Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εκδήλωση της ΚΟ Λογοτεχνών του ΚΚΕ για τον προλετάριο ποιητή Φώτη Αγγουλέ

ΕΚΔΗΛΩΣΗ –ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ομι­λία — απαγ­γε­λί­ες — μουσική

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ

ΔΕΥΤΕΡΑ, 25 ΙΟΥΝΗ 2018
ώρα: 7:30 μ.μ.

ΣΤΑΔΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΖΜΑΖΟΓΛΟΥ 5
στο POLIS ART CAFE
Στοά Πεζ­μα­ζό­γλου κοντά στο σταθ­μό Πανε­πι­στή­μιο (μετρό)

 

Στην εκδή­λω­ση θα μιλή­σει η Μαριάν­να Τσα­γκά­ρη, μέλος του Τομε­α­κού Γρα­φεί­ου της Οργά­νω­σης Καλ­λι­τε­χνών της ΚΟΑ του ΚΚΕ.

Την εκδή­λω­ση θα πλαι­σιώ­σουν ηθο­ποιοί, με απαγ­γε­λί­ες ποι­η­μά­των και απο­σπα­σμά­των, καθώς και μου­σι­κοί με μελο­ποι­η­μέ­νη ποί­η­ση του Φώτη Αγγουλέ.
Ορι­σμέ­να από τα τρα­γού­δια που θα ακου­στούν μελο­ποι­ή­θη­καν με αφορ­μή το αφιέ­ρω­μα αυτό.
Τρα­γού­δι: Αμέ­ρισ­σα Φτούλη
Τρα­γού­δι — κιθά­ρα: Θοδω­ρής Καρέλλας
Στο πιά­νο ο Δημή­τρης Ανδρονιάδης

 

Βιογραφικό Φώτη Αγγουλέ

Φώτης Αγγου­λές, ο προ­λε­τά­ριος ποιητής.
Ποι­η­τής και παλι­κά­ρι – Εργά­της και στοχαστής 

Ο Φώτης Αγγου­λές γεν­νή­θη­κε το 1911 στον Τσε­σμέ της Μικράς Ασί­ας. Στον πρώ­το διωγ­μό των Ελλή­νων, το 1914, θα βρε­θεί πρό­σφυ­γας με την οικο­γέ­νειά του στη Χίο.

Ψαράς από τα παι­δι­κά του χρό­νια μαζί με τον πατέ­ρα του και αργό­τε­ρα τυπο­γρά­φος. Διέ­θε­τε αγά­πη για τα γράμ­μα­τα, ευαι­σθη­σία και κρίση.

Εκδί­δει και δική του σατι­ρι­κή εφη­με­ρί­δα, όλη έμμε­τρη, τη Μιχαλού.

Όταν οι φασί­στες πάτη­σαν τη χώρα η ευαι­σθη­σία του ερε­θί­ζε­ται από τις κοι­νω­νι­κές ιδέ­ες, το αντι­φα­σι­στι­κό κίνη­μα, τις διώ­ξεις των αγω­νι­στών στη Μέση Ανα­το­λή όπου κατέ­φυ­γε κι ο ίδιος για να πολε­μή­σει το φασι­σμό. Είναι η περί­ο­δος που γίνε­ται μέλος του ΚΚΕ (1943).

Γίνε­ται μαχη­τής του αντι­φα­σι­στι­κού αγώ­να. Τα ποι­ή­μα­τά του κυκλο­φο­ρούν από στό­μα σε στό­μα. Θεω­ρού­νται επι­κίν­δυ­να και όταν τον Απρί­λη του 1944 εξε­γεί­ρο­νται οι στρα­τευ­μέ­νοι της Μέσης Ανα­το­λής με την καθο­δή­γη­ση της Αντι­φα­σι­στι­κής Στρα­τιω­τι­κής Οργά­νω­σης, η κυβέρ­νη­ση του Καΐ­ρου ανέ­θε­σε την κατα­στο­λή της εξέ­γερ­σης στους Άγγλους ιμπε­ρια­λι­στές. Ο Αγγου­λές συλ­λαμ­βά­νε­ται, μαζί με άλλους κομ­μου­νι­στές. Τους μετα­φέ­ρουν στο Πορτ Σάιντ με το πλοίο — κάτερ­γο «Ερι­ντάν». Τους ξεμπαρ­κά­ρουν στη Μασά­ουα και με αγγλι­κά καμιό­νια τους πάνε στα σύρ­μα­τα του Ντε­κα­με­ρέ (στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης Ελλή­νων στρα­τιω­τών της Μ. Ανατολής).

Στα «σύρ­μα­τα» έμει­νε μέχρι το Νοέμ­βρη του 1945. Τους απο­λύ­ουν και μέσα σε δύσκο­λες συν­θή­κες κατορ­θώ­νουν να επι­στρέ­ψουν στην Ελλάδα.

Πολ­λά από τα χρό­νια που ακο­λου­θούν μέχρι το θάνα­τό του τα περ­νά σε εξο­ρί­ες, κρα­τη­τή­ρια και φυλα­κές για­τί δεν έμει­νε ασυ­γκί­νη­τος στο αντι­φα­σι­στι­κό προ­σκλη­τή­ριο και στο προ­σκλη­τή­ριο της εργα­τι­κής τάξης για κοι­νω­νι­κή αλλαγή.

Αλύ­γι­στος στις κακου­χί­ες και στις διώ­ξεις την περί­ο­δο του Μεσο­πο­λέ­μου, και της Μέσης Ανα­το­λής. Αλύ­γι­στος και στον άγριο διωγ­μό μετά τη Βάρ­κι­ζα. Ο Φώτης Αγγου­λές υφί­στα­ται και αυτός όλες τις διώ­ξεις, τους εξευ­τε­λι­σμούς και τραμπουκισμούς.

Το 1948 συλ­λαμ­βά­νε­ται μέσα στο παρά­νο­μο κομ­μα­τι­κό τυπο­γρα­φείο, όπου τυπώ­νο­νταν έντυ­πα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας. Έμει­νε 7 χρόνια.

Απο­φυ­λα­κί­ζε­ται και γυρί­ζει στη Χίο το 1956, με την υγεία του κατε­στραμ­μέ­νη, σε άθλια οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση μα με το κου­ρά­γιο και την πίστη ατσάλινα.

Η ασφά­λεια, οι παρα­κρα­τι­κοί και οι τρα­μπού­κοι της δεν τον άφη­ναν σε χλω­ρό κλα­ρί. Στό­χος τους: να υπο­γρά­ψει δήλω­ση. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που βρέ­θη­καν τρα­μπού­κοι και φασί­στες, που τον χτύ­πη­σαν, τον λοι­δό­ρη­σαν, τον έβρι­σαν και τον περι­φρο­νού­σαν. Μα αυτός αλύγιστος.

Το καλο­καί­ρι του 1963 έπα­θε την αρρώ­στια των τυπο­γρά­φων, μολυ­βδί­α­ση, και νοσηλεύτηκε.

Αλλά και το μυα­λό του είχε θολώ­σει πια. Νοση­λεύ­τη­κε σε ψυχια­τρι­κή κλι­νι­κή, όπου με τη φρο­ντί­δα του νοση­λευ­τι­κού προ­σω­πι­κού και των αδελ­φά­δων του άρχι­σε να συνέρ­χε­ται και να επι­κοι­νω­νεί με τους γύρω του, έτοι­μος να ξανα­γυ­ρί­σει στη Χίο και στους ανθρώ­πους της που τόσο αγά­πη­σε Χίο.

Στο πλοίο «Κολο­κο­τρώ­νης» στο διά­δρο­μο της του­ρι­στι­κής θέσης τη νύχτα  26 προς 27 Μάρ­τη του 1964 άφη­σε την τελευ­ταία του πνοή φεύ­γο­ντας από Χίο προς Πειραιά.

Η νεκρο­ψία έδει­ξε πνευ­μο­νι­κό οίδη­μα. Με φρο­ντί­δα της ΕΔΑ ταρι­χεύ­θη­κε και στις 30 Μάρ­τη επέ­στρε­ψε συνο­δεία συντρό­φων και λογο­τε­χνών στη Χίο.

Στα πρώ­τα του ποι­ή­μα­τα κυριαρ­χεί η ευαι­σθη­σία και ο συμ­βο­λι­σμός. Στη μάχη για τον επιού­σιο γνώ­ρι­σε όλους τους ανα­βαθ­μούς του ανθρώ­πι­νου πόνου και βρέ­θη­κε και ο ίδιος μπρο­στά στην απαν­θρω­πιά της κοι­νω­νι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης. Έσμι­ξε με τους ανθρώ­πους του μόχθου, γνώ­ρι­σε τους πόθους και τις λαχτά­ρες τους και με το πηγαίο ποι­η­τι­κό του ταλέ­ντο τα έκα­νε τρα­γού­δι. Καταγ­γέλ­λει τον κλεμ­μέ­νο ιδρώ­τα και προ­τρέ­πει τους ανθρώ­πους της δου­λειάς να δια­φε­ντέ­ψουν τη ζωή τους και να αλλά­ξουν με την πάλη τη μοί­ρα τους.

Ερμη­νεύ­ει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έτσι όπως είναι αλλά και έτσι όπως πρέ­πει να γίνει…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο