Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Ραβάνης — Ρεντής

Γρά­φει η Φαί­δρα Ζαμπα­θά — Παγου­λά­του //

Πώς ν’ ανα­λύ­σεις την καρ­διά του ανθρώ­που, πώς να κόψεις φέτες τον ήλιο και να τον μοι­ρά­σεις στον κόσμο, πως ν αγκα­λιά­σεις τον ουρα­νό, το όνει­ρο και να το προ­σφέ­ρεις στους ανθρώ­πους, για­τί ο Μίμης ήταν και ήλιος ζεστός και ουρα­νός γαλά­ζιος ‚που αγκά­λια­ζε το σύμπαν.

Ένας άνθρω­πος γελα­στός, μ’ ένα ευγε­νι­κό κι εύστο­χο χιού­μορ, γεμά­τος τρυ­φε­ρό­τη­τα. Κι όμως ανα­ρω­τιό­ταν κανείς από πού ξεχεί­λι­ζε το αγω­νι­στι­κό του πνεύ­μα και η ανεί­πω­τη δύνα­μη που είχε μέσα στο λιπό­σαρ­κο σώμα του και στα μεγά­λα καθα­ρά και φωτει­νά του μάτια. Μια ζεστή αγκα­λιά για όλους και ιδιαί­τε­ρα για τα παι­διά. Ήταν ο συγ­γρα­φέ­ας που πονού­σε για κάθε αδι­κία, για κάθε εκμε­τάλ­λευ­ση. Πάλευε το ίδιο στη ζωή και στο έργο του.

Γεν­νη­μέ­νος στην Αθή­να το 1925 μέσα σε μια μεσο­α­στι­κή οικο­γέ­νεια, στο έργο του στρά­φη­κε συνει­δη­τά στην εργα­τιά. Δού­λε­ψε, έγρα­ψε, αγω­νί­στη­κε σκλη­ρά, κατα­δι­κά­στη­κε δις σε θάνα­το και φυγα­δεύ­ε­ται στον ανα­το­λι­κό χώρο. Περι­πλα­νή­θη­κε σε όλη την ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη για να κατα­λή­ξει στη Ρου­μα­νία και εγκα­θί­στα­ται στο Βου­κου­ρέ­στι. Εκεί θα γρά­ψει και θα κυκλο­φο­ρή­σουν τα περισ­σό­τε­ρα Βιβλία του. Γίνε­ται γνω­στός και θεω­ρεί­ται μεγά­λος συγ­γρα­φέ­ας μακριά από την πατρί­δα του όπου κανείς σχε­δόν δεν το γνω­ρί­ζει. Μεγά­λη πίκρα αλλά ο Μίμης είναι αισιό­δο­ξος και δεν το βάζει κάτω.Παίρνει μέρος σ΄ένα θεα­τρι­κό δια­γω­νι­σμό στην Αθή­να και κερ­δί­ζει το 1ο Βρα­βείο του Ελλη­νι­κού Θεα­τρι­κού Οργα­νι­σμού το 1962. Έτσι ανοί­γει ο δρό­μος της επιστροφής,ο οποί­ος καθυ­στε­ρεί ως το 1968. Επι­στρέ­φει μέσω Παρι­σιού στα πάτρια χώμα­τα. Εδώ θα συνε­χί­σει το έργο του χωρίς δια­κο­πή μόνο που θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει πολ­λά ψευ­δώ­νυ­μα, μετά από σύλ­λη­ψή του επί Χού­ντας και αφού του αφαι­ρεί­ται η άδεια εργα­σί­ας και η ελλη­νι­κή ιθα­γέ­νεια. Μια ζωή στο κυνηγητό.

Ωστό­σο έπρε­πε να δου­λέ­ψει για τον επιού­σιο, να κερ­δί­σει τη ζωή του και μπαί­νει στο χώρο της Δια­φή­μι­σης. Κι εκεί κάνει θαύ­μα­τα και κερ­δί­ζει ένα μεγά­λο Βρα­βείο, πάντα βέβαια με ψευδώνυμο.

Ευαι­σθη­σία, χιού­μορ, ευρη­μα­τι­κό­τη­τα, τα κύρια χαρα­κτη­ρι­στι­κά της γρα­φής του. Λόγος ευθύς, άμε­σος που φωτο­γρα­φί­ζει άνθρω­πο με παι­δεία, με άπει­ρες γνώ­σεις και με μια παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα που κατα­λή­γει σε εικό­νες και σε τοπία εκπλη­κτι­κά καθώς και σε ήρω­ες στους οποί­ους σκά­βει μέσα στον εσω­τε­ρι­κό τους κόσμο ώστε να ανα­σύ­ρει και την πιο μικρή λεπτο­μέ­ρεια. Όλες οι διερ­γα­σί­ες που γίνο­νται στην ανθρώ­πι­νη ψυχή περ­νά­νε μέσα από το φίλ­τρο του συγ­γρα­φέα Δ.Ρ.Ρ.

Το πεζο­γρα­φι­κό του έργο που απο­τε­λεί­ται από Διη­γή­μα­τα, Μυθι­στο­ρή­μα­τα, Θεα­τρι­κά στην πλειο­ψη­φία τους ξετυ­λί­γο­νται στην επο­χή της Εθνι­κής Αντί­στα­σης. Τα περισ­σό­τε­ρα θέμα­τα είναι βιω­μα­τι­κά. Αυτό το ανα­φέ­ρω απλά για­τί κι εκεί­να που προ­έρ­χο­νται από ακού­σμα­τα ή είναι φαντα­στι­κά διαν­θι­σμέ­να με σκλη­ρές αλή­θειες δεν έχουν καμιά δια­φο­ρά. Είναι ο λόγος του συγ­γρα­φέα, η δύνα­μη της πέν­νας του, το ταλέ­ντο του, η ιδιο­συ­γκρα­σία του και η ιδιαί­τε­ρη ευαι­σθη­σία του. Ολό­κλη­ρη η ζωή του ήταν αφιε­ρω­μέ­νη στη συγ­γρα­φή. Ποί­η­ση, Πεζο­γρα­φία, Θέα­τρο, Εκπο­μπές Ραδιο­φω­νι­κές Μετα­φρά­σεις, ‚Δημο­σιο­γρα­φία, Παι­δι­κό βιβλίο [Παρα­μύ­θια] Κινη­μα­το­γρά­φος, ΤV.

Αν σας απα­ριθ­μού­σα τα έργα του δεν θα έφτα­νε ο περιο­ρι­σμέ­νος χρό­νος μίας Εκδήλωσης.

Ενδει­κτι­κά θ ‘ανα­φέ­ρω

11 – Θεα­τρι­κά [τα περισ­σό­τε­ρα παί­χτη­καν στο βου­νό, στη Ρου­μα­νία και τη Βουλ­γα­ρία] 5 — Τα περισ­σό­τε­ρα Παι­δι­κά [κυκλο­φό­ρη­σαν στην Ελλάδα] 

11 ‑Ποι­η­τι­κά Ο Μπε­λο­γιάν­νης Ζει , Ο Γυρι­σμός, Ο θρύ­λος της Λίμνης, Το τρα­γού­δι των δρό­μων, Ρεπορ­τάζ για ένα ζεστό Νοέ­βρη κ.α.Γ ια το ποι­η­τι­κό του έργο και ιδιαί­τε­ρα για το [Ρεπορ­τάζ για ένα ζεστό Νοέ­βρη] θα σας μιλή­σει ο συνά­δελ­φος ποι­η­τής Αλέ­κος Πούλος.

3 ‑Ται­νί­ες μεγά­λου μήκους [ που γυρί­στη­καν στη Ρουμανία] 

5 ‑Πεζά [Το παρά­νο­μο φως, Τα παι­διά της Αθή­νας- Αετό­που­λα, Ο Δρο­μά­κος με τη Πιπεριά,[σ αυτό το Δρο­μά­κο σκια­γρά­φη­σε μια μικρο­γρα­φία της Κατο­χι­κής Αθή­νας,] 10 Ατέ­λειω­τες Ώρες [αλη­θι­νή αφή­γη­ση ενός συντρό­φου που μετα­φέ­ρει έναν ασύρ­μα­το, μπο­ρεί να ήταν και ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας, η ζωντά­νια της αφή­γη­σης, σου κόβει την ανά­σα], Ένα κομ­μά­τι Ουρα­νός. Ο λόγος του , η γρα­φή του έχουν μια αμε­σό­τη­τα και μια συγκί­νη­ση. Ο Δ. Ρ.Ρ. ανή­κει στους συγ­γρα­φείς που με όποιο είδος του λόγου ασχο­λη­θούν δημιουρ­γούν έργα όχι μόνο αξιό­λο­γα αλλά εκφρά­ζουν παράλ­λη­λα και μια πλα­τειά γκά­μα συναισθημάτων.

redis

Εκπο­μπές

3 ‑Για το Ραδιό­φω­νο [Η πρώ­τη κρά­τη­σε 2 χρό­νια και η δεύτερη3 χρόνια,600 για το Λόρ­δο Βύρωνα

Τηλε­ό­ρα­ση

Παι­δι­κές, Μαριο­νέτ­τες, Ο Αλέ­ξης, Μια φορά κι έναν και­ρό, Το γυμνό Μοντέ­λο, Η ωραία Ελέ­νη των Γαϊδάρων.

Ο Δ.Ρ.Ρ άφη­σε πλη­θώ­ρα έργων ανέκ­δο­των, Άλλα βρί­σκο­νται στην τελευ­ταία γρα­φή και άλλα έτοι­μα προς Έκδο­ση. Ένας όγκος δου­λειάς που απο­τε­λεί­ται, από Ποι­ή­μα­τα, Νου­βέ­λες, Θεα­τρι­κά, Παι­δι­κά, Χρο­νι­κά, σενά­ρια και πολ­λά άλλα που δεν πρό­λα­βαν να δουν το φως της δημο­σιό­τη­τας και ο συγ­γρα­φέ­ας να ζήσει τη χαρά και την ικα­νο­ποί­η­ση να δει και να χαρεί τα έργα του να κυκλο­φο­ρούν στην αγα­πη­μέ­νη του Πατρί­δα, που στε­ρή­θη­κε για πολ­λά χρό­νια και έζη­σε τη σκλη­ρό­τη­τα και το απάν­θρω­πο πρό­σω­πο της. Ο τρυ­φε­ρός Ποι­η­τής και πεζο­γρά­φος έχει γρά­ψει κομ­μά­τια ανεί­πω­της ομορ­φιάς κι ευαι­σθη­σί­ας. Σε όλα του τα Βιβλία υπάρ­χουν δια­μά­ντια που λάμπουν από τρυ­φε­ρό­τη­τα. Στο Βιβλίο ‘Τα Παι­διά της Αθή­νας’’ ανα­φέ­ρε­ται στα Αετό­που­λα που βγαί­να­νε το βρά­δυ να γρά­ψου­νε στους τοί­χους. Μικρά παι­διά που μέσα τους είχαν κι ένα φόβο αφού υπήρ­χαν παντού σκιές. Σκιές δέντρων, σκιές σπι­τιών, ανθρώ­πων που πήγαι­ναν τοί­χο-τοί­χο και κατα­λή­γει, μόνο οι πεθα­μέ­νοι δεν είχαν σκιές. Σ’ αυτή τη φρά­ση στα­μα­τάς και υπο­κλί­νε­σαι στο συγ­γρα­φέα.’’ Στο Δρο­μά­κο με τη Πιπε­ριά ‘’γρά­φει [άφη­σε το χέρι της στην παλά­μη του σαν νεκρό που­λί]. Κι αλλού θα περι­γρά­ψει τη σκη­νή oπου ο πατέ­ρας βλέ­πει το γιό του σκο­τω­μέ­νο και ψάχνει να βρει τι, το μαντή­λι του. Είναι συγκλο­νι­στι­κό, επι­τρέψ­τε μου να σας το δια­βά­σω. Το μαντή­λι σελ 211–212.

Σε oλ’ αυτά τα δύσκο­λα χρό­νια, τα πέτρι­να ‘όπως συνη­θί­σα­με να λέμε, πάντα θα συνα­ντή­σου­με έναν έρω­τα. Ο συγ­γρα­φέ­ας μας ευαγ­γε­λί­ζε­ται έναν έρω­τα άγιο μέσα στη λαί­λα­πα της Κατο­χής και του Πολέ­μου. Ο αγω­νι­στής έχει καρ­διά, η συντρό­φισ­σα είναι μάνα, αδερ­φή σύντρο­φος αλλά κι ακρι­βή αγα­πη­μέ­νη. Κι ο Μίμης δεν το ξεχνά­ει, δεν το προ­σπερ­νά­ει, αντί­θε­τα το ζει μαζί με τους ήρω­ες του.

Πρό­κει­ται, για νέα παι­διά, στα πιο τρυ­φε­ρά τους χρό­νια της εφη­βεί­ας, κι είναι φυσι­κό ο έρω­τας να φτε­ρου­γί­ζει μέσα τους. Ακό­μη και στα Αετό­που­λα τα αγο­ρά­κια και τα κορι­τσά­κια δια­λέ­γουν τα αντί­στοι­χα παι­διά οργα­νώ­νο­ντας τις ομά­δες τους. Ένα παι­χνί­δι συμπά­θειας που πάντα γίνε­ται είτε σ επο­χές Ειρή­νης ή σ εμπό­λε­μες κατα­στά­σεις. Κι είναι κρί­μα που αυτά τα Βιβλία δεν διδά­σκο­νται στα σχο­λεία μας. 1ο για­τί είναι η ιστο­ρία μας του Πολέ­μου και της Κατο­χής ενώ παράλ­λη­λα δια­γρά­φο­νται συναι­σθή­μα­τα θυσί­ας, ανθρω­πιάς, τρυ­φε­ρό­τη­τας, κι αξιο­πρέ­πειας. Στον αντί­πο­δα η Προ­δο­σία, τα συμ­φέ­ρο­ντα, η εκμε­τάλ­λευ­ση, στοι­χεία που πρέ­πει οι νέοι να γνω­ρί­ζουν για να φυλά­γο­νται από αυτά και να τα αποφεύγουν.O Δημιουρ­γός όμως αυτός που αφιέ­ρω­σε τη ζωή του στη συγ­γρα­φή έφυ­γε για πάντα από κοντά μας στα 1996 έναν συν­νε­φια­σμέ­νο Μάρτη .

Ωστό­σο πρέ­πει να είμα­στε περή­φα­νοι για την πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά που μας άφη­σε ένας αξιό­λο­γος συγ­γρα­φέ­ας ο Δ.Ρ.Ρ. και του οφεί­λου­με να δια­δώ­σου­με το έργο του. Δου­λειά που έχει ανα­λά­βει και οργα­νώ­νει επά­ξια και με απέ­ρα­ντη αγά­πη η σύντρο­φος του Αλε­ξάν­δρα Κρέ­μου, που του στά­θη­κε φύλα­κας άγγε­λος. Κι αν ο Μίμης στά­θη­κε στα πόδια του από τότε που ήρθε στην Ελλά­δα, στην Πατρί­δα που αγά­πη­σε και στε­ρή­θη­κε από κάποια άρρω­στα μυα­λά που κυνή­γη­σαν έναν συγ­γρα­φέα λυρι­κό στυ­λί­στα αλλά και ρεα­λι­στή, γλυ­κό αλλά και πικρό εκεί που έπρε­πε, ο οποί­ος εκεί που γελά­ει, κλαί­ει γοε­ρά. Ένα μεγά­λο μέρος αυτής της συγ­γρα­φι­κής προ­σφο­ράς του που δημιούρ­γη­σε στον Ελλα­δι­κό χώρο τον χρω­στά­με στην τρυ­φε­ρή του Αλε­ξάν­δρα που εμείς οι κοντι­νοί φίλοι τη φωνά­ζου­με Α κ α λ α.

Όμως για τον Δ.Ρ.Ρ. δεν μπο­ρείς να τελειώ­σεις με μια ομι­λία ολί­γων λεπτών. Από­ψε προ­σπά­θη­σα να σας σκια­γρα­φή­σω ένα πορ­τραί­το του συγ­γρα­φέα, αγα­πη­μέ­νου φίλου και άξιου αγω­νι­στή απλά όπως απλός ήταν και ο ίδιος.

(Το κεί­με­νο είναι η ομι­λία μου σε εκδή­λω­ση της Εται­ρί­ας Λογο­τε­χνών. Θεω­ρώ μεγά­λη μου τιμή που η Ε.Ε.Λ. μου ανέ­θε­σε να μιλή­σω για έναν αξιό­λο­γο συγ­γρα­φέα, γλυ­κύ­τα­το Φίλο και μεγά­λο αγω­νι­στή, τον Δ. Ρ. Ρ. τον αξια­γά­πη­το Μίμη).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο