Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζοζέφ Ελιγιά: Ο «προλετάριος» Ελληνοεβραίος Ποιητής

Γρά­φει η Τασ­σώ Γαΐ­λα //

Λόγια Γρη­γο­ρί­ου Ξενόπουλου:

…Όπως λέει ο ποι­η­τής Στέ­φα­νος Δάφ­νης, ο Ελλη­νο­ε­βραί­ος ποι­η­τής Ζοζέφ Ελι­γιά αγα­πού­σε το Χρι­στό. Έν’ από τα ωραιό­τε­ρα του ποι­ή­μα­τα («Ιησούς»)είναι αφιε­ρω­μέ­νο στο «γλυ­κό του αδελ­φό της Ναζω­ραί­ας», και τελειώ­νει έτσι:

Δεν είσαι ο πρώ­τος μήτε κι ο στερ­νός Εσταυρωμένος,
γλυ­κέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φτόνου.
Κι’ όμως η δόξα σου άσπι­λη μεσ’ των θνη­τών το γένος:
Είσαι δεν είσαι γι0ς Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου. 

Σκί­τσο Ρία Γαΐλα

Κάποιος, όταν δημο­σιεύ­τη­κε αυτό το ποί­η­μα στη «Νέα Εστία», μου είπε: «Μ’ αυτός ο Εβραί­ος έχει ψυχή Χρι­στια­νι­κή!». Λάθος! Ο Εβραί­ος αυτός είχε ψυχή Εβραϊ­κή. Με τη δια­φο­ρά, πως σαν εκλε­κτός μέσα στη φυλή του, είχε μια ψυχή ωραία κι’ ανώ­τε­ρη. Τέτοια έχουν όλοι οι εκλε­κτοί κάθε φυλής. Η ανώ­τε­ρη ψυχή δεν είναι ούτε Χρι­στια­νι­κή ούτε Εβραϊ­κή. Άς τη λέμε καλ­λί­τε­ρα «ανθρώ­πι­νη». Ο Ζοζέφ Ελι­γιά ήταν ένας Εβραί­ος με ανθρώ­πι­νη ψυχή. Γι’ αυτό αγα­πού­σε και, τον Χρι­στό, και την Ελλά­δα, και την Ελλη­νι­κή γλώσ­σα, και τα ιερά σύμ­βο­λα και τα εθνι­κά ιδε­ώ­δη… Τον εγνώ­ρι­σα και προ­σω­πι­κά, τότε που είχα τη «Νέα Εστία» και μου έστελ­νε να του δημο­σιεύω ποι­ή­μα­τα. Δυο φορές, περα­στι­κός από την Αθή­να, ήρθε στο σπί­τι μου να με ιδή. Πόση εντύ­πω­ση μου έκα­με η μορ­φή του, γεμά­τη αγνό­τη­τα και καλο­σύ­νη σαν παι­διού, το σεμνό του ήθος κι’ η γλυ­κειά, η εγκάρ­δια ομι­λία του!

-Το ξέρε­τε πως αγα­πώ πολύ τους Εβραί­ους; Του είπα!

-Το ξέρω! Μου απο­κρί­θη­κε ζωη­ρά. Μπο­ρεί να μην αγα­πά τους Εβραί­ους ο άνθρω­πος που έγρα­ψε τη Ραχήλ;

Δεν του έκα­μα κομπλι­μέ­ντο: Αγα­πού­σα ανέ­κα­θεν τους Εβραί­ους. Και τους αγα­πώ περισ­σό­τε­ρο αφό­του γνώ­ρι­σα τον Ελλη­νο­ε­βραίο Ελι­γιά και σαν ποι­η­τή και σαν άνθρω­πο. Από τις γνώ­μες που γρά­φη­καν γι’ αυτόν υπο­γρά­φω αυτήν του Κώστα Βάρ­να­λη: «ένας άνθρω­πος έτσι απλός και ίσως, μια ψυχή τόσο ευγε­νι­κιά, κι’ ένα έργο με τόση ειλι­κρί­νεια, αγνό­τη­τα και πίστη, δεν ξεχνιού­νται εύκο­λα» 1939.

(Σπό­σπα­σμα από το κρι­τι­κό άρθρο του Γρη­γό­ρη Ξενό­που­λου: Γιω­σέφ (Ζοζέφ) Ελι­γιά, από το βιβλίο του Ελλη­νι­κή Λογοτεχνία/Έλληνες και ξένοι λογο­τέ­χνες. Σημ.: Ραχήλ- τίτλος μυθι­στο­ρή­μα­τος Γρ. Ξενόπουλου).

Ο Ελλη­νο­ε­βραί­ος Ζοζέφ(Γιωσέφ) Ελι­γιά, δια­νο­ού­με­νος της αρι­στε­ράς, αγνός ιδε­ο­λό­γος, πρω­το­πό­ρος αγω­νι­στής των κοι­νω­νι­κών αντι­θέ­σε­ων, ποι­η­τής, λόγιος και μετα­φρα­στής γεν­νή­θη­κε το 1901 στα Γιάν­νι­να της Ηπεί­ρου και στον Εβραϊ­κό συνοι­κι­σμό της πόλης από Έλλη­να πατέ­ρα και Εβραία μητέ­ρα. Το αλη­θι­νό του όνο­μα ήταν Ιωσήφ Ηλί­ας Καπού­λιας και ήταν το μονά­κρι­βο παι­δί πολύ φτω­χι­κής οικο­γέ­νειας που το πρό­βλη­μα της ένδειας κυριαρ­χεί από­λυ­τα από την ώρα του πρό­ω­ρου θανά­του του πατέ­ρα που αφή­νει ορφα­νό τον μικρό Ζοζέφ.

Τρα­γι­κές περί­ο­δοι το διά­στη­μα πριν τον Α’ Παγκό­σμιο πόλε­μο, η Μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή και ο μεσο­πό­λε­μος με τις άθλιες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες όχι μόνο για τη φτω­χο­λο­γιά της Ισραη­λι­τι­κής κοι­νό­τη­τας Ιωαν­νί­νων αλλά και την προ­σφυ­γιά που έρχε­ται στην πόλη μετά τη Μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή, μιζέ­ρια, εξα­θλί­ω­ση φτώ­χεια, αυτά που θα γίνουν μόνι­μοι σύντρο­φοι του νεα­ρού Εβραί­ου ποι­η­τή μέχρι τον πρό­ω­ρο θάνα­τό του στα 30 μόλις χρό­νια της μονα­χι­κής και βασα­νι­σμέ­νης ζωής του. Ζωή με οικο­νο­μι­κή ένδεια αλλά και πολι­τι­κές διώ­ξεις γεγο­νό­τα που σαφώς άσκη­σαν επιρ­ροή στην υγεία του.

Η εβραϊ­κή κοι­νό­τη­τα των Ιωαν­νί­νων είχε γνω­ρί­σει μεγά­λη άνθη­ση την επο­χή του Αλή Πασά (1788–1922), όμως την επο­χή του Ζοζέφ ‑αρχές του 20ού αιώ­να- τα πράγ­μα­τα έχουν αλλά­ξει δρα­μα­τι­κά, για να γρα­φτεί η σελί­δα ΤΕΛΟΣ στην παρου­σία του Εβραϊ­κού στοι­χεί­ου στην πόλη των Ιωαν­νί­νων από τους Ναζί την περί­ο­δο της Γερ­μα­νι­κής κατο­χής με την πλή­ρη εξό­ντω­ση των Εβραί­ων της πόλης.

Κι η φτώ­χεια, η φτώ­χεια μάν­να μου, δεν ξέρει από συμπό­νοια… (Ζοζέφ Ελιγιά).

Γιάννινα. Οδός Γιωσέφ Ελιγιά. Σπίτι που έζησε ο ποιητής για τρία χρόνια

Γιάν­νι­να. Οδός Γιω­σέφ Ελι­γιά. Σπί­τι που έζη­σε ο ποι­η­τής για τρία χρόνια

Παρά τη φτώ­χεια τους η μητέ­ρα του Ζοζέφ θα γρά­ψει τον γιο της στο Alliance Israelite Universelle, σχο­λείο της Ισραη­λι­τι­κής κοι­νό­τη­τας, σχο­λείο λίγα μέτρα μακρύ­τε­ρα από το πατρι­κό του και στο δρό­μο που σήμε­ρα φέρει το όνο­μα του ποι­η­τή και είναι ο κεντρι­κός δρό­μος της πόλης. Στην Ανώ­τε­ρη αυτή Εβραϊ­κή Σχο­λή ο Ζοζέφ-Γιω­σέφ εξελ­λη­νι­σμέ­να- πήρε καλή μόρ­φω­ση, έμα­θε άρι­στα και τη Γαλ­λι­κή γλώσ­σα στην οποία γινό­ταν και η διδα­σκα­λία ύλης μαθη­μά­των, διδά­χτη­κε Ελλη­νι­κά, Τούρ­κι­κα και τα Ιτα­λι­κά. Τα Εβραϊ­κά αφο­ρού­σαν μόνο το θέμα της θρη­σκεί­ας. Εδώ, σ’ αυτό το σχο­λείο θα εμβα­θύ­νει τις γνώ­σεις του στην Εβραϊ­κή λογοτεχνία.

Που­ρείμ
~ Στη μητέ­ρα μου~

Που­ρείμ από­ψε! Ώ της φαι­δρής γιορ­τής τρα­νό ξεφάντωμα!
Φως στην ψυχή. Κι ένα χαμό­γε­λο σ’ όλων τα χείλη-
κι εγώ, μαν­νού­λα μου ορφα­νή, της ξενι­τιάς απόρριγμα,
σε μια ψυχρή ‚σε μ’ άχα­ρη γωνιά να ρέβω μόνος.

Που­ρείμ από­ψε! Διά­πλα­τα οι συνα­γω­γές ξανοίγουνε
τις αγκα­λιές τους στα πιστά τέκνα του αρχαί­ου λαού μου.
Απ’ τη λευ­κή περ­γα­μη­νή δια­βά­ζουν με κατάνυξη
του Μαρ­δο­χαί­ου και της Εσθήρ τους θριάμ­βους στον αιώνα.

Που­ρείμ από­ψε! Νιές και νιοί, γέροι και γριές συχνάζουν
στα σπι­τι­κά, στ’ αρχο­ντι­κά, το <μεγι­λά> ν’ ακούσουν.
Κι εγώ, μαν­νού­λα μου, ω καφτε­ρό της ξενι­τιάς παράπονο,
σε μια γωνιά δακρύ­ζο­ντας τη βίβλο ξεφυλλίζω.

Μήτε κεριά το συνα­γώ­γι από­ψε, μήτε λουλούδια
δεν θα σου φέρει ο γιό­κας σου μαν­νού­λα. Κι αν δακρύσεις,
κατά­καρ­δα μη λυπη­θείς. Η μοί­ρα μας έτσι ώρισε,
κι η φτώ­χεια, η φτώ­χεια μάν­να μου, δεν ξέρει από συμπόνοια.

(Που­ρείμ= Εβραϊ­κό Καρ­να­βά­λι: Αρχαία Εβραϊ­κή εορ­τή σε ανά­μνη­ση της απε­λευ­θέ­ρω­σης των Εβραί­ων από τους Πέρ­σες. Τηρεί­ται μέχρι σήμε­ρα και στη συνα­γω­γή περιο­ρί­ζε­ται στην προ­σθή­κη ανά­γνω­σης του βιβλί­ου της Εσθήρ στη λει­τουρ­γία 14η του μηνός Αδάρ).

Από τη Σχο­λή ο Ζοζέφ θα απο­φοι­τή­σει το 1918 και είναι η χρο­νιά που δημο­σιεύ­ει στο «Ισρα­έλ» των Τρι­κά­λων το σιω­νι­στι­κό ποί­η­μα «Τρεις ραβ­βί­νοι». Αμέ­σως μετά και το 1919 βρί­σκει θέση δασκά­λου σ’ αυτό το ίδιο σχο­λείο απ’ όπου και φεύ­γει λόγω της στρά­τευ­σης του. Επι­στρέ­φει το 1921 και πιά­νει πάλι δου­λειά δασκά­λου στο σχο­λείο της Ισραη­λι­τι­κής Κοι­νό­τη­τας (όπου και θα διδά­σκει με μικρές δια­κο­πές έως το 1924) ενώ ταυ­τό­χρο­να παρα­δί­δει ιδιαί­τε­ρα μαθή­μα­τα Γαλ­λι­κής γλώσ­σας. Δει­νός Εβραϊ­στής, μελε­τά Εβραϊ­κή φιλο­λο­γία και λογο­τε­χνία, δημο­σιεύ­ει ποι­ή­μα­τα στην «Ήπει­ρο», τον «Κήρυ­κα» και …

Βρι­σκό­μα­στε στο 1922. Μαύ­ρη της ιστο­ρί­ας μας σελί­δα. Μικράς Ασί­ας κατα­στρο­φή. Στα Γιάν­νι­να με τη μεγά­λη φτώ­χεια και προ­σφυ­γιά δημιουρ­γεί­ται το Πανη­πει­ρω­τι­κό Εργα­τι­κό Κέντρο Ιωαν­νί­νων με συσπει­ρω­μέ­να γύρω του όλα τα εργα­τι­κά σωμα­τεία της πόλης. Ο Ζοζέφ, θα συντα­χθεί στο εργα­τι­κό κίνη­μα από τους πρώ­τους, οι ομι­λί­ες του για τα δικαιώ­μα­τα του εργά­τη και την εκμε­τάλ­λευ­ση του από τους οικο­νο­μι­κά δυνα­τούς έγρα­ψαν ιστο­ρία. Στην ποί­η­ση εγκα­τα­λεί­πει το σιω­νι­σμό και προ­χω­ρά στη στρα­τευ­μέ­νη ποί­η­ση, ποί­η­ση μαχη­τι­κή, αφιε­ρω­μέ­νη στον αγώ­να του εργά­τη και την εκμε­τάλ­λευ­ση του, άλλω­στε ο ίδιος δήλω­νε θαυ­μα­στής της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ, παράλ­λη­λα με τη λυρι­κή ποί­η­ση και τους διά­χυ­τους πεσι­μι­σμό στί­χους του.

Μαζί με άλλους δια­νο­ού­με­νος της πόλης-όπως ο Χατζη­πε­λε­ρέν, εκδό­της της εφη­με­ρί­δας Ήπει­ρος και πατέ­ρας του Δημή­τρη Χατζή (ανα­φέ­ρει τον ποι­η­τή σε διή­γη­μα του στο «Τέλος της μικρής μας πόλης»)- συμ­με­τέ­χει στη δημιουρ­γία του Προ­ο­δευ­τι­κού Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου που σαν στό­χο έχει τη καθιέ­ρω­ση της δημο­τι­κής γλώσσας.

Συντά­κτης της αρι­στε­ρής εφη­με­ρί­δας «Νέος Αγών», εντάσ­σε­ται σε πολι­τι­κή ομά­δα που εκφρά­ζει την εργα­τι­κή τάξη. Άλλα μέλη της ομά­δας αυτής: Πέτρος Απο­στο­λί­δης, για­τρός, ο γνω­στός «κόκ­κι­νος δήμαρ­χος» ‚ο τυπο­γρά­φος Πέτρος Μπά­μπος κ.ά.

Κι όταν η Εφη­με­ρί­δα «Νέος Αγών» κυκλο­φο­ρεί στις 19 Μαρ­τί­ου 1924 με ένθε­τη προ­κή­ρυ­ξη των καπνερ­γα­τών του Εργα­τι­κού Κέντρου Καβά­λας, ο ποι­η­τής θα συλ­λη­φθεί στις 21 Δεκεμ­βρί­ου ‑σύμ­φω­να με τον τότε ισχύ­ο­ντα Στρα­τιω­τι­κό νόμο- μαζί με άλλους της ομά­δας συντα­κτών του εντύ­που, θα διω­χθεί από τη σχο­λή που διδά­σκει και θα φυλα­κι­σθεί. Είμα­στε ακό­μα στο 1924, ο ποι­η­τής μετά την απο­φυ­λά­κι­ση του, αρχές του 1925, κατα­φεύ­γει στο Αργυ­ρό­κα­στρο για να απο­φύ­γει την εξο­ρία. Εδώ γρά­φει και δυο ποι­ή­μα­τα όπου εκφρά­ζει τη νοσταλ­γία του για την πατρί­δα, τα Γιάν­νι­να που τα λάτρευε, ποι­ή­μα­τα που τα αφιε­ρώ­νει στον ομοϊ­δε­ά­τη του ποι­η­τή –φιλό­λο­γο και καλό του φίλο Τάκη Σιμόπουλο.

Ουαί, ουαί υμίν, Γραμ­μα­τείς και Φαρι­σαί­οι υπο­κρι­ταί… «Οι Φαρι­σαί­οι», τίτλος του ποι­ή­μα­τος του Γιω­σέφ που το γρά­φει αυτή την περί­ο­δο, προ­τάσ­σει τη ρήση του Ιησού και προ­βαί­νει σε δρι­μεία κρι­τι­κή στους πλού­σιους και τους ιθύ­νο­ντες της Ισραη­λι­τι­κής κοι­νό­τη­τας Ιωαννίνων.

Γιάν­νι­να. Είσο­δος Εβραϊ­κής Συνα­γω­γής στο Φρούριο

Ο Γιω­σέφ αρχί­ζει να νοιώ­θει ότι το περι­βάλ­λον των Ιωαν­νί­νων τον πνί­γει… Ασφυ­κτιά… Που­λά­ει το πατρι­κό του, παίρ­νει την πολυα­γα­πη­μέ­νη του μητέ­ρα και φεύ­γουν για την Αθή­να, κι εδώ αρχί­ζουν μια νέα ζωή. Από το 1925 που θα εγκα­τα­στα­θεί ο ποι­η­τής στην Αθή­να δημο­σιεύ­ει ποι­ή­μα­τα του και μετα­φρά­σεις σε περιο­δι­κά, παρα­δί­δει μαθή­μα­τα γαλ­λι­κών, τελειο­ποιεί τις γνώ­σεις του στη γαλ­λι­κή γλώσ­σα και σε δυο χρό­νια θα πάρει το δίπλω­μα του από τη Γαλ­λι­κή Ακα­δη­μία των Αθη­νών με σκο­πό του να διο­ρι­στεί κάπου.

Ώρες ολό­κλη­ρες στην Εθνι­κή Βιβλιο­θή­κη όπου μελε­τά ακα­τά­παυ­στα, ώρες ολό­κλη­ρες πάνω από ένα γρα­φείο για τις ανά­γκες της συνερ­γα­σί­ας του με το Λεξι­κό του Πυρ­σού, όπου και παρου­σιά­ζει το ’27 για πρώ­τη φορά την μετά­φρα­ση του Άσμα­τος Ασμά­των (μετά­φρα­ση αξε­πέ­ρα­στη μέχρι σήμε­ρα), ιδιαί­τε­ρα μαθή­μα­τα Γαλ­λι­κής, συμ­με­το­χή και απο­δο­χή του από τους Αθη­ναί­ους λογο­τέ­χνες όπως ο Βάρ­να­λης, η Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη, ο Άγρας, ο Κόντο­γλου, ο Δάφ­νης, ο Μαλα­κά­σης. Ναι, ο Ζοζέφ είναι πλέ­ον –στα 1928- ανα­γνω­ρι­σμέ­νος ποι­η­τής με συνερ­γα­σί­ες στα καλ­λί­τε­ρα περιο­δι­κά. Τώρα γρά­φει και «Τα Τρα­γού­δια της Ρεβέκ­κας» που τον έκα­ναν ευρύ­τε­ρα γνω­στό και που επι­θυ­μεί να τα εκδώσει».

Με το πτυ­χίο στο χέρι για έναν ολό­κλη­ρο χρό­νο εκλι­πα­ρεί για μια δου­λειά. Τελι­κά είναι ο για­τρός και δια­νοη­τής της αρι­στε­ράς Μάρ­κος Αυγέ­ρης που θα συμ­βά­λει στον διο­ρι­σμό του το 1930 σε σχο­λείο στο Κιλκίς.

Εδώ είναι που θα γρά­ψει το «Πουρείμ»ποίημα με έντο­νο συναι­σθη­μα­τι­σμό, αφιε­ρω­μέ­νο στην πολυα­γα­πη­μέ­νη του μητέ­ρα… «κάτι σαν γράμ­μα στην μανού­λα μου…».

Αλλά και το «Κιλ­κίς», προ­σφο­ρά στον ιδα­νι­κό αυτό­χει­ρα ομό­τε­χνο του Κ. Καρυω­τά­κη (1896–1928). Εδώ, στο Κιλ­κίς, ο Γιώ­σεφ κρύ­βει την συνερ­γα­σία του με τα αρι­στε­ρά έντυ­πα, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ψευδώνυμα.

Κιλ­κίς
~Στη μακά­ρια σκιά του ποι­η­τή της Πρέβεζας.~
Άχ πόσο οδυ­νη­ρό κι απαίσιο
Σ’ ένα στε­νό, τρα­γι­κό πλαίσιο
Η ζωή σου να λιμνά­ζη οκνή
Η ανία το θρή­νο ν’ αρχινάει.
Και, σβού­ρα, να στροφογυρνάει
Στον ίδιον άξο­να η ψυχή…

Του ρεμ­βα­σμού τα γαλά­ζια ίχνη
Στην ένδο­ξη ψυχρή πολίχνη
Να σβύ­νουν σαν μου­ντός καπνός
Πουρ­νό-βρα­δύ, στην πονεμένη
Ψυχή, βρα­χνάς να σου βαραίνη
Ο μολυ­βέ­νιος ουρανός.

Το ίδιο στρα­τί για το σχολείο
Και του Φωκί­τη το βιβλίο
Να κου­βα­λάς πάντα μαζί
Κι’ ολη­με­ρίς ν’ αναρωτιέσαι
Στον κρύο τον βούρ­κο που κυλιέσαι:
Να ζή κανείς ή να μη ζή;

Μάρ­της 1931.

Ο Ζ. Ε. δέχτη­κε τη θέση ως καθη­γη­τή Γαλ­λι­κής στο Γυμνά­σιο του Κιλ­κίς σε ανα­μο­νή πρό­σκλη­σης από τον Νικό­λαο Βέη για τη θέση Εβραιο­λο­γί­ας στο Πανε­πι­στή­μιο της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ο και­ρός περ­νού­σε, ο ίδιος κατέ­βαι­νε στην Αθή­να και ζητού­σε από ομο­φύ­λους του να ενερ­γή­σουν για τη μετά­θε­ση του… Μάταια όλα…

Όνει­ρο.
Όταν ματώ­νει ο Αυγε­ρι­νός και αση­μο­κλαί­ει η Πούλια
Και τα δασά δέντρα θρη­νούν για ότι έχει θάψει ο Χρόνος,
Ψυχή, λου­λου­δο­κοί­μη­ση σε πόδια και σε γιούλια,
τ’ ωραίο σου, μνή­μα, αφή­νο­ντας , σε νοιώ­θω, αρχοντεμένη,
στην αγκα­λιά μου να’ ρχε­σαι, σα ρέβος έρμος και μόνος,
και να μου λες σιγαλ­νά: <Δεν είμαι πεθαμένη!>.

Ρεβέ­κα εσύ αει­πάρ­θε­νη, Μού­σα, ρυθ­μέ του Κόσμου,
Νεκρή δεν είσαι, όσον και­ρό να θάλ­λεις νοιώ­θω εντός μα
Σαν τον αμά­ρα­ντο ανθό, σαν της μαρ­τυ­ρί­ας τον κλώνο!
Έτσι μιλώ και ως σε κοι­τώ βαθιά κι αναγαλιάζω,
Το θείο κορ­μί σου να δεχτούν τα δυο μου χέρια απλώνω
Μα ωιμέ… τον ίσκιο μου φιλώ, τον ίσκιο μου αγκαλιάζω.

21 Ιού­λη του 1928 στην Πρέ­βε­ζα θέτει τέρ­μα στη ζωή του ο Κώστας Καρυω­τά­κης. Τώρα, είναι πάλι Ιού­λης, μα 15 Ιού­λη του 1931. Ο Ζοζέφ ή Γιώ­σεφ δηλα­δή ο Ιωσήφ Ηλία Ελι­γιά επι­στρέ­φει από το Κιλ­κίς στο σπί­τι του στην Αθή­να βαριά ασθε­νής με πυρε­τό και την ασθέ­νεια του κοι­λια­κού τύφου. Γνω­στοί λογο­τέ­χνες ενδια­φέρ­θη­καν γι αυτόν, ενήρ­γη­σαν για τη εισα­γω­γή του στο νοσο­κο­μείο Ευαγ­γε­λι­σμός όπου και…

Στην κοι­λά­δα που λεν Ιωσα­φάτ πάει η ψυχή του…/ κι’ ο Ραβ­βί­νος να λέη και να λέη…/τον επή­ραν και πάνε οι Εβραί­οι. (ποι­η­τής Στέ­φα­νος Δάφνης,1882–1947).

Η κατά­στα­ση του χει­ρο­τέ­ρευε συνε­χώς και το από­γευ­μα της Παρα­σκευ­ής της 29ης Ιου­λί­ου του 1931 έφτα­σε η ώρα για το μοι­ραίο τέρ­μα της πορεί­ας της ζωής του ποι­η­τή. Ήταν μόλις 30 ετών… Έτσι απλά…

Την επό­με­νη μέρα ήταν Σάβ­βα­το και κατά τα εβραϊ­κά έθι­μα δεν γίνο­νταν ταφές γι αυτό και τον τοπο­θέ­τη­σαν στον κάτω όρο­φο του νοσο­κο­μεί­ου και τάφη­κε τα χαρά­μα­τα της Κυρια­κής… Έτσι απλά…

Κι’ ήρθες ώ Μού­σα ξελο­γιά­στρα, αθώα κι’ αγνή
Στ’ ωραίο μεθύ­σι του Καη­μού και της Ιδέας
Με της Ελλά­δας τη μελίρ­ρυ­τη φωνή
Και με τη φλο­γε­ρή ψυχή της Ιουδαίας.
 επίγραμμα.

Ζοζέφ Ελι­γιά: Ελλη­νο­ε­βραί­ος προ­ο­δευ­τι­κός ποι­η­τής, λόγιος, δια­νο­ού­με­νος, μετα­φρα­στής. Προ­το­μή του στή­θη­κε στα Γιάν­νι­να, όπου όπως ανα­φέ­ρα­με κεντρι­κός δρό­μος φέρει το όνο­μά του. Στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Ιωαν­νί­νων έχει καθιε­ρω­θεί η διδα­σκα­λία της ποί­η­σης του. Η πρώ­τη έκδο­ση του έργου του πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με το υλι­κό 257 χει­ρο­γρά­φων του ποι­η­τή που είχε στην κατο­χή του ο Σύλ­λο­γος Νέων Ιου­δαί­ων , από τον Ισραη­λι­τι­κό Σύλ­λο­γο Μπε­νέ Μπε­ρίθ Θεσ­σα­λο­νί­κης το 1938 με τίτλο Ποι­ή­μα­τα και επι­μέ­λεια του ποι­η­τή Γιώρ­γου Ζωγρα­φά­κη και σκο­πό την διαιώ­νι­ση της μνή­μης του Γιω­σέφ Ελι­γιά του ονει­ρο­πό­λου ποι­η­τή με την επα­να­στα­τη­μέ­νη ψυχή.

Ο τάφος του βρί­σκε­τε στο Α’ Νεκρο­τα­φείο Αθηνών.

 

Βοη­θή­μα­τα: 

Ελέ­νη Κουρ­μα­τζή : «Γιω­σέφ Ελι­γιά: Πρω­το­πό­ρος δια­νο­ού­με­νος των Ιωαν­νί­νων στη δεκα­ε­τία του ‘20»/Ιωάννινα 1993.
Μ. Περάν­θη: Ανθο­λο­γία Νεο­ελ­λη­νι­κής ποίησης/Αθήνα 1979.
Γιω­σέφ Ελιγιά/Άσμα Ασμά­των-Ψαλ­μοί/ Γ. Ζωγραφάκη/Δωδώνη 1981.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο