Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κραυγή των προλετάριων ή «Η Άνοδος και η Πτώση του Μαχαγκόννυ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Το Μαχα­γκόν­νυ δεν είναι μια πόλη της ονει­ρο­φα­ντα­σί­ας του Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, δεν είναι μία πόλη εκτός τόπου και χρό­νου. Έτσι κι αλλιώς ποτέ ο Μπρεχτ ως ποι­η­τής, ως οργα­νι­κός δια­νο­ού­με­νος μιας κοι­νω­νί­ας που ψάχνει να ανα­κα­λύ­ψει και αν επα­να­δη­μιουρ­γή­σει τον εαυ­τό της κόντρα σε κάθε εμπό­διο που της βάζει η άρχου­σα, η αστι­κή τάξη. Το Μαχα­γκόν­νυ, η πόλη-πλε­κτά­νη υφαί­νει τα δίχτυα της γύρω από όσους και όσες την δημιούρ­γη­σαν για να παγι­δεύ­σουν, σαν άλλη αρά­χνη στον ιστό, τους χρυ­σο­θή­ρες που ανα­ζη­τούν στο τυχαίο την οικο­νο­μι­κή τους επι­βί­ω­ση και απο­κα­τά­στα­ση αλλά και εκεί­νους, τους εύπο­ρους, τους οικο­νο­μι­κά εύρω­στους, που διψα­σμέ­νοι ανα­ζη­τούν τον επί­γειο παρά­δει­σο – την γυναι­κεία παρέα, το ποτό, το φαγη­τό, το κυνή­γι του κέρ­δους. Είναι η πόλη Μαχα­γκόν­νυ όπως ο καπι­τα­λι­σμός, είναι θα λέγα­με ο καπι­τα­λι­σμός και ο βασι­κός πρω­τα­γω­νι­στής του έργου, που από τη μία προ­σπα­θεί με κάθε τρό­πο –κάπο­τε το κατα­φέρ­νει, κάπο­τε όχι– να κερ­δί­σει από τα καθε­τί και που από την άλλη, μέσα στην κρί­ση του και στην ματαιό­τη­τα του, πιά­νε­ται από τα μαλ­λιά του όπως ο πνιγ­μέ­νος για να σωθεί παρα­σέρ­νο­ντας μαζί του δίκαιους και άδι­κους, θύτες και θύματα.

Είναι «Η Άνο­δος και η Πτώ­ση του Μαχα­γκόν­νυ» ένα τρα­γι­κό έργο αλλά και ένα έργο πλέ­ρια σαρ­κα­στι­κό, τόσο της φύσης του καπι­τα­λι­σμού, όσο και της υπο­κρι­σί­ας ενός συστή­μα­τος που προ­πα­γάν­δι­σε την ουτο­πία για να κατα­λή­ξει στα μεγα­λύ­τε­ρα εγκλή­μα­τα που έχει δει ανθρώ­που μάτι. Είναι ένα έργο, αρέ­σει-δεν αρέ­σει σε κάποιους βαθύ­τα­τα πολι­τι­κό αλλά κι ένα έργο τέχνης που δεν κατα­λή­γει σε μια στεί­ρα καταγ­γε­λία του χρή­μα­τος, της απλη­στί­ας αλλά και του εγκλή­μα­τος που δημιουρ­γούν στο όνο­μα μιας επί­πλα­στης νομι­μό­τη­τας αλλά κι ένα έργο που με την, οπωσ­δή­πο­τε, προ­σχη­μα­τι­κή οικο­δό­μη­ση των χαρα­κτή­ρων –εκτός, θεω­ρού­με, του Τζιμ– απο­τυ­πώ­νει την κραυ­γή των προ­λε­τά­ριων, των ανθρώ­πων δηλα­δή που δεν έχουν στον ήλιο μοί­ρα, για ζωή αλλά και για αγά­πη (ενδει­κτι­κό σε αυτό είναι ο διά­λο­γος της Τζέν­νυ και του Τζιμ που αντι­γρά­φου­με στη συνέ­χεια). Είναι ένα έργο επί­και­ρο (και μαρ­ξι­στι­κό, τόσο στην αντί­λη­ψη, όσο και στην μεθο­δο­λο­γία) που ο καθέ­νας μας πρέ­πει να ανα­ζη­τή­σει, να δια­βά­σει και για­τί όχι, να το χαρί­σει και στον επό­με­νο ώστε όλοι και όλες να γίνουν κοι­νω­νοί της ιδιαί­τε­ρης σκέ­ψης του Μπρεχτ.

Η έκδοση

Η έκδο­ση που χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με για το σχό­λιο μας κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Νεφέ­λη σε μετά­φρα­ση της Ελέ­νης Βαρο­πού­λου από τη σει­ρά παρά­στα­ση. Πρό­κει­ται για την όπε­ρα των Κουρτ Βάιλ και Μπέρ­τολτ Μπρεχτ που παρου­σιά­στη­κε στο Μέγα­ρο Μου­σι­κής Αθη­νών στις 13, 15, 17 Μαρ­τί­ου 2012. 

Επιλεγμένα αποσπάσματα από το «ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΧΑΓΚΟΝΝΥ», μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου, εκδ. Νεφέλη (2012)

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

6

Υπό­δει­ξη

Χάρ­της του Μαχα­γκόν­νυ, Ο Τζίμ­μυ και η Τζέν­νυ περπατούν.

ΤΖΕΝΝΥ:

Έχω μάθει, μόλις γνω­ρί­ζω έναν άντρα να τον ρωτάω τι συνή­θειες έχει. Πέστε μου λοι­πόν, εσείς πώς με προτιμάτε;

ΤΖΙΜ:

Όπως είστε, έτσι μ’ αρέ­σε­τε. Κι αν μου μιλού­σα­τε στον ενι­κό, θα νόμι­ζα πως σας αρέσω.

ΤΖΕΝΝΥ:

Σε παρα­κα­λώ, Τζιμ, πώς θέλεις τα μαλ­λιά μου; Προς τα μπρος ή προς τα πίσω;

ΤΖΙΜ:

Θα μπο­ρού­σες να τ’ αλλά­ζεις κατά περίσταση.

ΤΖΕΝΝΥ:

Και με τα εσώ­ρου­χα, τι γίνε­ται; Να φοράω βρα­κί κάτω απ’ τη φού­στα ή να ‘μαι χωρίς;

ΤΖΙΜ:

Να ‘σαι χωρίς.

ΤΖΕΝΝΥ:

Όπως σας αρέ­σει, Τζίμμυ.

ΤΖΙΜ:

Και οι δικές σας επιθυμίες;

ΤΖΕΝΝΥ:

Είν’ ίσως πολύ νωρίς να μιλή­σου­με γι’ αυτές.

(σελ. 30)

~

8

ΤΖΙΜ:

Παρά­ναι ήσυχα.

ΤΖΑΚ:

Αν ψάρι θες να φας

Μπο­ρείς να πιά­σεις ένα.

ΤΖΙΜ:

Αυτό, ευτυ­χι­σμέ­νο δε με κάνει.

ΤΖΟ:

Καπνί­ζου­με.

ΤΖΙΜ:

Καπνί­ζου­με.

ΜΠΙΛ: Κοι­μό­μα­στε κάτι λίγο. 

ΤΖΙΜ: Κοι­μό­μα­στε.

ΤΖΑΚ: Κολυ­μπά­με.

ΤΖΙΜ (παρι­στά­νο­ντάς τον): 

Κόβου­με καμιά μπανάνα! 

ΤΖΟ: Κοι­τά­με το νερό. 

Ο Τζιμ απλώς σηκώ­νει αδιά­φο­ρα τους ώμους. 

ΜΠΙΛ: Ξεχνά­με.

ΤΖΙΜ: Κάτι όμως λείπει. 

ΤΖΑΚ: Θαυ­μά­σιο το βρά­δυ καθώς πέφτει 

Κι ωραί­ες οι κου­βέ­ντες μετα­ξύ αντρών. 

ΤΖΙΜ: Κάτι όμως λείπει. 

ΤΖΑΚ, ΜΠΙΛ, ΤΖΟ: 

Ωραία η ησυ­χία κι η ειρή­νη Κι ικα­νο­ποι­η­τι­κή η ομόνοια. 

ΤΖΙΜ: Κάτι όμως λείπει. 

ΤΖΑΚ, ΜΠΙΛ, ΤΖΟ: 

Υπέ­ρο­χη η απλή ζωή 

Και της φύσης το μεγα­λείο απαράμιλλο. 

ΤΖΙΜ: Κάτι όμως λείπει. 

Θαρ­ρώ πως θα φάω το καπέ­λου μου

Θαρ­ρώ πως έτσι θα χορτάσω.

Για­τί να μη φάει κάποιος το καπέ­λο του

Όταν δεν έχει άλλο τι, δεν έχει άλλο τι δεν έχει άλλο τι να κάνει; […]

(σελ. 36–38)

[…] «Και μέσα στην εντει­νό­με­νη σύγ­χυ­ση, την ακρί­βεια και την εχθρό­τη­τα όλων ενα­ντί­ον όλων, δια­δή­λω­ναν για τα ιδα­νι­κά τους, τις τελευ­ταί­ες εβδο­μά­δες, στην πόλη-παγί­δα, αυτοί που δεν είχαν ακό­μη εξο­ντω­θεί, αδιόρθωτοι».

[…] «Τα συν­θή­μα­τα στα πανό της πρώ­της πορεί­ας είναι:
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΟΛΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ
ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΟΣ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΜΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΑΙΩΝΑ»

[…] «Τα συν­θή­μα­τα στα πανό της τρί­της πορεί­ας είναι:
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΦΟΝΙΑΔΩΝ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΝΘΡΩΠΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΑΙΩΝΑ».

Για­τί όπως στρώ­σει κανείς, έτσι θα κοιμηθεί
Να τον σκε­πά­σει κανείς δε θα ’ρθεί
Κι αν πέφτει κλο­τσιά, αυτή τη δίνω εγώ
Κι αν κάποιος την τρώ­ει, αυτός είσ’ εσύ».

_______________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο