Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίκη δολοφόνων Ελένης Τοπαλούδη: Επιλεκτικές «ευαισθησίες»…

Με αφορμή την παρέμβαση του προέδρου του ΔΣΑ για την εισαγγελική πρόταση στη δίκη για τη δολοφονία Τοπαλούδη

Το προη­γού­με­νο διά­στη­μα έγι­νε αρκε­τή συζή­τη­ση, ανά­με­σα στα άλλα, γύρω από τη δημό­σια παρέμ­βα­ση του προ­έ­δρου του ΔΣΑ ανα­φο­ρι­κά με την εισαγ­γε­λι­κή πρό­τα­ση που έγι­νε στη δίκη για τη στυ­γε­ρή δολο­φο­νία της Ελέ­νης Τοπαλούδη.

Η εν λόγω υπό­θε­ση δικαί­ως είχε στραμ­μέ­να πάνω της τα φώτα της δημο­σιό­τη­τας, καθώς τα πραγ­μα­τι­κά περι­στα­τι­κά της συγκε­κρι­μέ­νης δολο­φο­νί­ας την καθι­στούν ένα από τα ειδε­χθέ­στε­ρα εγκλή­μα­τα στη νεό­τε­ρη ελλη­νι­κή ιστο­ρία. Η δημο­σιό­τη­τα, μάλι­στα, της συγκε­κρι­μέ­νης δίκης πρέ­πει να απο­τε­λέ­σει το έναυ­σμα, προ­κει­μέ­νου να ανοί­ξει μια ουσια­στι­κή και σε βάθος συζή­τη­ση γύρω από τους όρους που γεν­νούν και ανα­πα­ρά­γουν το κοι­νω­νι­κό αυτό ζήτη­μα της σωμα­τι­κής και ψυχο­λο­γι­κής βίας που υφί­στα­νται αρκε­τές γυναί­κες τόσο στο χώρο εργα­σί­ας τους όσο και στις δια­προ­σω­πι­κές τους σχέσεις.

Οταν λοι­πόν το δια­κύ­βευ­μα της συγκε­κρι­μέ­νης δίκης είναι τόσο μεγά­λο και με τέτοιο ουσια­στι­κό περιε­χό­με­νο, δεν επι­τρέ­πε­ται να εκτρέ­πεις τη δημό­σια συζή­τη­ση με το αιτιο­λο­γι­κό ότι «η Εισαγ­γε­λέ­ας της έδρας (…) ανα­φέρ­θη­κε εξό­χως απα­ξιω­τι­κά και συλ­λή­βδην στο υπε­ρα­σπι­στι­κό έργο των δικη­γό­ρων». Με άλλα λόγια, η συγκε­κρι­μέ­νη δίκη δεν προ­σφε­ρό­ταν για να λυθεί το ζήτη­μα των όποιων απα­ξιω­τι­κών συμπε­ρι­φο­ρών μετα­ξύ δικα­στι­κών λει­τουρ­γών και δικη­γό­ρων. Δεν ήταν ο τόπος και ο χρό­νος για τέτοια πράγ­μα­τα, όπως λέει και ο ποι­η­τής. Υπήρ­ξαν στο παρελ­θόν και θα υπάρ­ξουν και στο μέλ­λον άλλες ευκαι­ρί­ες για τέτοιου είδους διαξιφισμούς.

Αξίζει βέβαια να σημειω­θεί ότι ο ίδιος ο σημε­ρι­νός πρό­ε­δρος του ΔΣΑ δεν είχε διστά­σει να «στο­λί­σει» δημό­σια έναν άλλο γνω­στό εισαγ­γε­λέα, προ­κει­μέ­νου να τον απο­μειώ­σει και να υπερ­θε­μα­τί­σει στην επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία της ναζι­στι­κής Χρυ­σής Αυγής για πολι­τι­κές διώξεις…

Σε κάθε περί­πτω­ση, πάντως, ο κ. πρό­ε­δρος έχει επι­λε­κτι­κές …ευαι­σθη­σί­ες σχε­τι­κά με προ­σβλη­τι­κές συμπε­ρι­φο­ρές απέ­να­ντι σε δικη­γό­ρους! Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι η εργα­σια­κή ζού­γκλα που επι­κρα­τεί στο χώρο των μισθω­τών δικη­γό­ρων, ιδιαί­τε­ρα μάλι­στα αυτών που εργά­ζο­νται σε δικη­γο­ρι­κές εται­ρεί­ες και δικη­γο­ρι­κά γρα­φεία, δεν φαί­νε­ται να προ­σβά­λει ιδιαι­τέ­ρως «το δικη­γο­ρι­κό σώμα» και τον «νομι­κό πολι­τι­σμό» του κ. προ­έ­δρου. Ουδέ­πο­τε έβγα­λε μια παρό­μοια, οργί­λη ανα­κοί­νω­ση για τα εξα­ντλη­τι­κά ωρά­ρια, τους εξευ­τε­λι­στι­κούς μισθούς, τις ταπει­νω­τι­κές συμπε­ρι­φο­ρές και την ανυ­παρ­ξία κατο­χυ­ρω­μέ­νων δικαιω­μά­των στο περή­φα­νο σώμα των μισθω­τών δικη­γό­ρων στο οποίο έχει την τιμή …να προεδρεύει.

Αντ’ αυτού μέσα και από αυτήν τη δημό­σια παρέμ­βα­ση δεν παρέ­λει­ψε να υπεν­θυ­μί­σει για μια ακό­μη φορά τα φλη­να­φή­μα­τα σχε­τι­κά με τον ρόλο του δικη­γό­ρου ως «συλ­λει­τουρ­γού της δικαιο­σύ­νης», δηλα­δή ότι κάθε δικη­γό­ρος μέσα στο σημε­ρι­νό εκμε­ταλ­λευ­τι­κό σύστη­μα προ­σφέ­ρει υπη­ρε­σία που γίνε­ται προς χάρη της δικαιο­σύ­νης και του λαού! Ποιο λει­τούρ­γη­μα όμως επι­τε­λούν, για παρά­δειγ­μα, τα αρπα­κτι­κά των εισπρα­κτι­κών δικη­γο­ρι­κών εται­ρειών, που βρί­σκο­νται στις υπη­ρε­σί­ες των τρα­πε­ζών, με τις γνω­στές άθλιες μεθό­δους που μετα­χει­ρί­ζο­νται σε βάρος αδύ­να­μων οφειλετών;

Ο κ. πρό­ε­δρος μάλ­λον πόρ­ρω απέ­χει από την κοι­νω­νία, όταν ανα­πα­ρά­γει τέτοιου είδους κοι­νο­το­πί­ες. Φαί­νε­ται πως δεν κατα­νο­εί ότι η δικη­γο­ρία δεν απο­τε­λεί de jure λει­τούρ­γη­μα, αλλά εξαρ­τά­ται de facto από τον τρό­πο που θα επι­λέ­ξει να ασκή­σει κάποιος το συγκε­κρι­μέ­νο επάγ­γελ­μα. Το ίδιο άλλω­στε συμ­βαί­νει και για άλλα επι­στη­μο­νι­κά επαγ­γέλ­μα­τα, όπως του για­τρού, του εκπαι­δευ­τι­κού κ.λπ.

Επίσης, κανείς δεν μπο­ρεί να είναι πέρα και πάνω από κάθε κρι­τι­κή, ακό­μα και αν αυτός ο κάποιος είναι …δικη­γό­ρος! Δεν μπο­ρείς να έχεις την απαί­τη­ση να μην επι­δέ­χε­ται κρι­τι­κής από την κοι­νω­νία ένας δικη­γό­ρος ανα­φο­ρι­κά με τις υπο­θέ­σεις που απο­δέ­χε­ται να ανα­λά­βει και πολύ περισ­σό­τε­ρο με τον τρό­πο που απο­φα­σί­ζει να τις χειριστεί.

Και φυσι­κά, δεν τίθε­ται ζήτη­μα αμφι­σβή­τη­σης του ανα­φαί­ρε­του δικαιώ­μα­τος που έχει κάθε κατη­γο­ρού­με­νος για υπε­ρά­σπι­ση. Απλά στην κοι­νω­νία υπάρ­χει μια κάποια ελά­χι­στη εμπει­ρία για να …διαι­σθαν­θεί κανείς ότι το βασι­κό κίνη­τρο ενός δικη­γό­ρου που ανα­λαμ­βά­νει, για παρά­δειγ­μα, να υπε­ρα­σπι­στεί έναν μεγα­λέ­μπο­ρο ναρ­κω­τι­κών δεν είναι η προ­ά­σπι­ση του ανα­φαί­ρε­του δικαιώ­μα­τος υπεράσπισης…

Πηγή: Ριζο­σπά­στης / Μ. Μ.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο