Γράφει ο Γιώργης Η. Αμπαζής //
Δάσκαλος
Β’ Μέρος
«Η ζωή στη Φολέγανδρο»
« Η Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων (ΟΣΠΕ) συσπείρωνε το σύνολο των εξόριστων κομμουνιστών-αντιφασιστών, που είχαν σταλεί στη Φολέγανδρο και που προέρχονταν από όλη την Ελλάδα. Οι νεολαίοι εξόριστοι ήταν περίπου 40!
Εκεί ήταν γνωστά στελέχη του Κόμματος, όπως ο Αναστασιάδης Στέργιος, Ερυθριάδης Γιώργης, Μαρκεζίνης Βασίλης, Χατζημάλλης Κώστας, Γκιουζέλης Στέφανος κλπ.
Η ζωή στη Φολέγανδρο αρκετά δύσκολη. Οι εξόριστοι έμεναν στα σπίτια του χωριού και συμμετείχαν στην κοινή ζωή, που δρομολογούσε το γραφείο της Ομάδας.
Η μόρφωση , η διαφώτιση αποτέλεσαν στοιχεία της πολιτιστικής δραστηριότητας, καθώς και οι χορευτικές , θεατρικές και λαογραφικές παραστάσεις.
Οι ομάδες εργασίας αποτέλεσαν την ψυχή των εξόριστων , αφού προσφέραν τόσο στην ομάδα, όσο και στους χωριανούς, έτσι δημιούργησαν τσαγκαριό, ξυλουργείο, ραφείο, αλλά και ομάδες αγροτικής εργασίας, αφού νοίκιαζαν χωράφια στην παραλία της Φολεγάνδρου στο «Καραβοστάσι» , που καλλιεργούσαν όσπρια και ζαρζαβατικά.
Επίσης, τα συνεργεία οικοδόμων για το φτιάξιμο των ντουβαριών στα χωράφια, βοήθησαν και τους ντόπιους αγρότες, αφού οι αναβαθμίδες συγκρατούσαν το νερό της βροχής και την υγρασία στο χώμα.
Οι εξόριστοι, για την περίθαλψη τους , είχαν δημιουργήσει ιατρείο, με γιατρό και φαρμακοποιό απ’ τους εξόριστους, οι οποίοι περιέθαλπαν και τους χωριανούς.
Η δημιουργία του μορφωτικού σχολείου συνέβαλε στο να αναπτυχθεί κλίμα μορφωτικής άμιλλας από απλά μαθήματα αριθμητικής και γραμματικής μέχρι φιλοσοφίας, ξένων γλωσσών, ιστορίας, πολιτικής οικονομίας κλπ.
Στο νησί υπήρχαν και 10 εξόριστες γυναίκες όπως η Καίτη Νισυριου-Ζευγού, η Λιλίκα Γεωργίου, η Όλγα Αγγελάκη, που εκεί γέννησε το αγόρι της το Ρήγα.
Η κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτώβρη του 1940
Η φασιστική δικτατορία του Μεταξά με τα μισθερνά όργανά της , έκανε ότι μπορούσε για να παρεμβαίνει στην καθημερινή ζωή των εξόριστων, ώστε να χειροτερεύει τους όρους διαβίωσης τους.
Εμπόδιζε την έξοδο στα χωράφια για αγροτικές εργασίες , με διάφορες προφάσεις, καθυστερούσε τη σπορά, το φύτεμα λαχανικών ώστε να μην έχουν παραγωγή ή αποθέματα για το χειμώνα ‚είτε για την επερχόμενη πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας.
Εργαλείο στην απάνθρωπη συμπεριφορά της ήταν το επίδομα, που έδιναν το 10 δρχ. , ανά εξόριστο την ημέρα και το οποίο οι εξόριστοι παρέδιδαν στο κοινό ταμείο , για τη συλλογική λειτουργία της κοινής ζωής τους.
Δεν τους επέτρεπαν να αγοράζουν προμήθειες, φάρμακα και υλικά, για να επιδιορθώνουν τα ερειπωμένα σπίτια που έμεναν.
Το γραφείο της ΟΣΠΕ αποτελούμενο από τους Ερυθριάδη, Γκιουζελή και Αντύπα Σπύρο είχε προγραμματίσει να ληφθούν σειρά πολιτικών και οργανωτικών μέτρων, για να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε κατάσταση, από τον αποκλεισμό του νησιού μέχρι και την κήρυξη πολέμου. Το σύνθημα που έριξε για ελεγχόμενη οικονομία, στηριγμένη σε πλατιά εθελοντική εργασία, πήρε μαζικό χαρακτήρα, αναπτύχθηκε άμιλλα ανάμεσα στις γκρούπες και τα άτομα και κυριάρχησε ο ενθουσιασμός, το κέφι, το γέλιο και το τραγούδι.
Οι εξόριστοι με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ζήτησαν να πάνε να πολεμήσουν.
Η δικτατορία του Μεταξά όμως , προτίμησε να τους παραδώσει σιδηροδέσμιους στους κατακτητές».[15]
Ο μπάρμπα Γιώργης Τρικαλινός γράφει: «Γι’ αυτή την προδοσία δεν ευθύνεται μόνο η Φασιστική κυβέρνηση των Γλυξμ πουργκ, Μεταξά, Τσουδερού, ευθύνονται όλα τα αστικά κόμματα ‚το Λαϊκό, το κόμμα των Φιλελευθέρων και τ’ αλλά μικρά αστικά κόμματα, τα οποία δεν έδειξαν καμία ευαισθησία, σ’ αυτό το κατάπτυστο έγκλημα, δεν ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας».[16]
«Οι 40 νεολαίοι, μετά από κάλεσμα του Γραμματέα της ΟΣΠΕ μαζεύτηκαν στο «Κεντρικόν» (έτσι λεγόταν η σάλα συγκέντρωσης της ομάδας) και με χειροκροτήματα και ενθουσιασμό συνέταξαν υπομνήματα προς τις αρχές της κυβέρνησης Μεταξά, για να πάνε εθελοντές στην πρώτη γραμμή του Μετώπου.
Τα υπομνήματα δόθηκαν στη Διοίκηση της χωροφυλακής του νησιού .
Η απάντηση που τους δόθηκε ήταν ιταμή…
«Αν θέλετε να βρεθείτε στο μέτωπο, να δώσετε μόρκο υποταγής στη Φασιστική κυβέρνηση Μεταξά-Βασιλιά.»
Οι εξόριστοι ψάλλοντες τον εθνικό ύμνο και τη Διεθνή ακολούθησαν το δρόμο της τιμής και του αγώνα».[17]
Η κατάληψη της Φολεγάνδρου από τους Γερμανούς έγινε στις 8 και 9 Μάη του 1941
«Οι εξόριστοι έβλεπαν τις μέρες και τις βδομάδες να περνούν, στους γκρίζους βράχους του νησιού από τα χαράματα οι ομάδες περιφρούρησης κοίταζαν στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας του Αιγαίου, ελπίζοντας να δουν στον ορίζοντα κανένα πανί, να ‘ρχεται προς το νησί! Τα νέα από το ραδιόφωνο, που τους είχε δώσει ο πρόεδρος της κοινότητας και είχε εγκαταστήσει ο ηλεκτρολόγος της ομάδας Φάρκωνας Μανώλης, στην εκκλησία που βρισκόταν στην άκρη της πλατείας του χωριού, έδειχναν ότι οι Γερμανοί καταλάμβαναν πόλεις και νησιά.
Η καρδιά τους σφίγγονταν από την αγωνία.
Επιτέλους φάνηκε ένα κόκκινο πανί[…]
Οι εξόριστοι, που φύλαγαν στο παρατηρητήριο, παρακολουθούσαν την πορεία του[…]
Όταν είδαν να πλησιάζει τη Φολέγανδρο και να στρίβει προς το Καραβοστάσι,η καρδιά τους πήγε να σπάσει από την αγωνία.
Όλοι οι εξόριστοι, ειδοποιημένοι τρέξανε προς το λιμάνι.
Το αντίκρισμα του αγκυλωτού σταυρού στη σημαία του πλοίου, τους πάγωσε! Στιγμιαία ένιωσαν τα όνειρα και τις ελπίδες τους να σβήνουν». [18]
Ο μπάρμπα Γιώργης Τρικαλινός το λέει καθαρά : « Ο άνθρωπος , ο αγωνιστής, ποτέ δεν πρέπει να αποθαρρύνεται, να χάνει τις ελπίδες του και το κουράγιο του. Πρέπει να παλεύει ως το τέλος, με τη σιγουριά ότι ο αγώνας του δεν πρόκειται να πάει χαμένος». [19]
«Το καΐκι αράζει, κατεβαίνει ένας Γερμανός ταγματάρχης και καμιά δεκαριά στρατιώτες. Οι πολιτικοί εξόριστοι στέκονταν στην αποβάθρα και τους παρακολουθούν.
Ο ταγματάρχης πλησιάζει και ρώτα στα γερμανικά:
- «Ποιοι είστε ‘σεις;»
Κανένας δεν απάντησε. Αλλά και τι να απαντήσουν;
Κάνανε , πως δεν καταλάβαιναν.
Τότε, τους ξαναρωτά, στα γαλλικά αυτή τη φορά.
Ο Μαρκεζίνης Βασίλης που ήξερε γαλλικά του απαντάει:
« Είμαστε εξόριστοι, πολιτικοί αντίπαλοι του Μεταξά».
Η όλη συζήτηση έγινε παρουσία του διοικητή της αστυνομικής φρουράς κ. Κοκκινάκη και δύο χωροφυλάκων.
Βέβαια, δεν κατάλαβε (ο κ. Κοκκινάκης) τίποτα « Γκουτ, γκουτ, απαντά ο Γερμανός».
Και εν πομπή ξεκίνησαν όλοι για το χωριό, με τα πράγματα των Γερμανών.
Ο Δ/της της χωροφυλακής, δεν χάνει την ώρα του και παραδίδει στο Γερμανό αξιωματικό το σπαθί του, φωνάζοντας: «Χάιλ, Χίτλερ» δείχνοντας την υποταγή του στα καινούργια φασιστικά αφεντικά του , στο καθεστώς της «νέας τάξης πραγμάτων».
Ο Γερμανός αξιωματικός-γελώντας ειρωνικά-του επέστρεψε το σπαθί του.
Ενώ συνέβαιναν αυτά ο συναγωνιστής Παντελής φωνάζει δυνατά:
« Ζητώ ο ελληνικός λαός!»
και εξόριστοι και χωριανοί ανταπάντησαν μ’ ένα βροντερό «Ζήτωωωω!»
Οι Γερμανοί, μη κατανοώντας το νόημα των ζητωκραυγών, χαμογέλασαν, γιατί νόμισαν, πώς γι’ αυτούς είναι».[20]
Το φευγιό των 8 φυματικών πολιτικών εξόριστων
«Την ίδια περίοδο ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας μετέδιδε την είδηση από το υπουργείο Δημόσιας Ασφαλείας της κατοχικής κυβέρνησης του Τσολάκογλου ότι «θα αναθεωρηθούν όλες οι καταδικαστικές αποφάσεις των κομμουνιστών».[21]
Η ΟΣΠΕ εκμεταλλεύτηκε την περίσταση και έκανε παράσταση στο Γερμανό αξιωματικό και τον αστυνομικό διευθυντή του νησιού τονίζοντας του:
«Οι πολιτικοί εξόριστοι ήταν πολιτικοί αντίπαλοι του Μεταξά και εξόριστοι από πολλά χρόνια σ’ αυτό το νησί και του ζήτησαν να βοηθήσει να φύγουν όλοι ιδιαίτερα οι άρρωστοι και οι πιο ηλικιωμένοι».[22]
«Ο Γερμανός αξιωματικός, λόγω του ότι γνώριζε γαλλικά και εγγλέζικα βρήκε την ευκαιρία να επικοινωνήσει με τους εξόριστους, που πολλοί γνώριζαν αρκετές ξένες γλώσσες και να τους αξιοποιήσει ως διερμηνείς. Τους ενημέρωσε δε τον σκοπό, για τον οποίο ήρθαν στη Φολέγανδρο, ώστε να εγκαταστήσουν παρατηρητήριο, για την επίθεση στην Κρήτη».[23]
«Τελικά μετά από μέρες δέχτηκε, με το καράβι που ήρθαν, «να φύγουν οκτώ σύντροφοι πολιτικοί εξόριστοι, οι πιο άρρωστοι και ηλικιωμένοι. Αυτοί ήταν οι Μαρκεζίνης Βασίλης, Χατζημάλλης Κώστας, Φάρκωνας Μανώλης, Ωρολογάς Αλέκος, ο Σαπουνάς Χρήστος, ο Μπουρέκας Νικόλας και δύο άλλοι».
Μεταφέρθηκαν στη Μήλο και ύστερα από δύο μέρες πήγαν στον Πειραιά.[24]
Οι εξόριστοι με βάση το σχέδιο που είχε γίνει πριν ξεκινήσουν τράβηξαν για τον τόπο τους, για να οργανώσουν την Εθνική Αντίσταση.
Ο Νικόλας μπήκε σ’ ένα καΐκι για τη Χίο , αφού ανακατεύτηκε με τους επιβάτες, προκειμένου να μην γίνει αντιληπτός από τη γερμανική φρουρά , που ταξίδευε μέσα σε κάθε επιταγμένo καΐκι και έφτασε στα Μεστά.
Η απόδραση των εξόριστων κομμουνιστών από τη Φολέγανδρο
Η Οργάνωση Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων του νησιού, μετά και το φευγιό των Κρητικών για να πάνε να πολεμήσουν, δρομολόγησε τα βήματα για να βρεθούν καΐκια και βάρκες.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε στην απόδραση τους, ο πρόεδρος της κοινότητας της Φολεγάνδρου «ένας λαμπρός άνθρωπος και καλός πατριώτης».
«Η ΟΣΠΕ είχε δώσει σε κάθε εξόριστο από 50 δρχ. για να αντιμετωπίσει τα πρώτα έξοδα όταν θα έβγαιναν έξω. Μετά από πολλές προσπάθειες βρέθηκε ένα καΐκι και μια μαούνα-βάρκα, την οποία δέσανε πίσω από το καΐκι ‚με ένα χοντρό σχοινί.
Στα δύο πλεούμενα χωρέσανε καμία ογδονταριά πολιτικοί εξόριστοι και ξεκινήσανε μια βραδιά με φεγγάρι.
Πίσω έμεινε ο γραμματέας της ΟΣΠΕ Γκιουζέλης Στέφανος με το Μανιτσαρά Γιάννη.
Οι πολιτικοί εξόριστοι πήραν μαζί τους μια — δύο αλλαξιές ρούχα και δύο- τρία τσουβάλια παξιμάδια, λίγο κρέας καβουρμά από τα γουρούνια τους , που σφάξανε, για να χουνε να τρώνε στο ταξίδι. Βρέχανε το παξιμάδι στη θάλασσα και το τρώγανε με τον καβουρμά. Όλα αυτά δεν τα γνώριζε ο αστυνόμος, γιατί η στάση του ήταν επικίνδυνη.
Όμως η αναχώρηση τους ήταν σε γνώση του Γερμανού Διοικητή, ο οποίος έδωσε εντολή σ’ ένα Γερμανό αξιωματικό να ταξιδέψει μαζί τους, για να μεταφέρει την αλληλογραφία στην Αθήνα.
Τα μεσάνυχτα σαλπάρανε από μια παραλία, η μαούνα ήταν υπερφορτωμένη και αυτό υποχρέωνε το καΐκι να πηγαίνει πολύ σιγά. Ο προορισμός τους ήταν το Πόρτο Ράφτη. Ταξίδευαν μόνο μέρα, για να μην πέσουν στα γερμανικά στούκας.
Την πρώτη μέρα απάγκιασαν σε μια ερημική παραλία της Σερίφου.
Τη δεύτερη μέρα τα ξημερώματα αράξανε, σε μια ακρογιαλιά της Κύθνου.
Οι ώρες περνούσαν γεμάτες αγωνία μα και ελπίδες.
Τα ξημερώματα της τρίτης μέρας πλησίασαν το Σούνιο.
Κατά κακή τους τύχη τους σταμάτησε ένα ιταλικό περιπολικό, που ζήτησε να δει τα χαρτιά και τις άδειες τους, από τον καπετάνιο. Ο κίνδυνος μεγάλος!
Όλοι οι εξόριστοι ήταν ανήσυχοι. Την κρίσιμη στιγμή επενέβει ο Γερμανός αξιωματικός που τους συνόδευε.
Κάνοντας ένα νόημα δίνει να καταλάβει ο Ιταλός, πως δε χρειάζεται να επιμείνει για τα χαρτιά.
Η αγωνία μεγάλη.…
Οι ακτές της Αττικής μπροστά τους , οι βάρκες τους κινιόταν αργά βασανιστικά, γιατί δεν ήξεραν τι άλλο θα συναντούσαν.
Μόλις έφτασαν στο Πόρτο Ράφτη, ο καπετάνιος έδεσε στο κεφαλόσκαλο της προβλήτας, για να φύγουν οι πρώτοι εξόριστοι για την Αθήνα. Οι υπόλοιποι μπήκαν στο μικρό οικισμό για να βρουν φορτηγά αυτοκίνητα, που θα τους κατέβαζαν στην Αθήνα, με ένα εικοσάρικο!
Στην Πλατεία Βάθης που έφτασαν, ένα πολύβουο ανθρωπομάνι με πράγματα στα χέρια πήγαινε και ερχότανε ακατάπαυστα.[25]
Ο Γιάννης Αμπαζής με ένα καΐκι έφτασε στη Χίο.
Στη Χίο φτιάχνουν την Αντιφασιστική Οργάνωση
Οι σύντροφοι με πολλές προσπάθειες, κατόρθωσαν να υλοποιήσουν την απόφαση του κόμματος να οργανωθεί η Αντίσταση του λαού κατά του Φασισμού.
Στις 6 Αυγούστου του 1941 στη γιάφκα του Κουκούλη Λορέντζου στου Γρου, συνέρχονται — κρυφά από τους Γερμανούς κατακτητές που παραμόνευαν σε κάθε βήμα, συνεπικουρούμενοι από τα ντόπια σκυλιά τους — τα μέλη της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Χίου , όπου με την καθοδήγηση των εξόριστων κομμουνιστών κάνουν το πρώτο βήμα.
Όπως θυμάται ο αγωνιστής του ΕΑΜ Λοΐζος Ανδρέας «κοντά στους παλιούς αγωνιστές, Νίκο Μπουρέκα και Γιάννη Αμπαζή, από την απορφανισμένη , από το Μεταξά Οργάνωση της Χίου, συγκεντρώνονται οι Μαυράκης Γιώργης, Καζανάς Δημήτρης, Γλύκας Αντώνης, Πανέρης Παντελής, Ψωμαδάκης Γιάννης, Κουμπιάς Κώστας, ασυρματιστής και Ψωράκης Γιάννης.
Τα κύρια καθήκοντα που βάζουν είναι: η επιβίωση του λαού , η κινητοποίηση των εργατών και πολεμιστών της Αλβανίας και η ενεργή Αντίσταση.
Για να πετύχουν το σκοπό τους , πραγματοποιούν συσκέψεις στο εργατικό κέντρο Χίου , στήνουν εμπιτροπές σε διάφορες συνοικίες, κάνουν παραστάσεις διαμαρτυρίας και πορείες στη Νομαρχία, για να επεκταθούν τα συσσίτια.
Διεκδικούν τη συμμετοχή εργατικού αντιπροσώπου στα συνοικιακά συμβούλια εποπτείας και διαχείρισης των τροφίμων». [26]
_______________________________________
Βιβλιογραφικές παραπομπές:
[15–25] «Ανασκαλεύοντας τη χόβολη της μνήμης», Γιώργης Τρικαλινός, Σύγχρονη Εποχή, 1998, σελ 74–89, Αθήνα.*Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν, βρίσκονται στο βιβλίο του αείμνηστου κομμουνιστή ηγέτη Τρικαλινού Γιώργη. Είχα την τύχη να τον συναντήσω στον Περισσό λίγο πριν πεθάνει , όπου και μου διηγήθηκε τις μνήμες του για τους τρεις Χιώτες εξόριστους στη Φολέγανδρο .
[26] «Χίος 1943–1944, Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή και Εθνική Αντίσταση», Π. Καρασούλης, Β’ έκδοση, Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο , Χίος, 2006.