Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η συμβολή των Χίων φυματικών-εξόριστων της Φολεγάνδρου στο βωμό της Λευτεριάς της Πατρίδας: «Η ζωή στη Φολέγανδρο» (Β’ Μέρος)

Γρά­φει ο Γιώρ­γης Η. Αμπα­ζής //
Δάσκαλος

Β’ Μέρος

«Η ζωή στη Φολέγανδρο» 

« Η Ομά­δα  Συμ­βί­ω­σης  Πολι­τι­κών  Εξό­ρι­στων (ΟΣΠΕ) συσπεί­ρω­νε  το σύνο­λο των εξό­ρι­στων  κομ­μου­νι­στών-αντι­φα­σι­στών, που είχαν στα­λεί στη Φολέ­γαν­δρο και που προ­έρ­χο­νταν από όλη την Ελλά­δα. Οι νεο­λαί­οι εξό­ρι­στοι ήταν περί­που 40!

Εκεί ήταν γνω­στά στε­λέ­χη του Κόμ­μα­τος, όπως ο Ανα­στα­σιά­δης  Στέρ­γιος, Ερυ­θριά­δης Γιώρ­γης, Μαρ­κε­ζί­νης Βασί­λης, Χατζη­μάλ­λης  Κώστας, Γκιου­ζέ­λης Στέ­φα­νος κλπ. 

      Η ζωή στη Φολέ­γαν­δρο αρκε­τά δύσκο­λη. Οι εξό­ρι­στοι έμε­ναν στα σπί­τια του χωριού και συμ­με­τεί­χαν στην κοι­νή ζωή, που δρο­μο­λο­γού­σε  το γρα­φείο της  Ομάδας.

    Η  μόρ­φω­ση , η δια­φώ­τι­ση απο­τέ­λε­σαν στοι­χεία της  πολι­τι­στι­κής  δρα­στη­ριό­τη­τας, καθώς και οι  χορευ­τι­κές , θεα­τρι­κές και  λαο­γρα­φι­κές παραστάσεις.

Οι ομά­δες εργα­σί­ας  απο­τέ­λε­σαν την ψυχή των εξό­ρι­στων , αφού  προ­σφέ­ραν τόσο  στην ομά­δα, όσο και στους χωρια­νούς, έτσι δημιούρ­γη­σαν  τσα­γκα­ριό, ξυλουρ­γείο, ραφείο, αλλά και ομά­δες αγρο­τι­κής εργα­σί­ας, αφού νοί­κια­ζαν χωρά­φια στην παρα­λία της Φολε­γάν­δρου στο  «Καρα­βο­στά­σι» ,  που καλ­λιερ­γού­σαν όσπρια και ζαρζαβατικά. 

 Επί­σης, τα συνερ­γεία οικο­δό­μων για το φτιά­ξι­μο των  ντου­βα­ριών  στα χωρά­φια, βοή­θη­σαν και τους ντό­πιους αγρό­τες, αφού οι ανα­βαθ­μί­δες συγκρα­τού­σαν το νερό της βρο­χής και την υγρα­σία στο χώμα.

Οι εξό­ρι­στοι,  για την περί­θαλ­ψη τους , είχαν δημιουρ­γή­σει  ιατρείο, με για­τρό και φαρ­μα­κο­ποιό  απ’  τους εξό­ρι­στους, οι οποί­οι περιέ­θαλ­παν  και τους  χωριανούς.

Η δημιουρ­γία του μορ­φω­τι­κού σχο­λεί­ου συνέ­βα­λε στο να ανα­πτυ­χθεί κλί­μα μορ­φω­τι­κής άμιλ­λας από απλά μαθή­μα­τα αριθ­μη­τι­κής και γραμ­μα­τι­κής  μέχρι  φιλο­σο­φί­ας, ξένων γλωσ­σών, ιστο­ρί­ας, πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας κλπ.

Στο νησί υπήρ­χαν και 10 εξό­ρι­στες  γυναί­κες όπως η Καί­τη Νισυ­ριου-Ζευ­γού, η  Λιλί­κα Γεωρ­γί­ου, η Όλγα  Αγγε­λά­κη, που εκεί γέν­νη­σε το αγό­ρι της   το Ρήγα.

 Η κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτώβρη του 1940

Η φασι­στι­κή δικτα­το­ρία του Μετα­ξά με τα μισθερ­νά  όργα­νά  της , έκα­νε ότι μπο­ρού­σε για να παρεμ­βαί­νει στην καθη­με­ρι­νή ζωή των εξό­ρι­στων, ώστε να χει­ρο­τε­ρεύ­ει τους όρους δια­βί­ω­σης τους.

 Εμπό­δι­ζε την έξο­δο  στα χωρά­φια για αγρο­τι­κές εργα­σί­ες ,  με διά­φο­ρες προ­φά­σεις, καθυ­στε­ρού­σε τη σπο­ρά,  το φύτε­μα λαχα­νι­κών  ώστε  να μην έχουν παρα­γω­γή  ή  απο­θέ­μα­τα για το χει­μώ­να ‚είτε για την επερ­χό­με­νη πολε­μι­κή εμπλο­κή  της  Ελλάδας. 

Εργα­λείο  στην απάν­θρω­πη συμπε­ρι­φο­ρά της ήταν  το επί­δο­μα,  που έδι­ναν το 10 δρχ. , ανά εξό­ρι­στο την ημέ­ρα και το οποίο οι εξό­ρι­στοι  παρέ­δι­δαν στο κοι­νό ταμείο , για τη συλ­λο­γι­κή λει­τουρ­γία της κοι­νής  ζωής τους.

 Δεν τους επέ­τρε­παν να αγο­ρά­ζουν προ­μή­θειες, φάρ­μα­κα και  υλι­κά,  για να επι­διορ­θώ­νουν τα ερει­πω­μέ­να σπί­τια που έμεναν.

Το γρα­φείο της  ΟΣΠΕ  απο­τε­λού­με­νο από τους Ερυ­θριά­δη, Γκιου­ζε­λή  και Αντύ­πα Σπύ­ρο είχε προ­γραμ­μα­τί­σει να ληφθούν  σει­ρά πολι­τι­κών και οργα­νω­τι­κών μέτρων, για να αντι­με­τω­πί­σουν οποια­δή­πο­τε κατά­στα­ση, από τον απο­κλει­σμό του νησιού μέχρι και την κήρυ­ξη πολέ­μου. Το σύν­θη­μα που έρι­ξε για ελεγ­χό­με­νη οικο­νο­μία, στη­ριγ­μέ­νη σε πλα­τιά εθε­λο­ντι­κή εργα­σία, πήρε  μαζι­κό χαρα­κτή­ρα, ανα­πτύ­χθη­κε άμιλ­λα ανά­με­σα στις  γκρού­πες και τα άτο­μα και κυριάρ­χη­σε ο ενθου­σια­σμός, το κέφι, το γέλιο και το τραγούδι. 

Οι εξό­ρι­στοι με την κήρυ­ξη του ελλη­νοϊ­τα­λι­κού πολέ­μου ζήτη­σαν να πάνε να πολεμήσουν. 

Η δικτα­το­ρία του Μετα­ξά όμως , προ­τί­μη­σε να τους παρα­δώ­σει σιδη­ρο­δέ­σμιους στους κατα­κτη­τές».[15]

Ο μπάρ­μπα Γιώρ­γης Τρι­κα­λι­νός  γρά­φει: «Γι’ αυτή την  προ­δο­σία  δεν ευθύ­νε­ται μόνο η Φασι­στι­κή κυβέρ­νη­ση των Γλυξμ πουργκ, Μετα­ξά,  Τσου­δε­ρού, ευθύ­νο­νται όλα τα αστι­κά κόμ­μα­τα ‚το Λαϊ­κό, το κόμ­μα των  Φιλε­λευ­θέ­ρων και τ’  αλλά μικρά αστι­κά κόμ­μα­τα, τα οποία δεν έδει­ξαν καμία ευαι­σθη­σία, σ’ αυτό το κατά­πτυ­στο  έγκλη­μα, δεν ύψω­σαν φωνή δια­μαρ­τυ­ρί­ας».[16]

        «Οι  40 νεο­λαί­οι, μετά από κάλε­σμα του Γραμ­μα­τέα της  ΟΣΠΕ  μαζεύ­τη­καν στο «Κεντρι­κόν» (έτσι λεγό­ταν η σάλα συγκέ­ντρω­σης  της  ομά­δας) και με χει­ρο­κρο­τή­μα­τα  και  ενθου­σια­σμό συνέ­τα­ξαν  υπο­μνή­μα­τα  προς τις αρχές της κυβέρ­νη­σης  Μετα­ξά,  για να πάνε εθε­λο­ντές στην πρώ­τη γραμ­μή του Μετώπου.

 Τα υπο­μνή­μα­τα δόθη­καν στη  Διοί­κη­ση της  χωρο­φυ­λα­κής  του νησιού . 

Η  απά­ντη­ση που τους δόθη­κε ήταν ιταμή…

«Αν θέλε­τε να βρε­θεί­τε  στο μέτω­πο, να δώσε­τε μόρ­κο υπο­τα­γής στη Φασι­στι­κή κυβέρ­νη­ση Μεταξά-Βασιλιά.» 

Οι εξό­ρι­στοι  ψάλ­λο­ντες  τον εθνι­κό ύμνο και τη Διε­θνή ακο­λού­θη­σαν  το δρό­μο της τιμής και του αγώ­να».[17]

 Η  κατάληψη της Φολεγάνδρου από τους  Γερμανούς έγινε στις  8 και 9  Μάη του 1941

«Οι εξό­ρι­στοι έβλε­παν τις  μέρες και τις βδο­μά­δες να περ­νούν, στους  γκρί­ζους  βρά­χους του νησιού από τα  χαρά­μα­τα  οι ομά­δες  περι­φρού­ρη­σης  κοί­τα­ζαν στο απέ­ρα­ντο γαλά­ζιο της θάλασ­σας του Αιγαί­ου, ελπί­ζο­ντας να δουν στον ορί­ζο­ντα κανέ­να πανί, να ‘ρχε­ται  προς το νησί! Τα νέα από το ραδιό­φω­νο, που τους  είχε δώσει ο πρό­ε­δρος  της κοι­νό­τη­τας  και είχε εγκα­τα­στή­σει  ο ηλε­κτρο­λό­γος της ομά­δας  Φάρ­κω­νας  Μανώ­λης, στην εκκλη­σία  που βρι­σκό­ταν στην άκρη της  πλα­τεί­ας του χωριού,  έδει­χναν ότι οι Γερ­μα­νοί κατα­λάμ­βα­ναν πόλεις και νησιά.

Η καρ­διά τους σφίγ­γο­νταν  από την αγωνία. 

Επι­τέ­λους φάνη­κε ένα κόκ­κι­νο πανί[…]

Οι εξό­ρι­στοι, που φύλα­γαν στο παρα­τη­ρη­τή­ριο, παρα­κο­λου­θού­σαν την  πορεία του[…]

Όταν είδαν να πλη­σιά­ζει τη  Φολέ­γαν­δρο και να στρί­βει προς  το  Καραβοστάσι,η  καρ­διά τους πήγε να σπά­σει από την αγωνία.

 Όλοι οι  εξό­ρι­στοι,  ειδο­ποι­η­μέ­νοι  τρέ­ξα­νε προς το λιμάνι. 

Το αντί­κρι­σμα του αγκυ­λω­τού σταυ­ρού  στη σημαία  του  πλοί­ου, τους πάγω­σε!          Στιγ­μιαία ένιω­σαν τα όνει­ρα και τις ελπί­δες τους να σβή­νουν». [18]

Ο μπάρ­μπα Γιώρ­γης Τρι­κα­λι­νός  το  λέει καθα­ρά :  « Ο άνθρω­πος , ο αγω­νι­στής,  ποτέ δεν πρέ­πει να απο­θαρ­ρύ­νε­ται, να χάνει τις ελπί­δες του και το κου­ρά­γιο του. Πρέ­πει  να παλεύ­ει ως το τέλος, με τη σιγου­ριά ότι ο αγώ­νας του δεν πρό­κει­ται να πάει χαμέ­νος». [19]

«Το  καΐ­κι  αρά­ζει, κατε­βαί­νει ένας Γερ­μα­νός  ταγ­μα­τάρ­χης και καμιά δεκα­ριά στρα­τιώ­τες. Οι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι στέ­κο­νταν στην απο­βά­θρα και  τους  παρακολουθούν.

Ο ταγ­μα­τάρ­χης πλη­σιά­ζει και ρώτα στα γερμανικά:

- «Ποιοι  είστε  ‘σεις;»

Κανέ­νας δεν απά­ντη­σε.  Αλλά και τι να απαντήσουν;

Κάνα­νε , πως δεν καταλάβαιναν.

Τότε, τους ξανα­ρω­τά, στα γαλ­λι­κά  αυτή τη φορά.

Ο Μαρ­κε­ζί­νης  Βασί­λης που ήξε­ρε γαλ­λι­κά του απαντάει:

    « Είμα­στε εξό­ρι­στοι, πολι­τι­κοί αντί­πα­λοι του Μεταξά».

Η όλη συζή­τη­ση έγι­νε παρου­σία του διοι­κη­τή της αστυ­νο­μι­κής φρου­ράς  κ. Κοκ­κι­νά­κη  και δύο χωροφυλάκων.

Βέβαια, δεν κατά­λα­βε (ο κ. Κοκ­κι­νά­κης) τίπο­τα « Γκουτ, γκουτ, απα­ντά  ο Γερμανός». 

Και εν πομπή ξεκί­νη­σαν όλοι  για το χωριό,  με τα πράγ­μα­τα των Γερμανών.

Ο Δ/της της χωρο­φυ­λα­κής, δεν χάνει την  ώρα του και  παρα­δί­δει στο Γερ­μα­νό αξιω­μα­τι­κό το σπα­θί του, φωνά­ζο­ντας:  «Χάιλ, Χίτλερ» δεί­χνο­ντας την υπο­τα­γή του  στα και­νούρ­για φασι­στι­κά αφε­ντι­κά του , στο καθε­στώς της  «νέας τάξης πραγμάτων».

Ο Γερ­μα­νός αξιω­μα­τι­κός-γελώ­ντας  ειρω­νι­κά-του επέ­στρε­ψε το σπα­θί του.

Ενώ συνέ­βαι­ναν αυτά  ο συνα­γω­νι­στής  Παντε­λής  φωνά­ζει δυνατά:

« Ζητώ ο ελλη­νι­κός λαός!»

και  εξό­ρι­στοι  και   χωρια­νοί  αντα­πά­ντη­σαν   μ’  ένα βρο­ντε­ρό  «Ζήτω­ω­ωω!»

Οι  Γερ­μα­νοί, μη  κατα­νο­ώ­ντας  το νόη­μα των ζητω­κραυ­γών,  χαμο­γέ­λα­σαν, για­τί νόμι­σαν, πώς γι’ αυτούς  είναι».[20]

Το φευγιό  των  8  φυματικών  πολιτικών  εξόριστων

«Την ίδια περί­ο­δο ο ραδιο­φω­νι­κός σταθ­μός  της  Αθή­νας  μετέ­δι­δε την είδη­ση από το υπουρ­γείο Δημό­σιας  Ασφα­λεί­ας  της  κατο­χι­κής κυβέρ­νη­σης  του Τσο­λά­κο­γλου  ότι «θα ανα­θε­ω­ρη­θούν όλες οι κατα­δι­κα­στι­κές απο­φά­σεις  των κομ­μου­νι­στών».[21]

Η ΟΣΠΕ εκμε­ταλ­λεύ­τη­κε την περί­στα­ση και έκα­νε παρά­στα­ση στο Γερ­μα­νό αξιω­μα­τι­κό και τον αστυ­νο­μι­κό διευ­θυ­ντή του νησιού τονί­ζο­ντας του:

«Οι πολι­τι­κοί  εξό­ρι­στοι  ήταν  πολι­τι­κοί  αντί­πα­λοι  του  Μετα­ξά και εξό­ρι­στοι από πολ­λά χρό­νια σ’ αυτό το νησί και του ζήτη­σαν να βοη­θή­σει να φύγουν όλοι  ιδιαί­τε­ρα οι άρρω­στοι και οι πιο ηλι­κιω­μέ­νοι».[22]

«Ο Γερ­μα­νός  αξιω­μα­τι­κός,  λόγω του ότι  γνώ­ρι­ζε  γαλ­λι­κά και εγγλέ­ζι­κα βρή­κε την ευκαι­ρία να επι­κοι­νω­νή­σει  με τους εξό­ρι­στους, που πολ­λοί γνώ­ρι­ζαν αρκε­τές  ξένες  γλώσ­σες και να τους αξιο­ποι­ή­σει ως διερ­μη­νείς. Τους ενη­μέ­ρω­σε  δε τον σκο­πό,  για τον οποίο ήρθαν στη Φολέ­γαν­δρο, ώστε  να εγκα­τα­στή­σουν παρα­τη­ρη­τή­ριο, για την επί­θε­ση στην Κρή­τη».[23]

«Τελι­κά μετά από μέρες  δέχτη­κε, με το καρά­βι που ήρθαν,  «να φύγουν οκτώ σύντρο­φοι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι, οι πιο άρρω­στοι και ηλι­κιω­μέ­νοι.  Αυτοί  ήταν οι  Μαρ­κε­ζί­νης  Βασί­λης, Χατζη­μάλ­λης  Κώστας,  Φάρ­κω­νας  Μανώ­λης, Ωρο­λο­γάς  Αλέ­κος,  ο Σαπου­νάς Χρή­στος, ο  Μπου­ρέ­κας Νικό­λας και δύο άλλοι».

Μετα­φέρ­θη­καν στη Μήλο και ύστε­ρα από δύο μέρες πήγαν στον  Πει­ραιά.[24]

Οι εξό­ρι­στοι  με βάση το σχέ­διο  που είχε γίνει  πριν  ξεκι­νή­σουν τρά­βη­ξαν  για τον  τόπο τους, για να οργα­νώ­σουν  την  Εθνι­κή  Αντίσταση.

Ο Νικό­λας  μπή­κε  σ’ ένα καΐ­κι για τη Χίο , αφού ανα­κα­τεύ­τη­κε με τους επι­βά­τες, προ­κει­μέ­νου να μην γίνει αντι­λη­πτός από τη γερ­μα­νι­κή φρου­ρά , που ταξί­δευε μέσα σε κάθε επι­ταγ­μέ­νo καΐ­κι και έφτα­σε στα Μεστά.

         Η απόδραση των εξόριστων  κομμουνιστών  από τη Φολέγανδρο

Η Οργά­νω­ση  Συμ­βί­ω­σης  Πολι­τι­κών  Εξό­ρι­στων του  νησιού,  μετά και το  φευ­γιό  των Κρη­τι­κών  για να πάνε να πολε­μή­σουν,  δρο­μο­λό­γη­σε  τα  βήμα­τα για να βρε­θούν καΐ­κια  και βάρκες.

Σημα­ντι­κό ρόλο έπαι­ξε στην από­δρα­ση τους,  ο πρό­ε­δρος της κοι­νό­τη­τας της Φολε­γάν­δρου «ένας  λαμπρός  άνθρω­πος και καλός πατριώτης».

«Η ΟΣΠΕ είχε δώσει σε κάθε εξό­ρι­στο από  50 δρχ. για να αντι­με­τω­πί­σει τα πρώ­τα έξο­δα όταν θα έβγαι­ναν  έξω.  Μετά  από πολ­λές προ­σπά­θειες  βρέ­θη­κε ένα καΐ­κι  και μια μαού­να-βάρ­κα, την οποία δέσα­νε πίσω από το καΐ­κι ‚με ένα χοντρό σχοινί.

Στα  δύο πλε­ού­με­να χωρέ­σα­νε καμία ογδο­ντα­ριά  πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι και ξεκι­νή­σα­νε  μια βρα­διά με φεγγάρι.

Πίσω έμει­νε ο γραμ­μα­τέ­ας της ΟΣΠΕ  Γκιου­ζέ­λης  Στέ­φα­νος  με  το  Μανι­τσα­ρά  Γιάννη.

Οι πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι πήραν μαζί τους  μια — δύο αλλα­ξιές  ρού­χα και δύο- τρία τσου­βά­λια παξι­μά­δια,  λίγο κρέ­ας καβουρ­μά  από τα γου­ρού­νια τους , που σφά­ξα­νε, για να χου­νε να τρώ­νε στο ταξί­δι. Βρέ­χα­νε το παξι­μά­δι στη θάλασ­σα και το τρώ­γα­νε με τον καβουρ­μά. Όλα αυτά δεν τα γνώ­ρι­ζε ο αστυ­νό­μος, για­τί  η στά­ση του ήταν επικίνδυνη.

Όμως  η ανα­χώ­ρη­ση τους   ήταν σε γνώ­ση του Γερ­μα­νού  Διοι­κη­τή, ο οποί­ος έδω­σε  εντο­λή  σ’ ένα Γερ­μα­νό αξιω­μα­τι­κό να ταξι­δέ­ψει μαζί τους, για να μετα­φέ­ρει την αλλη­λο­γρα­φία στην Αθήνα.

Τα μεσά­νυ­χτα σαλ­πά­ρα­νε από μια παρα­λία, η μαού­να ήταν   υπερ­φορ­τω­μέ­νη  και αυτό υπο­χρέ­ω­νε το καΐ­κι  να πηγαί­νει πολύ σιγά. Ο προ­ο­ρι­σμός τους  ήταν το  Πόρ­το Ράφτη.          Ταξί­δευαν μόνο μέρα, για να μην πέσουν στα γερ­μα­νι­κά στούκας.

Την πρώ­τη μέρα απά­γκια­σαν  σε μια ερη­μι­κή παρα­λία της  Σερίφου.

Τη δεύ­τε­ρη μέρα  τα ξημε­ρώ­μα­τα  αρά­ξα­νε, σε  μια ακρο­για­λιά της  Κύθνου.

Οι ώρες περ­νού­σαν γεμά­τες αγω­νία  μα  και ελπίδες.

Τα ξημε­ρώ­μα­τα της  τρί­της  μέρας  πλη­σί­α­σαν το Σούνιο.

Κατά  κακή  τους  τύχη τους στα­μά­τη­σε ένα ιτα­λι­κό περι­πο­λι­κό, που  ζήτη­σε να δει τα χαρ­τιά και τις άδειες τους, από τον καπε­τά­νιο. Ο κίν­δυ­νος μεγάλος!

Όλοι οι εξό­ρι­στοι ήταν ανή­συ­χοι. Την κρί­σι­μη στιγ­μή επε­νέ­βει ο  Γερ­μα­νός αξιω­μα­τι­κός  που  τους συνόδευε.

Κάνο­ντας  ένα νόη­μα δίνει να κατα­λά­βει ο Ιτα­λός, πως  δε χρειά­ζε­ται να επι­μεί­νει για τα χαρτιά.

Η αγω­νία μεγάλη.…

Οι ακτές της Αττι­κής μπρο­στά τους , οι βάρ­κες τους  κινιό­ταν αργά βασα­νι­στι­κά, για­τί δεν ήξε­ραν τι άλλο θα συναντούσαν.

Μόλις έφτα­σαν στο Πόρ­το Ράφτη, ο καπε­τά­νιος έδε­σε στο κεφα­λό­σκα­λο της προ­βλή­τας, για να φύγουν  οι πρώ­τοι εξό­ρι­στοι για την  Αθή­να. Οι υπό­λοι­ποι μπή­καν στο μικρό  οικι­σμό για να βρουν φορ­τη­γά αυτο­κί­νη­τα, που  θα τους κατέ­βα­ζαν στην Αθή­να,  με ένα εικοσάρικο!

Στην Πλα­τεία  Βάθης  που έφτα­σαν, ένα πολύ­βουο  ανθρω­πο­μά­νι  με  πράγ­μα­τα στα χέρια πήγαι­νε και ερχό­τα­νε ακα­τά­παυ­στα.[25]

Ο  Γιάν­νης Αμπα­ζής  με ένα καΐ­κι  έφτα­σε στη Χίο.

 Στη Χίο φτιάχνουν την Αντιφασιστική Οργάνωση

Οι σύντρο­φοι  με  πολ­λές  προ­σπά­θειες,  κατόρ­θω­σαν  να υλο­ποι­ή­σουν την από­φα­ση του κόμ­μα­τος  να οργα­νω­θεί  η  Αντί­στα­ση του λαού κατά του Φασισμού.

Στις  6 Αυγού­στου  του  1941 στη γιάφ­κα  του  Κου­κού­λη  Λορέν­τζου στου  Γρου,  συνέρ­χο­νται  — κρυ­φά από τους  Γερ­μα­νούς  κατα­κτη­τές  που παρα­μό­νευαν  σε κάθε βήμα,  συνε­πι­κου­ρού­με­νοι  από τα ντό­πια σκυ­λιά τους — τα μέλη  της Κομ­μου­νι­στι­κής Οργά­νω­σης Χίου , όπου με την καθο­δή­γη­ση των  εξό­ρι­στων  κομ­μου­νι­στών κάνουν  το πρώ­το βήμα.

Όπως  θυμά­ται ο αγω­νι­στής  του  ΕΑΜ  Λοΐ­ζος  Ανδρέ­ας  «κοντά  στους παλιούς  αγω­νι­στές, Νίκο Μπου­ρέ­κα και Γιάν­νη Αμπα­ζή,   από την απορ­φα­νι­σμέ­νη , από  το Μετα­ξά Οργά­νω­ση της  Χίου,  συγκε­ντρώ­νο­νται  οι Μαυ­ρά­κης Γιώρ­γης, Καζα­νάς  Δημή­τρης, Γλύ­κας Αντώ­νης, Πανέ­ρης  Παντε­λής, Ψωμα­δά­κης  Γιάν­νης, Κου­μπιάς  Κώστας,  ασυρ­μα­τι­στής και  Ψωρά­κης  Γιάννης.

Τα κύρια καθή­κο­ντα  που   βάζουν είναι:  η  επι­βί­ω­ση του λαού , η κινη­το­ποί­η­ση των εργα­τών και  πολε­μι­στών της  Αλβα­νί­ας  και η  ενερ­γή  Αντίσταση.

Για να πετύ­χουν το σκο­πό τους ,  πραγ­μα­το­ποιούν   συσκέ­ψεις   στο  εργα­τι­κό  κέντρο  Χίου , στή­νουν  εμπι­τρο­πές   σε διά­φο­ρες  συνοι­κί­ες,  κάνουν  παρα­στά­σεις  δια­μαρ­τυ­ρί­ας  και  πορεί­ες  στη  Νομαρ­χία,  για να επε­κτα­θούν τα συσσίτια.

Διεκ­δι­κούν τη συμ­με­το­χή εργα­τι­κού αντι­προ­σώ­που στα συνοι­κια­κά συμ­βού­λια  επο­πτεί­ας και δια­χεί­ρι­σης  των τρο­φί­μων». [26]

_______________________________________

Βιβλιογραφικές παραπομπές:

[15–25] «Ανα­σκα­λεύ­ο­ντας τη χόβο­λη της μνή­μης», Γιώρ­γης Τρι­κα­λι­νός, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 1998, σελ 74–89, Αθήνα.
*Τα στοι­χεία που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν, βρί­σκο­νται στο βιβλίο του αεί­μνη­στου κομ­μου­νι­στή ηγέ­τη Τρι­κα­λι­νού Γιώρ­γη. Είχα την τύχη να τον συνα­ντή­σω στον Περισ­σό λίγο πριν πεθά­νει , όπου και μου διη­γή­θη­κε τις μνή­μες του για τους τρεις Χιώ­τες εξό­ρι­στους στη Φολέγανδρο .
[26] «Χίος 1943–1944, Συμ­μα­χι­κή Στρα­τιω­τι­κή Απο­στο­λή και Εθνι­κή Αντί­στα­ση», Π. Καρα­σού­λης, Β’ έκδο­ση, Ομή­ρειο Πνευ­μα­τι­κό Κέντρο , Χίος, 2006.

 Η συμ­βο­λή των Χίων φυμα­τι­κών-εξό­ρι­στων της Φολε­γάν­δρου στο βωμό της Λευ­τε­ριάς της Πατρί­δας την 1η Μάρ­τη 1943 στου Παύ­λου Μελά 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο