Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δεν παρατιόμαστε!…»

Γρά­φει η ofisofi //

Θυμά­μαι με γλυ­κιά νοσταλ­γία τα χρό­νια εκεί­να τα εφη­βι­κά που δεχό­μουν τα ευερ­γε­τι­κά ραπί­σμα­τα των πρώ­των συλ­λο­γών μεγά­λων αλλά άγνω­στων σε μένα ποι­η­τών . Ευγνω­μο­σύ­νη χρω­στώ σε εκεί­νους τους καθη­γη­τές μου που τολ­μού­σαν να δια­βά­ζουν μέσα στην τάξη στί­χους ποι­η­τών που δεν υπήρ­χαν στα σχο­λι­κά βιβλία. Αυτούς που προ­σπά­θη­σαν να μας μυή­σουν στην ποί­η­ση. Με ιδιαί­τε­ρη συγκί­νη­ση φέρ­νω στο νου μου την εικό­να της φιλο­λό­γου μου , όρθια στη μέση της τάξης να απαγ­γέ­λει με σιγα­νή και ήρε­μη φωνή :

« Το τραί­νο ακού­γο­νταν ακό­μη που απομακρυνόταν
στο βορι­νό σημείο της νύχτας κάνο­ντας να πέφτουν
απά­νω του σπο­ρα­δι­κοί διάτ­το­ντες με το δρο­σε­ρό του
σφύ­ριγ­μα, όταν μου άγγι­ξε τα μάτια σαν αφή
ζεφύ­ρου ο ύπνος‘ και σα νάγει­ρα το μέτω­πο σε στήθος
αγα­πη­μέ­νο μου, ανα­στέ­να­ξα: « δόξα σοι» ή «αλλη­λού­ια»
ή κάτι τέτιο‘ κ’ ευθύς βού­λια­ξα σε μιαν άλλη σιωπή
όμοια μ’ αυτή που κάπο­τε υπήρ­ξε για μένα
η ομι­λία των ουρα­νών που μ’ έμα­θε τα τέλεια γράμματα.

Κι από σιγά – σιγά η σιω­πή θαρ­ρού­σα πως γινόταν
πιο ευδιά­κρι­τη‘ μου φαι­νό­ταν πως άκου­γα το χρόνο
να μουρ­μου­ρί­ζει κάτω από το μαξι­λά­ρι μου
φεύ­γο­ντας με τα « πάντα ρέο­ντα» κι αφή­νο­ντας εμένα
στην όχθη, έξω απ’ το ρεύ­μα του, να νιώθω
και να μη νιώ­θω: όπως το πρά­σι­νο φύλ­λο που ξαναγίνεται.
Κι άλλο­τε πάλι ως να βρι­σκό­μουν πάνω σ’ ένα λίκνο
που σάλευε μελω­δι­κά κάτω από την επίβλεψη
μιας και­νούρ­γιας μητρό­τη­τας – μιας Πλατυτέρας
όπως η Θεο­μή­τωρ ή η Ποίηση»

Έτσι, όσο που έγι­νε πρωί ωραίο και το φως
πέρα­σε απ’ το παρά­θυ­ρο, περ­πά­τη­σε στο πρό­σω­πό μου
και μου ξεσφρά­γι­σε τα μάτια και είδα: ο ουρανός
άνοι­γε τη βεντά­λια του πάνω προς το ατελεύτητο,
σκορ­πώ­ντας ευαγ­γε­λι­σμούς παντού‘ και μια φωνή
σημά­δε­ψε από ψηλά πολύ το μικρό σπίτι
κ’ έπεσε

Άρον τον κράβ­βα­τον σου, λέει ο ήλιος, και περιπάτει!

Το φως μπαί­νει στο σώμα μου όπως οι αχτίνες
από τα τζά­μια των εκκλησιών
ανα­ζη­τώ­ντας τον εσταυρωμένο.»

βρεττακος1

Και έγι­νε όπως το είπε ο ποι­η­τής : « το φως μου ξεσφρά­γι­σε τα μάτια και είδα». Έτσι γνώ­ρι­σα τον Νικη­φό­ρο Βρετ­τά­κο και άκου­σα τη φωνή του να ρέει μέσα μου όπως «Το Ποτά­μι Μπυές».

« Κ’ ήσουν εσύ ποτά­μι, Μπυ­ές, που κάτω από το λόφο
έρρε­ες ανά­με­σα στα δέντρα με τα φρέσκα
φύλ­λα‘ που μες στον καθρέ­φτη σου
σάλευαν οι δαντέ­λες των βου­νών και γίνονταν
κι αυτές ποτά­μι. Κ’ έσκυ­ψα κ’ εγώ τότε στη διάφανη
κοί­τη σου, όπου σμί­γο­ντας έρρε­αν αξεχώριστα
ο ουρα­νός και το νερό. Κοί­τα­ξα και ξαφνιάστηκα :
Είδα πώς είμαι ακό­μη πρό­σω­πο. Πως έχω
συνα­ντη­θεί με τον εαυ­τό μου. Κ’ έσκυ­ψα περσότερο
και βρή­κα το χαμέ­νο μου μαρ­γα­ρι­τά­ρι, εκείνη,
την ιρι­δί­ζου­σα φωνή που άρθρωνα
από τον πέτρι­νο εξώ­στη της γης, κοιτάζοντας
το γλυ­κό φως. Και σού­λε­γα: αν ήξερες
θα με γνώ­ρι­ζες , Μπυ­ές, απ’ την σκη­νή μου που ταξιδεύει ‘
άλλοι δου­λεύ­ουν με το χώμα, άλλοι με το χαλκό,
εγώ δου­λεύω με τον πόνο‘ θα με γνώριζες.
Και, ωραίο ποτά­μι που είσαι Μπυ­ές, σού­λε­γα, με τον κόσμο
καθρε­φτι­σμέ­νον στην καλή του ώρα και μ’ ένα κάλλος
που δεν θυμί­ζει παρελ­θόν. Και σε κοιτούσα,
τα δέντρα κρέ­μο­νταν μες στο νερό σου, κ’ έλεγα:
Καθρε­φτί­ζεις τον ουρα­νό ή εσύ καθρεφτίζεσαι;
Γιο­μί­ζει το στό­μα σου λέξεις και φως –
αυτό θα ειπεί άλλω­στε ποι­η­τής, ή αγάπη:
Το φως μες στο στό­μα σου να γίνε­ται λέξεις
κ’ οι λέξεις, να γίνο­νται φως.»

«Το Ποτά­μι Μπυ­ές και τα Εφτά Ελε­γεία» ήταν η πρώ­τη συλ­λο­γή με την οποία μου συστή­θη­κε ο ποι­η­τής. Έκτο­τε ταυ­τί­στη­κε μέσα μου με το φως, την αισιο­δο­ξία, τη χαρά, την αγά­πη για τον άνθρωπο.

« Κι αντί­λαμ­ψα όλος‘ τόσο που μέσα μου
φωτί­στη­καν άξαφ­να όλες οι μνήμες
κι αφού ντύ­θη­καν όμορ­φα βγή­καν έξω στον κόσμο
κ’ ενώ­θη­καν με τ’ άλλα του πράγ­μα­τα και περπάταγαν .
Κι όπως περ­νού­σα­νε μια – μια από εμπρός μου αναγνώριζα
όλες τις αγα­θές μέρες που με μεγάλωσαν
ταΐ­ζο­ντας με φως και αγά­πη – δεν γνωρίζω
σε ποιο σημείο χωρί­ζου­νε η αγά­πη από το φως
ούτε αν χωρί­ζουν που­θε­νά ούτε αν μπορεί
η αλη­θι­νή ομορ­φιά να εννοηθεί
έξω από την αγάπη…»

Έχει υπο­στη­ρι­χθεί ότι «Ο Βρετ­τά­κος μετα­τρέ­πει τα πιο σοβα­ρά γεγο­νό­τα σε δημιουρ­γι­κά βιώ­μα­τα και από τα έργα του μπο­ρού­με να παρα­κο­λου­θή­σου­με τις βαθιές αλλα­γές στη ζωή και στις ιδέ­ες που τον συγκι­νούν και τον κατα­κτούν. Το κάθε έργο του είναι μέρος όχι μόνο της ποι­η­τι­κής του βιο­γρα­φί­ας αλλά και ζωντα­νή μαρ­τυ­ρία για τους και­ρούς και τους ανθρώ­πους, για τους σύγ­χρο­νούς του, για τις δύσκο­λες στρο­φές και τα ζικ- ζακ της μοί­ρας τους, πού­γι­νε μοί­ρα και του ποιητή»[1]

« Η καρ­διά μου είναι σήμε­ρα το πιο υψηλό
κλα­δί που υπάρ­χει σε τού­το τον κόσμο.
Κι αυτό το που­λί που κάθε­ται πάνω του
η πιο κοντι­νή ζωή στο Θεό. Ανοί­γει το χώμα,
ανοί­γει την πέτρα, ανοί­γει η πλη­γή και η ποίηση
ανα­βρύ­ζει, ως να θέλει να γίνει
ένα έγχρω­μο μανι­τά­ρι, αδιαμέτρητο,
να καλύ­ψει τον πρώ­το ουρα­νό κι από εκεί
να κινη­θεί , ανα­δύ­ο­ντας φως , προς τον έβδομο.

Νιώ­θω την ψυχή μου γυμνή
καθώς το κορί­τσι μες στο ποτάμι
που του κρύ­βουν το πρό­σω­πο τα ξανθά
μαλ­λιά του κι ο ήλιος‘ κι απλώ­νει τα χέρια,
παλεύ­ει τη λάμ­ψη τους, νάβρει μιαν έξοδο»

Ο ίδιος ο ποι­η­τής « εξή­γη­σε πώς οι λέξεις «ήλιος» και «Θεός» παίρ­νουν πολ­λές φορές στην ποί­η­ση του μια παρα­πλή­σια συμ­βο­λι­κή σημα­σία, συμ­βο­λί­ζουν την τελειό­τη­τα, ή μια ποι­κι­λία τελειο­τή­των, που συνα­παρ­τί­ζουν μιαν ιδε­α­τή τελειό­τη­τα. Ο όρος « αγά­πη» αντι­προ­σω­πεύ­ει μια βαθύ­τε­ρη εσω­τε­ρι­κή ανθρω­πι­στι­κή έξαρ­ση, που φέρ­νει την ύπαρ­ξη κοντά στα προ­βλή­μα­τα του άλλου ανθρώπου…»[2] Λυρι­κό­τα­τος ποι­η­τής ο Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος με γλώσ­σα απλή αλλά βαθιά εκφρα­στι­κή , λέξεις γεμά­τες χρώ­μα­τα και φαντα­σία στο­χεύ­ει στην καρ­διά και στο συναί­σθη­μα. Ο ανθρω­πι­σμός, η καλο­σύ­νη, η συμπό­νια πλημ­μυ­ρί­ζουν τα ποι­ή­μα­τά του και δια­μορ­φώ­νουν μιαν αντί­λη­ψη αλτρουι­στι­κή και αγω­νι­στι­κή. Γι ΄αυτό σε μια επο­χή κατ’ εξο­χήν αντι­ποι­η­τι­κή και δύσκο­λη η ποί­η­ση του Βρετ­τά­κου μπο­ρεί να πέσει σαν φωτει­νή αχτί­δα μέσα στο σκο­τά­δι, καθώς ο δρό­μος προς το φως , τη λύτρω­ση , την έξο­δο περ­νά­ει μέσα από τους δρό­μους του αγώ­να και της δρά­σης στο πλευ­ρό του πάσχο­ντα ανθρώ­που που δεν παραι­τεί­ται και δεν εγκα­τα­λεί­πει , αλλά προ­χω­ρά­ει πάντα μπροστά.

«… Αν αφή­σου­με την καρ­διά μας να κλαίει
σαν το βρέ­φος που εγκαταλείφτηκε ,
θα σαπί­σουν οι ρίζες μας. Δε θα γίνου­με δέντρα.
Θα χάσου­με το προ­ο­ρι­σμέ­νο ύψος μας, ενώ
δεν τελειώ­νει ο κόσμος μπρος σ’ ένα βουνό.
Πίσω από κάθε άστρο, Μπυ­ές, υπάρ­χει ένα
άλλο άστρο. Ας προχωρήσουμε…»

Το χρέ­ος του ποι­η­τή είναι « να συλ­λά­βει την ομορ­φιά και την αλή­θεια και μέσα από τα δια­χρο­νι­κά ποι­η­τι­κά του σχή­μα­τα να τις μετα­δώ­σει στους συναν­θρώ­πους του. Αυτό απο­τε­λεί συμ­με­το­χή στη δημιουρ­γία ενός αρμο­νι­κό­τε­ρου και ομορ­φό­τε­ρου κόσμου»[3]

« Δεν πίστευα πως θα είχα τη δύναμη
ν’ ανα­ση­κώ­σω μια ταφό­πε­τρα και ν’ αναδυθώ
μ’ ένα διά­φα­νο σώμα. Θαρ­ρού­σα πως πια
δεν ήμουν παρά ξερό χώμα μόνο
που αν έρι­χνε σπό­ρους πάνω του ο άνεμος
θ’ απο­τύ­χαι­ναν. Ούτε καν το υποψιαζόμουν
πως ήταν μέσα μου μια κρύ­πτη που κουλουριασμένο
ακι­νη­τού­σε ένα ποτά­μι, όπου θα κατοπτρίζονταν
κάπο­τε ο ουρα­νός – όταν θα κύλαγε
ξεδι­πλω­μέ­νο μες στο χρόνο…

…Κι ενώ ρέουμε,
ρέου­με , ρέου­με προς τη θάλασ­σα, κάθε
δευ­τε­ρό­λε­πτο , Μπυ­ές, ξεκι­νά­με από την αρχή, τραβώντας
για τα χωρι­κά ύδατα
του ήλιου
ανοίγοντας
κάτω από τις απα­νω­τές μάζες των σκοτεινών
δυνά­με­ων ένα φωτει­νό τού­νελ έως την έξοδο.
Κ’ η σκό­νη των μάταιων φωνών που διαλύονται
δια­κρί­νε­ται πίσω μας – είδος νεφέλης.

Ενώ συνε­χί­ζου­με…

Διεκ­δι­κού­με το χώρο μας
στο χρό­νο αλήθεια
έξω απ’ το χρό­νο μας.»

« Ο ποι­η­τής πρέ­πει να παίρ­νει θέση στα σύγ­χρο­να πολι­τι­κά προ­βλή­μα­τα;» ρωτή­θη­κε κάπο­τε ο Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος. « Ναι, χωρίς δισταγ­μό» ήταν η απά­ντη­ση. « Είναι ένας πολί­της κι ο ποι­η­τής κι όπως όλοι οι πολί­τες υπό­κει­ται σ’ αυτό το χρέος»[4]

« Λαοί και λαοί με το στή­θος τους
κεντη­μέ­νο απ’ το συρ­μα­τό­πλεγ­μα και νεκρόν
μες στη θλί­ψη τους το μεσία, μου ζήτησαν
μια φωνή και την έδω­σα. Κι άλλο δεν ήθελα
παρά μόνο: συγκρα­τώ­ντας το χώμα μου
γύρω από μια μικρή ίνα ζωής
να κατα­θέ­σω στη γης στε­γνω­μέ­να απ’ τον ύψιστο
ήλιο τα χέρια μου. Να εξα­σφα­λί­σω μια θέση
παρου­σί­ας – να μπαί­νει απ’ τον ένα
αιώ­να στον άλλο η φωνή μου που περικλείει
το πρό­σω­πό μου, να διαμαρτύρεται.
Για­τί ο άνθρω­πος, Μπυ­ές, και παρ’ όλο
που χωράς το είδω­λό του, πλη­ρεί το απροσμέτρητο
κενό με τα μέτρα του. Γι’ αυτό κ’ οι ορί­ζο­ντες έγιναν
τόσο ευρείς: να χωρούν οι κινή­σεις της ψυχής
και η έκτα­ση ενός μάρ­τυ­ρα που ονειρεύεται.»

Οι μέρες είναι δύσκο­λες και πονη­ρές . Πυκνή ομί­χλη έχει σκε­πά­σει τα πάντα. Πολ­λές φορές νιώ­θου­με τσα­κι­σμέ­νοι και απο­γοη­τευ­μέ­νοι σαν ένα αόρα­το χέρι να σφίγ­γε­ται γύρω από την αξιο­πρέ­πεια και την περη­φά­νια μας. Έχου­με ακό­μη ελπί­δα μέσα σε μια κοι­νω­νία στην οποία οι περισ­σό­τε­ροι άνθρω­ποι αιμορ­ρα­γούν καθη­με­ρι­νά , σπα­ρά­ζουν από πόνο και φαί­νο­νται έτοι­μοι να υπο­κύ­ψουν στα τραύ­μα­τά τους;

Η φωνή του ποι­η­τή είναι εδώ και δια­μη­νύ­ει ότι τίπο­τε δεν χάθη­κε ακόμη:

« Συν­νε­φιές ατε­λεύ­τη­τες πορευό­ντου­σαν πάνω μου,
δίχως ραγά­δες φωτός, απο­στά­σεις ελπίδων.
Κρε­μού­σαν τους ίσκιους τους στην καρ­διά μου,
την πλή­γω­ναν‘ το φως που είχε μέσα της
έβγα­ζεν αίμα, αλλά έμε­νε φως,
για­τί υπάρ­χει και μέσα μας ένας
μικρός ουρα­νός κ’ ένας μόνι­μος ήλιος
που περι­στρέ­φε­ται. Κι όταν κλεί­νουν οι πόρτες
και γίνο­νται τα παρά­θυ­ρα ένα
με το σκο­τά­δι κ’ η μόνω­ση ανάμεσα
στον κόσμο σε βγά­ζει έξω απ’ τον κόσμο,
τότε γίνε­ται μέσα σου ένα σέλας που αλείφει
τα γυμνά πλη­γω­μέ­να σου
τοπία με χρώματα..»

Ο ποι­η­τής συνε­χί­ζει να είναι επί­και­ρος και η ποί­η­σή του συντάσ­σε­ται με τον μαχό­με­νο άνθρω­πο, εκεί­νον που ονει­ρεύ­ε­ται και πορεύ­ε­ται μέσα στα αγκα­θο­τό­πια για μια δια­φο­ρε­τι­κή ζωή σε έναν καλύ­τε­ρο κόσμο.

« Κάπο­τε η μέρα μας θα γενεί
και μέρα του κόσμου»

« Λοι­πόν, συνε­χί­ζου­με: « Δεν παρατιόμαστε!…
« Δεν παρατιόμαστε!…»
«Δεν παρατιόμαστε!…»
Δεν υπάρ­χει ψηλό­τε­ρη σκά­λα στο λόγο,
δεν υπάρ­χει στο φλοί­σβο μας. Είμα­στε ένα ποτάμι:
κι ο αρχάγ­γε­λος Γαβρι­ήλ με το τρίφυλλο
αστέ­ρι του κρί­νου του‘ κι από δίπλα του σ’ ένα
κυμα­τά­κι σου η μάνα μου με μια σημαιούλα
κ’ ιδα­νι­κές πολι­τεί­ες σε ανα­ρίθ­μη­τα σχέδια‘
και άγιες στά­χτες και όνει­ρα ηρώων
και μαρ­τύ­ρων και παι­διών, που αποκόψαν
τους έγχρω­μους χαρ­τα­ε­τούς τους οι άνεμοι
πίσω απ’ τα σύν­νε­φα‘ κι ο στρα­τιώ­της ο άγνωστος
με τα αμέ­τρη­τα ονό­μα­τα – τόσα
όση είναι η άμμος της θαλάσ­σης‘ και ο ήλιος
που καθρε­φτί­ζε­ται μέσα σου σαν να διδάσκει‘
κι ο Ιησούς με τον άνε­μο κολ­πω­μέ­νον στο σάβα­νό του
κ’ οι άλλοι, κ’ οι άλλοι, κ’ οι άλλοι‘ κι αυτοί
που ακού­νε το μέλ­λον να βρά­ζει στις φλέ­βες τους
κι απ’ όλα τα γύρω μας σημεία συγκλίνουνε
στο ίδιο ποτά­μι‘ κι αυτοί που σε μέγα
βάθος ακού­γο­νται νάρ­χο­νται πίσω τους:
« Δεν παρατιόμαστε!…»
« Δεν παρατιόμαστε!…»
Πηγές:[1] Μαρίν Ζέτσεφ, Ο ποι­η­τής Νικη­φό­ρος Βρεττάκος
[2,3,4] Michael Begert, Οδύ­νη και Ελπίδα
Τα κεί­με­να βρί­σκο­νται στο συλ­λο­γι­κό τόμο: Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος, Μελέ­τες για το έργο του, Διο­γέ­νης, Αθή­να 1976

Οι στί­χοι είναι απο­σπά­σμα­τα από το Το Ποτά­μι Μπυ­ές . Βρί­σκε­ται στον δεύ­τε­ρο τόμο με Τα Ποι­ή­μα­τα του Νικη­φό­ρου Βρετ­τά­κου που κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Τρία Φύλ­λα το 1984 ( 2η έκδοση)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο