Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζωή Βαλάση: Παραμύθια της πολυταξιδεμένης Αλεπούς

Παραμύθια της πολυταξιδεμένης Αλεπούς

Συγγραφέας: Ζωή Βαλάση

Εικονογράφος: Λεμονιά Αμαραντίδου

Τα Παρα­μύ­θια της πολυ­τα­ξι­δε­μέ­νης Αλε­πούς δεν είναι μόνο μια συλ­λο­γή παρα­μυ­θιών απ’ όλον τον κόσμο. Πριν γίνουν βιβλίο, ήταν, όπως βέβαια όλα τα λαϊ­κά παρα­μύ­θια, φτε­ρά. Ελεύ­θε­ρα, πολύ­χρω­μα, εφή­με­ρα σαν μάγοι, σαν πεχλι­βά­νη­δες και σαν ταξι­δευ­τές, που πήραν μαζί τους στο πέταγ­μά τους, στις περι­πλα­νή­σεις και στα θαύ­μα­τα δεκά­δες ανθρώ­πους, προ­πά­ντων παιδιά.

Το βιβλίο αυτό λοι­πόν δε θα μπο­ρού­σε να είναι άλλο από μία πρό­σκλη­ση να ξανα­γί­νουν φτε­ρω­τά τα τυπω­μέ­να λόγια. Να πάρουν μαζί τους κι άλλα παι­διά και μεγά­λους. Κι αυτό είναι εφι­κτό, για­τί αυτό το βιβλίο, πριν γίνει βιβλίο, ήταν πεί­ρα­μα. Και, πριν γίνει πεί­ρα­μα, ήταν ιδέα.

Η Ιδέα

Θα μπο­ρού­σαν άρα­γε τα παρα­μύ­θια ξένων λαών, όπως και τα τρα­γού­δια τους, τα σπί­τια τους, οι φορε­σιές, τα επαγ­γέλ­μα­τά τους, να εμπνεύ­σουν στα παι­διά μας ενδια­φέ­ρον, έκπλη­ξη, θαυ­μα­σμό για το δια­φο­ρε­τι­κό αλλά και το όμοιο που περιέ­χουν τα λαϊ­κά δημιουρ­γή­μα­τα σ’ όλα τα μήκη και τα πλά­τη της γης και στα βάθη του χρόνου;

Πιστεύω πως με τα παρα­μύ­θια των λαών μπο­ρού­με να ταξι­δέ­ψου­με τα παι­διά μας στις εστί­ες των ανθρώ­πων που τους λέμε «ξένους», να τα οδη­γή­σου­με στην εξε­ρεύ­νη­ση και στη χαρά που πηγά­ζει από την ανα­κά­λυ­ψη της ομορ­φιάς άλλων ορι­ζό­ντων, άλλης τέχνης, άλλων πατρί­δων κι έτσι ίσως τα προ­φυ­λά­ξου­με από τις ενή­λι­κες προ­κα­τα­λή­ψεις και τη μισαλλοδοξία.

Απο­λαμ­βά­νο­ντας συναρ­πα­στι­κές διη­γή­σεις δια­φό­ρων λαών με δια­φο­ρε­τι­κούς πολι­τι­σμούς, γεμά­τες με παθή­μα­τα, κατορ­θώ­μα­τα και αγώ­νες για ελευ­θε­ρία, ευτυ­χία, δικαιο­σύ­νη, σε όλα τα πλά­τη και τα μήκη της γης και του χρό­νου, γίνε­ται κοντι­νό αυτό που φαντά­ζει ξένο επει­δή είναι άγνωστο.

Με ποιον τρό­πο όμως θα ήταν δυνα­τόν να πλη­σιά­σου­με έναν τέτοιο δύσκο­λο στόχο;

Σ’ έναν κόσμο που όλο και συχνό­τε­ρα επι­ζη­τεί –και ζει– εικο­νι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες, όπου κυριαρ­χεί η αξία της ταχύ­τη­τας εις βάρος του στο­χα­σμού, της εναλ­λα­γής εις βάρος της εμβά­θυν­σης, της ατο­μι­κό­τη­τας απέ­να­ντι στη συλ­λο­γι­κή δρά­ση, πώς θα μπο­ρού­σε άρα­γε η –περι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νη σήμε­ρα– λαϊ­κή παρά­δο­ση να παρά­γει και να παρέ­χει εφό­δια αλη­θι­νής και αλλη­λέγ­γυας ζωής;

Το Πείραμα

Είναι αλή­θεια ότι η ίδια η λαϊ­κή παρά­δο­ση μας δίνει τα μέσα και τον τρό­πο για να καλ­λιερ­γή­σου­με, σε κάποιο βαθ­μό, ενδια­φέ­ρου­σες προ­σω­πι­κό­τη­τες και σχέ­σεις ακό­μη και μέσα στις σύγ­χρο­νες, αφι­λό­ξε­νες συν­θή­κες. Η προ­φο­ρι­κό­τη­τα, η ομα­δι­κό­τη­τα, η ψυχα­γω­γι­κή λει­τουρ­γία και η έντα­ξη της τέχνης στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα είναι θεμε­λιώ­δη χαρα­κτη­ρι­στι­κά της και απο­τε­λε­σμα­τι­κοί μηχανισμοί.

Το πώς και το αν θα μπο­ρού­σαν να λει­τουρ­γή­σουν οι μηχα­νι­σμοί της λαϊ­κής παρά­δο­σης σε συν­θή­κες τόσο δια­φο­ρε­τι­κές από αυτές που τους δημιούρ­γη­σαν και τους δια­τή­ρη­σαν επί αιώ­νες ήταν ακρι­βώς το περιε­χό­με­νο του Προ­γράμ­μα­τος «Παρα­μύ­θια Χωρίς Σύνο­ρα» που, ως πεί­ρα­μα, δοκι­μά­στη­κε στα παι­διά της Α΄ και της Β΄ τάξης του Δημο­τι­κού Σχο­λεί­ου Χιλλ από το 2015 έως το 2017.

Από τους καρ­πούς της λαϊ­κής παρά­δο­σης δια­λέ­ξα­με τον λαϊ­κό λόγο. Είναι λόγος λιτός, ακρι­βής, καί­ριος και, στα ελλη­νι­κά παρα­μύ­θια, εντε­λώς ιδιαί­τε­ρος καθώς συν­δέ­ε­ται με τις ντο­πιο­λα­λιές, που τα σημε­ρι­νά παι­διά δεν έχουν καμιά ευκαι­ρία ν’ ακούσουν.

Από τους καρ­πούς του λαϊ­κού λόγου δια­λέ­ξα­με τα παρα­μύ­θια. Είναι είδος πρό­σφο­ρο σε ποι­κί­λες προ­σεγ­γί­σεις και ανοι­χτό σε πολ­λές προ­ο­πτι­κές, κυρί­ως όμως είναι για τα παι­διά η πιο αγα­πη­τή κι εκλε­κτή ψυχα­γω­γία. Επι­λέ­ξα­με παρα­μύ­θια παρα­δο­σια­κά από την Ελλά­δα και άλλες χώρες, τα οποία συχνά συνο­δεύ­ο­νταν από σχε­τι­κά τρα­γου­δά­κια, λαϊ­κής ή σχο­λι­κής προ­έ­λευ­σης. Συχνά οι συν­θή­κες το καλού­σαν να ταξι­δέ­ψου­με και σε παλιούς μύθους όταν θα ήταν ενδια­φέ­ρον αυτοί να συσχε­τι­στούν με το συγκε­κρι­μέ­νο λαϊ­κό παρα­μύ­θι, φτιά­χνο­ντας έτσι δια­χρο­νι­κές γέφυ­ρες ανά­με­σα στους λαούς και στους πολι­τι­σμούς τους.

Προ­κρί­να­με την προ­φο­ρι­κό­τη­τα, που καλ­λιερ­γεί την προ­σω­πι­κή σχέ­ση, που αντι­μά­χε­ται τη μονα­ξιά καθώς δημιουρ­γεί δεσμούς στην ομά­δα, ενώ, προ­ϋ­πο­θέ­το­ντας την προ­σή­λω­ση, ασκεί τα παι­διά στη συγκέ­ντρω­ση, στην προ­σο­χή και στη μέθε­ξη. Η κοι­νή παρα­κο­λού­θη­ση της προ­φο­ρι­κής αφή­γη­σης, η ομα­δι­κή από­λαυ­ση της τέχνης δημιουρ­γεί δεσμούς φιλί­ας, αλλη­λεγ­γύ­ης και αίσθη­ση ασφά­λειας σε οποιεσ­δή­πο­τε συνθήκες.

Στην προ­φο­ρι­κή αφή­γη­ση δεν είναι μόνο ο μύθος που συναρ­πά­ζει. Είναι κι η φωνή του αφη­γη­τή, οι δια­κυ­μάν­σεις της, οι κινή­σεις του αφη­γη­τή, οι στά­σεις του, τα υπο­νο­ού­με­να, αυτές οι γεμά­τες νόη­μα σιω­πές… Έτσι, η εξοι­κεί­ω­ση με την προ­φο­ρι­κή αφή­γη­ση ανα­πτύσ­σει τις ικα­νό­τη­τες του παι­διού να παρα­τη­ρεί, να προ­σέ­χει, να συμπά­σχει, να θυμά­ται, να συσχετίζει.

Η προ­φο­ρι­κό­τη­τα είναι πρό­κλη­ση και δοκι­μα­σία. Η από μέρους των μικρών ακρο­α­τών ανά­λη­ψη συγκε­κρι­μέ­νων σύντο­μων ρόλων (π.χ. του τελά­λη) κατά την αφή­γη­ση ήταν μια περι­ζή­τη­τη συμμετοχή.

Ας σημειω­θεί επί­σης ότι, κατά κανό­να, η εθνι­κό­τη­τα κάθε αφή­γη­σης ορι­ζό­ταν από τυπι­κά στι­χά­κια εισα­γω­γι­κά στον κόσμο της φαντα­σί­ας και εξό­δου από αυτήν, απα­ραί­τη­τη και συναρ­πα­στι­κή τελε­τουρ­γία που τα παι­διά την εκτε­λού­σαν με ζήλο.

Υιο­θε­τή­σα­με την τακτι­κό­τη­τα των συνα­ντή­σε­ων, για­τί μόνο έτσι μπο­ρεί να εντα­χθεί το λαϊ­κό παρα­μύ­θι στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα ως φυσι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή ψυχα­γω­γία, ενώ παράλ­λη­λα με τη συχνή επα­φή γίνε­ται δυνα­τή η εξοι­κεί­ω­ση των παι­διών με αυτό το είδος επι­κοι­νω­νί­ας, ώστε να γίνουν κατα­νοη­τοί οι κώδι­κες που το διέ­πουν και οι οποί­οι επι­τρέ­πουν στο παρα­μύ­θι να λει­τουρ­γή­σει όχι ως περι­στα­σια­κή κι εφή­με­ρη, αλλά ως πραγ­μα­τι­κά λυτρω­τι­κή εμπειρία.

Για την ολο­κλή­ρω­ση του φαντα­στι­κού κόσμου της αφή­γη­σης στο Πρό­γραμ­μα, θεω­ρή­σα­με ότι η εικα­στι­κή ξενά­γη­ση θα ήταν γοη­τευ­τι­κή. Εικό­νες, σαν σκη­νι­κά, του τόπου της αφή­γη­σης, αντι­κεί­με­να καθη­με­ρι­νής ή μαγι­κής χρή­σης, χάρ­τι­νοι ήρω­ες με τις παρα­δο­σια­κές φορε­σιές τους και, τέλος, σε κάθε συνά­ντη­ση, «δια­βα­τή­ρια της φαντα­σί­ας» ή καρτ ποστάλ που έστει­λε δήθεν η πολυ­τα­ξι­δε­μέ­νη Αλε­πού, με εικα­στι­κά στοι­χεία των παρα­μυ­θιών, χρη­σί­μευαν ως μνη­μο­τε­χνι­κά κλει­διά, που τα παι­διά με μεγά­λη επι­μέ­λεια χρω­μά­τι­ζαν ενώ άκου­γαν μου­σι­κές των συγκε­κρι­μέ­νων παρα­μυ­θέ­νιων τόπων.

Αυτό που έχει όμως μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία είναι ότι τα παι­διά, επη­ρε­α­σμέ­να από την επα­φή τους με δια­φο­ρε­τι­κούς κόσμους, βίω­ναν τη δημιουρ­γι­κή ελευ­θε­ρία της φαντα­σί­ας και προ­σέ­φε­ραν συχνά σε όλους μας και στους εαυ­τούς τους συγκι­νη­τι­κά καλλιτεχνήματα.

Συμπέρασμα

Αυτή η συλ­λο­γή, Παρα­μύ­θια της πολυ­τα­ξι­δε­μέ­νης Αλε­πούς, με τον πρώ­το τόμο που έχε­τε στα χέρια σας και με τον δεύ­τε­ρο που θα ακο­λου­θή­σει, είναι μια πρό­τα­ση όχι μόνο σε εκπαι­δευ­τι­κούς, αλλά και σε γονείς. Ο πλού­τος και η σοφία των παρα­μυ­θιών της λαϊ­κής παρά­δο­σης είναι καλά σχο­λεία για ανθρώ­πους που θέλουν να επι­κοι­νω­νούν με ακρί­βεια, χάρη, ευρη­μα­τι­κό­τη­τα, που νοιά­ζο­νται για μια αλη­θι­νή ζωή, με αλλη­λεγ­γύη, με ενδια­φέ­ρον για τους άλλους, για το περι­βάλ­λον, για το μέλλον.

Η πολύ­χρο­νη επα­φή μου με τα παι­διά –και ειδι­κό­τε­ρα μέσω του συγκε­κρι­μέ­νου προ­γράμ­μα­τος– με έπει­σε ότι οι παρα­δο­σια­κοί τρό­ποι επι­κοι­νω­νί­ας και ψυχα­γω­γί­ας προ­σφέ­ρουν στα παι­διά εφό­δια πολύ­τι­μα για την προ­σω­πι­κό­τη­τά τους και για τη στά­ση που θα επι­λέ­ξουν μπρο­στά στα διά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα της ζωής.

Κι αυτό δεν είναι υπερ­βο­λή. Κάθε δέντρο μεγα­λώ­νει στον αέρα και στον ήλιο, αλλά τρέ­φε­ται από τις ρίζες του.

Βιογραφικό Ζωής Βαλάση

Η Ζωή Βαλά­ση (γένους Τζί­μα, Αθή­να 1945) είναι συγ­γρα­φέ­ας και κρι­τι­κός, διδά­κτωρ του Πανε­πι­στη­μί­ου Σορ­βόν­νη-Παρί­σι IV. Από το 1976 έχει εκδώ­σει περισ­σό­τε­ρα από πενή­ντα βιβλία, κυρί­ως για παι­διά, και έχει συνερ­γα­στεί με πολ­λές εφη­με­ρί­δες και περιο­δι­κά, με το ραδιό­φω­νο και την τηλε­ό­ρα­ση –είτε για επι­στη­μο­νι­κά θέμα­τα είτε με έργα μυθο­πλα­σί­ας– και με διά­φο­ρα παι­δα­γω­γι­κά και ερευ­νη­τι­κά ευρω­παϊ­κά κέντρα για τη νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία και γλώσ­σα. Έχει προ­σκλη­θεί και έχει εκπρο­σω­πή­σει το ελλη­νι­κό παι­δι­κό βιβλίο σε διε­θνή συνέ­δρια και διε­θνείς συνα­ντή­σεις για το βιβλίο. Έχει τιμη­θεί με ελλη­νι­κά και διε­θνή βρα­βεία (1983, 1987, 2000, 2014) και έργα της έχουν μετα­φρα­στεί και εκδο­θεί στο εξωτερικό.
Καθιέ­ρω­σε τακτι­κή στή­λη κρι­τι­κής του παι­δι­κού βιβλί­ου στην εφη­με­ρί­δα Ριζο­σπά­στης (1975–1987) και δίδα­ξε επί είκο­σι χρό­νια στην τρι­το­βάθ­μια εκπαί­δευ­ση το μάθη­μα «Εισα­γω­γή στη μελέ­τη της λογο­τε­χνί­ας και των βιβλί­ων για παιδιά».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο