Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Κουτσούμπας: “Σπίτι χωρίς βιβλιοθήκη είναι σπίτι… γυμνό, αδειανό”

Τι είδους βιβλία επιλέγει να διαβάσει ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ; Ποιος είναι ο αγαπημένος του συγγραφέας; Πού οφείλεται η αγάπη του για τα βιβλία; Μήπως σκέφτεται να γράψει τα απομνημονεύματά του;

Δημή­τρης Κου­τσού­μπας: Γύρω μας κυριαρ­χεί η σκλη­ρό­τη­τα, όμως μέσα από τον κόσμο των βιβλί­ων κατα­φέρ­νου­με εμείς οι βιβλιό­φι­λοι να δια­τη­ρού­με την αισιό­δο­ξη ματιά μας! Το κάθε ανά­γνω­σμα απο­τε­λεί τον σπό­ρο για έναν δυνα­τό άνθρω­πο και σπου­δαίο πολί­τη που μπο­ρεί να επι­λέ­γει το καλό.

Δεν στα­μα­τά­με να κάνου­με νέα όνει­ρα, να ανοί­γου­με παρά­θυ­ρα στο μυα­λό, από αυτά που μας κάνουν να βλέ­που­με κάπως αλλιώς τον κόσμο, να μας προ­σφέ­ρουν αυτό το κάτι παρα­πά­νω σε σχέ­ση με όσα γνω­ρί­ζα­με ή μια δια­φο­ρε­τι­κή προ­σέγ­γι­ση των δεδο­μέ­νων της ζωής μας… να πολε­μή­σου­με για την κοι­νω­νία στην οποία ανή­κου­με, να την κάνου­με καλύ­τε­ρη, για ίσα δικαιώ­μα­τα και πιο ελεύ­θε­ρους ανθρώπους.

Υπάρ­χει το περι­θώ­ριο του χρό­νου ο γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, στους σύν­θε­τους και­ρούς που ζού­με, να «δρα­πε­τεύ­ει» στον κόσμο του βιβλίου;

Όποιος ισχυ­ρί­ζε­ται ότι δεν έχει χρό­νο ή ότι δεν βρί­σκει κάποιο χρό­νο για διά­βα­σμα, πιστεύω ότι δεν είναι ειλι­κρι­νής. Το σωστό είναι ότι δεν φτά­νει ο χρό­νος, λόγω των σύν­θε­των και συνε­χών εξε­λί­ξε­ων που επι­βάλ­λουν πολύ τρέ­ξι­μο και πρα­κτι­κή δρά­ση, να περ­νάς περισ­σό­τε­ρο χρό­νο με το βιβλίο. Αλλά πάντα μπο­ρούν ο καθέ­νας και η καθε­μιά να εξοι­κο­νο­μούν χρό­νο, όσο μπο­ρεί ο καθέ­νας. Γι’ αυτό δεν χρειά­ζε­ται να «δρα­πε­τεύ­εις» στον κόσμο του βιβλί­ου, αλλά να επι­διώ­κεις να ζεις στον κόσμο του βιβλί­ου, ενταγ­μέ­νο οργα­νι­κά σε κάθε δρά­ση και ενέρ­γειά σου, στον οποιο­δή­πο­τε προ­γραμ­μα­τι­σμό σου.

Τι είδους βιβλία επι­λέ­γε­τε να δια­βά­ζε­τε; Έχε­τε αγα­πη­μέ­νο συγγραφέα;

Συνη­θί­ζω να δια­βά­ζω τα πάντα. Και λογο­τε­χνία και ιστο­ρι­κό βιβλίο και πολι­τι­κό ‑όπως λέγε­ται- βιβλίο. Αλλω­στε, το γεγο­νός ότι από τον χαρα­κτή­ρα της χρέ­ω­σής μου στο κόμ­μα, έτσι κι αλλιώς, οφεί­λω να παρα­κο­λου­θώ τις εξε­λί­ξεις, την ιδε­ο­λο­γι­κή πολι­τι­κή δια­πά­λη που διε­ξά­γε­ται και στην Ελλά­δα και διε­θνώς, τις οικο­νο­μι­κές εξε­λί­ξεις, τους διε­θνείς και εγχώ­ριους αντα­γω­νι­σμούς και αντι­θέ­σεις, τις εξε­λί­ξεις με τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο και τις στρα­τιω­τι­κές συγκρού­σεις, κατα­λα­βαί­νε­τε ότι το εύρος της θεμα­το­λο­γί­ας είναι τερά­στιο και, φυσι­κά, όσο μπο­ρώ, το παρα­κο­λου­θώ, με τη βοή­θεια των συνερ­γα­τών μου στο πολι­τι­κό γρα­φείο, στο γρα­φείο Τύπου και στα τμή­μα­τα της Κ.Ε., οι οποί­οι με ενη­με­ρώ­νουν για ό,τι και­νούρ­γιο προ­κύ­ψει και χρειά­ζε­ται να ερευ­νη­θεί, να μελετηθεί.

Ως γ.γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, χρειά­ζε­ται πολύ συχνά, επί­σης, να ανα­τρέ­χω στους κλα­σι­κούς της κοσμο­θε­ω­ρί­ας μας, στα έργα του Μαρξ, του Ενγκελς, του Λένιν, δεν είναι έργα που μία φορά τα δια­βά­ζεις και τα παρα­τάς. Πάντα υπάρ­χει κάτι και­νούρ­γιο που μπο­ρείς να βρεις μέσα στα γρα­πτά τους. Οπως, άλλω­στε, και σε άλλα βιβλία. Φυσι­κά, ξεκο­κα­λί­ζω τις εκδό­σεις της «Σύγ­χρο­νης Επο­χής», έναν πλού­σιο σε εκδό­σεις εκδο­τι­κό οίκο και συγ­χρο­νι­σμέ­νο με την επι­και­ρό­τη­τα. Ετσι, στα 200 χρό­νια του 1821, κυκλο­φό­ρη­σε μια πολύ ενδια­φέ­ρου­σα έκδο­ση, ή στα 100 χρό­νια της Μικρα­σια­τι­κής Εκστρα­τεί­ας και Κατα­στρο­φής, επί­σης, τις οποί­ες σας συνι­στώ να δια­βά­σε­τε. Στη λογο­τε­χνία αγα­πη­μέ­νοι μου είναι ο Καζαν­τζά­κης, ο Λου­ντέ­μης, ο Μίμης Ραβά­νης – Ρεντής, ο Σεμιό­νοφ, ο Στάιν­μπεκ. Τώρα τελευ­ταία με συνε­πή­ρε δια­βά­ζο­ντάς την η Εφη Νού­σκα, η οποία, δυστυ­χώς, έφυ­γε νωρίς και άδι­κα, αφή­νο­ντας πίσω της, όμως, ένα σημα­ντι­κό έργο. Δια­βά­στε τα «Γεω­με­τρι­κά απρό­ο­πτά» της.

Ποιος ήταν εκεί­νος από το περι­βάλ­λον σας που σας μύη­σε στην αγά­πη για τα βιβλία;

Τα παι­δι­κά χρό­νια ήταν πολύ δύσκο­λα, ο πατέ­ρας και η μάνα νοί­κια­ζαν ένα δωμά­τιο σε μια αυλή όπου έμε­ναν άλλες πέντε οικο­γέ­νειες και μέσα εκεί ήταν η κου­ζί­να, το υπνο­δω­μά­τιο, το καθι­στι­κό, μέχρι την ηλι­κία των 9 χρό­νων, μετά τα δωμά­τια έγι­ναν δύο μέχρι την ηλι­κία των 13 χρό­νων και μετά τρία, δηλα­δή ήταν στε­νά­χω­ρα. Παρ’ όλα αυτά, πάντα στο σπί­τι υπήρ­χε μια μικρή βιβλιο­θή­κη, ενώ όσα βιβλία δεν χωρού­σαν τοπο­θε­τού­νταν σε κού­τες κάτω από το κρε­βά­τι ή μετά μέσα στην ντου­λά­πα και ανα­σύ­ρο­νταν για μελέ­τη από εκεί. Ηταν ο πατέ­ρας, κυρί­ως, αυτός, δια­παι­δα­γω­γη­μέ­νος από τις φυλα­κές και τις εξο­ρί­ες ως κομ­μου­νι­στής, που είχε σχέ­ση με το βιβλίο και αυτό το μετέ­δω­σε και στη σύζυ­γό του και μητέ­ρα μου και στα παι­διά του. Δεν μπο­ρώ να ξεχά­σω ότι από τότε που μπο­ρού­σα να συλ­λα­βί­ζω, να δια­βά­ζω, ήταν αναρ­τη­μέ­να στον τοί­χο του δωμα­τί­ου μας, γραμ­μέ­να από το χέρι του πατέ­ρα μου, το «μελέ­τα κι έχε άγρυ­πνα τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή» και το «τρώ­γε το φαΐ σου, αγά­πα το κελί σου, διά­βα­ζε πολύ».

Ο γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας του ΚΚΕ πώς φαντά­ζε­ται την πρό­ο­δο στον χώρο του βιβλί­ου; Υπάρ­χει περι­θώ­ριο καλυ­τέ­ρευ­σης των συνθηκών;

Πιστεύω βαθιά ότι πάντα μπο­ρού­με να δημιουρ­γή­σου­με περι­θώ­ρια καλυ­τέ­ρευ­σης. Η πρό­ο­δος του βιβλί­ου, όπως προ­α­νέ­φε­ρα, αρχί­ζει από την οικο­γέ­νεια. Σπί­τι χωρίς βιβλιο­θή­κη είναι ένα σπί­τι… γυμνό, αδεια­νό. Μαζί με την οικο­γέ­νεια σπου­δαίο ρόλο παί­ζει και το σχο­λείο. Είναι αισιό­δο­ξο το γεγο­νός ότι σήμε­ρα υπάρ­χουν εκπαι­δευ­τι­κοί που, υπερ­βαί­νο­ντας τα εμπό­δια των ανα­λυ­τι­κών προ­γραμ­μά­των για υπο­κα­τά­στα­ση της γνώ­σης από την κατάρ­τι­ση και την εκμά­θη­ση της γλώσ­σας από συντα­γές μαγει­ρι­κής, βοη­θούν τους μαθη­τές να αγα­πή­σουν το διά­βα­σμα της καλής λογο­τε­χνί­ας, τους προ­τρέ­πουν να πλου­τί­σουν τη σκέ­ψη τους μελε­τώ­ντας και εξω­σχο­λι­κά βιβλία, να αξιο­ποι­ή­σουν τις σχο­λι­κές βιβλιο­θή­κες, που δυστυ­χώς όλα τα τελευ­ταία χρό­νια οδη­γού­νται σε διά­λυ­ση ή μένουν κλει­στές. Ομως, καθο­ρι­στι­κή σημα­σία έχει και η κοι­νω­νι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, η συμ­με­το­χή στους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, για­τί εκεί δημιουρ­γού­νται προ­βλη­μα­τι­σμοί, ανη­συ­χί­ες και απαι­τή­σεις, που δεν αντι­με­τω­πί­ζο­νται πρα­κτι­κά και εμπει­ρι­κά. Προ­ϋ­πο­θέ­τουν γνώ­ση θεω­ρη­τι­κή, που μόνο το βιβλίο μπο­ρεί να δώσει. Το κόμ­μα μας απο­δί­δει ιδιαί­τε­ρη σημα­σία σ’ αυτόν τον τομέα. Προ­τρέ­πει συστη­μα­τι­κά στο διά­βα­σμα όχι μονά­χα της δικής μας θεω­ρί­ας, αλλά και κάθε καλού και κοι­νω­νι­κά ωφέ­λι­μου που έχει δημιουρ­γή­σει η ανθρώ­πι­νη σκέ­ψη. Να σας πω μόνο ενδει­κτι­κά ότι τα τελευ­ταία δώδε­κα χρό­νια έχου­με διορ­γα­νώ­σει πέντε επι­στη­μο­νι­κά συνέ­δρια για τη λογο­τε­χνία, ελλη­νι­κή και ξένη, τα υλι­κά των οποί­ων έχουν κυκλο­φο­ρή­σει σε καλαί­σθη­τες εκδό­σεις βιβλί­ων από τη «Σύγ­χρο­νη Εποχή».

Δια­βά­ζε­τε ψηφια­κά βιβλία;

Προ­τι­μώ το χαρ­τί. Νομί­ζω ότι είναι ανε­πα­νά­λη­πτη η αίσθη­ση να κρα­τάς το βιβλίο στο χέρι, να το ξεφυλ­λί­ζεις, να μπο­ρείς και να σημειώ­νεις πάνω του, να μπο­ρείς να το κου­βα­λάς παντού, χωρίς τον φόβο να χάσεις το σήμα ή να θέλει φόρ­τι­ση και να μην μπο­ρείς να βρεις ρεύ­μα εκεί όπου είσαι ή λόγω των δια­κο­πών ρεύ­μα­τος, ιδιαί­τε­ρα τώρα με την ενερ­γεια­κή κρί­ση – φτώ­χεια. Όχι, προ­τι­μώ το βιβλίο, έτσι όπως το γνώ­ρι­σα από παι­δί. Αυτό δεν σημαί­νει ότι απο­κλεί­ε­ται να ανα­τρέ­ξω κάποια στιγ­μή στο Δια­δί­κτυο, στο ψηφιο­ποι­η­μέ­νο βιβλίο, όταν δεν μπο­ρώ να το βρω σε χαρ­τί κάποια στιγ­μή. Απλώς σας επι­ση­μαί­νω τι προ­τι­μώ. Το ψηφια­κό μόνο βοη­θη­τι­κά το χρη­σι­μο­ποιώ μέχρι σήμερα.

Αρκε­τοί γρά­φουν τις εμπει­ρί­ες από την καριέ­ρα τους και μας κατα­θέ­τουν ιστο­ρι­κά στοι­χεία με την έκδο­ση κάποιου βιβλί­ου. Να το περι­μέ­νου­με από εσάς;

Δεν μου είχε περά­σει καν από το μυα­λό, μέχρι τη στιγ­μή που μου κάνα­τε την ερώ­τη­ση. Οχι, πιστεύω ότι ο καθέ­νας μας κατα­θέ­τει τη συμ­βο­λή του στο σήμε­ρα, με τη δρά­ση του, τις τοπο­θε­τή­σεις του, τις ομι­λί­ες, τα άρθρα, τον καθη­με­ρι­νό αγώ­να του. Αυτό μετά, βεβαί­ως, γίνε­ται παρελ­θόν, γίνε­ται κομ­μά­τι της ιστο­ρί­ας, η οποία δια­μορ­φώ­νε­ται, κυρί­ως, από τη συλ­λο­γι­κή σκέ­ψη και δρά­ση, από την κίνη­ση των εργα­τι­κών – λαϊ­κών δυνά­με­ων και αυτό πιστεύω ότι είναι που πρέ­πει να απο­κρυ­σταλ­λώ­σει η ιστο­ρι­κή μελέτη.

Πηγή

 

Ο Μέγας Ιερο­ε­ξε­τα­στής, Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο