Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ετσι πολεμούν οι Επονίτες (Με αφορμή τον ηρωικό Δεκέμβρη του 1944)

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Κατά την διάρ­κεια των 33 ημε­ρών του ηρω­ι­κού Δεκέμ­βρη του 1944 και από την πλευ­ρά της νεο­λαί­ας, των μελών της ΕΠΟΝ γρά­φτη­καν σελί­δες άφτα­στης γεν­ναιό­τη­τας και θυσί­ας. Με τη βοή­θεια του περιο­δι­κού της ΕΠΟΝ «Νέα νενιάς» (οργά­νου του Κ.Σ της ΕΠΟΝ) παρου­σιά­ζου­με ορι­σμέ­νες απ’ αυτές με τίτλο «Έτσι πολε­μούν οι ΕΠΟΝΙΤΕΣ. ΑΤΡΟΜΗΤΟΙ ΣΤΑ ΤΑΝΚΣ ΤΟΥ ΣΚΟΜΠΥ» (Στο φύλ­λο 41, 1/1/1945)

«Η μάχη είχε ανά­ψει κοντά στη Σχο­λή Χωρ/κης. Τα εγγλέ­ζι­κα τανκς χτυ­πού­σαν πάντα στα χτί­ρια, στα σπί­τια και τα γκρέ­μι­ζαν. Μα πίσω από τα ερεί­πια, πίσω απ’ την κάθε πέτρα στε­κό­τα­νε, βρά­χος ατρά­ντα­χτος κι απ’ ένας ανταρ­το­ε­πο­νί­της. Εκεί πολε­μού­σε κι’ ο Επο­νί­της του 34ου Συντάγ­μα­τος Βόλ­γας Μωραϊ­της που κρα­τού­σε απ’ τη θρυ­λι­κή γενιά των Κολο­κο­τρω­ναί­ων. Κι’ όπως ο τόπος φλο­γι­ζό­τα­νε και τρά­ντα­ζε η γης όρμη­σε ο Βόλ­γας σαν κεραυ­νός με το δυνα­μί­τη στα χέρια πάνω σ’ ένα τανκ. Μια φλό­γα πετά­χτη­κε απ’ το τάνκ κι’ άστρα­ψε ο τόπος. Δεν πρό­φτα­σε να ιδεί το απο­τέ­λε­σμα της επί­θε­σής του ο λεβέ­ντης ανταρ­το­ε­πο­νί­της για­τί έπε­σε νεκρός. Πρό­φτα­σαν όμως μεσ’ το χαλα­σμό να δουν οι συνα­γω­νι­στές του τον άφτα­στο ηρω­ϊ­σμό του για να τον διη­γού­νται όπου κι’ αν βρί­σκο­νται. Βόλ­γας ήτα­νε το ψευ­δώ­νυ­μο του ήρωα. Έτσι τον ξέρουν οι συνα­γω­νι­στές του. Έτσι θα μεί­νει και στην ιστορία.»

«Καπε­τά­νιε να κάνου­με επίθεση;»

Μέρες τώρα, ο Επο­νί­της διμοι­ρί­της Ντα­ούκ έτρω­γε τα’ αυτιά του καπε­τά­νιου του Επο­νί­τι­κου λόχου της Κοκ­κι­νιάς για ν’ αρχί­σουν επί­θε­ση και να διώ­ξουν τους αρα­πά­δες από τα Ταμπού­ρια. Κι’ η επί­θε­ση άρχι­σε. Πρώ­τος ορμά­ει ο Ντα­ούκ με τη διμοι­ρία του τρα­γου­δώ­ντας. Οι αρα­πά­δες σωριά­ζο­νται στο δρό­μο. Οι θέσεις τους κυριεύ­ο­νται. Τότες ρίχτη­καν μ’ αερο­πλά­να, τανκς και κανό­νια, οι εγγλέ­ζοι. – Κρα­τά­τε, φώνα­ζε ο Ντα­ούκ, κρα­τά­τε κι’ όταν φάνη­κε το πεζι­κό, πάνω τους φωνά­ζει ο Ντα­ούκ. Το πεζι­κό σκορ­πί­ζει και μόνο τα τανκς χτυ­πού­σαν. Τότε άρχι­σε μια φοβε­ρή μονο­μα­χία. Με το δυνα­μί­τη στα χέρια το παλ­λη­κά­ρι τρέ­πει σε φυγή τα τανκς.

«Καπε­τά­νιε να συνε­χί­σου­με την επίθεση;»

Τώρα ο Ντα­ούκ προ­χω­ρεί γι’ ανί­χνευ­ση μες στις αγγλι­κές γραμ­μές. Το παλ­λι­κά­ρι φτά­νει ως τη μύτη του εχθρού. Εκεί που γύρι­ζε η διμοι­ρία του, μια ριπή πολυ­βό­λου τον έρι­ξε νεκρό.

Ντα­ούκ, Ντα­ούκ, φωνά­ζουν οι συνα­γω­νι­στές του και βουρ­κώ­νουν τα μάτια τους. Σφίγ­γουν τα’ όπλο στο χέρι οι συνα­γω­νι­στές και μαζί τους ολό­κλη­ρη η Κοκκινιά.

Κώστας Χατζη­σάβ­βας είτα­νε το όνο­μα του ήρωα, μα Ντα­ουκ τον ήξε­ρε η Κοκκινιά»

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο