Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δυο λόγια για το θάνατο του συνθέτη Θάνου Μικρούτσικου 

Γρά­φει ο Γιώρ­γος Δ. Μπί­μης //

Με την εμπνευ­σμέ­νη τέχνη σου μας έπει­σες πως στον άνθρω­πο δεν ται­ριά­ζει η ταπεί­νω­ση και η υπο­δού­λω­ση της συνεί­δη­σής του μήτε ο εγκλω­βι­σμός του στις παρα­ποι­η­μέ­νες κοι­νω­νι­κές αντι­λή­ψεις, στην ισο­πέ­δω­ση των δικαιω­μά­των του, σε τού­τη την ανθρω­πό­τη­τα που έχει μετα­τρα­πεί σ’ ένα απέ­ρα­ντο εργο­τά­ξιο δού­λων με τρα­γι­κή συνέ­πεια όσο αυξά­νει ο υλι­κός πλού­τος της ολι­γαρ­χί­ας τόσο να συρ­ρι­κνώ­νε­ται η ”αστι­κή δημο­κρα­τία” με ότι αυτό συνε­πά­γε­ται για τους πολλούς.

Με τα τρα­γού­δια σου αδερ­φέ μου ύμνη­σες την ελευ­θε­ρία και την αθα­να­σία της ύπαρ­ξης που δια­σφα­λί­ζε­ται απο­κλει­στι­κά με την αντι­κει­με­νι­κή γνώ­ση, με την τέχνη και με τους ασί­γα­στους αγώ­νες του λαού μας.

Με τις νότες σου πέρα­σες το μέγα μήνυ­μα πως οι άνθρω­ποι χρειά­ζο­νται μια ανα­τρε­πτι­κή ιδε­ο­λο­γία για ν’ απα­ντή­σουν στα ανα­πά­ντη­τα ερω­τή­μα­τα που κατα­δυ­να­στεύ­ουν την ψυχή και το πνεύ­μα τους.

Με τις καντά­τες σου έθρε­ψες την ταξι­κή συνεί­δη­ση και το γνή­σιο δια­λο­γι­σμό που μπο­ρεί να φανε­ρώ­σει στο απο­στα­μέ­νο βλέμ­μα των κατα­πιε­σμέ­νων την ηθι­κή αλή­θεια των πραγ­μά­των. Την καθ’ ύλην αλή­θεια που θα μας εξοι­κειώ­σει και με τη ζωή και με το θάνα­το, που θα μας παρα­κι­νή­σει ένθερ­μα να θητεύ­σου­με και ν’ αφιε­ρω­θού­με στα ανα­στά­σι­μα της ζωής, αυτή την αδια­πραγ­μέ­τευ­τη αλή­θεια που θα ενι­σχύ­ει το φρό­νη­μά μας για ν’ απο­κτή­σου­με σαφή αντί­λη­ψη όσον αφο­ρά το κατα­λη­κτι­κό τέλος του ισό­βιου χρό­νου πάνω στο αγια­σμέ­νο χώμα που μας γέννησε…

Ναι, η ανθρώ­πι­νη αση­μα­ντό­τη­τα σύντρο­φε χρειά­ζε­ται απα­ραί­τη­τα ένα πλαί­σιο αρχών και αξιών για να νική­σει το χρό­νο και τη λήθη, για να κερ­δί­σει εντέ­λει μια στα­γό­να από την συμπα­ντι­κή αιω­νιό­τη­τα και να σωθεί.

Εσύ το ήξε­ρες πάντα. Η μονα­δι­κή εναλ­λα­κτι­κή επι­λο­γή απέ­να­ντι στην άβυσ­σο που μας κυκλώ­νει είναι το ανα­βαθ­μι­σμέ­νο πνεύ­μα, η παι­δεία, ο οίστρος, η έμπνευ­ση, μ’ άλλα λόγια η γνή­σια δημιουρ­γία, το αισθητικό/καλλιτεχνικό απο­τύ­πω­μα που θ’ αφή­σει πίσω της κάθε προι­κι­σμέ­νη ψυχή, κάθε πνευ­μα­τώ­δης νους. Η απε­λευ­θέ­ρω­ση της αισθα­ντι­κό­τη­τας και της ευαι­σθη­σί­ας, ως σύμ­φυ­τες ιδιό­τη­τες της ύλης, απο­τε­λούν τη βασι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση για την ανα­τρο­πή τού­της της παγιω­μέ­νης κι ανα­χρο­νι­στι­κής συνή­θειας του απο­τυ­χη­μέ­νου και χρε­ο­κο­πη­μέ­νου κόσμου μας…

Πρω­το­πό­ρος μες στους πρω­το­πό­ρους του αιώ­να, με το κατά­με­στο έργο της ζωής σου σύντρο­φε Θάνο μας φανέ­ρω­σες μια πτυ­χή της αλή­θειας, μας απο­κά­λυ­ψες το μαρ­μα­ρέ­νιο αλώ­νι του Διγε­νή όπου η ζωή μπο­ρεί με ίσους όρους ν’ ανα­με­τρη­θεί με το θάνατο.

Ο θάνα­τος ανά πάσα στιγ­μή μπο­ρεί να κόψει το νήμα και να τερ­μα­τί­σει μια ζωή, όμως δε μπο­ρεί ν’ αντι­τα­χθεί στη μεγα­λο­σύ­νη του πνεύ­μα­τος και στην ανω­τε­ρό­τη­τα της ανθρώ­πι­νης ψυχής.

Σύντρο­φε Θάνο με την ψυχή, με το πνεύ­μα, με το ταλέ­ντο και με την επα­να­στα­τι­κή σου ιδε­ο­λο­γία έχεις ανοί­ξει ήδη διά­πλα­τα τις βαριές πύλες της αθα­να­σί­ας και της αιωνιότητας…

Κοι­μή­σου ειρη­νι­κά,… εμείς που μεί­να­με πίσω θα συνε­χί­σου­με τον ωραίο δρό­μο της λαϊ­κής δημιουρ­γί­ας και της ταξι­κής πάλης που εσύ χάρα­ξες ανε­ξί­τη­λα στη γη μας με τα σπου­δαία προ­τε­ρή­μα­τά σου και με τα κορυ­φαία σου χαρί­σμα­τα. Αιω­νία η μνή­μη σου σύντροφε!!!

Αυτός,…

Αυτός που έφυ­γε μια νύχτα ξαφνικά,
μια πόρ­τα άνοι­ξε στης γης την εξορία
κι άφη­σε πίσω του μια άρτια ιστορία
κι ένα από­θε­μα με γνή­σια ιδανικά.

Αυτός που έφυ­γε στη μπό­ρα βιαστικά,
είχε μια φλό­γα κι ένα όρα­μα στα στήθια
κι είπε με πάθος και με τόλ­μη την αλήθεια
για τα παι­διά π’ οδοι­πο­ρού­νε νηστικά.

Αυτός που έφυ­γε για πάντα από τη γη
τώρα στα σύν­νε­φα κοι­μά­ται και ξυπνάει,
μα την οδύ­νη και τον πόνο δεν ξεχνάει
και μας καλεί για μια και­νού­ρια επιλογή:

Εκεί που η νύχτα σελα­γί­ζει στα βουνά,
την εξα­πά­τη­ση να ψάξεις και το ψέμα,
ν’ απο­κη­ρύ­ξεις τη θυσία και το αίμα,
κι αυτό το σφάλ­μα το βαρύ που σε πονά.

Κι άμα ο πόνος δεν ακού­ει, δε μιλά,
στην άγια μάχη θα ‘βρεις νόη­μα κι ουσία,
την πιο ασή­μα­ντη στην πλά­ση παρουσία
να την προ­τρέ­ψεις να κοι­τά­ξει πιο ψηλά,…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο