Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μέρα Θεάτρου με “Ξυρισμένα Πηγούνια”

Τα “πηγού­νια” του Γιάν­νη Τσί­ρου, το είδα­με πρώ­τη φορά _και μας εντυ­πω­σί­α­σε, στο Θέα­τρο Πόρ­τα το 2006, σε σκη­νο­θε­σία Θανά­ση Παπα­γε­ωρ­γί­ου και σήμε­ρα (τελευ­ταία παρά­στα­ση _ευχόμαστε να επα­να­να­λη­φθεί) στο Θέα­τρο Μικρό Χορν, σε σκη­νο­θε­σία του Γιώρ­γου Παλού­μπη (παί­ζε­ται, σχε­δόν συνε­χώς sold out πάνω από τρία χρό­νια _από Οκτ-2021). Στο ρόλο του Σάβ­βα Ανδρέ­ου είναι ο εξαι­ρε­τι­κός Στά­θης Στα­μου­λα­κά­τος (ο “κακός” των “Παγι­δευ­μέ­νων”) και στους ρόλους του Κυριά­κου Κωστό­που­λου, ο επί­σης πολύ καλός Ηλί­ας Βαλά­σης, τέλος Σπύ­ρος Αση­μέ­νιος και Αντω­νία Πιτου­λί­δου (Μαρι­νά­κης και Ιρί­να _η θλι­βε­ρή πόρ­νη-στρι­πτι­ζέζ, μετα­νά­στρια από τη “Ρωσία”) συμπλη­ρώ­νουν, την τετρά­δα των πρωταγωνιστών.

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Πάνω από 20 _μετά την πρώ­τη του γρα­φή χρό­νια, απο­δει­κνύ­ε­ται πιο σύγ­χρο­νο και πιο επί­και­ρο από ποτέ. Η ανθρώ­πι­νη εκμε­τάλ­λευ­ση, η κατά­στα­ση των μετα­να­στών, η σεξι­στι­κή αντι­με­τώ­πι­ση της γυναί­κας, η οικο­νο­μι­κή ανι­σό­τη­τα και οι σχέ­σεις εξου­σί­ας – μερι­κά από τα ζητή­μα­τα που θίγει το έργο – έχουν διο­γκω­θεί στο έπα­κρο στις μέρες μας, στη χώρα μας και παγκό­σμια _και έπε­ται συνέ­χεια. Οι υπαρ­ξια­κές και ποι­η­τι­κές προ­ε­κτά­σεις, το χιού­μορ (έστω και μαύ­ρο) οι οικεί­οι χαρα­κτή­ρες, με αδυ­να­μί­ες, ενο­χές, γοη­τεία, γελοιό­τη­τα, τρυ­φε­ρό­τη­τα και σκλη­ρό­τη­τα τους δεν απο­σπούν τον μυη­μέ­νο θεα­τή από το κύριο καθώς ξετυ­λί­γε­ται κομ­μά­τι-κομ­μά­τι το κου­βά­ρι της ιστο­ρί­ας μέχρι το καθη­λω­τι­κό φινάλε.

Βγαί­νο­ντας από την αίθου­σα υπήρ­ξε ένα προ­βλη­μα­τι­σμός, αν αυτό ήταν καλύ­τε­ρο από εκεί­νο στο Θέα­τρο Πόρ­τα το 2006. Η γνώ­μη μας είναι πως και τα δύο ήταν επί­και­ρα _το σημε­ρι­νό σε μια ελλη­νι­κή κοι­νω­νία περισ­σό­τε­ρο αλω­μέ­νη, αλλά που εξα­κο­λου­θεί να το παλεύ­ει κινη­μα­τι­κά, όπου και όπως μπο­ρεί, ενά­ντια στον κανα­πέ. Μια δυνα­τή παρά­στα­ση εγκλω­βι­σμέ­νων που ξεγυ­μνώ­νο­νται ψυχι­κά απέ­να­ντι στο αντι­κεί­με­νο του πόθου, θύτες αλλά και θύμα­τα της ίδιας τους της αντρι­κής φύσης.

Η υπό­θε­ση με δυο λόγια: Τρεις άντρες, υπάλ­λη­λοι ενός νοσο­κο­μεί­ου, εργά­ζο­νται καθη­με­ρι­νά στην υπη­ρε­σία τους στην υπό­γεια πτέ­ρυ­γα. Από τους πάνω ορό­φους δέχο­νται και στη συνέ­χεια ταξι­νο­μούν, φρο­ντί­ζουν και φυλά­νε προ­σω­ρι­νά πτώ­μα­τα, ακο­λου­θώ­ντας μια ρου­τί­να με τυπι­κές δια­δι­κα­σί­ες και “απο­συν­δέ­σου” (=εξα­φα­νί­σου) και μια αόρα­τη “κυρία Κοντα­ξή” να κινεί τα νήμα­τα σε κάτι που αντί για υπη­ρε­σία υγεί­ας θυμί­ζει χασά­πι­κο, με τα φώτα φθο­ρι­σμού να κάνουν ακό­μα πιο παγε­ρή την εικό­να, απει­λώ­ντας κάθε τόσο να ρίξουν σκο­τά­δι με τον χαρα­κτη­ρι­στι­κό _γκζ…γκζ ήχο του βρα­χυ­κυ­κλώ­μα­τος. Μια  γυναί­κα μετα­νά­στρια θα ταρά­ξει τη νεκρή τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, έγκλη­μα; εκδί­κη­ση; ενο­χή; Μια  γυναί­κα μετα­νά­στρια, ίσως από την πολύ­πα­θη Ουκρα­νία, θλι­βε­ρή στρι­πτι­ζέζ και πόρ­νη και γλυκιά_πονετική ερω­μέ­νη, που δεν έχει να κάνει με τις “αέρι­νες” ξαν­θές υπάρ­ξεις, αλλά με μια μυώ­δη γεματούλα

Δεν υπάρ­χει «κακό» γι’ αυτόν που το πράτ­τει. Προ­σω­πι­κά, ποτέ δεν πεί­στη­κα πραγ­μα­τι­κά ότι έβλα­ψα κάποιον. Εννοώ μέσα μου, βαθιά. Πάντα είχα τις αμφι­βο­λί­ες μου. Η συνεί­δη­σή μου μπο­ρού­σε να μετα­τρα­πεί σε συνή­γο­ρο, βεβαιώ­νο­ντάς με κάθε φορά ότι επί της ουσί­ας δεν διέ­πρα­ξα ποτέ κάποια πραγ­μα­τι­κά κακή πρά­ξη. Ούτε υπήρ­ξα ποτέ ένας πραγ­μα­τι­κά κακός άνθρω­πος. Στο περι­βάλ­λον μου άλλω­στε, πάντα υπήρ­χαν κάποιοι σαν εμέ­να, ή και χει­ρό­τε­ροί μου, κι αυτό με καθη­σύ­χα­ζε. Σπα­νιό­τα­τα, γνώ­ρι­ζα βέβαια κάποιους ανθρώ­πους, άντρες ή γυναί­κες, που θα μπο­ρού­σα να τους χαρα­κτη­ρί­σω καλύ­τε­ρους. Πιο ισορ­ρο­πη­μέ­νους. Και πιο συγκρο­τη­μέ­νους. Πάντα όμως αυτοί οι άνθρω­ποι κινού­νταν σε μια δική τους τρο­χιά, απο­φεύ­γο­ντας εμέ­να και το περι­βάλ­λον μου, για­τί εκτός από συγκρό­τη­ση και ισορ­ρο­πία διέ­θε­ταν και σοφία. Αν και αρκε­τές φορές προ­σπά­θη­σα να τους ακο­λου­θή­σω, ποτέ δεν τα κατά­φε­ρα. Δεν διέ­θε­τα το ταλέ­ντο των γρή­γο­ρων επι­λο­γών τους, ούτε γνώ­ρι­ζα ακρι­βώς τι ήθε­λα από τη ζωή, όπως εκεί­νοι. Επέ­στρε­φα λοι­πόν πίσω. Στο γνω­στό περι­βάλ­λον μου. Εδώ, μπο­ρεί κάθε προσ­δο­κία να δια­ψεύ­δε­ται και κάθε προ­σω­πι­κή αδυ­να­μία να μετα­τρέ­πε­ται σε απει­λή για τον άλλον, αλλά η από­γνω­ση είναι μικρό­τε­ρη από την ασφά­λεια που παρέ­χει ο χώρος. Για­τί, εδώ, κανέ­νας δεν ενο­χο­ποιεί­ται. Ούτε αντι­λαμ­βά­νε­ται το κακό, αν δεν το υπο­στεί. Το κακό εκφρά­ζε­ται μόνο με τη δυστυ­χία που εισπράτ­τει ο «άλλος».

Κατά έναν παρά­δο­ξο τρό­πο, το «κακό» δεν συνι­στά πάντα νομι­κό αδί­κη­μα. Καθη­με­ρι­νά, μπο­ρεί κάποιος να βλά­πτει τον άλλον, χωρίς τιμω­ρία. Αρκεί να δια­θέ­τει μεγα­λύ­τε­ρη ισχύ. Μπο­ρεί να τον εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται οικο­νο­μι­κά, να του στε­ρεί δικαιώ­μα­τα, να του που­λά με υπε­ρα­ξία το εμπό­ρευ­μά του, τη γνώ­ση του, να του προ­πα­γαν­δί­ζει ιδέ­ες, αξί­ες, να τον προ­ση­λυ­τί­ζει, να τον εγκλω­βί­ζει σε διλήμ­μα­τα, να τον κατα­σκο­πεύ­ει, να τον ελέγ­χει ψυχο­λο­γι­κά, πολι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά, να τον τρο­μο­κρα­τεί με φαντά­σμα­τα, να τον κατα­πιέ­ζει σεξουα­λι­κά, ηθι­κά, χωρίς ο παθών να έχει δυνα­τό­τη­τα αντί­δρα­σης. Υπήρ­ξαν πολ­λές περι­πτώ­σεις που κάποιος άνθρω­πος «κακο­ποι­ή­θη­κε» εμπρός μου. Σε κάποιες από αυτές, ήμουν ο θύτης. Σε κάποιες άλλες, το θύμα. Θύμα ή θύτης, εγκλι­μα­τί­στη­κα στις συν­θή­κες ενός περι­βάλ­λο­ντος όπου κανό­νας είναι η αδι­κία και εξαί­ρε­ση η ανθρώ­πι­νη αντί­δρα­ση. Τοπίο γνω­στό σε όλους. Μέσα σε αυτό το γνω­στό τοπίο, όπου η ανθρώ­πι­νη αδυ­να­μία απο­κτά γιγα­ντιαί­ες δια­στά­σεις, αδύ­να­μος κι εγώ να αντι­δρά­σω, κατα­φεύ­γω στο πιο υπο­χθό­νιο κατα­φύ­γιο του νου. Στις δρα­μα­τουρ­γι­κές χίμαι­ρες. Εκεί, ανα­λύ­ο­ντας τα αυτο­νό­η­τα, προ­με­λε­τώ τα εξ αμε­λεί­ας «εγκλή­μα­τα» των ηρώ­ων μου. Εγκλή­μα­τα «τέλεια», αφού ποτέ δεν θα τους απο­δο­θούν ευθύ­νες. Και «εξ αμε­λεί­ας», αφού οι ήρω­ές μου αγνο­ούν τις δια­στά­σεις του κακού που πράτ­τουν, ακό­μα κι όταν το προ­με­λε­τούν. Σχε­διά­ζω τα μεγέ­θη και τα όρια των πρά­ξε­ών τους, με γνώ­μο­να όσα προ­α­νέ­φε­ρα. Ως εκ τού­του, συγ­γρα­φι­κά, δεν επι­διώ­κω δικαί­ω­ση για όσους βλά­φτη­καν, ούτε τιμω­ρία για όσους έβλα­ψαν. Δεν κατα­δι­κά­ζο­νται οι θύτες, ούτε λυτρώ­νο­νται τα θύμα­τα. Και επει­δή η αδι­κία δεν υπήρ­ξε ποτέ κάτι άλλο από προ­ϊ­όν ιδιο­τέ­λειας, όταν αδι­κούν τον πλη­σί­ον τους, ωφε­λού­νται. Το συμ­φέ­ρον τους λει­τουρ­γεί όπως και στην πραγ­μα­τι­κή ζωή, υπο­κα­θι­στώ­ντας το δίκαιο.

Γνω­ρί­ζω ότι οι χαρα­κτή­ρες του έργου μου, στα «Αξύ­ρι­στα πηγού­νια», δεν θα γίνουν ποτέ φωτει­νά παρα­δείγ­μα­τα. Θα προ­τι­μού­σα να ήταν καλύ­τε­ροι. Πιο συμπα­θείς. Άλλω­στε οι αρχι­κές μου προ­θέ­σεις για την ηθι­κή τους ήταν υψη­λό­τε­ρες από το τελι­κό απο­τέ­λε­σμα. Δεν εννοώ ότι στε­ρού­νται παντε­λώς ηθι­κών στοι­χεί­ων. Συχνά γίνο­νται συναι­σθη­μα­τι­κοί και ευσυ­γκί­νη­τοι με τα προ­βλή­μα­τα των άλλων. Η καλο­σύ­νη, όμως, προ­ϋ­πο­θέ­τει βασι­κά την ύπαρ­ξη καθα­ρής συνεί­δη­σης. Συστα­τι­κό που δεν περισ­σεύ­ει σε κανέ­ναν. Και πρω­τί­στως σ’ εμέ­να. Επο­μέ­νως, δεν δικαιού­μαι να τους κρί­νω. Επι­πλέ­ον, ποτέ δεν ξεχνώ ότι μετα­φέ­ρουν το φορ­τίο των δικών μου αδιε­ξό­δων. Επί της ουσί­ας, όμως, απο­φεύ­γω γενι­κά να κρί­νω τους ήρω­ές μου, για­τί συγ­γρα­φι­κά αδυ­να­τώ να τους βελ­τιώ­σω. Κάθε φορά που τους μετα­μο­σχεύω ηθι­κά γνω­ρί­σμα­τα, απο­δέ­χο­νται επι­τυ­χώς το μόσχευ­μα, αλλά απο­κτούν και μεγα­λύ­τε­ρη ικα­νό­τη­τα στην υπο­κρι­σία. Γίνο­νται ανε­ξέ­λεγ­κτοι. Ψεύ­τες. Σε μερι­κές μάλι­στα περι­πτώ­σεις, η υπο­κρι­σία τους γίνε­ται τόσο απρο­κά­λυ­πτη, ώστε αγγί­ζουν το όριο της βλα­κεί­ας. Τότε, επι­τέ­λους, κατα­φέρ­νουν από μόνοι τους και γίνο­νται, έστω πρό­σκαι­ρα, κάπως αστεί­οι και συμπα­θείς. Και λέω πρό­σκαι­ρα, για­τί η «βλα­κεία» ποτέ δεν γρά­φτη­κε στη λίστα των αρε­τών. Παρά την αστεία όψη της, ήταν πάντα η αφε­τη­ρία του «κακού».

Απο­φεύ­γω να ορί­σω το «κακό» με τη θρη­σκευ­τι­κή έννοια, για­τί η μονα­δι­κή βεβαιό­τη­τα που απο­κό­μι­σα στο περι­βάλ­λον που ζω είναι ότι δεν υπάρ­χει θεός στις επαί­σχυ­ντες πρά­ξεις μας. Ίσως να υπάρ­χει στις μεγά­λες στιγ­μές μας. Στις μικρό­τη­τές μας, υπάρ­χει το χάος. Και μετα­ξύ των δύο σημεί­ων απλώ­νε­ται το λιβά­δι όπου καλ­λιερ­γού­νται οι άπει­ρες προ­σω­πι­κές προσ­δο­κί­ες μας. Εκεί καλ­λιερ­γώ κι εγώ τις δικές μου. Δια­θέ­το­ντας τη συνεί­δη­ση που μου ανα­λο­γεί, έχω επί­γνω­ση ότι δεν είμαι δια­νο­ού­με­νος, λόγιος, φιλό­σο­φος, κρι­τι­κός ή θεω­ρη­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας, αν και από την παι­δι­κή μου ηλι­κία όλες αυτές οι ιδιό­τη­τες με γέμι­ζαν υπαρ­ξια­κά ερω­τή­μα­τα, δημιουρ­γώ­ντας μου την αγω­νία για απα­ντή­σεις. Αρκού­μαι, στις καλές και στις κακές στιγ­μές μου, να προ­με­λε­τώ, επί χάρ­του, τα τέλεια εξ αμε­λεί­ας «εγκλή­μα­τά» μας. Ίσως βαθύ­τε­ρο συγ­γρα­φι­κό μου κίνη­τρο να είναι η εκδί­κη­ση για το κακό που εισέ­πρα­ξα, ή η ανα­ζή­τη­ση ελέ­ους για το κακό που διέπραξα.

                       Γ.Τσίρος

σσ.
Ο Γιάν­νης Τσί­ρος (από το 1990) ασχο­λεί­ται με τη συγ­γρα­φή κινη­μα­το­γρα­φι­κών σενα­ρί­ων και θεα­τρι­κών έργων.

(πρώ­το 5λεπτο_από την παρουσίαση)
Το νού­με­ρο του στρι­πτίζ Φως-Μουσική.
Η Γυναί­κα χορεύει.
Είναι νέα κι όμορ­φη (σσ. όπως ήδη ανα­φέ­ρα­με, Ρωσί­δα που όμως δεν έχει να κάνει με τις “αέρι­νες” ξαν­θές υπάρ­ξεις, αλλά με μια μυώ­δη γεματούλα).
Το σώμα της λικνί­ζε­ται ευλύ­γι­στα (με κινή­σεις μαριο­νέ­τας θα συμπληρώναμε.
Πλη­σιά­ζει τους θαμώ­νες-θεα­τές τους αγγί­ζει. Οι κινή­σεις της σαγη­νευ­τι­κές, άκρως επαγ­γελ­μα­τι­κές. Κάποια στιγ­μή, αργά, μεθο­δι­κά, αρχί­ζει να βγά­ζει τα ρού­χα της. Το γδύ­σι­μό της διαρ­κεί όσο και το μου­σι­κό κομ­μά­τι. (συμπλη­ρώ­νου­με: κατε­βαί­νει στο διά­δρο­μο, ανά­με­σα στον κόσμο, σέρ­νε­ται στο πάτω­μα σαν σκουλήκι)
Με το τέλος της μου­σι­κής μένει γυμνή (σσ. με δύο μαύ­ρα Χ πάνω στο στή­θος της _υπάρχει και λογο­κρι­σία). Χει­ρο­κρο­τή­μα­τα… γυρί­ζει, πετά­ει την κυλότ­τα της
Σκοτάδι…

Νύχτα στο νεκροτομείο _
χασάπικο του εφημερεύοντος νοσοκομείου

Ακού­γε­ται από­μα­κρος ήχος ασθε­νο­φό­ρου. Ο Σάβ­βας κι ο Κυριά­κος σε υπη­ρε­σία νυχτε­ρι­νής βάρ­διας. Φορά­νε ξεκού­μπω­τες ξεθω­ρια­σμέ­νες ρόμπες. Στα πόδια τους υπη­ρε­σια­κές παντό­φλες. Ο Σάβ­βας κάτω από τη ρόμπα με ντύ­σι­μο προ­σεγ­μέ­νο, καθι­σμέ­νος στο γρα­φείο, μπρο­στά στην οθό­νη του υπο­λο­γι­στή, ξεφυλ­λί­ζει χαρ­τιά και πλη­κτρο­λο­γεί. Ο Κυριά­κος ντυ­μέ­νος ατη­μέ­λη­τα, με ρού­χα πρό­χει­ρα, κρα­τά ένα πλα­στι­κό ποτη­ρά­κι μιας χρή­σης. Πίνει βότ­κα αστα­μά­τη­τα. Κάποια στιγ­μή πλη­σιά­ζει το παρα­βάν. Τρα­βά λίγο την κουρ­τί­να και κοι­τά­ζει το σώμα στο φορείο. Ξεχω­ρί­ζει ένα ματω­μέ­νο σεντό­νια και κόκ­κι­νες γόβες.

Σάβ­βας: Υπάρ­χουν ιστο­ρί­ες φωτει­νές, χαρού­με­νες, αλλά και κάποιες άλλες ανά­πο­δες και σκο­τει­νές. Αυτή είναι μια τέτοια ιστο­ρία. Μαύ­ρη. Αν δεν αντέ­χεις ταχυ­δρο­μή­σου σπί­τι σου, δεν έχει νόη­μα να τρι­γυ­ρί­ζεις σαν νεκρό­μυ­γα πάνω από το φορείο.

Κυριά­κος: Προ­σπα­θώ να κατα­λά­βω πώς έφτα­σαν μέχρι εδώ τα πρά­μα­τα. (Ξανα­κλεί­νει την κουρτίνα)Φτιάχνω μια εικό­να, το μυα­λό μου όμως δεν τη χωράει.

Σ.Θα σου δώσω μια εικό­να που να τη χωρά­ει. Γδυ­νό­τα­νε στο στρι­πτι­ζά­δι­κο. Μπρο­στά στον κόσμο. Φτιά­χνεις την εικό­να; Όταν έβγα­λε όλα τα ρού­χα, το νήμα κόπη­κε, αυτή κατέρρευσε.

Κ. Έτσι, χωρίς λόγο;

Σ. Ο λόγος είναι ο θάνα­τος, η αιτία είναι άγνω­στη. Φτιά­ξε τώρα και το φόντο. Οι πελά­τες την κοπα­νή­σα­νε για να μην πάρουν ευθύ­νη. Οι μπρά­βοι βάλα­νε τις άλλες κοπέ­λες σ’ αυτο­κί­νη­τα και τις έδιω­ξαν βια­στι­κά, πριν φτά­σει τ’ ασθε­νο­φό­ρο. Έμει­νε μόνο τ’ αφε­ντι­κό της, να λέει ότι δεν ξέρει τίπο­τα γι’ αυτήν. Ήταν και­νού­ρια. Δεν θυμό­ταν, λέει, ούτε τ’ όνο­μά της.

Κ. Ντα­βα­τζί­δι­κη αμνησία.

Σ. Πρό­νοια επαγ­γελ­μα­τι­κή. Τη φόρ­τω­σε για τα Επεί­γο­ντα, κι από κει μας την πακέ­τα­ραν για το ψυγείο. Αυτή είναι η εικόνα.

Κ. Και την έφε­ραν έτσι; Γυμνή;

Σ. Την έφε­ραν όπως κατέρ­ρευ­σε. Κανέ­νας δεν πλη­σί­α­ζε κοντά της. Πήγε, λέει, ο κυρ Αργύ­ρης απ’ τ’ ασθε­νο­φό­ρο και της έρι­ξε ένα σεντό­νι. Την έφε­ρε με σει­ρή­να, αλλά ήταν ήδη αργά. (Συμ­μα­ζεύ­ει τα χαρ­τιά στο γρα­φείο.) Ακό­μα δεν κατα­χώ­ρι­σα τα παρα­πεμ­πτι­κά της για τη νεκροψία.

Κ. Και πώς θα κατα­χω­ρι­στεί; Αιτία θανά­του, «άγνω­στος»;

Σ. Προς το παρόν. Ο Ιακώ­βου έχει υπο­ση­μεί­ω­ση για ίχνη καρ­δια­κού επει¬σοδίου. Ό,τι κι αν είναι, θα το δεί­ξει αύριο η νεκρο­ψία. (Πλη­κτρο­λο­γεί) _Παύση

Κ. (Πίνει, αδειά­ζει το πλα­στι­κό). Ποιος την κατέβασε;
Σ. Ο Μαρινάκης.
Κ. Ο «Μαρι­νά­κης»…
Σ. Λίγο πριν έρθεις.
Κ. Έχει δηλα­δή βάρ­δια από­ψε ο Μαρινάκης;
Σ. Εκτά­κτως, για την εφημερία.

(…)
Το πρωί, όταν σχο­λά­σου­με… θα πας απ’ το Λογι­στή­ριο _Στο Λογι­στή­ριο, ν εξο­φλη­θείς (η αόρα­τη “κυρία Κοντα­ξή”, που λέγαμε).
Έτσι, ε; Το πρωί θα εξο­φλη­θώ… Τι έχω κάνει, ρε γαμώ­το; Τι έχω κάνει; μεγά­λο κακό έχω κάνει;
Μόλις τελειώ­σου­με, το πρωί… καλύ­τε­ρα να μην ξανα­βρε­θού­με… Κατά­λα­βα… (Πίνει). Πόσα είπες πως σου χρωστάω;
Τετρα­κό­σια πενήντα.
Το πρωί που θα ξοφλη­θώ, θα σε ξοφλήσω…
(Χτυ­πά­ει το τηλέ­φω­νο) _ Απο­δο­χές. Ναι. Ας τους συνο­δέ­ψει μέχρι εδώ. Ο Μαρι­νά­κης κατε­βά­ζει τη γυναί­κα του «εφτά». Για να ανα­γνω­ρί­σεις τη σορό, εσύ ή θα πάω εγώ;
Μέχρι το πρωί, είναι ακό­μα δίκιά μου η δου­λειά. (Μικρή παύ­ση). Ο Κυριά­κος πίνει ακό­μη μια γου­λιά από το πλα­στι­κό του. Σηκώ­νε­ται και το πετά στον κάδο. Παίρ­νει το μπου­κά­λι, ανοί­γει την ιμα­τιο­θή­κη το βάζει στο ντου­λα­πά­κι, αλλά το αφή­νει ανοι­χτό. Γυρ­νά και παίρ­νει τα κόκ­κι­να παπού­τσια από το τρα­πε­ζά­κι. Επι­στρέ­φει και τα βάζει δίπλα στο μπου­κά­λι της βότ­κας. Βγά­ζει από μια εσω­τε­ρι­κή τσέ­πη της ρόμπας του μια τσα­τσά­ρα τα μαλ­λιά του. Την καθα­ρί­ζει και την ξανα­βά­ζει στη θέση της. Τακτο­ποιεί και κου­μπώ­νει τη ρόμπα του. Βάζει σωστά στη θέση της την καρέ­κλα και κινεί­ται προς τη δίφυλ­λη πόρ­τα των ψυκτο­θα­λά­μων. _ Μου ’χε πει το χωριό της, αλλά το ξέχα­σα… Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρ­χει πια. Στη θέση του βρί­σκε­ται τώρα μια λίμνη. Τεχνη­τή λίμνη. Οι κάτοι­κοι σκορ­πί­σα­νε στις γύρω πόλεις. Εκεί­νη ήταν μικρή όταν φύγα­νε. Πίσω, τα νερά σκε­πά­σα­νε όλα τα σπί­τια. Αφή­σα­νε μέσα και ποι­κι­λί­ες ψαριών, για αλιεία. Μια μέρα πριν φύγει για να ’ρθει στην Ελλά­δα, πήγα­νε, λέει, με τον πατέ­ρα της να δουν το βυθι­σμέ­νο χωριό τους. Νοι­κιά­σα­νε μια βάρ­κα κι ανοι­χτή­κα­νε στη λίμνη. Τα νερά ήτα­νε διά­φα­να… Κοι­τά­ζα­νε, λέει, κάτω κι ακο­λου­θού­σα­νε τον κεντρι­κό δρό­μο… Εκεί που κάπο­τε έκα­ναν περι­πά­τους… Πλέ­α­νε, μέχρι που φτά­σα­νε πάνω απ’ το παλιό τους σπί­τι… Το είδα­νε κάτω, στον βυθό… Από τις πόρ­τες και τα παρά­θυ­ρα μπαι­νο­βγαί­να­νε ψάρια… Το κοι­τά­ζα­νε, λέει, μέχρι που ο ήλιος γύρι­σε, κι έγι­νε το νερό καθρέφτης…
Μικρή παύ­ση. Ο Κυριά­κος σπρώ­χνει τη δίφυλ­λη πόρ­τα _βγαίνει. Ο Σάβ­βας μένει μόνος. Σκοτάδι.

Στο ακου­στι­κό _Εισαγωγές; Ανδρέ­ου, από Απο­δο­χών. Σχε­τι­κά :η γυναί­κα που έφε­ρε τα μεσά­νυ­χτα ο Αργύ­ρης. Ναι. Γρά­ψε στοιχεία.
Λεγό­ταν Ιρί­να Γκριε­γκό­ριεβ­να. Είκο­σι οκτώ ετών. Ρωσί­δα υπή­κο­ος. Πως λεγό­τα­νε το χωριό της; _Δεν θυμά­μαι…  Δεν είχε άδεια παρα­μο­νής. Ήταν παρά­νο­μη στη χώρα. Να ειδο­ποι­η­θεί η πρε­σβεία, για ν’ απο­στα­λεί η σορός στην πατρί­δα της. Θα ετοι­μά­σω δελ­τίο για δια­κο­μι­δή και θα περά­σω το πρωί σφρα­γί­σεις. Κατε­βά­ζει το ακουστικό.
Ο Κυριά­κος παίρ­νει απ’ το γρα­φείο το πλα­στι­κό ποτη­ρά­κι, πηγαί­νει στην ιμα­τιο­θή­κη, ανοί­γει το ντου­λα­πά­κι «τρία» και βάζει βότ­κα. Βάλε μου κι εμέ­να ένα. Ο Κυριά­κος τον κοι­τά­ζει. Κι άσε το μπου­κά­λι έξω. Κάθε­ται στη δεύ­τε­ρη καρέ­κλα. Πίνουν. Μακρά παύση.
Κ. Χθες βρά­δυ, πριν φύγου­με από το σπί­τι, κάθι­σε στον καθρέ­φτη άρχι­σε να βάφει τα χεί­λια της… Μία ώρα βαφό­τα­νε και χτε­νι­ζό­τα­νε… Δυο τρί­χες εδώ, ένα τσου­λού­φι εκεί… Εγώ είχα ντυ­θεί και την περί­με­να… «Δεν πας κι εσύ ξυρι­στείς;» μου λέει… «για­τί ’ναι σκλη­ρά τα γένια σου και με τσι­μπά­νε;» «Ξέρεις πότε σκλη­ραί­νουν τα γένια των αντρών» της λέω… «Σκλη­ραί­νου­νε στην κού­ρα­ση … στη στε­νο­χώ­ρια… και στην αγα­μία… Εσύ όμως στη ζωή σου έχεις γνω­ρί­σει κυρί­ως την τρί­τη περί­πτω­ση… Τις άλλες δυο, δεν τις κατα­λα­βαί­νεις…» Μ’ έβρι­σε στα ελλη­νι­κά, μαλά­κα… και την έβρι­σα στα ρωσι­κά, μπλιάτ­κα… Έκλαιγε…
Σ. Να πάρεις το πρωί τη φίλη της, να σου πει πώς λέγα­νε το χωριό της. Να βρεις όλα τα χαρ­τιά της. Αλλιώς, απ’ την πρε­σβεία δεν θα την παρα­λά­βουν. Και θ’ ανα­γκα­στού­με να τη στεί­λου­με στα κεντρι­κά. Στ’ αζή­τη­τα. _Η Ιρί­να δεν είναι ανώ­νυ­μη, είναι επώ­νυ­μη (σσ.η θλι­βε­ρή πόρ­νη-στρι­πτι­ζέζ, μετα­νά­στρια από τη “Ρωσία”)

🤔  Περισ­σό­τε­ρα _εικόνες + ανέκ­δο­το βίντεο εδώ

Αξύ­ρι­στα Πηγού­νια _Μικρό Θέα­τρο Χορν _Αμερικής 10
Κεί­με­νο: Γιάν­νης Τσίρος
Σκη­νο­θε­σία: Γιώρ­γος Παλούμπης
Σκη­νι­κά-Κοστού­μια: Νατάσ­σα Παπαστεργίου
Φωτι­σμός: Βασί­λης Κλωτσοτήρας
Ήχος: Ανδρέ­ας Μιχόπουλος
Διάρ­κεια: 90λ (χωρίς διάλειμμα)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο