Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ε… ψηφοφόρε… — Γράφει ο Στέλιος Κανάκης

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Κοί­τα λίγο πίσω σου… Όχι εκεί, στον ίσκιο σου, πίσω στο παρελ­θόν σου. Τότε που έκα­νες όνει­ρα. Που έθε­τες απαι­τή­σεις απ’ τη ζωή. Που την ήθε­λες δική σου. Που χαι­ρό­σουν να ζεις. Που αρνιό­σουν να υπο­τα­χτείς στη μιζέ­ρια. Να της δόσεις τα όνει­ρά σου, τις προσ­δο­κί­ες σου, να τη ζήσεις με τις δια­θέ­σεις σου, να γευ­τείς τις ομορ­φιές της, να εκστα­σια­στείς από την τέχνη και τον πολι­τι­σμό της ανθρω­πό­τη­τας, να γνω­ρί­σεις και να θαυ­μά­σεις τα επι­στη­μο­νι­κά επι­τεύγ­μα­τα, να γνω­ρί­σεις ανθρώ­πους, να ταξι­δέ­ψεις, να αγα­πή­σεις, να ερω­τευ­τείς, να παθια­στείς… Να κάνεις την κοι­νω­νία καλύ­τε­ρη, να την φέρεις στα ανθρώ­πι­να μέτρα.

Πέρα­σαν χρό­νια από τότε. Δεν μπο­ρεί όμως, κάτι έχει μεί­νει, μια θολή – έστω ανά­μνη­ση των συναι­σθη­μά­των που σε εξαν­θρώ­πι­ζαν όταν βάδι­ζες με τους άλλους σε κάποια πορεία. Την πρώ­τη απερ­γία που συμ­με­τεί­χες απο­κλεί­ε­ται να την ξέχα­σες. Την ομορ­φιά, τον ενθου­σια­σμό, τη μέθη της συνα­δέλ­φω­σης με τους συναν­θρώ­πους σου. Την πρω­ι­νή περι­φρού­ρη­ση για να μην περά­σουν οι απερ­γο­σπά­στες. Εξε­γει­ρό­σουν ακό­μη και στην ιδέα να σπά­σουν κάποιοι τον δίκαιο αγώ­να σου. Να καρ­πω­θούν τα κέρ­δη της νίκης σπρώ­χνο­ντάς σε στην ήττα.

Θυμά­σαι που αργό­τε­ρα κοί­τα­ζες την απερ­γία να περ­νά έξω απ’ τη δου­λειά σου κι ίσα που έβγα­ζες το κεφά­λι να κοι­τά­ξεις το ποτά­μι που πέρ­να­γε στον δρό­μο διεκ­δι­κώ­ντας; Το συναί­σθη­μα της ντρο­πής που σ’ έκα­νε να τρα­βιέ­σαι γρή­γο­ρα μέσα μη και σε δει κανέ­νας γνω­στός, απο­κλεί­ε­ται να το ξέχασες.

Πέρα­σαν κι άλλα χρό­νια. Η ζωή σου όλο και φτώ­χαι­νε. Σ’ έκα­ναν να μη ντρέ­πε­σαι να χαζεύ­εις τους απερ­γούς να περ­νά­νε έξω απ’ το εργο­στά­σιο, κάτω απ’ το γρα­φείο. Έφτα­σες να κοι­τά­ζεις απα­ξιω­τι­κά, να χαμο­γε­λάς ειρω­νι­κά. Κι η ζωή σου χει­ρο­τέ­ρε­ψε κι άλλο. Δεν έχεις ζήσει όπως σου πρέ­πει και σου αξί­ζει. Έσπρω­ξες τα χρό­νια να περά­σουν. Κι όλο και σκύ­βεις. Όλο και χώνε­σαι βαθύ­τε­ρα στην αδια­φο­ρία και στη μιζέ­ρια. Πάσχι­σες να κάνεις και τα παι­διά σου ίδια. Από τον ίδιο φόβο που σε κατα­κλύ­ζει πια για τη ζωή, ίσως κι από φθό­νο μη και γνω­ρί­σουν ό,τι εσύ απε­μπό­λη­σες. Και το μερο­κά­μα­το έγι­νε ένα ξερο­κόμ­μα­το, ψίχου­λα, ένα αισχρό κι εξευ­τε­λι­στι­κό επί­δο­μα. Στε­ρεί­σαι τα πάντα. Ακό­μη κι αυτά που την ύπαρ­ξή τους στα νιά­τα σου τη θεω­ρού­σες αυτο­νό­η­τη κι επι­βε­βλη­μέ­νη. Και τα μαλ­λιά των περισ­σό­τε­ρων ασπρί­σαν. Η μονα­δι­κή εμπει­ρία που λέγε­ται ζωή, η ύπαρ­ξή σου αρχί­ζει να ξεθυμαίνει.

Δε μπο­ρεί όμως, κάτι έχει απο­μεί­νει, έτσι δεν είναι; Κάποια ανά­μνη­ση από τότε. Ρίξε μια ματιά γύρω σου. Δες τη χλι­δή όπου ζουν αυτοί καρ­πω­μέ­νοι τον ιδρώ­τα μας, πίνο­ντας το αίμα μας, δολο­φο­νώ­ντας εμάς και τα παι­διά μας και συγ­χρό­νως να χλευά­ζουν ξεδιά­ντρο­πα την κατά­ντια μας. Το βρά­δυ που πέφτεις στο κρε­βά­τι που είναι η ώρα του απο­λο­γι­σμού της μέρας ανα­λο­γί­σου τα νιά­τα σου. Τότε που η ζωή σού έδει­χνε τις ομορ­φιές της. Που από κάποιες πρό­λα­βες να πάρεις μια γεύ­ση. Θυμή­σου! Ήταν όμορ­φα χρόνια.

Αύριο θα είναι μια και­νούρ­για μέρα. Η πρώ­τη μέρα της υπό­λοι­πης ζωής σου. Απα­ρίθ­μη­σε όσα σου στέ­ρη­σαν. Δεν φταις εσύ γι’ αυτό. Η δική σου ευθύ­νη είναι που ξέμα­θες ν’ αντι­δράς. Δες τον παρα­λο­γι­σμό εκα­τομ­μύ­ρια άνθρω­ποι να στοι­χί­ζο­νται πίσω απ’ τους δημί­ους τους. Σήκω­σε το κεφά­λι. Θύμω­σε! Απο­τί­να­ξέ τους από πάνω σου. Αφαί­ρε­σέ τους το δικαί­ω­μα να κατα­στρέ­φουν τη μία και μονα­δι­κή ζωή σου. Στεί­λε τους εκεί που τους αξί­ζει, στον λάκ­κο της Ιστο­ρί­ας. Η ανυ­παρ­ξία τους είναι προ­ϋ­πό­θε­ση για την ύπαρ­ξή σου. Η μόνη ικα­νή και ανα­γκαία συν­θή­κη για να ζήσεις όπως σου αξί­ζει κι όπως πρέ­πει σε άνθρω­πο του 21ου αιώ­να. Σε κοροϊ­δεύ­ουν πως το ΚΚΕ δεν θέλει να κυβερ­νή­σει. Είναι αυτοί που δεν θέλουν να κυβερ­νή­σει το ΚΚΕ. Η ύπαρ­ξή του, το δυνά­μω­μά του είναι ο θάνα­τός τους. Αλλά το ΚΚΕ δεν μπο­ρεί να το κάνει χωρίς εσέ­να. Εμείς είμα­στε η δύνα­μη του ΚΚΕ. Κι η πολι­τι­κή αφύ­πνι­σή μας το πρώ­το βήμα.

Άφη­σέ τους μόνους τους κι έλα μ’ όλους μας. Πάψε να τους ψηφί­ζεις και να σου βγαί­νουν κάθε φορά και χει­ρό­τε­ροι. Ζήσε κι άφη­σέ τους να ψοφή­σουν. Στις 22 Μάη μπο­ρεί, είναι απο­λύ­τως δυνα­τό, έχεις κάθε δικαί­ω­μα αλλά και υπο­χρέ­ω­ση να ξημε­ρώ­σει μια καλή μέρα. Θα είναι η πρώ­τη της νέας ζωής σου. Φέρ­τη κι άδρα­ξε το μερί­διό σου απ’ αυτήν. Κοί­τα­ξε πάνω απ’ τα τεί­χη τους. Είναι όμορ­φα εκεί έξω. Είναι το μέλ­λον μας και των παι­διών μας.

Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται σε διάφορες επιχειρήσεις, κυρίως στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων, τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες μουσική». Επίσης τα βιβλία «Ιερές Βλακείες», Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η, το «Η Αγρία Γραφή», Εκδόσεις ΚΨΜ και το «Τ’ Άστρα στο κεφάλι μας», Εκδόσεις Εντύποις.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο