Tης Κατερίνας Καστρίδου //
Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς το συγγραφέα τον Πάνο Αλεπλιώτη για την τιμή που μου κάνει να βρίσκομαι σήμερα εδώ ανάμεσά σας, όπως και τις εκδόσεις Εντύποις που επιμεληθήκαν την αποψινή παρουσίαση των δύο πρώτων διηγημάτων του φίλου μας και συντρόφου στον αγώνα, Πάνου: “Το κεφάλι ψηλά” και “Το καινούριο χωρίον του Σάββα”.
Πρόκειται για αυτοβιογραφικές εν πολλοίς διηγήσεις, για την πλοκή των οποίων θα σας μιλήσουν ενδελεχώς οι άλλοι εκλεκτοί συνομιλητές της παρέας μας.
Εγώ θα ήθελα να σταθώ, αν μου επιτρέπετε, πιο πολύ στο συγγραφέα. Έναν άνθρωπο που αρχικά εκτίμησα τον τρόπο σκέψης του, τη μαεστρία του στη γραφή και τα λεγόμενά του, τη στάση ζωής του: από τα προσωπικά ζητήματα ως τα πολιτικά, τη συνέπεια λόγων και έργων. Μα αυτό που πιο πολύ εκτίμησα στον Πάνο Αλεπλιώτη είναι η αίσθηση του χιούμορ και η αισιόδοξη αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων που προκύπτουν στη ζωή ενός ανθρώπου.
Διαβάζοντας λοιπόν αρχικά αποσπάσματα από τα δύο παρουσιαζόμενα βιβλία επιβεβαιωνόμουν συνεχώς ότι ο συγγραφέας μας είναι όντως ένας χαρισματικός, τολμηρός και “αντιδραστικός” τύπος! Και πώς το εννοώ το “αντιδραστικός”; Σίγουρα όχι με την έννοια της οπισθοδρόμησης που έχουμε όλοι στο μυαλό μας. “Αντιδραστικό” λοιπόν τον χαρακτήρισαν οι ανώτεροί του στο στρατό κάπου στη μέση της 10ετίας του 80, εποχές ΠΑΣΟΚ (όλοι θυμάστε), γιατί είχε κάνει, λέει, το έγκλημα, όπως θα διαβάσουμε στο “Κεφάλι ψηλά”, να δώσει μέσα στο στρατό, όντας φαντάρος, μάχη για έναν δημοκρατικό στρατό, μάχη για την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό του φαντάρου, μάχη για την επιβίωση της προσωπικότητας του στρατιώτη και σε αυτή τη μάχη συμπαρέσυρε και αρκετούς από τους συναδέλφους του οπλίτες. Φυσικά ο στρατός δε συγχωρεί, ο τολμών όμως νικά. Αυτό μας απέδειξε ο Πάνος. Που προχώρησε με το κεφάλι ψηλά κι όχι σερνόμενος, ρουφιανεύοντας και γλείφοντας. Ήρθε αντιμέτωπος με τη λογική που θέλει «όταν είσαι φαντάρος να εκτελείς διαταγές άνευ αντιρρήσεως» και βγήκε θριαμβευτής έχοντας τη συνείδησή του καθαρή.
Κάπως έτσι κι ο Σάββας, ο “ρωσοπόντιος” ήρωας του άλλου διηγήματος, προσπάθησε να μη συρθεί, όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη από ένα χωριό κάπου στη μακρινή Γεωργία τη δεκαετία του 90, και του δώσανε από τα μεγάλα βουλευτικά γραφεία της πόλης να κρατάει σε προεκλογικές φιέστες ένα σημαιάκι πράσινο ή μπλε, αναλόγως το γραφείο, και τον όρκισαν, κι αυτόν και όλους τους παλιννοστούντες, αν ήθελαν να βρουν δουλειά στη χώρα μας και να προκόψουν, να λένε όπου σταθούν κι όπου βρεθούν ότι “τους κυνηγούσαν οι κομμουνιστές στη Γεωργία για αυτό έφυγαν”.
Κι αν πολλοί συντοπίτες του Σάββα αποχαυνώθηκαν, αλλοτριώθηκαν και στην πάλη για ζωή στον νέο τόπο που ήρθαν ξέχασαν την “ ‘όμορφη κοινωνία που έχασαν”, ο Σάββας με ψηλά το κεφάλι και καθαρή τη συνείδηση, δε συμβιβάστηκε και προπαντός δεν ξέχασε. Θα δανειστώ τη φράση ενός άλλου συγγραφέα (του Γιάννη Καλπούζου): «Έχει δρόμο που ορίζεις την πατημασιά σου και δρόμο όπου (την πατημασιά) σου την ορίζουν άλλοι. Στοχάσου και διάλεξε σε ποιον θέλεις να πατάς». Έτσι λοιπόν οι ήρωες και των δύο διηγημάτων μας (ο Πάνος κι ο Σάββας) πίστεψαν στις δυνάμεις τους, πίστεψαν στη δύναμη της αλληλεγγύης και του αγώνα και δε δέχτηκαν άλλοι να ορίζουν την πατημασιά τους, γιατί: «Κοίτα (Σάββα), την ιστορία δεν την έχουμε για να την κάνουμε μουσείο, (η Ιστορία) είναι για να βγάζουμε διδάγματα. Σήμερα, δεν μας κυνηγάν με τα κουμπούρια, αλλά ο αγώνας είναι σκληρός και τώρα. Θέλει να παλεύεις από μικρός για να μην ξεγελαστείς απ’ το σχολείο, απ’ την Εκκλησία, την τηλεόραση, τον φόβο, τα παραμύθια και τα ψέματα. Όλ’ αυτά δουλεύουν για να μην πιστεύεις στη δύναμη σου και ν’ αφήνεις άλλους να σε εκπροσωπούν και να σε χορεύουν όπως θέλουν. Να πιστεύεις στη νίκη και στην επικράτηση!».
Να πιστεύεις λοιπόν! Να πιστεύεις όμως πού; Όχι στα θεία και τα υπερφυσικά, αλλά να πιστεύεις εδώ στα γήινα! Στον άνθρωπο! Να πιστεύεις ότι μπορείς να νικήσεις. Ακόμη κι όταν “και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές”. Ακόμη και τότε όμως “δεν υπάρχει τίποτε αδύνατο γι’ αυτόν που θα προσπαθήσει”.
Η ευχή όλων όσων είμαστε σήμερα εδώ: να είναι καλοτάξιδες οι δύο αυτές νουβέλες, σημαίνει να γίνουν κτήμα στα χέρια πολλών αναγνωστών. Να διαβαστούν και να μείνουν στη μνήμη, να γίνουν πρόταση για να διαβαστούν σε κάποιο φίλο, να γίνουν δώρο, να γίνουν τέλος αφορμή για σκέψη. Δεν ξέρω ο Πάνος τι από όλα αυτά είχε στο μυαλό του, σίγουρα όμως τα δύο αυτά βιβλία έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν τροφή για σκέψη και να μας ταξιδέψουν στο πρόσφατο παρελθόν. Και μέσα από αυτή την αναζήτηση των γεγονότων να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα σημαντικά για το σήμερα και το αύριο.
Σας ευχαριστώ!