Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ηθοποιός σημαίνει φως και ο Δημήτρης Χορν το πρόσφερε υπηρετώντας το θέατρο και τον κινηματογράφο

Δημή­τρης Χορν, παι­δί του αυστρια­κής κατα­γω­γής, γεν­νη­μέ­νου στην Ελλά­δα, δρα­μα­τουρ­γού Παντε­λή Χορν (από τους σπου­δαί­ους πρω­τερ­γά­τες της σύγ­χρο­νης ελλη­νι­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας), βαφτι­στή­ρι της Κυβέ­λης, ο Δημή­τρης Χορν γεν­νή­θη­κε στις 3/1921. Οκτώ μηνών πρω­το­βγή­κε στη σκη­νή, «παί­ζο­ντας» στην αγκα­λιά της Κυβέ­λης στο έργο του πατέ­ρα του «Γει­τό­νισ­σες». Δίχρο­νος έπαι­ξε στην «Νταλ­μα­νο­πού­λα», επί­σης του πατέ­ρα του. Υστε­ρα στην ιψε­νι­κή «Νόρα».

Κι όμως, στις μαθη­τι­κές παρα­στά­σεις, θυμό­ταν ο Δ. Χορν , «ήμουν ο τελευ­ταί­ος των τελευ­ταί­ων. Φαί­νε­ται πως ήταν τέτοιο το χάλι μου, ώστε δε με βάζαν να παί­ζω παρά σε βου­βές εικό­νες». Στο σπί­τι του, όμως, παρί­στα­νε ό,τι έβλε­πε στο θέα­τρο. Αγα­πού­σε και τη μου­σι­κή, αλλά «στά­θη­κε αδύ­να­το» να μάθει τις νότες. Του άρε­σε, όμως, το τρα­γού­δι κι έκα­νε μαθή­μα­τα φωνητικής.

«Εζη­σα πολύ φτω­χά στα παι­δι­κά μου χρό­νια… Νομί­ζω πως έπαι­ξε ρόλο θετι­κό. Υπήρ­χε επο­χή που τρυ­πού­σαν τα παπού­τσια μου κι έβα­ζα χαρ­τό­νια από τσι­γά­ρα για να τα κλεί­σω. Δε μ’ έβλα­ψε σε τίπο­τα αυτό», διη­γιό­ταν ο Δ. Χορν . Μαθη­τής του δημο­τι­κού φανέ­ρω­σε το ραφι­νά­το κωμι­κό ταλέ­ντο του, παί­ζο­ντας στο έργο «Βιο­λα­ντώ» το γελω­το­ποιό «Μπου­μπου­ρί­κο». Στα γυμνα­σια­κά χρό­νια, στο Κολέ­γιο Αθη­νών, συμ­με­τεί­χε στις μαθη­τι­κές παρα­στά­σεις που ανέ­βα­ζε ο καθη­γη­τής των Αγγλι­κών Κάρο­λος Κουν.Δεκατετράχρονος έπαι­ξε στη «Μαμά Κολι­μπρί» του Μπα­τάιγ, πλάι στην Κοτο­πού­λη. Αυτή η παρά­στα­ση καθό­ρι­σε την επι­λο­γή του: «Δεν πεθύ­μη­σα ποτέ να γίνω τίπο­τα άλλο από ηθοποιός».

Επί Μετα­ξά, δίνει εξε­τά­σεις στη Σχο­λή του τότε Βασι­λι­κού Θεά­τρου, απαγ­γέλ­λο­ντας τους απα­γο­ρευ­μέ­νους «Μοι­ραί­ους» του Βάρ­να­λη. Την επο­μέ­νη, συνα­ντά στο δρό­μο τον Αιμί­λιο Βεά­κη (ήταν καθη­γη­τής της σχο­λής), ο οποί­ος του λέει «Δεν ξέρεις πόσο μας δρό­σι­σες απ’ αυτή την ανομ­βρία». Σπού­δα­σε στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Βασι­λι­κού­και είχε δασκά­λους δύο από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα ονό­μα­τα του ελλη­νι­κού θεά­τρου, τον Δημή­τρη Ροντή­ρη και τον Αιμί­λιο Βεάκη.

Η πρώ­τη σκη­νι­κή του εμφά­νι­ση έγι­νε το 1949, στο Εθνι­κό Θέα­τρο, στο έργο “Η νυχτε­ρί­δα του Στρά­ους” με τη Μαί­ρη Αρώ­νη. Το δεύ­τε­ρο, επί­σης τρα­γου­δι­στι­κό, ρόλο του, τον έπαι­ξε δίπλα στην πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη τότε «απο­κά­λυ­ψη», την Μαρία Κάλ­λας. Το 1942 ακο­λού­θη­σαν ρόλοι (τρί­τοι και δεύ­τε­ροι) στο θία­σο της Κοτο­πού­λη, που του ‘λεγε «Τα ίσια σου πόδια σε μένα τα χρω­στάς, για­τί ήσουν στρα­βο­κά­νης». Τη χρο­νιά αυτή κάνει και τον πρώ­το του γάμο και το πρω­τα­γω­νι­στι­κό του «άλμα» στις μου­σι­κές κωμω­δί­ες. Εγκα­τα­λεί­πει, όμως, το είδος, ποθώ­ντας να παί­ξει Σαίξ­πηρ, «κεί­με­να σπουδαία».

Το 1950 πήγε στην Αγγλία όπου σπού­δα­σε με υπο­τρο­φία του Βρε­τα­νι­κού Συμ­βου­λί­ου. Το 1952 ίδρυ­σε θία­σο με τον Γιώρ­γο Παπ­πά και την Ελλη Λαμπέ­τη και από το 1956 μαζί με τη Λαμπέ­τη εγκα­τα­στά­θη­καν στο “Κεντρι­κόν”. Με την Ελλη Λαμπέ­τη απο­τέ­λε­σαν το δημο­φι­λέ­στε­ρο ζευ­γά­ρι στο θέα­τρο και τον κινηματογράφο.

Ο Δημή­τρης Χορν δια­κρί­θη­κε σε ρόλους του κλα­σι­κού και σύγ­χρο­νου δρα­μα­το­λο­γί­ου, πρω­τα­γω­νί­στη­σε σε πολ­λές κινη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες. Ηταν ο πρώ­τος διευ­θυ­ντής της Ελλη­νι­κής Ραδιο­φω­νί­ας Τηλε­ό­ρα­σης μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση. Τελευ­ταία του θεα­τρι­κή εμφά­νι­ση στον “Αρχι­μά­στο­ρα Σόλ­νες” του Ιψεν. Με την τελευ­ταία του γυναί­κα, την Αννα Γου­λαν­δρή ίδρυ­σαν, το 1980, το Ιδρυ­μα “Γου­λαν­δρή — Χορν” με σκο­πό τη μελέ­τη του σύγ­χρο­νου ελλη­νι­κού πολιτισμού.

Πέθα­νε στις 16 Ιανουα­ρί­ου 1998, στα 77 του χρό­νια, χρό­νια μετά την από­φα­σή του να απο­συρ­θεί για πάντα από τη σκη­νή, όχι και τόσο γέρος ίσως, αλλά όπως αισθα­νό­ταν “γέρος και μόνος. Χωρίς πολ­λές επι­θυ­μί­ες πια, χωρίς κανέ­να ενδιαφέρον”.

“Πρέ­πει να φεύ­γεις στην ώρα σου”, δήλω­νε τις λίγες φορές που του επέ­τρε­πε η συνει­δη­τή απο­μό­νω­σή του να μιλά δημό­σια. “Αλλιώς αρχί­ζει η φθο­ρά”. Ετσι, γυρί­ζο­ντας και πάλι την πλά­τη στη φθο­ρά, έφυ­γε “κρυ­φά”, μη επι­τρέ­πο­ντας σε κανέ­ναν να γνω­ρί­ζει την “πρό­θε­ση” της ανα­χώ­ρη­σής του. Προ­στά­τευ­σε τα τελευ­ταία χρό­νια την ηρε­μία που επι­ζη­τού­σε. Προ­στά­τευ­σε τον εαυ­τό του και την προ­σω­πι­κή υπό­θε­ση της ασθέ­νειάς του από τα φώτα της δημοσιότητας.

Ηταν μονα­χι­κός και το εννο­ού­σε. Δήλω­νε πως ποτέ δεν πίστε­ψε ότι είναι μύθος και το εννο­ού­σε. Οτι δεν είχε καμιά εκτί­μη­ση στο ταλέ­ντο του και το εννο­ού­σε. Οτι δεν άντε­χε να παί­ζει το ίδιο πράγ­μα επί μήνες και το εννο­ού­σε. Δεν ήταν από μετριο­φρο­σύ­νη, ούτε από ανα­σφά­λεια. Ηταν μάλ­λον η δική του προ­σω­πι­κή αλή­θεια, κόντρα σε ό,τι εμείς πιστεύ­α­με γι’ αυτόν. Γελού­σε με τα μεγά­λα λόγια με τα οποία ανα­φέ­ρο­νταν όλοι για το ταλέ­ντο και την υπο­κρι­τι­κή του κατά­θε­ση. Θεω­ρού­σε υπερ­βο­λι­κές τις δάφ­νες. Ηταν άνθρω­πος με χιού­μορ. Αυτοσαρκαζόταν.

(Με στοι­χεία από κεί­με­να του Ριζοσπάστη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο