Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Καισαριανή _Σκοπευτήριο: “ένα μεγάλο βράδυ” τα παλικάρια ορθώνουν το ανάστημά τους στα μαρμαρένια αλώνια και περνούν στην αθανασία.

Για το Σπύ­ρο Τζό­κα και το ιστο­ρι­κό του μυθι­στό­ρη­μα “ένα μεγά­λο βρά­δυεκδό­σεις Σύγ­χρο­νης Επο­χής, μιλή­σα­με εδώ στο Ατέ­χνως, πάνω από μια φορά, όπως και για τον ήρωα Ναπο­λέ­ο­ντα Σου­κα­τζί­δη, την Πρω­το­μα­γιά του 1944 και την εκτέ­λε­ση των 200 αγωνιστών-κομμουνιστών

“Ένα μεγά­λο βρά­δυ” στο Σκο­πευ­τή­ριο Καισαριανής

Από το πολύ αξιό­λο­γο _“ιστορικό και «ποι­η­τι­κή αδεία»” πόνημα
παρα­θέ­του­με τον επίλογο

(…)
Ανα­ση­κώ­νε­ται και ξαναρ­χί­ζει το πέταγ­μα, κινώ­ντας τα χέρια του σαν αϊτός με τσα­κι­σμέ­νες φτερούγες.

Οι σύντρο­φοί του, απο­σβο­λω­μέ­νοι και σαν από ένστι­κτο, ακι­νη­το­ποιού­νται στις θέσεις τους και παρα­κο­λου­θούν την τρα­γι­κή σκη­νή που ξετυ­λι­γό­ταν μπρο­στά τους. Ήξε­ραν πολύ καλά ότι, αν έκα­ναν την παρα­μι­κρή κίνη­ση ή έτρε­χαν, έστω προς την πόρ­τα του «15», θα τους θέρι­ζαν όλους με οπλοπολυβόλο.

Σε λίγο ακού­γε­ται δεύ­τε­ρη μπα­τα­ριά. Πέφτει ανά­σκε­λα πάνω στο νιό­βγαλ­το χορ­τά­ρι, χτυ­πη­μέ­νος βαριά αυτήν τη φορά. Τότε πλη­σιά­ζει ο Φίσερ. Σαν ψυχρός εκτε­λε­στής, βγά­ζει το πιστό­λι του και τον πυρο­βο­λεί στο κεφάλι.

  • «Ούτε λίγα λεπτά να του μιλή­σου­με δε μας έδω­σαν τα καθάρ­μα­τα! Λίγο χρό­νο για να σωθεί μια ζωή, ούτε λίγα λεπτά!», μονο­λο­γού­σε απα­ρη­γό­ρη­τος ο Πάνος.
  • «Πόσο τελι­κά μετρά­ει η ανθρώ­πι­νη ζωή, σύντρο­φε; Πόσο;», συμπλή­ρω­σε ο Ναπολέων.

Ο σκλη­ρός αυτός Απρί­λης θα τελεί­ω­νε άσχη­μα στο στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ριού. Ένας μήνας που τον σημά­δε­ψαν μεγά­λα και σημα­ντι­κά γεγο­νό­τα. Ο Απρί­λης της ΠΕΕΑ και του Εθνι­κού Συμ­βου­λί­ου, ο μήνας της εξέ­γερ­σης του ελλη­νι­κού στρα­τού της Μέσης Ανα­το­λής που αρνή­θη­κε το ρόλο του πραι­το­ρια­νού και την απο­στο­λή να στρα­φεί ενά­ντια στο λαό της ίδιας του της πατρί­δας, ο μήνας των Ταγ­μά­των, ο μήνας του λαϊ­κού πολέ­μου του ΕΛΑΣ.

Στα τέλη του ίδιου μήνα, κοντά στους Μολά­ους της Λακω­νί­ας ο στρα­τη­γός-διοι­κη­τής της 41ης Μεραρ­χί­ας Φρου­ρί­ου του Ράιχ και η συνο­δεία του έπε­σαν σε ενέ­δρα του ΕΛΑΣ. 0 στρα­τη­γός σκο­τώ­θη­κε. Οι Γερ­μα­νοί είχαν προει­δο­ποι­ή­σει. Θα σκό­τω­ναν κομ­μου­νι­στές σε αντί­ποι­να. Τα Τάγ­μα­τα Ασφα­λεί­ας ξεκί­νη­σαν «αυτο­βού­λως» την εκδί­κη­ση: Σκό­τω­σαν εκα­τό κομ­μου­νι­στές της Λακω­νί­ας. Οι Γερ­μα­νοί το συνέ­χι­σαν. Δια­κό­σιοι κομ­μου­νι­στές από το στρα­τό­πε­δο στο Χαϊ­δά­ρι ‑δια­κό­σιοι Ακρο­ναυ­πλιώ­τες- θα πλή­ρω­ναν με τη ζωή τους την ατυ­χία του ναζί στρατηγού.

Οι οργα­νώ­σεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κινη­το­ποι­ή­θη­καν. Επι­τρο­πές επι­σκέ­φτη­καν τους «αρμό­διους». Ο Ράλ­λης ‑πρω­θυ­πουρ­γός με πλή­ρεις εξου­σί­ες στην «Ελλη­νι­κή Πολι­τεία»- δήλω­σε «αναρ­μό­διος»· μόνοι αρμό­διοι οι Γερ­μα­νοί, ο Αρχιε­πί­σκο­πος, ο περί­φη­μος Δαμα­σκη­νός ‑υπο­σχέ­θη­κε μια θερ­μή προ­σευ­χή…- οι αστοί δημο­κρά­τες και οι σοσια­λι­στές, που ήταν απα­σχο­λη­μέ­νοι: Παρα­κο­λου­θού­σαν τον Γεώρ­γιο Παπαν­δρέ­ου που ετοί­μα­ζε τη Συν­διά­σκε­ψη στο Λίβα­νο για να οργα­νώ­σει σε θεσμι­κές πλέ­ον βάσεις την αντι­κομ­μου­νι­στι­κή αντε­πα­νά­στα­ση. Σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση, κομ­μου­νι­στές επρό­κει­το να πεθά­νουν, πολ­λοί από τους «άρχο­ντες» υπο­λό­γι­σαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μάλ­λον θετι­κό. 0 λαός θα έμε­νε πάλι μόνος και ορφα­νός να θρη­νή­σει τους δικούς του ήρω­ες, τα δικά του παιδιά.

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1944. Και στην ανα­δρο­μή αυτήν της σύντο­μης ζωής το βρά­δυ έφυ­γε. Ξημέ­ρω­σε κιό­λας. Ένας βρα­χνια­σμέ­νος κόκο­ρας το δήλω­σε πρώ­τος. Και μετά η καμπά­να της εκκλη­σιάς με κεί­νο το φρέ­σκο αλλά και θλιμ­μέ­νο ήχο της. Το έναυ­σμα μιας γιορ­τής. Δεν ήταν συνη­θι­σμέ­νη μέρα. Οι θρη­σκευό­με­νοι. ακού­γο­ντας τον ήχο δυνα­τό και ξάστε­ρο, σταυ­ρο­κο­πιού­νταν. Κι όμως, με τον ήχο αυτής της καμπά­νας, που έλε­γαν πως ήταν φερ­μέ­νη από τη Μικρά Ασία, θα έπρε­πε να ανα­τρι­χιά­ζουν μνή­μες και συνει­δή­σεις ένο­χες και πρό­σφα­τες να ματώ­νουν. Για­τί είναι αυτή η ίδια καμπά­να που είχε αναγ­γεί­λει γάμους αλλά και φόνους. Πολ­λοί με αυτόν τον ήχο κηδεύ­τη­καν, με αυτόν τον ήχο παντρεύ­τη­καν. Η καμπά­να αυτή έχει μετα­δώ­σει αντι­στα­σια­κά μηνύ­μα­τα, αλλά έχει κρού­σει και προ­δο­σί­ες. Και σήμερα;

Πρω­το­μα­γιά 1944. Ένα μεγά­λο βρά­δυ τελεί­ω­σε. Το τελευ­ταίο βρά­δυ; Ίσως. Και τέτοια μέρα; Με τόσους συμ­βο­λι­σμοί! με τόσους νεκρούς, με τόσους αγώ­νες; Ένα μεγά­λο βρά­δυ, Ο Ναπο­λέ­ων παρέα με το θάνα­το. Καθι­σμέ­νος στο σιδε­ρέ­νιο κρε­βά­τι με το σου­μιέ που έτρι­ζε, πέρα­σε τη νύχτα του με ανα­μνή­σεις του. Ούτε λεπτό δεν έκλει­σε το μάτι του. Ονει­ρεύ­τη­κε όμως ξύπνιος, στην αγκα­λιά του κυρ-Φώτη και της κυρα-Μαρί­ας, προ­στα­τευ­μέ­νος από τους κακούς.

Οι ανα­μνή­σεις του έμοια­ζαν με καλά φυλαγ­μέ­νες φωτο­γρα­φί­ες μέσα σε κου­τά­κια στα συρ­τά­ρια. Τα συρ­τά­ρια ξεκλεί­δω­σαν και οι φωτο­γρα­φί­ες απλώ­θη­καν στο τρα­πέ­ζι και ζωντά­νε­ψαν τις ανα­μνή­σεις. Να και το χωριό του, το σπί­τι του, ο καφε­νές, να τον κι αυτός. Και ο κυρ-Θύμιος, ο κύριος Μιλ­τιά­δης ο Μανώ­λης, η Μαρία, ο θεί­ος ο Φίλιπ­πος και όλοι οι αγα­πη­μέ­νοι του. Ήταν και οι άλλες φωτο­γρα­φί­ες, μαζί κι αυτές των κακών, του Λίμαν φον Σάντερς, του Ραντόμ­σκι, του Φίσερ, των Ελλή­νων βασα­νι­στών του. Όλες μαζί απλώ­θη­καν στο τρα­πέ­ζι αυτό το βρά­δυ, στο μακρύ ταξί­δι του στο παρελθόν.

Και τώρα εδώ, στον πραγ­μα­τι­κό κόσμο, το σήμα­ντρο έδω­σε το βρα­χνό σύν­θη­μα. Εγερ­τή­ριο στο Χαϊ­δά­ρι. Ποιο εγερ­τή­ριο και από τι; Το μαρ­τύ­ριο δεν τελεί­ω­σε τη νύχτα. Συνε­χί­ζε­ται πιο σκλη­ρό τώρα. Η προ­σμο­νή του τέλους. Του απάν­θρω­που τέλους. Ένας κατά­λο­γος ονο­μά­των κι ένα απλό «παρών! ··

Όπως και τότε στο σχο­λείο, τόσο απλό, αλλά όχι ανθρώ­πι­νο. Η προσ­δο­κία του θανά­του δεν ανή­κει στην ανθρώ­πι­νη φύση. Και τώρα δεν μπο­ρούν να κάνουν κοπά­να. Κοπά­να από απ το θάνα­το; Ωραία θα ήταν. Αλλά αυτός ήταν εκεί. Δεν μπο­ρού­σες να του ξεφύ­γεις. Από το βρά­δυ τρι­γυρ­νού­σε στο στρα­τό­πε­δο και ποτέ δεν έκα­νε λάθος. Σε παρα­κο­λου­θού­σε. Ήξε­ρε ότι είσαι εκεί. Στην είχε στημένη.

«Καλη­μέ­ρα, σύντρο­φοι!», του ξέφυ­γε από συνή­θεια του Ζήση και αμέ­σως την κατά­πιε. Κατέ­βα­σε το κεφά­λι σα να είπε κάποια άσχη­μη κου­βέ­ντα, σα να του ξέφυ­γε βρισιά.

Κανείς δεν απά­ντη­σε. Κατά­λα­βαν όλοι ότι του ξέφυ­γε, έτσι από συνή­θεια. Το βήμα ήταν βαρύ. Πιο βαρύ ήταν όμως το βλέμ­μα. Ασή­κω­το. Άγρυ­πνοι οι περισ­σό­τε­ροι, με πρη­σμέ­να τα μάτια και σκυ­θρω­πά πρό­σω­πα, κατέ­βαι­ναν τις σκά­λες σα να πήγαι­ναν σε κηδεία, σε κηδεία προ­σφι­λούς προ­σώ­που ή στη δική τους κηδεία. Απορ­ρο­φη­μέ­νοι στις σκέ­ψεις τους. Στο βαθύ­τε­ρο του εαυ­τού τους ανά­γνω­σμα. Τέτοιες ώρες, τέτοια επιχειρείς.

Και ο και­ρός δε βοη­θού­σε, ή, μάλ­λον, όχι. Γρά­ψε λάθος. Βοη­θού­σε πολύ. Σα να ήξε­ρε κάτι, χαλα­σμέ­νος ήταν. Δεν ήταν ανοι­ξιά­τι­κος, μαγιά­τι­κος. 0 ουρα­νός μαύ­ρος. Ένας ψυχρός αέρας φυσά­ει και σηκώ­νει σύν­νε­φα σκό­νη. Βρο­χε­ρό και παγω­μέ­νο πρω­ι­νό. Νευ­ρι­κά και απο­πνι­κτι­κά ξημέ­ρω­σε η μέρα, κάτι σα μήνυ­μα για το μεγά­λο κακό.

Ντύ­θη­καν, πλύ­θη­καν, όπως και κάθε μέρα. Κάτι σαν τους Σπαρ­τιά­τες. Πότε δεν πήγαι­ναν στο θάνα­το ατη­μέ­λη­τοι. Θεω­ρού­σαν τη μάχη γιορ­τή. Όπως συνή­θως, στις εφτά πήραν το πρω­ι­νό συσ­σί­τιο. Δεν άλλα­ξαν συνή­θειες. Εξάλ­λου για­τί ν’ αλλά­ξουν; Οι κατα­κτη­τές θεω­ρού­σαν τις εκτε­λέ­σεις συνή­θη δια­δι­κα­σία. Στις οχτώ, όπως πάντα, κάλε­σαν γενι­κό προσκλητήριο.

Το στρα­τό­πε­δο όμως δεν έμοια­ζε με τ’ άλλα πρω­ι­νά, τα συνη­θι­σμέ­να. Έμοια­ζε με αυτά που θύμι­ζαν θάνα­το, ανθρώ­πι­νο κρέ­ας. Όταν σύντρο­φοι απο­χαι­ρε­τού­σαν τη ζωή.

Γύρω στις σκο­πιές διπλοί και τρι­πλοί οι σκο­ποί και με βαρύ οπλι­σμό. Τα πολυ­βό­λα ήταν ξέσκε­πα και στραμ­μέ­να προς το προ­αύ­λιο και η εσω­τε­ρι­κή φρου­ρά παρα­τά­χτη­κε όλη οπλι­σμέ­νη γερά. Μέσα στο στρα­τό­πε­δο οπλι­σμέ­νοι στρα­τιώ­τες γύρι­ζαν ακό­μη από τη νύχτα.

Οι κρα­τού­με­νοι το γνώ­ρι­ζαν αυτό το σκη­νι­κό. Το κατα­λά­βαι­ναν. Το έργο το είχαν ξανα­δεί. Κι έκα­ναν αυτό που έπρε­πε. Οι σύντρο­φοι μοί­ρα­σαν ό,τι είχαν. Ενθύ­μιο ακρι­βό στους άλλους που μένουν. _Μικρά πολύ­τι­μα πράγ­μα­τα, με ανε­κτί­μη­τη αξία. Με φόρ­τι­ση συναι­σθη­μα­τι­κή. Καθέ­νας έδι­νε μέρος του εαυ­τού του. Και πονού­σε, όπως όταν του αφαι­ρούν τέτοια μέρη, πονού­σε πολύ. Ήθε­λε αυτά να πάνε στα αγα­πη­μέ­να, δικά του πρό­σω­πα. Σα να ήταν ζωντα­νά. Πονού­σε πολύ να πάνε στους φασί­στες, στους απάν­θρω­πους. Αυτοί δεν έχουν αισθή­μα­τα. Θα τα κακο­με­τα­χει­ρι­στούν, έλεγαν.

Όλοι ήταν στο προ­σκλη­τή­ριο. Ήταν ένα ξεχω­ρι­στό προ­σκλη­τή­ριο. Πρώ­τη φορά ήρθαν και οι μάγει­ροι συνταγ­μέ­νοι. Αυτή είναι η δια­τα­γή. Για­τί είναι οι πιο πολ­λοί Ακρο­ναυ­πλιώ­τες. Είναι στον κατάλογο.
Δε μιλού­σαν οι περισ­σό­τε­ροι. Βυθι­σμέ­νοι στις σκέ­ψεις τους, κοι­τού­σαν γύρω τους τα βου­νά, τα κτή­ρια, τους ανθρώ­πους, τους φίλους. Κοι­τού­σαν γύρω τους τον κόσμο. Ίσως έτσι είναι η τελευ­ταία πρά­ξη της ζωής. Σα να ήθε­λαν να τα κρα­τή­σουν όλ’ αυτά, να μην τους φύγουν. Ν’ αγκι­στρω­θούν σ’ αυτά. Αυτά ήταν η ζωή. Τα υπό­λοι­πα μύρι­ζαν θάνα­το. Η ανυ­πο­μο­νη­σία κορυ­φώ­νε­ται. Η φρου­ρά αργεί να ’ρθει. 0 αργός θάνατος.

Πόσο τελικά μπορούσαν να υπομένουν;
Ποιος είναι ο χρόνος αντοχής στην αναγγελία του θανάτου σου;

Επι­τέ­λους, το προ­σκλη­τή­ριο έτοι­μο. Ο Ναπο­λέ­ων και ο Αντώ­νης ανέ­λα­βαν το συνη­θι­σμέ­νο τους έργο κι έκα­ναν την κατα­μέ­τρη­ση. Μετά η συνή­θης ανα­φο­ρά στο διοι­κη­τή, τον Φίσερ. Αυτός κρα­τού­σε έναν κατά­λο­γο. Τον ήξε­ραν αυτόν τον κατά­λο­γο. Δεν ήταν κατά­λο­γος παρου­σιών. Μαύ­ρος κατά­λο­γος ήταν.

Παλιός κατά­λο­γος. Από τους βασι­λι­κούς της υπο­τι­θέ­με­νης δημο­κρα­τί­ας, στους μετα­ξι­κούς και από εκεί στον Τσο­λά­κο­γλου και στους Γερ­μα­νούς δήμιους. Έκα­νε όλο τον κύκλο του. Από το δολο­φο­νι­κό χέρι του ελλη­νι­κού φασι­σμού, στο δολο­φο­νι­κό χέρι του ιτα­λι­κού και γερ­μα­νι­κού φασισμού.

Και τώρα πάλι μπρο­στά τους. Να επι­βε­βαιώ­σει το στη­μέ­νο παι­χνί­δι, την εξο­λό­θρευ­ση των Ακρο­ναυ­πλιω­τών κομ­μού­νι­στών. Λει­τούρ­γη­σαν όλες οι υπη­ρε­σί­ες για να πετύ­χουν αυτόν το σκοπό!

Πιο πολύ οι Έλλη­νες προ­δό­τες. Δεν μπο­ρού­σαν να ησυ­χά­σουν όσο μάθαι­ναν ότι οι Ακρο­ναυ­πλιώ­τες έμε­ναν ζωντα­νοί. Πόσες φορές δε ζήτη­σαν ν’ αρχί­σει ο χαλα­σμός από αυτούς; Και να που φαί­νε­ται ότι το πετυχαίνουν.

«Σύντρο­φοι, έφτα­σε. Ο δήμιος με τον κατά­λο­γο στα χέρια έφτα­σε», ανα­φώ­νη­σε κάποιος από τη σειρά.
Και μετά η βρο­ντε­ρή φωνή και η μετά­φρα­σή της. Η φωνή του θανάτου.
«Όσοι ακού­σουν τα ονό­μα­τά τους να βγαί­νουν εδώ μπρο­στά. Θα μετα­φερ­θούν σε άλλο στρατόπεδο.»
Παγω­μά­ρα. Όλοι γνώ­ρι­ζαν ποιο είναι το άλλο στρατόπεδο!

  • «Ψέμα­τα λέτε! Είστε δει­λοί και ψεύ­τες! Ούτε τώρα δε λέτε την αλή­θεια!», φώνα­ξε ο Νίκος με αγα­νά­κτη­ση. Η απά­ντη­ση ήταν μια άγρια κι εκδι­κη­τι­κή ματιά. 0 Νίκος συνέ­χι­σε να τους προκαλεί.
  • «Τελειώ­νε­τε! Τελειώ­νε­τε! Δια­βά­στε τα ονό­μα­τα! Δεν πρό­κει­ται να μας δεί­τε να λυγί­ζου­με! Μην καρ­τε­ρά­τε να λυγί­σου­με! Δε θα σας κάνου­με αυτήν τη χάρη! Θα μεί­νου­με όρθιοι! Τελειώ­νε­τε με τα ονόματα!»

Οι σύντρο­φοι του Νίκου συμ­με­ρί­ζο­νται τα λόγια του και ορθώ­νουν τα κορ­μιά τους.

Και τότε ανοί­γει ο κατά­λο­γος του θανά­του. Δια­βά­ζο­νται τα ονό­μα­τα με αλφα­βη­τι­κή σειρά.

  • «Παρών!»

Με ορθό ανά­στη­μα και με ζωη­ρή φωνή η απά­ντη­ση των αγω­νι­στών. Και μετά ο αποχαιρετισμός.

Με περή­φα­νο βήμα και στα­θε­ρό προ­χω­ρού­σαν και σχη­μά­τι­ζαν πεντά­δες και εικο­σά­δες. Μόλις συμπλή­ρω­ναν εικο­σά­δες, τους έδι­ναν δια­τα­γή να παρα­λά­βουν τα πράγ­μα­τά τους, να ετοι­μα­στούν δηλα­δή. Για το μεγά­λο ταξί­δι. Το ταξί­δι στα Κύθη­ρα. Το μόνο της ζωής τους ελεύ­θε­ρο ταξίδι.
Και οι άλλοι στην ανα­μο­νή. Όπως στο σχο­λείο, που παρα­κο­λου­θείς τον κατά­λο­γο και πλη­σιά­ζει η σει­ρά σου και, όταν δεν έχεις δια­βά­σει το μάθη­μα, παρα­κα­λάς για ένα θαύ­μα. Να συμ­βεί κάτι και να μη φτά­σει στο όνο­μά σου ‑και σπά­νια σου βαί­νει αυτό. Συνή­θως σε στή­νει στο μάθη­μα και σε εκθέ­τει. Τώρα είναι χει­ρό­τε­ρα, σε στή­νουν στον τοίχο.

«Κοντο­ζυ­γώ­νει το δικό μου όνο­μα», είπε με έκδη­λη αγω­νία αλλά και παλι­κα­ριά ο Νίκος. 0 κατά­λο­γος είχε φτά­σει στο «Μ ».

  • Και η συνέ­χεια όμοια. Παρών! Παρών! Βρο­ντε­ρό, αντρί­κιο. Με μια βρα­χνά­δα από το ξενύ­χτι. Καθά­ρι­ζαν το λαι­μό τους όταν έφτα­νε η σει­ρά τους, για ν’ ακου­στεί καλά. Να μη φανεί εξαι­τί­ας της βρα­χνά­δας υπο­το­νι­κό, φοβισμένο.

Φοβού­νται μην προ­δο­θούν από τη φωνή τους και αργή­σουν να φωνά­ξουν το «παρών!» και περά­σει από το νου κανε­νός ότι να, την τελευ­ταία στιγ­μή δεί­λια­σαν και λύγι­σαν τα γόνα­τά τους και άργη­σαν να φτά­σουν εκεί που οι άλλοι θαρ­ρε­τά και αντρί­κια, χωρίς κανέ­ναν δισταγ­μό, έτρε­ξαν πριν από αυτούς. Ναι, αυτό είναι: Φοβού­νται την ξεφτί­λα περισ­σό­τε­ρο από το θάνατο.

Η φωνή του Γερ­μα­νού ακού­γε­ται δια­πε­ρα­στι­κή και ανα­τρι­χια­στι­κή. Τα ονό­μα­τα συνε­χί­ζο­νται. Όταν πλη­σιά­ζει το γράμ­μα που σημα­δεύ­ει το επί­θε­το, είναι σχε­δόν έτοι­μοι. Οι χτύ­ποι της καρ­διάς ακού­γο­νται στο στρα­τό­πε­δο. Οι χτύ­ποι και οι απο­χαι­ρε­τι­σμοί. Στο ενδιά­με­σο σιω­πή, μόνο οι χτύ­ποι που δια­κό­πτο­νται από την αναγ­γε­λία του νέου ονό­μα­τος. Συμπλη­ρώ­νε­ται και η εικοσάδα.

“Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η λευτεριά!”

Απο­χαι­ρε­τούν τους συντρό­φους τους και προ­χω­ρά­νε στο χώρο συγκέντρωσης.

Οι σει­ρές σιγά-σιγά αραιώ­νουν. Η εικό­να είναι κατα­θλι­πτι­κή. Η σει­ρά των Ακρο­ναυ­πλιω­τών τεί­νει να εξα­φα­νι­στεί. Εκεί­νοι με τα μεγα­λύ­τε­ρα κου­ρά­για, εκεί­νοι με το μεγα­λείο ψυχής, εκεί­νοι που έδι­ναν ανα­πνοή στους άλλους, σε λίγο θα φύγουν από το στρα­τό­πε­δο, σε λίγο θα φύγουν από τον κόσμο αυτόν. Ερή­μω­ση και θλίψη.

Κάπο­τε κου­ρά­ζε­ται και ο διοι­κη­τής. Αυτός ο αγέ­ρω­χος και σαδι­στής δεί­χνει σημά­δια κόπω­σης. Αφή­νει το φάκε­λο στον Λέφλερ και υπο­χω­ρεί προς το διοι­κη­τή­ριο. Ιδρω­μέ­νος και μ’ ένα απλα­νές βλέμ­μα κοι­τά­ει γύρω του. Ποιος ξέρει, ίσως κι αυτός ακό­μα δεν μπο­ρεί να συμ­βι­βα­στεί με την πρω­το­φα­νή αυτήν δολο­φο­νία. Ίσως το άρρω­στο μυα­λό του δεν έχει φτά­σει στα όρια. 0 ιππο­κό­μος του, του έφε­ρε ένα ποτή­ρι νερό. Το ήπιε, σκού­πι­σε το πρό­σω­πό του με το μαντί­λι του και κοντο­στά­θη­κε σα να έπαιρ­νε ανα­πνο­ές. Είχε μετρή­σει εκα­τό μέχρι τώρα. Εκα­τό ονό­μα­τα, προ­σκλη­τή­ριο για τον Άδη.

  • «Τελειώ­σα­με; Τελειώ­σα­με;», ρώτη­σε με αγω­νία ένας από τους ενα­πο­μεί­να­ντες τον Αντώ­νη. 0 Αντώ­νης, όμως, δεν μπο­ρού­σε να ησυ­χά­σει τους υπόλοιπους.
  • «Δεν είμαι σίγου­ρος», απά­ντη­σε δια­τα­κτι­κά, σα να έφται­γε εκεί­νος, κι επα­νέ­λα­βε: «Δεν είμαι σίγου­ρος για τη δια­τα­γή. Ίσως να έχου­με τελειώ­σει με τους εκατό.»

Η νέα ανα­μο­νή προ­κά­λε­σε την οργή…

«Να μας πάρουν όλους, όλους!», φώνα­ξε ένας αγανακτισμένος…

«Όχι, όχι, σύντρο­φε, μην το λες αυτό. Μας χρειά­ζε­ται η πατρί­δα! Μη σας παρα­σύ­ρει ο θυμός σας. Κάποιοι θα μεί­νουν πίσω για να πάρουν το αίμα των αδι­κο­σκο­τω­μέ­νων πίσω», απά­ντη­σε ο Αντώνης.

Τελεί­ω­σε η κάθο­δος στον Άδη; Όχι. Ο διοι­κη­τής γύρι­σε πίσω. Πρό­σκαι­ρα πίστε­ψαν πως με τους εκα­τό τελεί­ω­σε η εκφώ­νη­ση. Λάθος! 0 Φίσερ ξανα­πή­ρε το φάκε­λο. Έβγα­λε πάλι την κατά­στα­ση κι άρχι­σε να δια­βά­ζει με κάποια αυξη­μέ­νη νευ­ρι­κό­τη­τα τώρα. Διά­βα­ζε κι άλλα ονόματα.

Ο Ναπο­λέ­ων Σουκατζίδης.

  • «Σου­κα­τζί­δης Ναπολέων!»
  • «Παρών! Παρών!»,
    φώνα­ξε δυνα­τά ο Ναπο­λέ­ων δύο φορές, δύο φορές με δυνα­τή φωνή.

Το στρα­τό­πε­δο πάγω­σε. Τι συμ­βαί­νει; Πρώ­τα ο Αντώ­νης και ύστε­ρα ο Ναπο­λέ­ων; Δεν το περί­με­ναν. Τους είχαν ανά­γκη οι Γερ­μα­νοί. Τους είχε ανά­γκη ο Φίσερ. Προ­φα­νώς η εξό­ντω­ση των Ακρο­ναυ­πλιω­τών τη σημα­δια­κή αυτήν μέρα ήταν πάνω από τις ανά­γκες του όποιου διοικητή.

Εκεί­νος συγκλο­νι­σμέ­νος προ­χώ­ρη­σε. Πλη­σί­α­σε το διερ­μη­νέα Θανά­ση. Του παρέ­δω­σε τη σφυ­ρί­χτρα και τα χαρτιά.

«Θανά­ση, μην ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλλη­νας κρα­τού­με­νος. Πάντα στο μυα­λό σου να ’χεις αυτό. Έλλη­νες αγω­νι­στεί, εξυ­πη­ρε­τείς. Να είσαι πάντα καλός και να κατα­νο­είς τα προ­βλή­μα­τά τους. Να είσαι μαλα­κός μαζί τους. Στο πρό­σω­πό σου απο­χαι­ρε­τώ όλους τους αγα­πη­τούς μου συντρόφους.»

Τον αγκά­λια­σε και τον φίλη­σε. 0 Θανά­σης βου­βός τον κοί­τα­γε. Δεν μπο­ρού­σε να βγά­λει μιλιά. Τέτοια ώρα θέλεις τόσα να πεις και δε βγαί­νει κουβέντα.

  • «Σε σένα εμπι­στεύ­ο­μαι τον αγώ­να μας. Είμαι βέβαιος ότι θα κάνεις αυτό που πρέπει.»
  • «Θα τιμή­σω την εμπι­στο­σύ­νη σου, σύντρο­φε», πρό­λα­βε να ψελ­λί­σει ο Θανάσης.

Έρι­ξε μια φευ­γα­λέα ματιά γύρω του και προ­χώ­ρη­σε. Με βήμα στα­θε­ρό και το κεφά­λι ψηλά πήγε και πήρε τη θέση του στις πεντά­δες των ηρώ­ων. Αγέ­ρω­χος, με ήρε­μο, γαλή­νιο πρό­σω­πο. Δεν τους έκα­νε το χατί­ρι να δει­λιά­σει ή να φανεί ότι δει­λιά­ζει. Μήτρα μικρα­σιά­τι­κη τον γέν­νη­σε. Τόσα είχε περά­σει, τόσες δοκιμασίες.

0 Φίσερ τον κοί­τα­ξε καλά και στα­μά­τη­σε για λίγο. Καρ­φώ­θη­κε το βλέμ­μα του πάνω του. 0 υπα­σπι­στής του κάτι του ψιθύ­ρι­σε στο αφτί. 0 Φίσερ με το παγε­ρό του βλέμ­μα έκα­νε νεύ­μα στον Ναπο­λέ­ο­ντα. Νεύ­μα ζωής. Του χάρι­ζε τη ζωή.

  • «Όχι εσύ, Ναπο­λέ­ων! Πήγαι­νε στη θέση σου. Γύρ­να πάλι στο πόστο σου.»

Έμοια­ζαν σα δια­τα­γή τα λόγια του Φίσερ. Οι σύντρο­φοι του Ναπο­λέ­ο­ντα χάρη­καν. Ήταν μια όαση στην τρα­γω­δία που ζούσαν.

  • «Για­τί όχι εγώ; Για­τί εξαι­ρού­μαι;»: Η ερώ­τη­ση του Ναπο­λέ­ο­ντα ήταν σχε­δόν ρητο­ρι­κή. Ήξε­ρε καλά ότι το κάνει από ανά­γκη. Σαν ένα εργα­λείο τον έβλε­πε, όχι σαν άνθρω­πο. Και σαν εργα­λείο τον είχε ακό­μα ανάγκη.
  • «Εσύ δε θα φύγεις από το στρα­τό­πε­δο αυτό. Θα μεί­νεις εδώ, για­τί είσαι χρή­σι­μος. Δεν έχου­με άλλον διερ­μη­νέα», παρα­δέ­χτη­κε ο διοι­κη­τής. Δεν τολ­μού­σε ακό­μα να ομο­λο­γή­σει ότι τους οδη­γούν στην εκτέ­λε­ση. Για αλλα­γή στρα­το­πέ­δου μιλούσε.

Ο Ναπο­λέ­ων, όμως, δεν προ­σποιού­νταν τον ανήξερο:

  • «Ας μιλή­σου­με με ειλι­κρί­νεια, κύριε διοι­κη­τά. Κανείς δεν πιστεύ­ει το παρα­μύ­θι για αλλα­γή στρα­το­πέ­δου. Όλοι γνω­ρί­ζου­με την τύχη μας. Πες μου, λοι­πόν. Πόσοι θα εκτε­λε­στούν, αν εξαι­ρε­θώ εγώ;»
  • «Έχω δια­τα­γή να μετα­φέ­ρω δια­κό­σιους και αυτήν θα εκτε­λέ­σω. Δεν έχω επι­λο­γές. Η δια­τα­γή είναι δια­τα­γή. Δεν απο­φα­σί­ζω εγώ.»

Δια­κό­σιοι ήταν η δια­τα­γή. Δε φαι­νό­ταν ιδιαί­τε­ρα ικα­νο­ποι­η­μέ­νος, αλλά δεν μπο­ρού­σε να κάνει δια­φο­ρε­τι­κά. Η μόνη επι­λο­γή του ήταν ν’ αντι­κα­τα­στή­σει κάποιον με κάποιον άλλον. Καμία άλλη επι­λο­γή. Κι επα­νέ­λα­βε την εντολή:

«Πήγαι­νε λοι­πόν στη θέση σου. Να συνεχίσουμε.»

Η αντί­δρα­ση του Ναπο­λέ­ο­ντα ήταν απρό­σμε­νη για το διοικητή.

«Τότε δε δέχο­μαι. Δε δέχο­μαι κανέ­νας άλλος να μ’ αντι­κα­τα­στή­σει. Είμαι Έλλη­νας! Πατριώ­της! Αρνού­μαι! Χρό­νια παλεύω με ψηλά το κεφά­λι. Ποτέ δε σκέ­φτη­κα τον εαυ­τό μου σε βάρος των άλλων. Ούτε φυσι­κά και τώρα.»

Η μακά­βρια επι­λο­γή του διοι­κη­τή τού προ­κα­λού­σε ανα­τρι­χί­λα. Τόσοι και τόσοι αγώ­νες για το κοι­νό καλό, για το λαό μας, για τον άλλον, τον αδύ­να­μο, τον ανή­μπο­ρο, τον προ­λε­τά­ριο. Τον καλού­σε τώρα να τους απαρ­νη­θεί. Ένας άλλος τρό­πος να κάνεις δήλω­ση δηλαδή.

«Δε δέχο­μαι! Δε δέχο­μαι!», φώνα­ξε ξανά, εντε­λώς απο­φα­σι­σμέ­νος. «Αρνού­μαι!»

Οι σύντρο­φοί του παρα­κο­λου­θού­σαν με κομ­μέ­νη την ανά σα. 0 διοι­κη­τής σαστι­σμέ­νος έκα­νε μια τελευ­ταία προσπάθεια:

«Σου­κα­τζί­δη, σκέ­ψου τη ζωή σου! Άσε τις ανοη­σί­ες και τους ηρω­ι­σμούς. Σκέ­ψου τη ζωή σου. Έχεις τόσα προ­σό­ντα. Μη χαρα­μί­σεις τα νιά­τα σου. Τη ζωή σού χαρί­ζω. Μην είσαι βλάκας.»

Εκεί­νος όμως είναι αλύ­γι­στος και σκλη­ρός σαν πέτρα…

«Σκέ­φτο­μαι την ομορ­φιά της ζωής. Δε θέλω να πεθά­νω. Δέχο­μαι τη ζωή μου μόνο αν δεν μπει άλλος στη θέση μου. Είμαι άνθρω­πος. Έζη­σα και θα πεθά­νω ως άνθρω­πος. Δεν παρι­στά­νω τον ήρωα. Μου αρέ­σει η ζωή και γι’ αυτό αγω­νί­ζο­μαι. Είναι όμορ­φη η ζωή. Εσείς την χαλά­τε, οι οπα­δοί της ασχήμιας._Ο διοι­κη­τής κλο­νί­ζε­ται προς στιγ­μή από τη στά­ση του, αυτήν τη γεν­ναία στάση.

«Δεν πρό­κει­ται να συνε­χί­σω. Δε θα σε πεί­σω. Κάνε αυτό που νομί­ζεις. Τού­το μόνο σου λέω. Σέβο­μαι την από­φα­σή σου. Σε όποιο στρα­τό­πε­δο κι αν ανή­κουν οι αλη­θι­νοί ήρω­ες, η στρα­τιω­τι­κή τιμή μας επι­βάλ­λει να τους σεβόμαστε.»

Ο Ναπο­λέ­ων αντι­πα­ρέρ­χε­ται τη φιλο­φρό­νη­ση. Δεν την δέχεται:

  • «Δεν το κάνε­τε όμως. Εσείς κάνε­τε το αντί­θε­το. Δε σέβε­στε την προ­σω­πι­κό­τη­τά μου, τις ιδέ­ες μου, τους αγώ­νες μου, με προσβάλλετε.»
  • «Δεν ξέρω τι ακρι­βώς εννο­είς», τον διέ­κο­ψε ο διοι­κη­τής και τον κοί­τα­ξε με απορία.
  • «Τι εννοώ; Με προ­σβάλ­λε­τε με την πρό­τα­ση που μου κάνε­τε. Δε θα έπρε­πε να είμαι εδώ, αν δεχό­μουν αυτήν την πρό­τα­ση. Θεω­ρεί­τε ότι μπο­ρώ να δεχτώ πως η ζωή του συνα­γω­νι­στή μου αξί­ζει λιγό­τε­ρο από τη δική μου. Πώς θα έβλε­πα το συνα­γω­νι­στή μου χαμη­λό­τε­ρα;» Δεν απά­ντη­σε. Δεν είχε τίπο­τα να πει. Το βλέμ­μα του ίσως έκρυ­βε κάποιον θαυμασμό.
  • «Συνε­χί­ζου­με, συνε­χί­ζου­με!», φώναξε.

Ο Ναπο­λέ­ων αγέ­ρω­χος παίρ­νει τη θέση του ανά­με­σα στους συντρό­φους του, ανά­με­σα στους μελ­λο­θά­να­τους. Και αυτοί περή­φα­νοι και όρθιοι. Στή­νουν χορό. Έχε γεια, καη­μέ­νε κόσμε, έχε γεια, γλυ­κιά ζωή! Είναι γλυ­κιά η ζωή, λατρεύ­ου­με τη ζωή και γι’ αυτό πεθαί­νου­με. 0 Γερ­μα­νός στρα­το­πε­δάρ­χης σαστί­ζει. Βλέ­πει με απο­ρία τους δια­κό­σιους που πάνω τους βαραί­νει ο ίσκιος του θανά­του να χορεύ­ουν, να τρα­γου­δά­νε και ν’ απο­χαι­ρε­τά­νε τους συντρό­φους τους. Τι είναι τού­το δώ; Αντη­χεί ο αέρας από αντά­ρα αντρίκια.

Και ύστε­ρα ενώ­νο­νται πάλι όλοι μαζί. 0 αριθ­μός συμπλη­ρώ­θη­κε· εκτός από τους παλιούς, Ακρο­ναυ­πλιώ­τες και Ανα­φιώ­τες κομ­μου­νι­στές, πήραν και μερι­κούς άλλους, γερ­μα­νο­κρα­τού­με­νους. Ανά­με­σά τους ήταν κι ο μικρός Θανάσης.

Είναι όλοι συγκε­ντρω­μέ­νοι εκεί, σε μια ατε­λεί­ω­τη σει­ρά μπρο­στά στα μαγει­ρεία, στον τόπο συγκέ­ντρω­σης. Αργούν. Καθυ­στε­ρεί η φρου­ρά που θα τους πάρει. Περι­μέ­νουν εκεί.

Όπως τότε που περι­μέ­να­νε συγκε­ντρω­μέ­νοι τα φορ­τη­γά για να πάνε εκδρο­μή. Όπως τότε, τις ξένοια­στες μέρες. Με το άσπρο κοντο­μά­νι­κο που­κά­μι­σο και την τσά­ντα στον ώμο. Έτσι και τώρα. Δια­κό­σια παλι­κά­ρια, δια­κό­σιοι λεβε­ντό­κορ­μοι. Περι­μέ­νουν τα φορ­τη­γά για την τελευ­ταία εκδρο­μή τους. Και τις χαί­ρο­νται τις εκδρο­μές. Δεν είχαν και συχνά αυτήν τη χαρά. Δεν πήγαι­ναν συχνά εκδρομή.

Και σήμε­ρα είναι Πρω­το­μα­γιά. Και ο πρω­ι­νός αέρας αρχί­ζει να γλυ­καί­νει. Αλλά­ζει ο και­ρός. Ό ήλιος πού και πού ξεμυ­τί­ζει από τα σύν­νε­φα και η αυγή χρυ­σί­ζει. 0 Υμητ­τός κεντιέ­ται με χρυ­σά­φι. Προς τον Υμητ­τό θα δια­βού­νε. Θ’ αντα­μώ­σου­νε με τον ήλιο. Ελπί­ζουν όλοι να νική­σει τα σύν­νε­φα και να είναι κόντρα, απέ­να­ντι τους. Να τους τυφλώ­νει. Έτσι να φύγουν, με τον ήλιο κόντρα. Να ’ναι όμορ­φο το τελευ­ταίο τους ταξίδι.

Το τελευ­ταίο ταξί­δι. Το ταξί­δι στα Κύθη­ρα. Δε δέχο­νται να υπο­στούν τον εξευ­τε­λι­σμό του γδυ­σί­μα­τος. Ντυ­μέ­νοι, καθα­ροί, ωραί­οι θα πάνε την τελευ­ταία τους εκδρο­μή. Όπως και οι Σπαρτιάτες.

Από μακριά φαί­νε­ται η πομπή των αυτο­κι­νή­των. Στρί­βουν τώρα κι έρχο­νται στον τόπο που πρό­κει­ται να γίνει η φόρ­τω­ση. Την από­λυ­τη σιγή δια­τα­ράσ­σουν η κίνη­ση των αυτο­κι­νή­των και οι βαριά οπλι­σμέ­νοι στρα­τιώ­τες που σπεύ­δουν να παρα­τα­χτούν στην πόρ­τα. Σα να ετοι­μά­ζο­νταν για μάχη, μάχη με άοπλους.

Ανοί­γουν την πόρ­τα και τα φορ­τη­γά αρχί­ζουν να μπαί­νουν. Μ’ έναν βασα­νι­στι­κό τρό­πο κυλά­νε προς τον προ­ο­ρι­σμό τους. Τα στό­μα­τα είναι σφα­λι­στά. Τα μάτια στο έδα­φος. Κανείς δεν μπο­ρεί ν’ αντι­κρί­σει τους μελ­λο­θά­να­τους συγκε­ντρω­μέ­νους. Η καρ­διά ματώ­νει. Τα μάτια βουρ­κώ­νουν. Οι λυγ­μοί πάνε να πνί­ξουν τη φωνή όλων όσοι μένουν πίσω. Κρα­τιού­νται. Δεν πρέ­πει να τους δουν να λυγί­ζουν. Ούτε ένα δάκρυ, τα δάκρυα μετά. Όταν μεί­νουν μόνοι. Τώρα οφεί­λουν να είναι άκαμ­πτοι. Σκλη­ροί. Να μην αφή­σουν την οργή να ξεθυ­μά­νει. Να μη σβή­σουν τη φωτιά με τα υγρά δάκρυα.

«Να μην ξεχά­σου­με, σύντροφοι!»
Η βρο­ντε­ρή φωνή του Νίκου αντη­χεί στ’ αφτιά όλων.

Αρχί­ζει το βασα­νι­στι­κό ανέ­βα­σμα στα φορ­τη­γά. Τώρα το σκη­νι­κό δε μοιά­ζει για εκδρο­μή. Δεν είναι έτσι τα πρό­σω­πα στην εκδρο­μή. Δεν είναι τόσο σφι­χτά τα χεί­λη. Όχι, δεν πάνε με τέτοιο βλέμ­μα εκδρο­μή, στο θάνα­το πάνε. Τελευ­ταί­οι απο­χαι­ρε­τι­σμοί. Τα στό­μα­τα ανοί­γουν για παραγ­γε­λί­ες στους δικούς τους ανθρώ­πους. Κάποιοι γρά­φουν και μικρά, πρό­χει­ρα σημειώματα.

«Να βρεις τη μάνα μου! Στο επι­σκε­πτή­ριο, στο επι­σκε­πτή­ριο. Μην την αφή­σεις να περι­μέ­νει, μην την ξεφτι­λί­σει ο σκο­πός. Φεύ­γω ευτυ­χι­σμέ­νος, να της πεις. Να ’ναι περή­φα­νη για το γιο της, όπως ήταν πάντα»: Τα τελευ­ταία φευ­γα­λέα λόγια του Νίκου, πριν ανέ­βει στο φορ­τη­γό για το τελευ­ταίο του ταξί­δι, την τελευ­ταία του ταλαιπωρία.

  • «Τη γυναί­κα μου, την Αργυ­ρού­λα!», φωνά­ζει ο Κώστας. Και συνε­χί­ζει: «Την αγα­πάω, να της πεί­τε, να ζήσει, να ευτυχήσει.»
  • «Την κορού­λα μου, την πρι­γκί­πισ­σα της καρ­διάς μου. Δεν την έζη­σα. Δεν την χάρη­κα. Θα είμαι νοε­ρά δίπλα της. Μην την ξεχά­σε­τε, σύντρο­φοι, μην την ξεχάσετε.»

Δύσκο­λα έβγαι­ναν τα λόγια. Τη φωτο­γρα­φία της πρι­γκί­πισ­σάς του έσφιγ­γε στο χέρι ο Γιώρ­γος. Την έσφιγ­γε σα να φοβό­ταν, σα να φοβό­ταν ότι θα του την πάρουν. Όλα του τα είχαν πάρει. Δε θα επέ­τρε­πε κι αυτό. Σφι­χτά αγκα­λια­σμέ­νη η πρι­γκί­πισ­σά του. Να μην την δουν.

Και ο Ναπο­λέ­ων αγέ­ρω­χος στη σει­ρά κι αυτός για το τελευ­ταίο ταξί­δι. Δεν πρό­λα­βε και το χαλ­βά της αγα­πη­μέ­νης του. Γρή­γο­ρα-γρή­γο­ρα έγι­ναν όλα.

«Μη μας δουν να κλαί­με, σύντρο­φοι, μην τους κάνου­με τη χάρη! Ακρο­ναυ­πλιώ­τι­κα θα πεθά­νου­με, όρθιοι, όπως τα δέντρα», φώνα­ξε συγκι­νη­μέ­νος μπαί­νο­ντας στο φορτηγό.

χορός του Σουκατζίδη» έργο του Βάλια Σεμερτζίδη 1966 2

“Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή…”

Ο Ανέ­στης, ανε­βα­σμέ­νος σ’ ένα πεζού­λι, με δυνα­τή φωνή δίνει το παράγ­γελ­μα. Οι υπό­λοι­ποι ακο­λου­θούν. Κανείς δεν μπο­ρεί να τους εμπο­δί­σει. Κατά­νυ­ξη και συγκί­νη­ση. Ιερο­τε­λε­στία ήταν. Από την ψυχή έβγαι­νε η φωνή. Η δύνα­μη των στί­χων έδει­χνε τερά­στια. Και οι πέτρες λύγι­ζαν σ’ αυτό το συγκλο­νι­στι­κό θέα­μα. Ποτέ ο χαι­ρε­τι­σμός της λευ­τε­ριάς δεν αντι­λά­λη­σε στις πολι­τεί­ες και στα χωριά, στα βου­νά και στα φαράγ­για της Ελλά­δας πιο συγκι­νη­τι­κά, πιο ειλι­κρι­νά, πιο αντρειωμένα.

Μέχρι την κορυφή του Υμηττού έφτανε.
Και ο αντίλαλος χτυπούσε ευθεία τις καρδιές τους.

Ξεκι­νά­νε. Και εκδρο­μή και νεκρο­πο­μπή. Δεξιά κι αρι­στε­ρά αφέ­θη­καν δύο στε­νό­μα­κρες σει­ρές από μπο­γα­λά­κια στο δρό­μο που είχαν παρα­τα­χτεί. Οι μελ­λο­θά­να­τοι άφη­σαν και τα τελευ­ταία πράγ­μα­τά τους για τους άλλους. Δεν τα είχαν πια ανά­γκη «στο νέο στρα­τό­πε­δο», εκεί που πήγαι­ναν. Μαζί τους πήραν μόνο ορι­σμέ­να ενθύ­μια, αυτά δεν τα άφη­ναν. Έφυ­γαν! Έφυ­γαν από το στρα­τό­πε­δο. Χάθη­καν στη στροφή.

Ο διοι­κη­τής έδω­σε εντο­λή να συμπλη­ρω­θούν τα κενά με άλλους κρα­τού­με­νους. Να συνε­χί­σουν τις εργα­σί­ες τους. Σα να μην συνέ­βη τίπο­τα. Σα να τελεί­ω­σε μια απλή δια­δι­κα­σία. Σα να μην έστελ­νε 200 ανθρώ­πους στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα. Σα να μην είχε καμία απο­λύ­τως αξία η ανθρώ­πι­νη ζωή…

Έστριψαν αριστερά από το στρατόπεδο.
Διαδρομή θανάτου στους έρημους δρόμους της Αθήνας.
Από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, 
στην ηρωική Καισαριανή.

Κανείς δε μιλού­σε. Όλοι τους ήταν προ­ση­λω­μέ­νοι σε κάτι, σε κάποιες εικό­νες, σε κάποιες σκέψεις.

Ο ήλιος έδι­νε μάχη με τα σύν­νε­φα. Άλλο­τε έβγαι­νε νικη­τής και άλλο­τε χαμέ­νος. Εκεί­νοι προς τη μεριά του τρα­βού­σαν. Τον πλη­σί­α­ζαν. Απέ­να­ντι τους ήταν. Κόντρα στην πορεία τους. Όταν κέρ­δι­ζε τη μάχη από τα σύν­νε­φα, ήταν εκτυ­φλω­τι­κός. Μαγιά­τι­κος ήλιος.

Και ο Υμητ­τός φάντα­ζε τώρα απει­λη­τι­κός. Το βου­νό που αντί­κρι­σε τους πρώ­τους ανθρώ­πους, που είδε τον αγώ­να τους να επι­βιώ­σουν, να καλυ­τε­ρεύ­σουν τη ζωή τους, που παρα­κο­λού­θη­σε την ιστο­ρία του ανθρώ­που, το μεγα­λείο του, δεν μπο­ρού­σε ν’ ανε­χτεί τώρα αυτήν τη μικρό­τη­τα, την αδι­κία. Ήταν απει­λη­τι­κός, σκο­τει­νός, δυσοί­ω­νος. Ποτέ η φύση δεν μπο­ρού­σε ν’ ανε­χτεί αυτόν τον ευτε­λι­σμό της ζωής.

Και στους πρό­πο­δες του Υμητ­τού, η Και­σα­ρια­νή. Μια συνοι­κία ηρω­ι­κή, αντάρ­τισ­σα, ταλαι­πω­ρη­μέ­νη. Με ανυ­πό­τα­κτους ανθρώ­πους. Το χώμα της για μία ακό­μη φορά θα βαφό­ταν κόκ­κι­νο, θα φιλο­ξε­νού­σε παλι­κά­ρια, αγω­νι­στές, κομμουνιστές.

Κάπου εκεί στο Παγκρά­τι, κοντά στο Πανα­θη­ναϊ­κό Στά­διο, είδαν μια ομά­δα ανθρώ­πων με εκδρο­μι­κά σακί­δια. Για εκδρο­μή μαγιά­τι­κη ετοι­μά­ζο­νταν. Πρω­το­μα­γιά ήταν. Η βαθιά αντί­θε­ση, το μαύ­ρο με το άσπρο. 0 θάνα­τος απέ­να­ντι στη ζωή. Κοι­τού­σαν έντρο­μοι τα γερ­μα­νι­κά καμιόνια.

Ο Ναπο­λέ­ων, βλέ­πο­ντας την εικό­να αυτήν, αισθάν­θη­κε περί­ερ­γα: Χαρά για τη ζωή που βλέ­πει και απελ­πι­σία που την στε­ρεί­ται. Παρα­κα­λού­σε να είναι μακρύς ο δρό­μος. Ν’ αργή­σουν να φτά­σουν. Να κερ­δί­σουν χρό­νο ζωής. Να δού­νε ακό­μα λίγο τους ανθρώ­πους να κυκλο­φο­ρούν στους δρό­μους, να αισθαν­θούν ακό­μα λίγο τη ζωή. Αλλά δεν υπάρ­χουν άλλοι άνθρω­ποι στους δρό­μους. Αλή­θεια, πού κρύ­φτη­καν όλοι; Πρω­το­μα­γιά είναι! Άλλες Πρω­το­μα­γιές χαλού­σε ο κόσμος. Λοβο­το­μή στον κόσμο κάνει ο φασισμός;

Και ξαφ­νι­κά μια φωνή έσπα­σε την από­λυ­τη σιω­πή. Μια φωνή τους ξύπνη­σε από το λήθαργο…

«Φτά­σα­με, σύντρο­φοι, φτάσαμε.»

Αυτό θα μπο­ρού­σε να ήταν αγγελ­τή­ριο χαράς, δια­σκέ­δα­σης. Θα μπο­ρού­σε να ήταν το τέλος ενός κου­ρα­στι­κού ταξι­διού. Θα μπο­ρού­σε να ήταν αντά­μω­μα με αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα. Θα μπο­ρού­σε να ήταν η επι­στρο­φή του ξενιτεμένου.

«Φτά­σα­με, σύντρο­φοι. Μπαί­νου­με στο Σκοπευτήριο.»

Δεν ήταν όμως. Τίπο­τε από αυτά δε συνέ­βαι­νε. Ήταν το τέλος, το τέλος της ζωής, της σύντο­μης και βασα­νι­σμέ­νης ζωής. Της λεη­λα­τη­μέ­νης ζωής.

«Τι όμορ­φος τόπος…», ψιθύ­ρι­σε ο Ναπο­λέ­ων. Ο Νίκος δίπλα του τον άκουσε…

«Αυτόν τον όμορ­φο τόπο τον μαγα­ρί­σα­νε. Δολο­φο­νούν ανθρώπους.»

Σα νεκρο­πο­μπή έμπαι­ναν τ’ αυτο­κί­νη­τα στο Σκο­πευ­τή­ριο, το ένα πίσω από το άλλο και με την ανά­λο­γη ταχύ­τη­τα. Σα νεκροπομπή.

Τα αυτο­κί­νη­τα μπή­καν από τη Ν/Α πόρ­τα στο πεδίο βολής των 250 μέτρων ‑έτσι το έλε­γαν οι σκο­πευ­τές, καθώς υπήρ­χαν και μεγα­λύ­τε­ρα πεδία βολής και μικρό­τε­ρα. Πέρα­σαν από ένα γεφυ­ρά­κι την εσω­τε­ρι­κή τάφρο κι έφτα­σαν μέχρι τον εσω­τε­ρι­κό τοί­χο του χώρου των εκτελέσεων.

Εκεί στά­θη­καν. Οι μελ­λο­θά­να­τοι παρέ­με­ναν μέσα στ’ αυτο­κί­νη­τα, καθώς περισ­σό­τε­ρο φοβι­σμέ­νοι ήταν οι εκτε­λε­στές. Σε αφι­λό­ξε­νο έδα­φος βρί­σκο­νταν, στην Και­σα­ρια­νή. Το έδα­φος της ‑ήταν σχε­δόν ανυ­πό­τα­κτο. Δεν τους κατέ­βα­σαν κάτω, φοβού­νταν. Γύρω στο βου­νό είχε αγω­νι­στές του ΕΛΑΣ. Έτρε­μαν και τον ίσκιο τους.

Άρχι­σαν να παίρ­νουν τους πρώ­τους. Τους έσπρω­χναν έξω από τα καμιό­νια. Άρχι­σαν. Άρχι­σαν να ξεφορ­τώ­νουν σιγά-σιγά τα φορ­τη­γά. Η κορύ­φω­ση της τρα­γω­δί­ας. Είχε φτά­σει το τέλος. Και τώρα όλοι είχαν ένα παρά­δο­ξο συναί­σθη­μα. Να τελειώ­νου­με. Τελεί­ω­σε η εκδρο­μή. Βιά­ζο­νταν. Παρα­κα­λού­σαν να είναι με τους πρώ­τους. Δεν ήθε­λαν να είναι μάρ­τυ­ρες του ανθρώ­πι­νου μαρ­τυ­ρί­ου. Να βλέ­πουν πρώ­τα τους συντρό­φους τους, να πεθαί­νουν δύο φορές.

«Ζήτω η Ελλά­δα! Ζήτω η λευ­τε­ριά!», φώνα­ζαν οι μελ­λο­θά­να­τοι στο δρό­μο προς τη σταύ­ρω­σή τους.

Τους έσπρω­χναν στο χώρο της εκτέ­λε­σής τους από μια πόρ­τα που υπήρ­χε στη μέση του εσω­τε­ρι­κού τοί­χου του χώρου. Κι εκεί, το εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα, έτοι­μο για τη δου­λειά του! Τους περίμενε.

Απο­τε­λού­νταν από 15–20 Γερ­μα­νούς στρα­τιώ­τες. Όπως έλε­γαν, ο επι­κε­φα­λής του απο­σπά­σμα­τος, Γερ­μα­νός αξιω­μα­τι­κός των Ες-Ες, Καρλ Όφμαν, ήξε­ρε καλά τα ελλη­νι­κά, ήταν το 1922 στη Σμύρ­νη. Τι ειρω­νεία κι αυτή!

Αλλε­πάλ­λη­λες εκτε­λέ­σεις από τους ίδιους. Κοντά στον επι­κε­φα­λής και τα τσι­ρά­κια, οι Έλλη­νες ακό­λου­θοι και η ελλη­νι­κή αστυ­νο­μία! 0 επι­κε­φα­λής στο χέρι του έφε­ρε περι­βρα­χιό­νιο με αγκυ­λω­τό σταυρό.

Οι ομο­βρο­ντί­ες των μυδρα­λί­ων ήταν εκκω­φα­ντι­κές. Και μετά σιω­πή, απέ­ρα­ντη σιω­πή. Νεκρι­κή. Λες κι αυτό που ακου­γό­ταν ήταν στη φαντα­σία τους. Και μετά πάλι τα ίδια, οι επό­με­νοι. Η πιο φθη­νή αφαί­ρε­ση της ζωής. Η πιο ανε­κτί­μη­τη πρά­ξη ζωής. Πάλι τα ίδια. Κατά εικο­σά­δες τους κατέ­βα­ζαν από τα καμιό­νια. Τους έμπα­ζαν μέσα. Τους έστη­ναν. Και τους εκτε­λού­σαν με τα πολυ­βό­λα που ήταν στη­μέ­να σε τέσ­σε­ρις βάσεις και με οπλο­πο­λυ­βό­λα. Ένας αξιω­μα­τι­κός διέ­τασ­σε πυρ! και πυρο­βο­λού­σε πρώ­τος. Αυτός έδι­νε και τη χαρι­στι­κή βολή στον εγκέφαλο.

Έφτασε και η σειρά του Ναπολέοντα.
Και πάλι απόλυτη σιωπή…

«Προ­χώ­ρη­σα. Δίπλα-δίπλα με τους άλλους. Το μυα­λό μου ξάφ­νου ταξί­δε­ψε. Εκεί, στο χωριό μου. Εκεί, στα παι­δι­κά μου χρό­νια. Μετα­φέρ­θη­κα. Δεν ήμουν μελ­λο­θά­να­τος, μικρό παι­δί ήμουν, στην αυλή του σπι­τιού μας, στη θαλ­πω­ρή των αγα­πη­μέ­νων μου.

  • “Θέλεις, αγό­ρι μου, να σου φτιά­ξω χαλ­βά;”, ρώτη­σε τον Ναπο­λέ­ο­ντα η μητέ­ρα του, η κυρα-Μαρία.
  • “Ναι, ναι! Θα σε βοη­θή­σω κι εγώ!”, είπε με ενθου­σια­σμό κι έτρε­ξε προς τη μάνα του.
  • “Έλα, αγό­ρι μου. Εδώ, μαζί μου. Στα έχω όλα έτοιμα.”
  • “Έρχο­μαι, μανού­λα, έρχο­μαι. Μοσχο­μυ­ρί­ζει ο χαλβάς.”
  • Και ξαφ­νι­κά η σκέ­ψη του στη Χαρά… 
    • “Μην ανη­συ­χείς, αγά­πη μου. Θα δεις, θα πάνε καλά τα πράγ­μα­τα. Θα παλέ­ψου­με. Μαζί. Από δια­φο­ρε­τι­κό μετε­ρί­ζι, μαζί όμως. Από μικρά παι­διά το μάθα­με το μάθη­μα. Σχοι­νο­βα­τού­με. Είμα­στε συνη­θι­σμέ­νοι στα δύσκο­λα, ατσα­λω­μέ­νοι από τις δυσκο­λί­ες. Αρκεί να μου υπο­σχε­θείς ότι θα είσαι καλά.” “Θα είμαι. Θα είμαι καλά με τη σκέ­ψη σου. Θα παίρ­νω δύνα­μη από την αγά­πη σου. Είμαι ελεύ­θε­ρος, αγά­πη μου. Δεν μπο­ρούν να φυλα­κί­σουν το μυα­λό μου.”
  • “Έρχο­μαι, μανού­λα, έρχο­μαι. Μοσχο­μυ­ρί­ζει ο χαλ­βάς.”» Ένας δυνα­τός ήχος τον ξύπνη­σε πρό­σκαι­ρα, πρό­σκαι­ρα του χάλα­σε το όνει­ρο. Μόνο πρόσκαιρα…

Μαζι­κή εξό­ντω­ση. Κόκ­κι­νη, κατα­κόκ­κι­νη Πρω­το­μα­γιά. Αίμα παντού, κοκ­κί­νι­σε ο πρά­σι­νος τόπος. Μέσα στο Σκο­πευ­τή­ριο έμπαι­ναν ένα-ένα τ’ αυτο­κί­νη­τα του δήμου Αθη­ναί­ων για να πάρουν τους νεκρούς. Έμπαι­ναν από τη Ν/Α είσο­δο κι έφτα­ναν ως και μέσα στο χώρο των εκτε­λέ­σε­ων. Εκεί ήταν οι εργά­τες του δήμου Και­σα­ρια­νής κι έρι­χναν από πενή­ντα πτώ­μα­τα σε κάθε αυτο­κί­νη­το. Τα αυτο­κί­νη­τα ήταν τέσ­σε­ρα. Καθέ­να που φόρ­τω­νε έβγαι­νε έξω από το Σκο­πευ­τή­ριο από τη Ν/Α πόρ­τα και περί­με­νε τ’ άλλα. Κι εκεί κοντά και οι εργά­τες του δήμου Και­σα­ρια­νής είχαν εντο­λή από τον κατο­χι­κό δοτό δήμαρ­χο. Ήταν εκεί για να μετα­φέ­ρουν τους νεκρούς με φορεία. Αυτοί, οι εργά­τες φρό­ντι­σαν και για το χώρο.

Και στους δρόμους
της αντάρτισσας Καισαριανής
αναβρασμός…

Τα φορ­τη­γά του δήμου γέμι­σαν. Η ζωή πετα­μέ­νη στα σκου­πι­διά­ρι­κα. Η καμπά­να της εκκλη­σί­ας χτύ­πη­σε πέν­θι­μα. Οι γυναί­κες βγή­καν στους δρό­μους και τους γέμι­σαν με λου­λού­δια. Έτσι έκα­ναν κάθε φορά που ο δρό­μος πλημ­μύ­ρι­ζε από το αίμα των ηρώ­ων. Που­θε­νά αλλού και σε κανέ­ναν άλλον τόπο της Ευρώ­πης δεν έγι­ναν τόσες εκτε­λέ­σεις, σ’ έναν μικρό τόπο τόσες πολ­λές εκτε­λέ­σεις. Ήθε­λαν να τρο­μο­κρα­τή­σουν την αδού­λω­τη συνοι­κία. Και σ’ αυτό το θεά­ρε­στο έργο βοη­θού­σαν και οι Χίτες. Φώνα­ζαν και πυρο­βο­λού­σαν τις γυναί­κες που πετού­σαν λου­λού­δια στην οδό Σκο­πευ­τη­ρί­ου πάνω στα αίμα­τα που έτρε­χαν από τ’ αυτο­κί­νη­τα. Όλος ο δρό­μος έγι­νε κόκ­κι­νος. Το αίμα έστα­ζε από τα σκουπιδιάρικα.

Και τα παι­διά του ονεί­ρου και της επα­νά­στα­σης ταξι­δεύ­ουν, στους δρό­μους και στα σοκά­κια της Και­σα­ρια­νής, στις προ­σφυ­γι­κές εστί­ες του λαού. Εκεί που ξάγρυ­πνα μάτια δακρύ­ζουν. Ταρά­ζο­νται με τον πρώ­το κρό­το, με την πρώ­τη ριπή. «Οι άτι­μοι σκο­τώ­νουν πάλι τα παλι­κά­ρια μας…» Και θυμού­νται τις δικές τους συμφορές.

«Οι άτι­μοι σκο­τώ­νουν πάλι τα παλι­κά­ρια μας…» Ίσως και να μην είναι αντί­φα­ση. Αυτά τα παλι­κά­ρια αγά­πη­σαν τη ζωή και περ­νούν στην αθα­να­σία. Ορθώ­νουν το ανά­στη­μά τους στα μαρ­μα­ρέ­νια αλώ­νια και βλέ­πουν κατά­μα­τα τον Χάρο­ντα. Και αυτός τους σέβε­ται. Σ’ αυτήν τη μάχη δεν υπάρ­χει νικη­τής και νικη­μέ­νος. Σαν ένα όνει­ρο έμοια­ζε, σαν έναν εφιάλ­τη. Τώρα, όμως, οι νύχτες αρχί­ζουν να μικραί­νουν και να αλα­φραί­νουν. Πιο λίγα όνει­ρα, πιο λίγοι εφιάλτες.

ΤΕΛΟΣ

Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης Το μεγα­λείο ενός αγω­νι­στή της Αντί­στα­σης, του Θέμου Κορνάρου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο