Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δυο ποιήματα του Γιώργου Δ. Μπίμη

Τ’ όνομά σου…

Τ’ όνο­μά σου στην άμμο το χάραξα,
ένα κύμα μακριά να το πάει
κι άμα χάθη­κες μέσα μου σπάραξα
κι ένα άλγος στη γη με σκορπάει…

Της αγά­πης τα λόγια σου χάθηκαν
στα πικρά και στα δίσε­χτα χρόνια,
σα λου­λού­δια στη μπό­ρα μαράθηκαν
μα στο νου μου θα ζήσουν αιώνια…

Ο καη­μός της αγά­πης δε γέρασε
‑ένα φως που σαγή­νε­ψε τ’ άστρα-
ένα όρα­μα ήσουν που πέρασε,
μια βρο­χή που νοτί­ζει τα κάστρα…

Προ­σευ­χή μου θα κάνω τα χέρια σου
για τον έρω­τα ύμνους θα γράψω,
στα σεμνά και λιτά καλο­καί­ρια σου
μια φωτιά στην κορ­φή σου θ’ ανάψω…

Στην καρ­διά ένα σύν­νε­φο ζύγωσε
κι ο και­ρός βια­στι­κά περπατάει,
το ρωτάω γι’ αυτό που σε πλήγωσε
κι η πικρή του σιω­πή μ’ απαντάει…

(1ος Έπαι­νος από 1ο Πανελ­λή­νιο Δια­γω­νι­σμό Ποί­η­σης «ΚΕΦΑΛΟΣ» — Αδημοσίευτο)

Σκάρτος καιρός…

Της νιό­της μας τα χρόνια,
σαν κάμα­ρες κλειστές,
στις μπό­ρες και στα χιόνια,
τα κούρ­σε­ψαν ληστές.

Στις τρεις Δεκέμ­βρη μήνα,
ξεσπά­θω­σε μια νια
και βγή­κε στην Αθήνα
να σμί­ξει το φονιά.

Σ’ ένα περ­βό­λι μ’ άστρα,
ψηλά στον ουρανό,
βιγλί­ζει τ’ άδεια κάστρα
και τον Αυγερινό.

Κι όλο θρη­νούν οι δείκτες
κι ασύ­ντα­χτοι καιροί
σμί­γουν στις μαύ­ρες νύχτες,
μ’ αυτή ‘ναι τυχερή.

Μα που θα βρει λημέρι
να κάνει μιαν αρχή,
το δύσμοι­ρο τ’ ασκέρι
στον πόνο πειθαρχεί.

Κοι­μή­θη­κε στο χώμα
και τού­τη η γενιά
κι η γη θρη­νεί ακόμα
το θύμα του φονιά…

(Από την ποι­η­τι­κή Συλ­λο­γή: ‘’Το χώμα και το αίμα.’’)

ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΜΠΙΜΗΣ 
*μέλος της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Λογοτεχνών.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο