήμαρ­χος Ραφή­νας ότι η φωτιά πάει στον Διό­νυ­σο και οι κάτοι­κοι να μη βγουν… Τα τηλέ­φω­να είτε δεν απα­ντούν είτε βου­ϊ­ζουν. Κατά τις έξι και πέντε ξύπνη­σε το παι­δί και τότε κόπη­κε το ρεύ­μα. Από ένστι­κτο ανέ­βη­κα επά­νω και πήρα ρού­χα για το παι­δί. Έρι­ξα μια ματιά έξω και είδα το μαύ­ρο σύν­νε­φο είχε φτά­σει σε εμάς. Είδα τερά­στιες φλό­γες δεξιά μου και φώνα­ξα το παι­δί μου. Και­γό­μα­στε. Κλά­μα­τα. Δεν μπο­ρεί να γίνε­ται αυτό. Είναι ται­νία. Είναι όνει­ρο. Είναι εφιάλ­της. Ήταν ο δικός μου εφιάλ­της. Φώνα­ξα στο παι­δί μου “Κων­στα­ντί­νε φεύ­γου­με τώρα”. Κανέ­νας δεν μας είπε να φύγου­με. Να μη ζήσει το παι­δί μου αυτό που έζη­σε. Αρχί­ζει να ουρ­λιά­ζει “μαμά μου θα κάνου­με; Μαμά μου θα πεθά­νου­με;” Και εγώ να του λέω “ντύ­σου, θα φύγου­με. Δεν έχου­με επι­λο­γή”. Τις φλό­γες τις βλέ­πα­με στα δέντρα γύρω μας. Έξι και τέταρ­το. Το ρολόι που φορού­σα είχε μέταλ­λο και μου έκα­ψε το δέρ­μα. Με πάγω­σε περισ­σό­τε­ρο η θέα από τις φλό­γες που έρχο­νταν πάνω μου», σημείωσε.

Η κατά­θε­σή της απο­τυ­πώ­νει τη φρί­κη: «Μπο­ρεί κανείς να συνει­δη­το­ποι­ή­σει τη φρί­κη; Κανέ­νας. Για­τί δεν ήταν εκεί. Εμείς είμα­στε εκεί και το ζήσα­με. Ξαφ­νι­κά το παι­δί φωνά­ζει “μαμά”. Και πέφτου­με και οι δύο κάτω και αρχί­ζει να ουρ­λιά­ζει. “Μαμά καί­γο­μαι”. Συνει­δη­το­ποί­η­σα ότι δεν είχε βάλει τη μπλού­ζα του. Καί­γε­ται το δέρ­μα του και έχω βάλει τα νύχια μου μέσα στο σώμα του. Φωνά­ζω συνέ­χεια. “Μην κοι­τάς τίπο­τα, μόνο τρέ­ξε”. Βρι­σκό­μα­στε ανά­με­σα στον δρό­μο… Όπως τρέ­χου­με λιώ­νουν τα πόδια του και εγώ δεν μπο­ρώ να του πω τίπο­τα. Φωνά­ζει “μαμά βοή­θα με, μαμά σώσε με”. Εγώ δεν τον πήρα αγκα­λιά για­τί αν το έκα­να αυτό θα είμα­στε οι πρώ­τοι που θα εύρι­σκαν αγκα­λιά. Ήμα­σταν μόνοι μας και και­γό­μα­στε. Η μόνη φωνή και τα ουρ­λια­χτά ήταν του παι­διού μου. Μια φωνή που την έχω μέσα μου, ακό­μα και τώρα φοβά­μαι να τον πάρω αγκαλιά».

Η κ. Ανα­γνώ­στου εξι­στό­ρη­σε την προ­σπά­θειά της να φτά­σουν με τον γιο της σε ασφα­λές σημείο: «Κάποια στιγ­μή όπως τρέ­χα­με είδα­με προ­βο­λείς. Ήταν ο γιος ενός γεί­το­να και θεώ­ρη­σε ότι ήταν πυρο­σβέ­στες, αλλά είδε και μια μικρή σκιά. Εγώ πέθαι­να ήδη… Είχα πάρει μεγά­λο φορ­τίο. Ένοιω­θα τις φλέ­βες μου να χτυ­πά­νε ακα­νό­νι­στα λες και ήθε­λαν όλα να βγουν από το σώμα. Μας κατε­βά­ζει κάτω και βλέ­πα­με μόνο καπνούς και πύρι­νες μπά­λες. Μας αφή­νει και μας είπε ότι πρέ­πει να φύγει. Με το που κλεί­νω την πόρ­τα του αυτο­κι­νή­του λιπο­θύ­μη­σα για πρώ­τη φορά. Με παίρ­νει ο πεθε­ρός μου να με ανε­βά­σει σε ένα τρα­πέ­ζι και να πάει να βρει νερό. Δεν ήταν εύκο­λο. Είχαν φύγει όλοι σαν τρε­λοί. Και­γό­μα­στε σαν τα ποντί­κια και φύγα­με σαν τα ποντί­κια. Βρή­κε ένα μπου­κά­λι και μου έδω­σε λίγες στα­γό­νες. Εκεί­νη την ώρα λιπο­θύ­μη­σα και άλλες φορές μετά. Με έσυ­ρε. Με έβα­λε πάνω στην πλά­τη του. Η πεθε­ρά μου πήρε τον μικρό και πήγαν σε έναν κολ­πί­σκο. Ευτυ­χώς ήταν μια του­ρί­στρια και τύλι­ξε τα ποδα­ρά­κια του και αυτό τον βοή­θη­σε. Αν δεν ήταν εκεί­νη, το παι­δί μου θα το είχα χάσει. Στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση θα είχε χάσει τα πόδια και τα χέρια του. Μου ζητά βοή­θεια. Δεν μπο­ρού­σα να του μιλή­σω, αλλά δεν ήθε­λα να κατα­λά­βει ότι πέθαι­να. Ο κόσμος ούρ­λια­ζε για βοή­θεια και να μην έρχε­ται η βοή­θεια. Δεν υπήρ­χα­με έως τότε. Όμως δεν υπήρ­χα­με ούτε και μετά στην ουσία… Αμε­λη­τέ­ες οι δικές μας οι απώ­λειες. Τα παι­διά να ουρλιάζουν».

Ο μεγά­λος φόβος της μάρ­τυ­ρος ήταν ένας. Να μην τη δει ο μικρός γιος της να πεθαί­νει μπρο­στά του: «Είδα τη θάλασ­σα και είπα να μπω να δρο­σι­στώ αλλά δεν ήθε­λα να με δει το παι­δί μου να πεθαί­νω μπρο­στά του. Είχα­με ένα μπου­κά­λι νερό και μοι­ρά­ζα­με τις στα­γό­νες. Ο σύζυ­γός μου, που ήταν έξω, προ­σπα­θού­σε να μας βρει. Μίλη­σε με τον πεθε­ρό μου και του είπε και­γό­μα­στε. Με ρώτη­σε αν ήθε­λα να του μιλή­σω. Τι να του πω; Ότι το παι­δί ήταν καμέ­νο και δεν τον προ­στά­τευ­σα; Κάποια στιγ­μή ήρθαν πυρο­σβέ­στες. Έδω­σα τον Κων­στα­ντί­νο και εκεί­νος φώνα­ζε “θέλω τη μαμά μου”. Προ­σπά­θη­σαν να πάρουν και εμέ­να αλλά είχα τόσο καεί, είχα ανοί­ξει και δεν μπο­ρού­σαν να με πιά­σουν από που­θε­νά. Πάλευα να ανέ­βω. Τα πόδια μου ήταν γεμά­τα υγρό. Το μόνο που έκα­να κάθε φορά που ανά­σαι­να ήταν να νιώ­θω τις στά­χτες μέσα μου. Ανέ­βη­κα επά­νω και δεν τους είδα που­θε­νά. Είχαν φύγει. Ρώτη­σα έναν κύριο πού είναι το παι­δί μου. Κανέ­νας δεν κατέ­βη­κε κάτω για­τί φοβό­ταν. Εμείς δεν φοβό­μα­στε, δεν και­γό­μα­στε και δεν πνιγόμαστε».

Η Κάλ­λι Ανα­γνώ­στου μίλη­σε και για τους άλλους καμέ­νους ανθρώ­πους που είδε: «Απέ­να­ντί μου είδα κάτι που νόμι­ζα ότι ήταν κορ­μός δέντρου. Δεν ήταν. Ήταν άνθρω­πος που κάη­κε. Αυτός ο άνθρω­πος δεν φοβή­θη­κε. Κάθι­σα σε κάτι σκα­λά­κια και είπα να κάτσω εκεί να περά­σω το τέλος. Δεν μπο­ρού­σα να φύγω. Σωριά­στη­κα και έχα­σα τις αισθή­σεις μου. Κάποια στιγ­μή ξύπνη­σα. Είδα μια κυρία καμέ­νη. Με βλέ­πει και την ακούω να λέει για εμέ­να “έχει πεθά­νει ή ζει;”. Με όλα αυτά, πλέ­ον, δεν ζού­σα. Μου μιλά­νε και λένε δεν θα τη βγά­λει… Περί­με­να …το τίπο­τα. Προ­σευ­χό­μουν να φτά­σει το λάδι μου να αντέ­ξει και να είμαι καλά».

Όπως εξή­γη­σε δεν ερχό­ταν βοή­θεια από κανέ­ναν μέχρι που εμφα­νί­στη­κε ένα βαν ιδιώ­τη: «Μας βάζει μέσα για να μπο­ρέ­σου­με να φύγου­με. Μπαί­νου­με μέσα τρεις και ξεκι­νά­με να φύγου­με. Μας λέει συνε­χώς “κάντε υπο­μο­νή θα φτά­σου­με. Θα μας πάνε τα παι­διά”. Ήταν δύο αστυ­νο­μι­κοί της ΔΙΑΣ που ήρθαν μόνοι τους για­τί άκου­σαν ότι κάτω καί­γο­νται και ήρθαν. Το άκου­σαν. Από πού; Από τους ασύρ­μα­τους που κάποιοι δεν άκου­γαν. Μας πήγαν στο Σισμα­νό­γλειο. Άλλος Γολ­γο­θάς. Και αν δεν φτά­να­με μόνοι μας θα είμα­στε νεκροί. Με έβα­λαν σε φορείο και με ένα ψαλί­δι έκο­βαν τα ρού­χα μου. Μου έβα­λαν έναν όρο. Είμαι σε ένα φορείο στον διά­δρο­μο και απέ­να­ντί μου έχω μια πόρ­τα ανοι­χτή και εκεί έβα­ζαν σάκους που στι­βά­ζο­νταν ο ένας πάνω στον άλλον. Εγώ το ήξε­ρα. Δεν ξέρω πώς άλλοι δεν το γνώριζαν».

Δύσκο­λα μπο­ρεί να ξεχά­σει η μάρ­τυ­ρας και τις στιγ­μές στο νοσο­κο­μείο: «Μένω εκεί μέχρι αργά με μια κου­βέρ­τα, γυμνή, και περι­μέ­νω να δω τι θα με κάνουν. Έχω τηλέ­φω­νο στα χέρια μου και περι­μέ­νω να δω τι έχει γίνει με το παι­δί μου. Δεν ξέρω αν έχει φτά­σει, πώς είναι, αν έχει ζήσει, αν ξέρει για μένα και τι ξέρει. Τον έχουν πάει στο Αγία Σοφία στα Επεί­γο­ντα να τον καθα­ρί­σουν, να του περι­ποι­η­θούν τις πλη­γές. Εγώ δεν ξέρω τίπο­τα. Φοβά­ται και είναι μόνος του. Ένα μωρό 5,5 ετών. Μέχρι τότε ήξε­ρε μόνο εμάς. Δεν ήξε­ρε κανέ­ναν. Έπρε­πε να αφή­σει άλλους ξένους να τον περι­ποι­η­θούν, να τον ψαχου­λέ­ψουν, να του βάλουν σωλη­νά­κια, να τον γδά­ρουν, όπως έγδα­ραν κι εμέ­να μετά. Ζητά­ει τη μαμά του και τον μπα­μπά του και δεν είμα­στε εκεί. Κανέ­νας δεν περί­με­νε ότι εγώ θα ζήσω. Για το παι­δί μου το έκα­να. Με είχαν σε ένα δωμά­τιο με ανθρώ­πους που είχαν λοι­μώ­ξεις, εγώ να είμαι ανοι­χτή. Με μια κου­βέρ­τα. Σαν να μην έφτα­νε ότι εισέ­πνευ­σα από τα τοξι­κά. Ό,τι υπήρ­χε κόλ­λη­σε πάνω μου. Με πήραν στο Γεν­νη­μα­τά. Μπαί­νουν για­τροί, νοσο­κό­μοι μου λένε σφί­ξε με, βρί­σε με, αλλά άσε να κάνουν τη δου­λειά τους. Τότε κατά­λα­βα. Αρχί­ζουν να με τρα­βά­νε. Μου τρα­βού­σαν το δέρ­μα. Να ουρ­λιά­ζω, να μη μπο­ρώ να το αντέ­ξω. Να ξέρω ότι αυτό το έχει περά­σει το παι­δί μου. Ο αδελ­φός μου απ’ έξω δεν άντε­ξε. Έφτα­σε στο προ­αύ­λιο. Μέχρι εκεί ακού­στη­καν τα ουρ­λια­χτά. Δεν μου είχαν δώσει ένα παυ­σί­πο­νο στο Σισμα­νό­γλειο. Δεν πίστευαν ότι θα ζήσω. Νόμι­ζαν ότι θα μεί­νω εκεί από καρ­διά, από τις απλές αυτές σωμα­τι­κές βλά­βες. Με έβα­λαν σε ένα δωμά­τιο μόνη μου, με έναν σάκο σαν αυτούς που βάζουν στα νεκρο­το­μεία. Είχα άγχος για το παι­δί. Δεν ήξε­ρα τι γίνε­ται. Ντρε­πό­μουν που δεν έκα­να ό,τι καλύ­τε­ρο μπορούσα».

Δεν ήταν λίγες οι φορές που η μάρ­τυ­ρας ξέσπα­σε: «Ακούω στην τηλε­ό­ρα­ση “όλα τα κάνα­με καλά και θα τα ξανα­κά­να­με με τον ίδιο τρό­πο”. Οι νεκροί κι εμείς είμα­στε η από­δει­ξη ότι όλα έγι­ναν καλά! Με τον ίδιο τρό­πο θα τα ξανα­έ­κα­ναν! Τους λέω “στείλ­τε με μέσα στη Βου­λή να δουν πόσο καλά τα κάνα­νε!”. Ήμουν καμ­μέ­νη σε όλο το σώμα. Το πρό­σω­πο παρα­μορ­φω­μέ­νο. Το μάτι έχει κλεί­σει, δεν ξέρω αν θα έχω όρα­ση. Να νοιώ­θω τα πάντα να τεντώ­νουν, να μαζεύ­ουν, να πετά­νε οι φλέ­βες. Να τσού­ζω, να πονάω. Με είχαν γεμί­σει με σωλη­νά­κια. Δεν υπήρ­χε φλέ­βα να μην έχει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί. Και να καί­νε όλα. Όλα αυτό που είχα εισπνεύ­σει είχαν συγκε­ντρω­θεί στα πνευ­μό­νια μαζί με τη λοί­μω­ξη. Άρχι­σα να κάνω αιμό­πτυ­ση, να βγά­ζω πήγ­μα­τα μαύ­ρα… Ήθε­λα να χαι­ρε­τί­σω το παι­δί μου. Με δια­σω­λή­νω­σαν, εγώ ήθε­λα να ακού­σω το παι­δί μου. Δεν μπο­ρεί τα τελευ­ταία μου λόγια να είναι “τρέ­ξε, φύγε”. Όσο είμαι εκεί, το παι­δί μου στο Αγία Σοφία. Είναι καμέ­νη όλη η πλά­τη του, τα χερά­κια του, τα ποδα­ρά­κια του. Έχει γίνει αγρί­μι. Το μωρό. Ένα παι­δί κοι­νω­νι­κό και γλυ­κό. Ρωτού­σε “για­τί δεν έρχε­ται η μαμά μου; Για­τί δε μου μιλά­ει;”. Του είπαν ότι η μαμά κοι­μά­ται. Πέρα­σαν έτσι τρεις εβδομάδες».

Φανε­ρά οργι­σμέ­νη, κ. Ανα­γνώ­σο­τυ ανέ­φε­ρε πως όταν ξύπνη­σε άκου­σε στην τηλε­ό­ρα­ση ότι για όσα έγι­ναν στο Μάτι έφται­γαν οι κάτοι­κοι. «Το πρώ­το πράγ­μα που άκου­σα όταν συνήλ­θα ήταν να ακούω ποιοι “έφυ­γαν” και για εμάς που μεί­να­με. Η μόνη σει­ρή­να που άκου­σα εγώ ήταν από το Θριά­σειο στο Γεν­νή­μα­τα. Αν είχα ακού­σει κάτι ίσως να μην είχε γίνει τίπο­τα απ’ όλα αυτά», υπο­στή­ρι­ξε και συμπλή­ρω­σε: «Οι σωμα­τι­κές βλά­βες που ανα­φέ­ρουν θα μας κυνη­γούν μια ζωή. Θα πρέ­πει να προ­σέ­χου­με, να κάνου­με χει­ρουρ­γεία, δεν θα έχου­με φυσιο­λο­γι­κή ζωή».

Η μάρ­τυ­ρας, κλαί­γο­ντας, μίλη­σε και για τις βλά­βες που έχει υπο­στεί ο γιος της: «Ένα παι­δί 5,5 ετών, που έχει μια ζωή που μόνο παι­δι­κή δεν είναι. Δεν μπο­ρεί να αθλη­θεί, να παί­ξει. Να ξυπνά­ει τα βρά­δια, να ουρ­λιά­ζει. Να το ζει ξανά και ξανά. Όπως κι εμείς. Ό,τι ζήσα­με εκεί και στα νοσο­κο­μεία. Το παι­δί μου δεν θα έχει ζωή όπως τα αλλά παι­διά. Ξυπνά­ει και λέει “χερά­κια μου, ποδα­ρά­κια μου δεν θα είστε ξανά τα ίδια”. Θέλει να μάθει λεπτο­μέ­ρειες. Πού είναι τα αλλά παι­δά­κια που χάθηκαν».

 

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο